Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου «Περιπέτειες της μεσαίας τάξης. Κοινωνιολογικές καταγραφές στην ύστερη μεταπολίτευση» (εκδ. Επίκεντρο). Στην κεντρική εικόνα, τμήμα του εξωφύλλου, φωτογραφία του Πάνου Κοκκινιά.
Του Νικόλα Σεβαστάκη
Eδώ και δύο αιώνες, η «μεσαία τάξη» έχει κατακτήσει μια θέση στον πολιτικό στοχασμό και στις αναλύσεις για την κοινωνία και τον πολιτισμό των μοντέρνων. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ταυτιζόταν με τη νεωτερική δυναμική της «εμπορικής κοινωνίας», της commercial society που μετατρεπόταν σε βιομηχανική-αστική κοινωνία. Συνδεόταν σε κείμενα και στη δημόσια ρητορική με την ιδέα της προόδου, την υπόσχεση εξίσωσης των συνθηκών και το πέρασμα σε πιο ανοιχτά, αντιπροσωπευτικά συστήματα. Το μεγάλο ενδιαφέρον για τη μεσαία τάξη στηριζόταν ακόμα στο πολιτικό ιδεώδες του Juste Milieu, μιας χρυσής μεσότητας ανάμεσα στη νοσταλγία για τα παλαιά καθεστώτα και στη ριζοσπαστική επιτάχυνση ενός δημοκρατικού και εξισωτικού μέλλοντος. Για επιφανείς πολιτικούς και λόγιους όπως ο Φρανσουά Γκιζό, η μεσαία τάξη έπρεπε να πάρει τα ηνία της νέας κοινωνίας αλλά αυτό έπρεπε να γίνει με σύνεση, χωρίς δημοκρατικά όνειρα και πολιτικές παραχωρήσεις σε όσους βρίσκονταν χαμηλότερα στην κοινωνική κλίμακα[1]. Σε καιρούς όπου οι νεωτερικές κοινωνίες προσπαθούσαν να βρουν το σχήμα τους, πολλοί σκέπτονταν τη μεσαία τάξη σαν μίγμα φιλελεύθερων ιδεών και συντηρητικών συναισθημάτων, έναν χώρο ισορροπίας ανάμεσα στην τάξη και στην κίνηση.
Όσο ωστόσο άλλαζε η κοινωνική σύνθεση και η κουλτούρα των αστικών κοινωνιών, τόσο περισσότερο η μεσαία τάξη γινόταν ένα αίνιγμα κοινωνιολογικό. Το αρχικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν εξακολουθούσε να απηχεί μια σεβάσμια ιδέα που άρχιζε με τον Αριστοτέλη και έφτανε μέχρι τον Μιλ ή τον Τοκβίλ: ως την εποχή των επαναστατικών σεισμών του 1848 και αργότερα, η μεσαία τάξη προοριζόταν να ενσαρκώσει μια μετρημένη, κατά περίσταση σθεναρή, πάντα όμως έλλογη θέληση για το καλύτερο, μια λελογισμένη επιθυμία βελτιώσεων. Φιλοσοφικά, αυτή η πρώιμη μεσαία τάξη θα συσχετιστεί σε μεγάλο βαθμό με τον θετικισμό ή έναν ορθολογικό ιδεαλισμό όπου συνυφαίνονταν η εμπιστοσύνη στην επιστήμη, στις νέες δυνατότητες της τεχνικής ορθολογικότητας και στην ελεύθερη δημοσιότητα των ιδεών. Φυσικά για στοχαστές που ανήκαν σε αυτήν σαν αλλόκοτοι κομήτες όπως ο Νίτσε, η μεσαία τάξη και οι κλασικές ιδεολογίες της (ο φιλελευθερισμός, ο ωφελιμισμός κ.λπ.) ήταν κάτι βαθιά «φιλισταϊκό», δίχως καλλιτεχνική αίσθηση και πνεύμα αυθυπέρβασης[2]. Πολύ γρήγορα λοιπόν μαζί με τη μεσαία τάξη αναπτύχτηκε και μια αυτοσυνείδηση ενοχών και μια κουλτούρα αυτοάρνησης από κάποιους ευαίσθητους απογόνους της: η ανακάλυψη μιας εξωτικής συνθήκης, είτε της προλεταριακής εμπειρίας ή αντιστρόφως της αριστοκρατικής και μεγαλοαστικής ζωής, στάθηκε συχνός λόγος ατομικών δραμάτων και ιδεολογικών βασάνων. Από τους κόλπους της μεσαίας τάξης έτσι γεννήθηκαν και συγκεκριμένες μορφές άρνησής του ίδιου του «κομφορμισμού» της: ένας αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός που δεν αποδεχόταν την εξισωτική πληβειοποίηση και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός που έβλεπε στις λαϊκές και εργατικές τάξεις μια ευκαιρία για ηθική αναγέννηση των ανθρώπων της δημοκρατικής εποχής.
