Για το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Ταξίδι στο κράτος: Κυριαρχία, δίκαιο, δικαιώματα» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: © Πάρις Ταβιτιάν
Γράφει η Μαρία Πουρνάρη
Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Ταξίδι στο κράτος: Κυριαρχία, δίκαιο, δικαιώματα» (εκδ. Πόλις) απαρτίζεται από τρία κεφάλαια.
Στο προοίμιο, ο συγγραφέας δηλώνει ότι στόχος του είναι η σύνταξη ενός οδηγού μύησης στον κόσμο του κράτους, δείχνοντας την κυρίως διαδρομή αλλά χωρίς να προκαθορίζει τις ακριβείς συντεταγμένες του ταξιδιού αυτού. Εξαρχής, υποστηρίζει πως για να δώσουμε απαντήσεις στο μείζον ερώτημα της πράξης, «τι να κάνουμε;» (για παράδειγμα, τι να κάνουμε με το κράτος δικαίου σήμερα;) δεν μας αρκεί να βασιστούμε στις ήδη διαμορφωμένες απόψεις που έχουμε σχηματίσει, ούτε να περιοριστούμε στα διαθέσιμα πραγματολογικά δεδομένα της τρέχουσας συγκυρίας. Εκτιμά πως, προηγουμένως, πρέπει να ξανασκεφτούμε τη σκέψη μας περί του πρακτέου. Θεωρώντας αναγκαίο, μολονότι ορισμένες φορές κοπιαστικό, να διακρίνουμε την πολιτική πραγματικότητα καθεαυτήν από τον στοχασμό μας για την πραγματικότητα, μας προτείνει να ταξιδέψουμε στην εννοιακή χώρα του κράτους, αναζητώντας, ανάμεσα σε άλλα, τις ιστορικές ορίζουσες του. Για τούτο, η ονομάτων επίσκεψις είναι η αναγκαία αφετηρία της μεθοδευμένης, εν τέλει, πορείας στον δρόμο προς το κράτος, στην οποία μας ξεναγήσει ο συγγραφέας.
Σκοπός του δεν είναι η σύλληψη μιας αφηρημένης μεταφυσικής υπόστασης της έννοιας κράτος, ιδωμένης από μια αΐδια και άυταρχη «θέα από το πουθενά». Το κύριο εννοιολογικό αίτημα του βιβλίου αυτού αφορά στο συγκεκριμένο κάθε φορά κράτος, στον χώρο και τον χρόνο, στον γεωπολιτικό χώρο της Ευρώπης, στον ιστορικό ορίζοντα ο οποίος εκτείνεται από την αρχαιοελληνική γενέθλια πράξη της πόλης-κράτος μέχρι το έθνος-κράτος και κράτος δικαίου της πρώιμης και ύστερης νεωτερικότητας.
Το νόημα της πολιτικής πράξης ανασυστήνεται, καθώς το ίδιο το κράτος γίνεται αντικείμενο στοχασμού, παράγοντας εκ νέου την ιδέα του κράτους.
Ο Χριστόπουλος πραγματευόμενος τις έννοιες μάς δίνει δείγματα υψηλής μαγειρικής τέχνης! Δεν θα ήταν ικανοποιημένος να παρασκευάσει κάτι στα πρόχειρα με ό,τι βρίσκεται στο ψυγείο. Αναζητά τις ποιοτικότερες πρώτες ύλες της αγοράς. Από την πλούσια θεωρητική πρακτική της διεπιστημονικής έρευνας των κλάδων της πολιτειολογίας, της πολιτικής επιστήμης, της θεωρίας του δικαίου, της πολιτικής φιλοσοφίας κ.α. κορφολογεί με τέχνη και οξυδέρκεια τις λέξεις-κλειδιά του. Μας τροφοδοτεί με κρίσιμες λέξεις οι οποίες δίνουν ονόματα στις σημασίες που παράγονται πάνω στο σώμα του κράτους, καθιστώντας το κράτος νοηματοδοτημένο ενέργημα, μια κορυφαία θεσμική πολιτική πράξη. Το νόημα της πολιτικής πράξης ανασυστήνεται, καθώς το ίδιο το κράτος γίνεται αντικείμενο στοχασμού, παράγοντας εκ νέου την ιδέα του κράτους. Στο ερώτημα «γιατί μας είναι χρήσιμη αυτή η ιδέα;» ο συγγραφέας θα σημειώσει ότι «η ιστορία των ιδεών και η πολιτική ιστορία μας δείχνουν πώς οι ιδέες έγιναν πράγματα». Στον δρόμο για το κράτος επιμέρους σταθμοί πρόκειται να είναι η κυριαρχία του, το έθνος, η επικράτεια, το πολίτευμα, το Σύνταγμα, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα του.
