Για το βιβλίο «Η δύναμη της αγάπης - Εκλογή από τα κηρύγματά του» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (μτφρ. Θανάσης Θ. Νιάρχος) που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Ο αγώνας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τα δικαιώματα των μαύρων πολιτών στις ΗΠΑ, η σταθερή ελπίδα του στην κοινωνική αλλαγή και ο πρόωρος και άδικος θάνατός του το 1968, σε ηλικία μόλις τριάντα εννέα ετών, τον καθιστούν ένα από τα μεγάλα ηθικά πρότυπα της εποχής μας. Ωστόσο, είναι σχεδόν λησμονημένο το γεγονός ότι αυτός ο άνδρας υπήρξε αρχικά ένας προτεστάντης (συγκεκριμένα: βαπτιστής) πάστορας και ότι η στράτευσή του εμπνεόταν από μια ένθερμη πίστη στον Θεό. Γι’ αυτό και αυτό το νέο βιβλίο με επιλογή από τα κηρύγματά του ενδεχομένως να εκπλήξει πολλούς αναγνώστες. Ο χαρακτηρισμός «πολιτική θεολογία», που κάνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στην εισαγωγή, είναι αρκετά εύστοχος: και τα δέκα κείμενα του παρόντος τόμου μαρτυρούν τη διπλή ιδιότητα του Κινγκ, ο οποίος συνδύαζε τη φλογερή θρησκευτική του πίστη με την πολιτική δράση υπέρ της φυλετικής και της οικονομικής ισότητας των ανθρώπων.
Ο Αμερικανός κήρυκας με το «όνειρο» ενάντια στον ρατσισμό
Η δουλεία στον αμερικάνικο νότο, που είχε πίσω της ιστορία αιώνων, έγινε η αφορμή του Εμφυλίου πολέμου, μετά τη λήξη του οποίου (1865) η δουλεία τερματίστηκε. Ωστόσο, η πολυπόθητη ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων δεν έγινε πράξη, καθώς στα 1870 ψηφίστηκαν μια σειρά νόμων που στοχοποιούσαν αρνητικά τους μαύρους πολίτες, ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν και δολοφονικές ρατσιστικές οργανώσεις όπως η Κου Κλουξ Κλαν, προκειμένου να παρεμποδιστεί κάθε βαθύτερη κοινωνική αλλαγή. Μόλις τα έτη 1964 και 1965 αναγνωρίστηκε η πλήρης ισότητα, με δύο ιστορικής σημασίας νομοθετήματα.
Όντας κατά κάποιον τρόπο στον αντίποδα των σημερινών “prosperity preachers”, ο Κινγκ τονίζει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός προκαλεί ακραίες οικονομικές ανισότητες, διαταράσσοντας τον κοινωνικό ιστό και φέρνοντας στις καρδιές των ανθρώπων το μίσος, επομένως πρέπει να διορθωθεί.
Αρχικά, σύμφωνα με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, οι χριστιανικές εκκλησίες σχεδόν λησμόνησαν το επαναστατικό μήνυμα ανθρωπιάς που έφερε ο Ιησούς Χριστός. Ποια είναι σήμερα η κατάσταση των Χριστιανών στις ΗΠΑ; Όπως υπογραμμίζει, υπάρχουν περίπου 250 προτεσταντικές ομάδες (βαπτιστές, μεθοδιστές, επισκοπικοί κ.λπ.), αρκετές από τις οποίες διεκδικούν το απόλυτο μονοπώλιο της αλήθειας, πλήττοντας ουσιαστικά την ενότητα της Εκκλησίας. Ο Κινγκ δείχνει να ασπάζεται μια «φιλελεύθερη» θεολογία και εγκωμιάζει τόσο τον διαχριστιανικό διάλογο, με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (οικουμενισμός), όσο και τις απόπειρες επανένωσης των εκκλησιών εκ μέρους της τότε πρόσφατης Β’ Βατικάνειας Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Προκειμένου να καταδικάσει τον φυλετισμό, ο Κινγκ παραθέτει τις φράσεις του «αποστόλου των εθνών» Παύλου, εκείνου του ασθενικού άνδρα που έβγαλε το χριστιανικό κήρυγμα από