Από τους κόλπους της μεσαίας τάξης έτσι γεννήθηκαν και συγκεκριμένες μορφές άρνησής του ίδιου του «κομφορμισμού» της: ένας αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός που δεν αποδεχόταν την εξισωτική πληβειοποίηση και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός που έβλεπε στις λαϊκές και εργατικές τάξεις μια ευκαιρία για ηθική αναγέννηση των ανθρώπων της δημοκρατικής εποχής.
Η ιστορία όμως επιταχύνθηκε εντυπωσιακά: η μεσαία τάξη άρχισε να διευρύνεται απορροφώντας τμήμα των παλαιότερων εργαζόμενων τάξεων. Δεν ήταν πια οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι ή οι δημοσιογράφοι που είχαν αποτελέσει τις πολιτικές ηγεσίες των μεγάλων πολιτικών επαναστάσεων. Η μεσαία τάξη έγινε κλειδί για τη μεταβολή των κοινωνικών ηθών και αξιών στη Δύση. Ο εικοστός αιώνας θα γίνει σκηνικό αυτής της τεράστιας και με παγκόσμιο εκτόπισμα κοινωνικής και πολιτισμικής επέκτασης η οποία άλλωστε θα μεταβάλλει τη μεσαία τάξη σε έναν μυστηριώδη πληθυντικό: τις «μεσαίες τάξεις»[3]. Στην αρχή στον Βορρά και έπειτα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στον Νότο ή στην ανατολική Ασία. Όταν όμως μια κοινωνική μορφή επεκτείνεται και διαφοροποιείται εσωτερικά, προκαλεί αμηχανία και αντιδράσεις. Αυτό συνέβη περίπου μετά το 1880-90 όταν στις προηγμένες χώρες της βιομηχανικής μεταμόρφωσης σχηματιζόταν η μαζική κοινωνία με αιχμή την αυτονόμηση της κοινωνίας των ιδιωτών από το κράτος αλλά και με την αντίστροφη κίνηση, την πρωτοφανή γραφειοκρατική διόγκωση της κρατικής διοίκησης. Ενώ στις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου πολλοί σκεφτόταν την «μέση τάξιν των πολιτών» (Κοραής) έχοντας ακόμα κατά νου τον Αριστοτέλη ή τον Μοντεσκιέ, ο εικοστός αιώνας θα μπει με τη μεσαία τάξη στην αιχμή μιας αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος. Η ανάπτυξη των μητροπόλεων, ο πολλαπλασιασμός των δημοσιοϋπαλληλικών πληθυσμών και οι καινοτομίες στη σφαίρα της διασκέδασης και του πολιτισμού της καθημερινότητας περνούν σε πρώτο πλάνο εισάγοντας πιο σύνθετα συναισθηματικά και κοινωνικά τοπία. To πολυκατάστημα[4], τα αστικά πάρκα, οι χώροι αναψυχής, τα δημόσια θεάματα και τέλος η επιτάχυνση μιας μεγάλης εκπαιδευτικής και μορφωτικής αλλαγής που θα οδηγούσε στην αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού είναι κάποιοι από τους πολλούς σταθμούς αυτής της μεταμόρφωσης[5].
Η εξέλιξη αυτή ξένισε και ενόχλησε όσους είχαν προσδεθεί στην αντίληψη για τη θεμελιώδη πόλωση που κινεί τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, εικόνα όπου τα μεσαία στρώματα δεν έβρισκαν κάποια σημαίνουσα δημιουργική θέση παρά μόνο έναν ρόλο βοηθητικό. Η επιτυχία της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας ήδη από το 1900, ήταν απόδειξη αυτής της νέας κοινωνικής συνθήκης όπου ο κόσμος της εργασίας και η μεσαία τάξη μπορούσαν να συναντηθούν σε μια πολιτική κοινωνικής προόδου μέσα από επωφελείς ταξικούς συμβιβασμούς. Προφανώς αυτή η προοπτική σκανδάλιζε τους επαναστάτες γιατί παρουσίαζε μια πιο πολύπλοκη και αστάθμητη εικόνα για το μέλλον των νεωτερικών κοινωνιών. Ανοιγόταν ένα πεδίο που διασταυρωνόταν με το αυξημένο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον για έναν πιο ακριβή προσδιορισμό της μεσαίας τάξης και της περιμέτρου της.