Για την απάντηση στο βασικό ερώτημα «πώς διαμορφώνονται οι έννοιες αυτές;», ο συγγραφέας δεν υπόσχεται μια αξιακά αμερόληπτη προσέγγιση αλλά επιχειρεί μια έντιμη υποκειμενική ανασυγκρότηση του αντικειμένου με αξιώσεις ακαδημαϊκής στερεότητας και εγκυρότητας. Και σημειώνει εμφατικά ότι οι έννοιες «ζουν μέσα από αυτά που οι άνθρωποι πράττουν και σκέφτονται»: Με τις έμπρακτες πεποιθήσεις τους, επενδύοντας μέσα στις κοινότητες, πράττοντας. Όμως. η ζωτική σημασία της δόμησης των εννοιών στον χώρο της πολιτικής και της νομικής θεωρίας δεν αναζητείται μόνο για λόγους μεθοδολογικούς. Ο πλουραλισμός, η διχογνωμία, η υπεράσπιση του δίκιου, η πρόθεση για μια ελάχιστη έστω συμφωνία, όλα αυτά δεν είναι ζητήματα οπτικής, αλλά και δημοκρατίας. Η διεπιστημονικότητα του εγχειρήματος, με σεβασμό στις πειθαρχίες, αξιοποιεί τις θεωρίες των νομικών και πολιτικών επιστημών, προβαίνοντας σε οριζόντιες τομές συνταγματολογίας, διεθνολογίας, νομικής επιστήμης. Αναζητά ιδέες που να είναι και πρακτικές, που επιστρέφουν στη ζωή μας μετασχηματίζοντας τις κοινωνίες μας: «Η ανασύσταση του παρελθόντος δεν είναι μόνο μνήμη, είναι και λήθη, συνειδητή ή ασύνειδη απώθηση…Το τι θα πάρουμε και τι θα αφήσουμε δεν είναι αντικειμενικές επιλογές, αλλά οι στρατηγικές μας για το μέλλον».
Ι.
Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο: «Πώς φτάσαμε ως εδώ; Η μακρά κυοφορία των μεγάλων λέξεων» περιλαμβάνει μια ελλειπτική αφήγηση γεγονότων και επιχειρεί μια ανάλυση των σχετικών εννοιών με στόχο την ανασύσταση των κρίσιμων μεταβάσεων τους. Εν αρχή ην η πόλις, «ο μόνος τόπος που μπορεί να ζει κανείς καλά σε συνθήκες ηθικώς νοούμενης ευδαιμονίας με στόχευση το κοινό συμφέρον». Παραδειγματικά, στα Πολιτικά του Αριστοτέλη, η πόλις νοείται ως «η κοινότητα ανθρώπων που συγκροτεί το πολίτευμα», το οποίο με κριτήριο το ποιος το ασκεί, ο ένας, οι ολίγοι και άριστοι ή οι πολλοί, διακρίνεται στα τρία είδη του: τη βασιλεία, την αριστοκρατία και την πολιτεία. Με τις παραφθορές των ορθών πολιτευμάτων της πρώτης ως μοναρχίας σε τυραννίδα, της αριστοκρατίας σε ολιγαρχία και της πολιτείας (του καλύτερου πολιτεύματος καθώς είναι το μόνο που ασκείται με στόχο το κοινό συμφέρον) σε μια εκφυλισμένη μορφή της ως δημοκρατίας. Το κοινό πολιτικό αγαθό με βάση το οποίο γίνεται καταμερισμός της εξουσίας είναι το δίκαιο συνυφασμένο με την αρχή της ισότητας των συμμετεχόντων στην πόλη.
Εφόσον κακός πολίτης είναι ο ιδιοτελής πολίτης, εδώ ο ιδιώτης είναι, ανάμεσα σε άλλα, ο αδαής. Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιστορικής διαμόρφωσης της σημασίας των εννοιών στην περίπτωση της λέξης «ιδιώτης», καθώς αργότερα στη νεωτερικότητα θα σημασιολογηθεί ως φορέας των ατομικών δικαιωμάτων, της ιδιοκτησίας, της θρησκευτικής ελευθερίας, της ελευθερίας του λόγου, για να συντελεστεί η ιστορική μετάβαση από το καθήκον της αρχαιοελληνικής πολιτειότητας στο δικαίωμα του πολιτικού φιλελευθερισμού, οπότε γεννιέται το άτομο.