τα στενά όρια του εβραϊκού κόσμου, καταλήγοντας ένας διαπρύσιος κήρυκας στην οικουμένη και διακηρύσσοντας «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3.28). Συνάμα, ο Παύλος δε δίστασε να καταδικάσει επίσης την ανθρώπινη λαχτάρα για πλουτισμό, λέγοντας: «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία (Α’ Τιμ. 5.10). Σύμφωνα με τον Κινγκ, η θεμελιώδης ρίζα της δουλείας υπήρξε το γεγονός ότι αυτή έδινε στους δουλοκτήτες και εμπόρους μεγάλα οικονομικά οφέλη. Αυτή η φιλαργυρία κατόπιν «μεταφράστηκε» κάνοντας κατάχρηση τόσο της επιστήμης της εποχής (κάποτε οι φυλετικές ιδέες θεωρούνταν δεδομένες, διδάσκονταν μέχρι και σε πανεπιστήμια) όσο και της χριστιανικής θρησκείας (εδώ προφανώς ο Κινγκ εννοεί τις απόπειρες θρησκευτικής δικαιολόγησης της δουλείας, με το εσφαλμένο επιχείρημα ότι οι μαύροι πληθυσμοί είναι τάχα απόγονοι του Χαμ της Παλαιάς Διαθήκης και τιμωρούνται εξαιτίας του). Τέλος, τα νομοθετήματα επιστρατεύθηκαν για να δικαιολογήσουν έναν καταφανώς άδικο και απάνθρωπο θεσμό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επαίσχυντη «απόφαση Ντρεντ Σκοτ» 91857), με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απαγόρευσε την κατάργηση της εξάπλωσης της δουλείας και τη χορήγηση δικαιωμάτων στους Αφροαμερικανούς. Ο Κινγκ τονίζει την ανάγκη να σταματήσει η κακή χρήση του πλούτου εκ μέρους μερικών ανθρώπων. Ο καπιταλισμός, λέει, δε βλέπει τίποτε παρά μονάχα το μεμονωμένο άτομο και την ευδαιμονία του. Όντας κατά κάποιον τρόπο στον αντίποδα των σημερινών “prosperity preachers”, ο Κινγκ τονίζει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός προκαλεί ακραίες οικονομικές ανισότητες, διαταράσσοντας τον κοινωνικό ιστό και φέρνοντας στις καρδιές των ανθρώπων το μίσος, επομένως πρέπει να διορθωθεί. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ισχυρή παρουσία του κομμουνισμού σήμερα (δηλαδή στην ψυχροπολεμική Αμερική) καταδεικνύει ακόμη εντονότερα αυτή την ανάγκη, αποτελώντας μια πρόκληση αυτοκριτικής για τον σύγχρονο άνθρωπο.
(...) κομουνισμός και καπιταλισμός αποτελούν όχι τόσο δύο ψέματα αλλά περισσότερο δύο παραποιημένες και τμηματικές αλήθειες, τις οποίες εμπεριέχει εξίσου μέσα του το χριστιανικό ευαγγέλιο.
Ωστόσο, ο Κινγκ δε διστάζει να καταδικάσει εξίσου έντονα την κομμουνιστική κοσμοθεωρία. Έχοντας κυρίως υπόψη του την τότε κραταιά Σοβιετική Ένωση, ισχυρίζεται πως ο κομμουνισμός έχει τρία βασικά και αθεράπευτα μειονεκτήματα, που τον καθιστούν εντελώς ασυμβίβαστο με τη χριστιανική πίστη: αθεϊστικός υλισμός, ηθικός σχετικισμός, καθώς και συντριβή του ατόμου κάτω υπό ισχυρές δομές εξουσίας. Βέβαια, ο κομμουνισμός περιλαμβάνει ασφαλώς και έναν σημαντικό πυρήνα αλήθειας, που δεν είναι άλλος από την ανάγκη να παύσει το ασταμάτητο και σχεδόν ανεξέλεγκτο κυνήγι του ατομικού πλουτισμού, όπως ακριβώς και ο φιλελεύθερος καπιταλισμός εμπεριέχει την αλήθεια ότι το άτομο έχει απαράγραπτη αξία. Σε τελική ανάλυση, κομμουνισμός και καπιταλισμός αποτελούν όχι τόσο δύο ψέματα αλλά περισσότερο δύο παραποιημένες και τμηματικές αλήθειες, τις οποίες εμπεριέχει εξίσου μέσα του το χριστιανικό ευαγγέλιο.