Η επιτυχία της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας ήδη από το 1900, ήταν απόδειξη αυτής της νέας κοινωνικής συνθήκης όπου ο κόσμος της εργασίας και η μεσαία τάξη μπορούσαν να συναντηθούν σε μια πολιτική κοινωνικής προόδου μέσα από επωφελείς ταξικούς συμβιβασμούς.
Η ειδυλλιακή προοπτική διακόπηκε βίαια από τον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο και τα επόμενα χρόνια. Η άνοδος των φασισμών και ιδίως του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, έδωσαν ώθηση στην καχυποψία για τον διφορούμενο χαρακτήρα της μεσαίας τάξης ως προς την πρόοδο και τη χειραφέτηση. Τραυματίστηκε η παραδοσιακή εικόνα της μεσαίας τάξης ως χώρου επώασης και στήριξης των φιλελεύθερων, εκσυγχρονιστικών υποσχέσεων[6]. Κείμενα εμβληματικά της περιόδου αυτής κοντά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως οι αναμνήσεις του Στέφαν Τσβάϊχ, θα αναμετρηθούν με αυτή την πικρή προσγείωση και απογοήτευση. Στον Κόσμο του Χθες, ο αυστριακός συγγραφέας θα ισχυριστεί ότι η μεσαία τάξη και η νεολαία της πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο διαπνέονταν ήδη από το πάθος μιας ατομικότητας που διεκδικούσε χώρους ελευθερίας και εκφραστικής αυτοπραγμάτωσης. Ο μιλιταριστικός εθνικισμός και οι οικονομικές κρίσεις του Μεσοπολέμου κλόνισαν σοβαρά αυτή την fin-de-siécle φιλελεύθερη απεικόνιση μιας μεσαίας τάξης που συντηρούσε ακόμα ικανά αποθέματα από τις ουτοπίες του δέκατου ένατου αιώνα (αιώνια ειρήνη, αντικατάσταση των μεγάλων πολέμων από τον εμπορικό ανταγωνισμό, απρόσκοπτη βελτίωση του επιπέδου ζωής).
Διεθνής περιπέτεια και ελληνική εκδοχή
Η μεταπολεμική καπιταλιστική μεγέθυνση, παρά τα πολλά τοπικά και εθνικά δράματα που ανέστειλαν ή καθυστέρησαν κάποιες εξελίξεις, όρισε εκ νέου την σπουδαιότητα της μεσαίας τάξης. Οι «χαρτογιακάδες», η νέα τάξη των διευθυντικών στελεχών, οι διαμάχες στην εμπειρική κοινωνιολογία για τα εισοδηματικά ή πολιτισμικά κριτήρια προσδιορισμού της μεσαίας τάξης[7], δείχνουν τη ζωτικότητα των μεταπολεμικών προβληματισμών. Αυτή είναι και η αρχική πηγή της διαδρομής για τις Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης του Παναγή Παναγιωτόπουλου, το σημαντικό βιβλίο που είναι και η αφορμή γι' αυτό το κείμενο. Χωρίς ας πούμε τη φάση που στη Γαλλία την ονόμασαν ένδοξη τριακονταετία [«Trente Glorieuses»], η συζήτηση για τη μεσαία τάξη θα είχε παραμείνει είτε στον ορίζοντα των πολιτικών αφαιρέσεων είτε ένα παράρτημα στις θεωρίες κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Πολιτικά, η μεσαία τάξη του εικοστού αιώνα συνδέθηκε με δυο μεγάλα σοκ, το ένα αρνητικό και το άλλο θετικό. Το αρνητικό σοκ ήταν η εμπλοκή μιας «μεσοαστικής» βάσης στα αυταρχικά κινήματα και καθεστώτα της μεσοπολεμικής περιόδου. Θα ακολουθήσει το θετικό μεταπολεμικό σοκ με την οργάνωση των εθνικών κοινωνικών κρατών και τις νέες μορφές ενσωμάτωσης τις οποίες ενθάρρυναν και θεσμοθέτησαν[8]. Στο φως των εμπειριών από ποικίλες εθνικές πραγματικότητες μπορούμε να δούμε τις τομές στον πολιτισμό της μεσαίας τάξης. Από τη δεκαετία του ΄50 και μετά το «μεσοστρωματικό» βίωμα αποκτά καταλυτική ορατότητα και σημασία. Δεν είναι λοιπόν μόνο κάποια αφηρημένα ταξικά σχέδια που διαμορφώνουν την ιστορία αλλά και οι ευαισθησίες, τα γούστα, η φαντασία και οι συλλογικές επινοήσεις. Αυτό που ορισμένοι βλέπουν περιφρονητικά ως ψεύτικες προσδοκίες ή μικροαστικές φαντασιώσεις των ανθρώπων, προσδιορίζουν σε ένα βαθμό την ατομική ζωή αλλά και τη συλλογική ύπαρξη. Η πολιτική οικονομία, η αρχιτεκτονική των θεσμών και καθημερινά και τετριμμένα σχέδια ζωής των υποκειμένων υφαίνουν από κοινού τους επιμέρους ορίζοντες που συναπαρτίζουν τη σύγχρονη μεσαία τάξη.
Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος σε διακριτά κεφάλαια εποπτεύει αυτή την πορεία, φωτίζοντας την εθνική, εσωτερική περιπέτεια μέσα όμως σε ένα πλέγμα σχέσεων με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια εμπειρία. Έχουμε έτσι μια αφήγηση, μια πρόζα όπου αναδεικνύονται κομβικά περάσματα στη διαμόρφωση της ελληνικής μεσαίας τάξης: η ιστορία της, τα οικογενειακά της πρωτόκολλα, η πολιτική οικονομία των υλικών της προσδοκιών και η ψυχική οικονομία των φόβων της. Τα σκίτσα χαμηλής κλίμακας συνδέονται με πίνακες της μεγάλης κλίμακας, στην καλύτερη παράδοση μιας εκλεκτικής κοινωνιολογίας που αντλεί από πολλές πηγές. Τέλος, ανιχνεύονται οι ξεχωριστές προκλήσεις για τη μεσαία τάξη στη φάση όπου εναλλάσσονται έντονες διακινδυνεύσεις στο διάστημα από την οικονομική κρίση του 2010 στην πανδημική εμπειρία του 2020. Η πορεία μοιάζει εκ πρώτης όψεως με μια ευθεία γραμμή από την γέννηση, τη μεγέθυνση και ως την κρίση ταυτότητας. Σε αυτή την ευθεία όμως το μεγάλο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα παράδοξα, στα λεγόμενα «μπρικολάζ» και στις αντιφατικές συναρμογές. Οι δυισμοί υποχωρούν (δίχως να καταργούνται ή να αναστέλλονται) για να ξεδιπλωθεί το «και αυτό και το άλλο», δηλαδή ό,τι ο Παναγιωτόπουλος βλέπει ως ανεστραμμένο συγκριτισμό.
Από τη δεκαετία του ΄50 και μετά το «μεσοστρωματικό» βίωμα αποκτά καταλυτική ορατότητα και σημασία. Δεν είναι λοιπόν μόνο κάποια αφηρημένα ταξικά σχέδια που διαμορφώνουν την ιστορία αλλά και οι ευαισθησίες, τα γούστα, η φαντασία και οι συλλογικές επινοήσεις.
Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το κίνητρο της επιστροφής στην απορία για τη μεσαία τάξη. Ο συγγραφέας έχει ανοίξει τα χαρτιά του αντικρούοντας ορισμένες στρατευμένες προσεγγίσεις στη μεσοαστική ρευστότητα και στις επιτυχίες της. Κάθε αντίκρουση ωστόσο διατηρεί και σέβεται, σε εντυπωσιακό βαθμό, τους λόγους της αντίπαλης ερμηνείας, της μιας ή άλλης κοινωνιολογικής και πολιτικής διάγνωσης. Αυτό το στοιχείο παρουσιάζει μια ιδιαίτερη μεθοδολογική αρετή: οι ανταγωνιστικές προσεγγίσεις δεν αποσιωπούνται, ούτε παρουσιάζονται ως εύκολα αναιρέσιμες φτωχές καρικατούρες. Αποκαθίσταται η λογική των αποχρώσεων για να σημανθούν όρια και αδυναμίες. Αυτό αφορά τόσο κοινωνικο-οικονομικές εξηγήσεις όσο και κάποιες από τις πολιτισμικές ερμηνείες στην ελληνική μεσαία τάξη. Αυτό που ελέγχεται περισσότερο στο βιβλίο είναι κάθε «υπερβατική» πολιτική ή ταξική αναγωγή που βλέπει τη μεσαία τάξη να συγκροτείται και ουσιαστικά να υπάρχει μέσα από την επιβολή κάποιας γενικής δομής, ενός εξωτερικού συστήματος κανόνων και αποφάσεων: για παράδειγμα, των επιλογών της κομματοκρατίας, μιας παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας ή κάποιας, υποθετικά διαχρονικής, έξης και ελληνικής νοοτροπίας που μας έχει καταδικάσει σε καθυστέρηση. Χωρίς αμφιβολία όλες αυτές οι διαστάσεις που αναπτύχθηκαν στη ριζοσπαστική ή στην αστική κοινωνική σκέψη, παίζουν τον ρόλο τους στην ιστορία της ελληνικής μεσαίας τάξης. Για παράδειγμα, σκέφτομαι πως το μοντέλο χρηματοδοτήσεων και δημόσιων έργων που εξυπηρέτησε κυρίως το τουριστικό προϊόν (και μάλιστα συγκεκριμένες εκδοχές τουριστικής δραστηριότητας που επικράτησαν στη χώρα) είχε συνέπειες στο συσχετισμό ισχύος μέσα στην εγχώρια μεσαία τάξη. Κάποιες μερίδες ωφελήθηκαν περισσότερο, ενώ άλλες υποτιμήθηκαν ή συσσώρευσαν ζημίες. Οι περιπλοκές με τη βραχυχρόνια μίσθωση τύπου airbnb[9], με την κρίση στέγης ή με άλλα φαινόμενα των τελευταίων χρόνων δεν μπορούν να αποκοπούν από κρατικές πολιτικές ευθύνες. Όμως αν θέλουμε να κατανοήσουμε σημαντικές πλευρές του βίου και της εμπειρίας της μεσαίας τάξης πρέπει να δούμε κυρίως τους εκσυγχρονισμούς των ηθών και των καθημερινών πρακτικών, τα αφανή δίκτυα του κοινωνικού νοήματος. Αυτή νομίζω πως είναι η κεντρική αιχμή των κοινωνιολογικών παρατηρήσεων του Παναγιωτόπουλου. Σαν να λέει ότι αν μείνουμε κυρίως στο πολιτικό σύστημα ή στα υψηλά και γενικά ταξικά και εξουσιαστικά πρίσματα θα μας διαφεύγουν πάντα οι ευφάνταστοι τρόποι με τους οποίους η κοινωνία των ατόμων –μέσα από τα οικογενειακά δίκτυα, τις πατέντες προσαρμογής, τους κομφορμισμούς ή και τις απειθαρχίες και την ήπια ανυποταξία της– τροποποιεί τη σύσταση της μεσαίας τάξης και τη σχέση της με άλλα περιβάλλοντα.
Εδώ νομίζω πως αποδεικνύεται περίτρανα και η επιρροή που έχει ασκήσει στον Παναγιωτόπουλο μια μακρά παράδοση γαλλικής κοινωνιολογικής και πολιτικής σκέψης. Αναφέρομαι σε μια παράδοση πλουραλιστική που μπορεί να περιέχει στοχαστές απολύτως διαφορετικούς πολιτικά και μεθοδολογικά μεταξύ τους όσο τον Βοurdieu και τον Lipovetsky, τον Luc Boltanski ή τον Laurent Bouvet, αν και οι ρίζες της πάνε πολύ πίσω στο χρόνο. Σε αυτή την ποικίλη παράδοση η έρευνα δυσπιστεί στην έμφαση στις πολιτικές αφαιρέσεις (οι οποίες δεσπόζουν ευλόγως στη γαλλική ρεπουμπλικανική σκέψη) όσο και στη μονόπλευρη