Πολιτική χωρίς θρησκεία και ανθρώπινες συμβάσεις χωρίς αναφορά στη θεία πρόνοια θα σηματοδοτήσουν το τέλος της «φυσικής κατάστασης» με την προσδοκία σε μια «ανθρώπινη ζωή».
Μέσα από το ταξίδι στο μεσαιωνικό κράτος, από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα, παρακολουθούμε τον πολίτη να απομακρύνεται από την πόλη του, προκειμένου να οικοδομήσει κατά μόνας τη σχέση του με τον Θεό. Τώρα τη θέση της πόλης-κράτους θα την καταλάβει η Εκκλησία, ενώ οι θρησκευτικοί πόλεμοι που θα ξεσπάσουν το 1618, αποκτώντας πολιτικό χαρακτήρα και ασκώντας πολλή βία, δεν θα λήξουν παρά τριάντα χρόνια αργότερα. Καθοριστική επίδραση στην κρίση της Εκκλησίας θα έχει η Μεταρρύθμιση του καθολικισμού. Ο Λούθηρος στα 1517, χρησιμοποιώντας τη δύναμη της πίστης και την ελευθερία της συνείδησης, θα καταστήσει τη Βίβλο τη μοναδική πηγή αλήθειας. Τρία χρόνια πριν ο Μακιαβέλι θα έχει συγγράψει τον Ηγεμόνα. Για να ακολουθήσει όμως η εκκοσμίκευση ως βαθμιαία απαξίωση της εκκλησιαστικής εξουσίας, θα προηγηθεί η σφαγή των χιλιάδων διαμαρτυρομένων χριστιανών τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου το 1572. Επομένως, από τον 14ο αιώνα και έπειτα, η πεποίθηση ότι η έυτακτη διακυβέρνηση εξαρτάται αποκλειστικά από τη Θεία Χάρη και την εκκλησιαστική επικύρωση θα αρχίσει να κλονίζεται. Η Εκκλησία θα πάψει να είναι το κράτος, καθώς θα γίνει απλώς εργαλείο κοσμικών αντιπαραθέσεων.
Το θεσμικό και διοικητικό πρόπλασμα του σημερινού κράτους θα γεννηθεί στα 1648 με τη συνθήκη της Βεστφαλίας. Τώρα το πολιτικό σώμα θα διαχωριστεί από το ποίμνιο. Πολιτική χωρίς θρησκεία και ανθρώπινες συμβάσεις χωρίς αναφορά στη θεία πρόνοια θα σηματοδοτήσουν το τέλος της «φυσικής κατάστασης» με την προσδοκία σε μια «ανθρώπινη ζωή». Στο εξής το κράτος θα είναι, σχεδόν διαρκώς, παρόν! Οι μεγάλοι νομικοί κώδικες, ο ποινικός και ο αστικός, οδηγούν πλέον στη συλλογική πεποίθηση περί ενιαίας έννομης τάξης εντός μιας επικράτειας. Αργότερα, ο Ναπολεόντειος Αστικός Κώδικας καθιερώνει την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου. Είναι πλέον σαφές ότι η κεντρική εξουσία παράγει κανόνες που ρυθμίζουν καταναγκαστικά τη συμβίωση της κοινότητας. Ενώ η απολυταρχία κυριαρχεί κατά τη μετάβαση του χωρισμού του κράτους από τον ηγεμόνα, σταδιακά, το κράτος-μηχανισμός εδραιώνεται, ενώ το κράτος-πρόσωπο εκφυλίζεται. Το απολυταρχικό κράτος γίνεται ένα διττό, παράδοξο κράτος. Στην ιστορική μεταιχμιακή λειτουργία του απολυταρχικού εκσυγχρονισμού, η ανερχόμενη αστική τάξη αναδιατάσσει τον συσχετισμό υπέρ της.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Είναι Καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, όπου διδάσκει από το 2000, και Κοσμήτορας στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (2003-2011) και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2016-2019), ενώ ήταν ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (1996). Κατά καιρούς, διδάσκει και σε άλλα πανεπιστήμια εντός και εκτός Ελλάδας, ενώ αρθρογραφεί συχνά και παρεμβαίνει δημόσια στον διεθνή και ελληνικό τύπο κυρίως για θέματα θεσμών, δημοκρατίας και δικαιωμάτων. Έχει γράψει και επιμεληθεί σημαντικό αριθμό βιβλίων. |
ΙΙ.