Ο Κινγκ, φυσικά, δε «χαρίζεται» ούτε και στους Χριστιανούς, αλλά ισχυρίζεται πως ο σύγχρονος κόσμος έφτασε να δει μια από τις μέγιστες κακοποιήσεις της χριστιανικής αλήθειας: τις χριστιανικές εκκλησίες να σιωπούν απέναντι στο φρικτό γεγονός των φυλετικών διακρίσεων ενάντια στους μαύρους, ενώ μερικές φορές δεν διστάζουν και να το υπερασπίζονται ρητά. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι χριστιανικές εκκλησίες δε στάθηκαν άξιες των περιστάσεων όσον αφορά το φαινόμενο της αποικιοκρατίας, του απαρτχάιντ (χαρακτηριστικό είναι το θλιβερό παράδειγμα της Ολλανδικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας), αλλά και της δουλείας, η οποία άντεξε για περίπου 250 χρόνια στο χριστιανικό αμερικάνικο έδαφος. Σε αυτό το σημείο, τα λόγια του Κινγκ θυμίζουν αρκετά τα λόγια ενός άλλου θρησκευόμενου μαχητή υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων πολιτών, του πρώην δραπέτη σκλάβου, Φρέντρικ Ντάγκλας, ο οποίος στην πρώτη αυτοβιογραφία του (1845) κατήγγειλε με πάθος την υποκρισία των λευκών δουλοκτητών, που τη μια στιγμή έκαναν συγκινητικές συγκεντρώσεις για φιλανθρωπίες και ανάγνωση της Βίβλου, και την άλλη μαστίγωναν για το παραμικρό παράπτωμα τους σκλάβους που εργάζονταν ακάματα στις βαμβακοφυτείες τους.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μιλά στην Αλαμπάμα τον Ιούνιο του 1965. |
Πάντως, σύμφωνα με τον Κινγκ, η σπουδαιότητα του ανθρώπου έγκειται στο ότι μπορεί να συμβιβάζει αρετές που προέρχονται από φαινομενικά αντίθετους δρόμους ζωής. Τα λόγια του ίδιου του Ιησού «Γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. 10.16), σκιαγραφούν το βασικό αίτημα ο γνήσια ενάρετος άνθρωπος να είναι αφενός λογικός και να διαθέτει κρίση, αφετέρου όμως να έχει μια ζεστή καρδιά για τους γύρω του. Η απόκτηση της μιας σειράς αρετών παραμένει στείρα δίχως τις υπόλοιπες. Σύμφωνα με τον Κινγκ, απαραίτητες είναι στον άνθρωπο και οι διανοητικές αρετές. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά από τα μεγάλα εγκλήματα του κόσμου έγιναν ή ευνοήθηκαν από ανθρώπους με καλές προθέσεις αλλά και εσφαλμένη εκτίμηση των πραγμάτων. Είναι αυτή η εσφαλμένη εκτίμηση που οδήγησε πλήθος ανθρώπων να επωφεληθούν από τη δουλεία και, ύστερα από αυτή, από τον φυλετικό διαχωρισμό. Αξεπέραστη αξία έχει εδώ, τονίζει, η παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο οποίος παρουσιάζεται να βοηθάει έναν άγνωστο σε εκείνον και αλλοεθνή, χωρίς καμία διάκριση εθνότητας και θρησκείας. Αυτή, λέει ο Κινγκ, παραμένει και η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα: να κατορθώσουμε να ανατρέψουμε τον φυλετικό διαχωρισμό τον ρατσισμό, χωρίς να πάψουμε να αγαπάμε τους υποστηρικτές τους.
Στο τελευταίο κείμενο του παρόντος βιβλίου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Προσκύνημα στη μη-βία», ο Κινγκ προβαίνει σε μια πιο προσωπική αφήγηση και σκιαγραφεί μια σύντομη «πνευματική αυτοβιογραφία». Μας εξιστορεί το πώς αρχικά γοητεύτηκε από τη φιλελεύθερη σκέψη αλλά αργότερα συνειδητοποίησε πως η εικόνα της για τον άνθρωπο είναι υπερβολικά αισιόδοξη, ενώ μελέτησε και τη «νεορθοδοξία», μια μορφή αυστηρής προσκόλλησης στα βιβλικά κείμενα, τον οποίο επίσης απέρριψε. Έπειτα διάβασε τα έργα των φιλοσόφων Νίτσε, Κίρκεργκωρ, Γιάσπερς, Χάιντεγκερ και Σαρτρ, τους θεολόγους Πάουλ Τίλιχ, Ουόλτερ Ράσενμπους και Ράινχολντ Νίμπουρ, και αφού μελέτησε τις μεγάλες ηθικές φιλοσοφικές θεωρίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περίφημη ρήση στην Επί του όρους ομιλία του Χριστού, για την άρνηση της βίας, μάλλον είναι ανέφικτη στους κοινωνικούς αγώνες. Όμως ακριβώς εκείνη την περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Ινδού πολιτικού ακτιβιστή Μαχάτμα Γκάντι, οι θεωρίες του οποίου για την «αχίμσα» (μη βία) και την ειρηνική και παθητική αντίσταση, έπεισαν τον νεαρό Κινγκ ότι ο λόγος του Χριστού μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί και στις μέρες μας. Ύστερα από ένα ταξίδι του στην Ινδία, ο εντυπωσιασμένος Κινγκ βεβαιώθηκε ότι ο Γκάντι είχε δίκαιο. Αν ο ξεκάθαρος λόγος του Χριστού προσέφερε τις γενικές αρχές και το κίνητρο, το ασυμβίβαστο παράδειγμα του Γκάντι του έδωσε την ειδική μέθοδο (παρεμπιπτόντως, παρόμοιο εγκωμιασμό του Γκάντι έχει κάνει και ο Ορθόδοξος Σέρβος επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, σε δικό του κείμενο).