εξήγηση των φαινομένων με όρους οικονομικού συμφέροντος και ατομικής ορθολογικής επιλογής. Το κλειδί για την κατανόηση γίνεται έτσι η δημοκρατική κοινωνική συνθήκη των ηθών (état social démocratique) ή όπως θα έλεγε ο Τοκβίλ ξαναπιάνοντας τον αρχαίο όρο, τα «ήθη» (moeurs). Απλουστεύοντας ας πούμε πως η μεσαία τάξη δεν παράγεται από το Πολιτικό όσο από τις διακυμάνσεις της σχέσης ιδιωτικού και δημόσιου-πολιτικού. Τα θέματα μάλιστα που εμπλέκουν τους τρόπους και το ύφος ζωής, τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, το «μύχιο» και τις χαμηλές πτήσεις της καθημερινότητας αποκτούν μεγαλύτερη σημασία όταν ακριβώς το πολιτικό εξουσιαστικό πλαίσιο θα εξημερωθεί και θα αρχίσει να υποχωρεί ο συντελεστής της κρατικής βίας. Αυτό συνέβη με την εξατομίκευση στην ελληνική δεκαετία του ΄60 και τις πολιτισμικές μεταβολές που μπορεί να επιβραδύνθηκαν ή να εμποδίστηκαν κατά περίσταση, αλλά δεν μπλοκαρίστηκαν από τη στρατιωτική δικτατορία[10]. Όταν η ελληνική Ιστορία θα γίνει λιγότερο τραγική και περισσότερο πεζή και δημοκρατικά κοινότοπη, τότε και η ζωή της μεσαίας τάξης θα αποκτήσει περισσότερες αποχρώσεις και εσωτερική ποικιλία. Η Ελλάδα της «ύστερης μεταπολίτευσης» είναι ακριβώς η περίπτωση όπου θα συντελεστεί αυτή η σχετική εξημέρωση, παρά τα ανάστροφα φαινόμενα της θερμής πολιτικής βίας και της επανόδου σε εμφυλιοπολεμικούς συμβολισμούς. Η δημοκρατία της κατανάλωσης ως χοάνη εξατομικεύσεων θα γίνει συγχρόνως το πεδίο όπου θα πολλαπλασιαστούν συντεχνιακές αξιώσεις ισχύος και καθυπόταξης του συλλογικού σε ιδιωτικές στοχεύσεις. Η έμφαση στις δημιουργικές επιτεύξεις του δημοκρατικού ατόμου δεν πρέπει να αποσιωπά την προσοδοθηρία και τις μορφές στρεβλής κρατικής προστασίας – αφού, αντιθέτως, η μεσαία τάξη στην Ελλάδα περνάει μέσα από διαρκείς τριβές μεταξύ των εξασφαλισμένων και των πιο μετέωρων και επισφαλών μερίδων της.
Εμπόδια καθοδόν: εμπόλεμος αντιμικροαστισμός, συμβατικός αντιλαϊκισμός κ.λπ.
Μια δημιουργική στροφή στη μελέτη της μεσαίας τάξης συναντά καθοδόν τρία σημαντικά εμπόδια:
Το πρώτο εμπόδιο είναι, όπως έχουμε υπαινιχτεί, η παραδοσιακή μαρξογενής καχυποψία –αν όχι απροκάλυπτη εχθρότητα– προς τη ρευστότητα και την αμφισημία των μεσαίων στρωμάτων. Αυτή η καχυποψία στηριζόταν σε έναν συλλογισμό με μεγάλη ισχύ, ακόμα και μέσα στον ανανεωτικό μαρξισμό. Έλεγε: η μεσαία τάξη, τα μεσοστρώματα, οι «μικροαστοί» μπορεί να είναι κατά καιρούς εχθρός (όταν συμπορεύτηκαν με τον φασισμό ή στους καιρούς μας με τον νεοφιλελευθερισμό) και κατά περίσταση σύμμαχοι (όταν συσπειρώνονται σε μια «προοδευτική» ή σοσιαλιστική προοπτική). Σε κάθε περίπτωση, όμως, η μεσαία τάξη είναι χώρος ετεροκαθοριζόμενος, δομικά εξαρτημένος από τις διακυμάνσεις του οικονομικού συστήματος και έρμαιο της ιδεολογίας του ατομικισμού, του εθνικισμού ή, αντιστρόφως, κάποιων κοσμοπολίτικων (νέο)φιλελεύθερων ψευδαισθήσεων. Με άλλα λόγια, κοινωνιολογικά και πολιτικά –και αυτά τα δυο για ορισμένους είναι ένα και το αυτό– η μεσαία τάξη παρουσιάστηκε πάντα στην προοπτική της ενσωμάτωσής της στις δυο άλλες «αληθινές» τάξεις, την εργατική –την «εργαζόμενη πλειοψηφία»– ή στη μεγαλοαστική ελίτ. Αυτή η παραδοσιακή πηγή υποτίμησης εξακολουθεί να υπάρχει, ακόμα και μετά την υποχώρηση των μαρξισμών παλαιάς κοπής και την υποκατάστασή τους από πιο λεπτά επιχειρήματα[11].