Το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Το κράτος και η κυριαρχία του», προσεγγίζει το κράτος ως μηχανισμό σχετικά αυτοτελή, αλλά όχι ανεξάρτητο και αμερόληπτο, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα και τον λόγο και τη βία. Το έθνος υποστασιοποιεί μια κοινότητα απελευθέρωσης αλλά και πειθάρχησης. Η κυριαρχία του δεν συνιστά ακαταγώνιστη επιβολή της βούλησης, αλλά εξουσία που υπάγεται σε συσχετισμούς ισχύος, στη νεωτερική Ευρώπη. Ο λαός γίνεται το έμψυχο στοιχείο του κράτους. Είναι το σύνολο των ανθρώπων που φέρουν την ιδιότητα τού πολίτη του κράτους. Μια νομική κατασκευή. Στην Ελλάδα πολίτης είναι ο δημότης. Ο πολίτης είναι ο ιδεατός τόπος συνάντησης του κράτους με τον ιδιώτη. Πολίτης γίνεται κάποιος/α που αποκτά την ιθαγένεια/υπηκοότητα. Είτε με τη γέννηση, είτε διά του δικαίου του αίματος, είτε διά του δικαίου του εδάφους. Πολιτειακά ορφανός, ανιθαγενής είναι ο πρόσφυγας. Το κράτος είναι ο γονέας του πολίτη. Ο πολίτης προστρέχει στα δικαστήρια του για να βρει το δίκιο του, στην αστυνομία του σε περίπτωση κλοπής, στα σχολεία του για μόρφωση, στα νοσοκομεία του για την υγεία του. Έχει το δικαίωμα να έχει δικαιώματα. Τα κράτη όμως δεν δίνουν εύκολα την ιθαγένεια. Παρά τη διακηρυγμένη αρχή της ισότητας των πολιτών, η έννοια του λαού είναι εσωτερικά διαβαθμισμένη.
Επομένως, τα σύνορα της ιδιότητας του πολίτη είναι ρευστά και διαπραγματεύσιμα θα συμπεράνει ο συγγραφέας. Η ιδιότητα του πολίτη δεν προσφέρει ένα κοινό ρεπερτόριο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το ελληνικό Σύνταγμα του 1864 καθιερώνει το δημοκρατικό πολίτευμα με θεμελιώδη αρχή την «αρχή της λαϊκής κυριαρχίας» μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. Οπότε, το κράτος διαλέγει τον λαό του και καθώς ο λαός είναι μια αφαίρεση, μια νομική κατασκευή, χρειάζεται μια ενοποιό ιδέα, και αυτή είναι το έθνος. Ο λόγος για το έθνος το συστήνει σημασιολογικά μέσα σε ένα οργανωμένο πλέγμα άλλων εννοιών: Το έθνος ως συνείδηση, αλλά και στρατός, Εκκλησία, αστυνομία, πανεπιστήμιο, ως μηχανισμοί αναπαραγωγής της συνείδησης αυτής. Το έθνος είναι η κοινότητα αλληλεγγύης που σφυρηλατείται μέσω της πεποίθησης ότι η φυσική στέγη του είναι το κράτος.
Η διττή φύση του έθνους το καθιστά κοινότητα χειραφέτησης αλλά και δύναμη εγγενούς ολοκληρωτισμού.
Ο συγγραφέας μας θυμίζει ότι το ελληνικό έθνος γεννιέται. Δεν αφυπνίζεται, ούτε αναγεννάται από τη στάχτη του, αλλά «κηρύττει την Πολιτική αυτού Ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν», σύμφωνα με την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1 Ιανουαρίου 1822). Για να συμπεράνει ότι το έθνος υπηρέτησε μια μεγάλη μετάβαση από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά συνταγματικά κράτη, σφραγίζοντας το πολιτειακό πεδίο, καθώς και τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Η διττή φύση του έθνους το καθιστά κοινότητα χειραφέτησης αλλά και δύναμη εγγενούς ολοκληρωτισμού.