Τότε λοιπόν, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Κινγκ δραστηριοποιήθηκε στα περίφημα δημόσια μποϊκοτάζ των λεωφορείων στην Αλαμπάμα, με αίτημα την άμεση και οριστική κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων σε βάρος των μαύρων. Μάλιστα, στο περίφημο γράμμα του από τη φυλακή του Μπέρμιγχαμ, όπου επικαλέστηκε τον Χριστιανό μοναχό, φιλόσοφο και θεωρητικό του φυσικού δικαίου, Θωμά Ακινάτη, για τον οποίο ένας ανθρώπινος νόμος πρέπει να είναι ριζωμένος στον φυσικό και αιώνιο νόμο, διαφορετικά είναι άδικος. Παράλληλα, ο Κινγκ ζήτησε τον τερματισμό των πολέμων, του ανταγωνισμού των εξοπλισμών και την καταστροφή των πυρηνικών όπλων, που απειλούν να αφανίσουν την ανθρωπότητα ολοκληρωτικά.
Μπορεί τελικά να μην κατόρθωσε τα παραπάνω, ωστόσο οι λόγοι και η δράση του Κινγκ, μαζί με το παράδειγμα της Ρόζα Παρκς, έπαιξαν βασικό ρόλο στον συνταγματικό τερματισμό του φυλετικού διαχωρισμού. Σήμερα, σε μια εποχή που οι πολιτικές της ταυτότητας θίγουν και πάλι με οξύτητα το πρόβλημα του φυλετισμού και οι ακροδεξιές ομάδες παραμένουν εδώ, το παρόν έργο του είναι μια διαχρονική και αξιόπιστη πηγή προβληματισμού για όλους μας.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων γνώρισα ελάχιστες ειρηνικές μέρες και τούτο εξαιτίας της συμμετοχής μου στον αγώνα για την ελευθερία του λαού μου. Κλείστηκα δώδεκα φορές στις φυλακές της Αλαμπάμα και της Τζώρτζια. Δύο φορές το σπίτι μου έγινε στόχος βομβιστικών επιθέσεων. Σπάνια περνά μέρα χωρίς η οικογένειά μου κι εγώ να απειληθούμε με θάνατο. Έχω πέσει θύμα μιας συνεχούς καταδίωξης. Οφείλω να ομολογήσω πως μερικές φορές αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσα ν’ αντέξω περισσότερο και ο πειρασμός ν’ αποτραβηχτώ σε μια ζωή πιο ήσυχη και πιο γαλήνια υπήρξε εξαιρετικά δυνατός. Κάθε φορά όμως που παρουσιαζόταν ένας τέτοιος πειρασμός, κάτι άλλο ερχόταν να υποστηρίξει και να δυναμώσεις τις αρχικές μου αποφάσεις. Έχω μάθει καιρό τώρα πως το φορτίο του Κυρίου είναι ελαφρύ ακριβώς όταν αναλαμβάνουμε εμείς οι ίδιοι να το υποστούμε. Οι προσωπικές μου δοκιμασίες μού δίδαξαν επίσης την αξία του άδικου πόνου. Ενώ τα βάσανά μου αυξάνονταν, καταλάβαινα μετά από λίγο πως υπήρχαν δύο τρόποι για ν’ αντιδράσω: ή να με νικήσει η πίκρα, ή να μεταβάλλω τα βάσανά μου σε δημιουργική δύναμη. Ακολούθησα τη δεύτερη οδό» (σελ. 194-195).