Μαζί όμως με αυτό το εμπόδιο, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε και μια δεύτερη μορφή υποβιβασμού της μεσαίας τάξης και κυρίως του ενδιαφέροντος γι’ αυτήν: λόγοι και αναλύσεις που διακρίνουν στη συνηθισμένη μεσοαστική συνθήκη μια πνιγηρή κανονικότητα η οποία αποκλείει ή ρυθμίζει αυταρχικά τις κοινωνικές συγκρούσεις, τις σεξουαλικές ετερότητες και τις πολιτισμικές προκλήσεις. Εδώ, η επικράτεια των συνηθισμένων μεσοαστών δεν ερεθίζει το καλλιτεχνικό βλέμμα και στην περίπτωση μιας ορισμένης κοινωνικής επιστήμης ενδιαφέρει μόνο ως πεδίο εξουσιαστικών ανταγωνισμών, εκλογικευμένης βίας και αντιδραστικών συναισθημάτων. Ας πούμε πως σύμφωνα με αυτή την οικογένεια υποτιμήσεων, το συνηθισμένο, το ordinary, δεν είναι παρά απόκρυψη του τερατώδους – η ειρήνη, η ευημερία, τα όνειρα ευτυχίας των «νοικοκυρέων» συνιστούν μορφές συγκάλυψης διαφόρων ανισοτήτων ή μάσκες αλλοτριωτικών καθηλώσεων. Μια ιδέα που λειτούργησε στη μυθοπλασία ή στο σινεμά (του τύπου: στην κανονική, μικροαστική, χλιαρή οικογένεια κρύβονται κακοποιητές, αιμομίκτες, τύραννοι) μεταφέρεται σε μια κοινωνική επιστήμη στιγματισμού της μικροαστικής «κανονικότητας». Και αυτό το πρίσμα, όσο και αν για ορισμένα φαινόμενα, είναι γόνιμο και θεμιτό, καταλήγει στο να κάνει τους μεσοαστούς «αόρατους» απαξιώνοντας συγχρόνως την εθνική δημοκρατική εμπειρία.
Στην Ελλάδα συναντούμε όμως και ένα άλλο, πολύ διαφορετικό, πρόσκομμα για την προσέγγιση στις υλικές και συμβολικές πλευρές της μεσαίας τάξης των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό το εμπόδιο δεν σχετίζεται ούτε με τον ταξικό οικονομισμό, ούτε με τις προκαταλήψεις της ριζοσπαστικής πολιτισμικής θεωρίας για τη μεσοαστική «κανονικότητα»: εδώ παίζει αντιθέτως ρόλο ένα αντιλαϊκιστικό πολιτισμικό σχόλιο που τέμνεται με την προσέγγιση σε νοοτροπίες του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα. Μιλάμε για παραλλαγές στο ισχυρό μέχρι πρότινος μοτίβο της Ελλάδας της εξαίρεσης και των αρχαϊκών καθηλώσεων. Είναι φανερό ότι για τον συγγραφέα η κατανόηση της μεσοαστικής εμπειρίας και των συνθηκών της απαιτεί το ξεπέρασμα της αρνητικής (ή ας πούμε υπερβολικά δυσφορικής) ανάγνωσης της Μεταπολίτευσης και δη της ύστερης φάσης της.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, σαν ένσταση, ότι μια ευρύχωρη κοινωνιολογική κατανόηση της μεσαίας τάξης είναι διαφορετική υπόθεση από την ηθική-πολιτική κριτική στην μεταπολιτευτική Ελλάδα. Ότι δεν είναι ανάγκη η περιγραφή ή τα λεξιλόγια της μιας προσέγγισης να συμπίπτουν με τις αναστοχαστικές αξιολογήσεις της άλλης (της πιο πολιτικής) γιατί ενδιαφέρονται ενδεχομένως για διαφορετικές πτυχές της ίδιας κοινωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης. Και ότι, επομένως, δεν είναι υποχρεωτικό η κριτική ανίχνευση πολιτικών ή κοινωνικών παθολογιών να καταλήγει σε μια συντηρητική επίθεση στη «μαζικοδημοκρατική» παραφορά της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας. Στις Περιπέτειες της Μεσαίας τάξης, ωστόσο, αναδεικνύονται οι βασικές οικονομικές και πολιτικές στρεβλώσεις της περιόδου αυτής. Μπορεί να μην τοποθετούνται στο κέντρο της διάγνωσης και της ανάλυσης αλλά πλαισιώνουν και παρεμβαίνουν με σαφή τρόπο στην εκτύλιξη της αφήγησης. Η περίοδος της ύστερης μεταπολίτευσης δεν παρουσιάζεται μόνο υπό το πρίσμα της εξατομίκευσης και του εκδημοκρατισμού της εμπειρίας αλλά με αλλεπάλληλες σεκάνς που φανερώνουν τις «εύθραυστες επιτυχίες» του ελληνικού ατομικισμού. Τα φαινόμενα χρεοκοπίας και φθοράς της μεσαίας τάξης στην περίοδο της κρίσης και των μνημονιακών καθεστώτων συζητούνται για να συσσωματωθούν στον κεντρικό συλλογιστικό. Το ζητούμενο για τη σκέψη είναι εντέλει να αφήσει πίσω την καταδικαστική απόφανση και τη ρηχή απολογητική, το ύφος του ηθικολόγου τιμητή αλλά και τη στάση εκείνων των απολογητών που παραγνωρίζουν και υποτιμούν τις πιθανότητες για το χειρότερο.