Το «πολιτικό έθνος» προκύπτει από τη σύμπτωση των βουλήσεων των ανθρώπων που ζουν μαζί, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους. Αντιθέτως το «φυλετικό έθνος» προτάσσει ως αποκλειστικό κριτήριο αλληλεγγύης την καταγωγή. Παράλληλα, ο πολιτισμός, το χρώμα, η θρησκεία, η γλώσσα ήταν πάντα καταβολές ή υπαγωγές που ένωναν ή χώριζαν τους ανθρώπους. Το «πολιτισμικό έθνος» είναι μια γοητευτική αυταπάτη, θα εκτιμήσει ο συγγραφέας. Χωρίς τη βούληση των ανθρώπων να σφυρηλατήσουν την ενότητα τους, καμία γλώσσα και κανένας πολιτισμός δεν θα αρκούσε για να συγκροτήσει τους ανθρώπους σε εθνική κοινότητα. Ανάλογη είναι η κριτική που απευθύνεται στην ακραία εκδοχή του «οργανικού έθνους» ως βιολογικοποίηση του.
Η μεγαλύτερη δυνατή τομή του έθνους-λαού-πληθυσμού, η ισότητα του αριθμού μεταξύ αυτών που αποφασίζουν τους νόμου και αυτών που υπόκεινται σε αυτούς, αποβλέπουν στην τέλεια δημοκρατία. Μάλιστα, η πολιτική συμμετοχή έχει ως προαπαίτηση το πραγματικό βίωμα του ανήκειν σε μια εδαφική κοινότητα και αυτό αποτελεί ηθικό θεμέλιο στη συγκρότησης ενός λαού.
Η κυριαρχία είναι η ανυπέρθετη έννοια για την ειρήνη και την ασφάλεια και παράλληλα η ανίκητη επιβολή της βούλησης στους υπηκόους.
Γίνεται αναφορά στη διάκριση των σχέσεων κυριαρχίας (imperium) στο δημόσιο δίκαιο και κυριότητας (dominium) στο ιδιωτικό. Η κυριαρχία είναι η ανυπέρθετη έννοια για την ειρήνη και την ασφάλεια και παράλληλα η ανίκητη επιβολή της βούλησης στους υπηκόους. Το κράτος-κένταυρος, ο άνθρωπος και το κτήνος [λιοντάρι/αλεπού}, η συνύπαρξη του λόγου και της βίας, απαντούν ήδη στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι (1513/1532), ο οποίος αποσυνδέει την πολιτική από την ηθική. Στον βαθύ απόηχο της libido dominandi του Αυγουστίνου, στο τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Αγγλία (1640-1651), o Χομπς θα αναφερθεί στην αναγκαιότητα μετάβασης από τη «φυσική κατάσταση» στην εκχώρηση του κυριαρχικού δικαιώματος στο κράτος Λεβιάθαν με αντάλλαγμα την ειρήνη και την προστασία. Στον επόμενο αιώνα, ο Ρουσσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (1762) θα αντιπροτείνει την εναρμόνιση του ατομικού με το συλλογικό, του δικαίου με το συμφέρον της «γενικής βούλησης», ως σύνθεση της αλληλένδετης σχέσης μεταξύ ισότητας και ελευθερίας. Εδώ ο συγγραφέας θα αναφερθεί στη σύγχρονη προβληματική περί κυριαρχίας, στην κανονικότητα ως έκτακτη ανάγκη και θα αναζητήσει τις γέφυρες μεταξύ της θεωρίας της κυριαρχίας και του κράτους δικαίου.
ΙΙΙ.
Στο τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο: «Το δίκαιο και τα δικαιώματα μας», το δίκαιο αναλύεται ως κάτι ξεχωριστό από την ιδεολογία τής επιβολής τής εκάστοτε εξουσίας. Τα δικαιώματα δεν νοούνται ως «απαράγραπτες ελευθερίες» αλλά ως προϊόντα κοινωνικών διεκδικήσεων που έχουν ήδη διευθετηθεί. Σημαντικός σταθμός στη διαδρομή αυτή είναι συνάντηση του κράτους και του δικαίου, στην Ευρώπη τού προηγούμενου αιώνα, ενώ τίθενται καίρια ερωτήματα, όπως: «Τι τύπου αξιώσεις είναι τα συνταγματικά δικαιώματα και σε ποιες σχέσεις αναφέρονται;»
Το ερώτημα, με τι είδους κανόνες ασχολείται το δίκαιο, οδηγεί στη θέση ότι για να μπορέσει να διακριθεί από την ηθική έχει προϋποθέσει τον χωρισμό της σφαίρας του ιδιωτικού από τον δημόσιο βίο. Ο Χριστόπουλος, θα επισκεφθεί τη Μεταφυσική των Ηθών του Καντ, για να μας γνωρίσει ότι «Το δίκαιο είναι το σύνολο των θεσμικών προϋποθέσεων υπό τις οποίες η ελευθερία εκάστου μπορεί να συνυπάρξει με την ελευθερία των άλλων, κάτω από νόμους με καθολική ισχύ για όλους». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το δίκαιο απαρτιζόμενο από προτάσεις που αποτυπώνουν ένα δέον προϋποθέτουν κανονιστικούς όρους για τον καθορισμό τους, χωρίς αυτοί να είναι ασύνδετοι με την περιγραφή των γεγονότων, την αναφορά τους στο είναι.
Ο νομικός ρεαλισμός στηρίζεται στην κοινωνική αποτελεσματικότητα, στο δίκαιο ως έχει και όχι όπως πρέπει να είναι, στο δέον υπό το φως των περιορισμών που θέτει η ίδια τη πραγματικότητα.
Θα ξεναγηθούμε ακόμη στην ουτοπία μιας τέλειας κοινωνίας, χωρίς τάξεις, κράτος και δίκαιο, που είναι το κοινό όραμα του αναρχισμού και του κομμουνισμού, για να διανοηθούμε ότι το ελάχιστο κράτος, με το ελάχιστο δίκαιο, θα συνιστούσε μια έννομη τάξη που δεν θα επενέβαινε παρά ελάχιστα στις ζωές των ανθρώπων, σύμφωνα με την άπoψη του ελευθερισμού (libertarianism). Συμπέρασμα; To απώτερο σημείο συνάντησης των παραπάνω αφηγήσεων που στοχεύουν στο ελάχιστο ή ανύπαρκτο κράτος είναι ο αναρχοφιλελευθερισμός. Κατά την άποψη του συγγραφέα, πρόκειται για μια ιδεολογία στο όνομα της αποθέωσης του ατόμου και των ιδιοτήτων του.
Για το κρίσιμο ερώτημα «Πώς καθίσταται έγκυρος ένα κανόνας δικαίου;» αξιοποιείται η τυπολογία του νομικού θετικισμού, του ρεαλισμού και του ιδεαλισμού. Για τον νομικό θετικισμό, ένας κανόνας είναι έγκυρος αν αποτελεί προϊόν της βούλησης τού αρμοδίου οργάνου. Η προσέγγιση αυτή ταυτίζει τη νομιμότητα με την εγκυρότητα, αποσυνδέοντας το δίκαιο (ως σύστημα κανόνων) από τη δικαιοσύνη ή την ηθική. Ο νομικός ρεαλισμός στηρίζεται στην κοινωνική αποτελεσματικότητα, στο δίκαιο ως έχει και όχι όπως πρέπει να είναι, στο δέον υπό το φως των περιορισμών που θέτει η ίδια τη πραγματικότητα. Ο νομικός ιδεαλισμός ταυτίζει την εγκυρότητα τού κανόνα δικαίου με την ηθική νομιμοποίηση του. Το δίκαιο ορίζεται με αξιολογικό κριτήριο τη δικαιοσύνη και αποτελεί προϊόν συναίνεσης και όχι καταναγκασμού. Και θα γίνει κριτική αναφορά στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια που ορίζεται αξιωματικά ως ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης, για να διαπιστώσει ότι η πίστη στο «φυσικό δίκαιο» θα γίνει το θεμέλιο του νομικού ιδεαλισμού πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί η ίδρυση του κράτους. (Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 1789, άρθ. 16)
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, σε κάθε περίπτωση, η εγκυρότητα των κανόνων δικαίου είναι μια δυναμική υπόθεση, η οποία δεν μπορεί να είναι προβλέψιμη.
Από μια κριτική σκοπιά, ο φορμαλισμός διατείνεται πως οι έννοιες μπορούν να έχουν πάντα ένα σαφές και καθαρό νόημα που μπορεί να εφαρμόζεται μηχανιστικά, θεωρώντας το δίκαιο ως ένα αυτόνομο και κλειστό σύστημα με όλα τα εργαλεία και τις απαντήσεις δοσμένες. Ο ρεαλισμός εμφανίζεται ηθικά αδιάφορος ως προς την έκβαση των πραγμάτων, οδηγούμενος στην ακραία εκδοχή τού κυνισμού της ισχύος. Ο νομικός ιδεαλισμός μπορεί εύκολα να ολισθήσει στην αφέλεια και τη ψευδαίσθηση καθώς και στον ουτοπικό ηθικισμό· σε έναν συνδυασμό καλής προαίρεσης, φαντασιοπληξίας, ελαφράς μεγαλομανίας και βολονταρισμού. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, σε κάθε περίπτωση, η εγκυρότητα των κανόνων δικαίου είναι μια δυναμική υπόθεση, η οποία δεν μπορεί να είναι προβλέψιμη. Συχνά η θεσμοποίηση μιας πρακτικής δημιουργεί συναινέσεις στις συνειδήσεις με αποτέλεσμα ο κανόνας να εδραιώνεται όχι επειδή είναι δίκαιος αλλά επειδή είναι συνήθης κανόνας. Τέλος, η μεγάλη τομή το δημόσιο και το ιδιωτικό δεν είναι περιγραφικές μεταβλητές της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά ιδεολογικά εργαλεία αντιλήψεων γύρω από και μέσα στην πραγματικότητα. Το «ιδιωτικό είναι πολιτικό», άρα και δημόσιο, υπό την έννοια ότι οι σχέσεις εξουσίας που το διαπερνούν δεν είναι άμοιρες καταναγκασμών και δεσμεύσεων.
Ακόμη, αναλύεται η διττή σημασία του συντάγματος: Το κράτος είναι εθνικό αλλά και συνταγματικό, καθώς τιθασεύει την κυριαρχία του μέσα από κανόνες που βρίσκονται στον ύπατο νόμο του. Για να διευκρινιστεί ότι κράτος και πολιτεία, υπό τη συνταγματική έννοια, είναι ταυτόσημες, εντούτοις η πολιτεία παραπέμπει ετυμολογικά και σημασιολογικά στην κοινότητα, ενώ το κράτος στον εξουσιαστικό μηχανισμό. Το Σύνταγμα, θέτοντας τους κανόνες της κρατικής εξουσίας, αποτελεί μηχανισμό καταναγκασμού (λέει στο πολίτευμα πώς κτίζεται η κυριαρχία) αλλά και διαπαιδαγώγησης (φαντάζεται αυτό που θα ήθελε να είναι η κοινωνία και, επιβάλλοντας το, διαπλάθει πολιτειότητες). To Σύνταγμα γίνεται εγγυητής των ελευθεριών. Το κράτος δικαίου ως κράτος κανόνων θεωρείται αγαθό και κυρίαρχο, επειδή δεσμεύεται από τους κανόνες του. Δικαιοκρατία και νομοκρατία πάνε μαζί. Η θεωρία του κράτους δικαίου θεμελιώνεται στο γραπτό δίκαιο των εγγυήσεων του νόμου, αλλά υπό μια ιδεαλιστική αίρεση: ότι ο νόμος δεν παραβιάζει τις θεμελιακές αρχές των δικαιωμάτων. Κάθε δικαίωμα είναι στην αρχή διεκδίκηση, άρα οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ίσοι και ελεύθεροι.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα δικαιώματα έχουν διττή φύση: είναι φορείς εγγύησης της αυτονομίας αλλά και εδραίωσης σχέσεων εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, η πρακτική εφαρμογή των πολιτικών δοκιμάζεται στην τομή του οικουμενισμού και του σχετικισμού, εκεί που η επίκληση των κοινών αξιών συναντά τα διαφορετικά διά ταύτα. Ανάμεσα σε άλλες, η αναμφίλεκτη αρετή αυτού του βιβλίου οφείλεται στο ότι δεν αποβλέπει στην περιγραφή των φαινομένων και στη βεβαιότητα της αιτιοκρατικής εξήγησης τους. Με γνώμονα τη διττότητα των εννοιών, επιδίδεται με συστηματικότητα στον εντοπισμό των αντιθέσεων και στην ιστορική ερμηνεία τους, διασχίζοντας την απορητική οδό η οποία διανοίγει νέους ταξιδιωτικούς προορισμούς.
* Η ΜΑΡΙΑ ΠΟΥΡΝΑΡΗ είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.