Καινούρια σχίσματα και άδηλες προοπτικές
Η μεσαία τάξη, στις αποτυπώσεις της από το παρελθόν, είχε πάντα έναν σημαντικό βαθμό εσωτερικής διαφοροποίησης. Οι συζητήσεις για τους υπαλλήλους (clercs), για τα στελέχη, για τις σχέσεις της ανώτερης (upper) και της κατώτερης μεσαίας τάξης είναι πια «ιστορικές», κάτι αντίστοιχο με τις συζητήσεις στην πολιτική θεωρία για τα μοντέλα δημοκρατίας. Διαφοροποιήσεις στην εισοδηματική κλίμακα, ποικιλία ρόλων και status, παραδοσιακότροπες και πιο νεωτερικές ταυτίσεις, είναι γνωρίσματα που συνοδεύουν τη μεσαία τάξη σχεδόν από καταβολής ως γνωρίσματα της καταστατικής της ρευστότητας. Το πολυειδές της φυσιογνωμίας της περιοριζόταν πάντα από το εκάστοτε πλαίσιο μέσα στο οποίο οργάνωναν τα συμφέροντα και τα πάθη τους οι επιμέρους μερίδες της. Η πολυμορφία ελεγχόταν και εν μέρει μπορούσε να τιθασευτεί από την ίδια τη δυναμική της επιτυχούς μεγέθυνσης και της επέκτασης του μεσοαστικού χώρου ως συνολικής μοντέρνας αίσθησης. Αυτή η συνολική αίσθηση προόδου που μετρίαζε τις διασπάσεις εντός της μεσαίας τάξης, πήρε το όνομα moyennisation[12] (μεσαιοποίηση) και απηχεί, ουσιαστικά, την κλασική τοκβιλιανή ιδέα που έβλεπε μια πορεία εξομοίωσης των δημοκρατικών ατόμων στην «επιδίωξη της ευζωίας». Η αίσθηση ότι όλη σχεδόν η κοινωνία γίνεται «μεσαία τάξη» μπορούσε, μέσα στο αντικειμενικό της ψεύδος, να εκλύει μια δυναμική ενότητας και συσπείρωσης, πράγμα που ήταν τραυματικό για εκείνες τις δυνάμεις που έβλεπαν κάθε τεχνητή ενοποίηση ως σχέση κυριάρχησης και καθυπόταξης.
H κατανόηση των διαιρέσεων που τελούνται στο παρόν δεν είναι εύκολη υπόθεση, διότι περιγράφει διεργασίες που συνεχίζονται εδώ και κάποια χρόνια μέσα στις τεμνόμενες και επάλληλες εμπειρίες των κρίσεων. Στο ύστερο μέρος των συλλογισμών του, ο Παναγιωτόπουλος προχωρά σε μια φαινομενολογική περιγραφή των πιο πρόσφατων διαιρέσεων στην ελληνική μεσαία τάξη στη συγκυρία των ματαιώσεων και της αύξουσας δυσφορίας της. Εδώ πάλι δεν πρέπει να αναζητούμε έναν λόγο ή έστω ένα περιορισμένο πλέγμα αιτίων, για παράδειγμα τη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους, την κρίση χρέους ή τις αδυναμίες προσαρμογής ενός τμήματος της αγοράς μετά το 2007. Το κοινωνιολογικό βλέμμα στρέφεται προς τις πολλαπλές πιέσεις που ασκούν στη μεσαία τάξη η δημογραφική απόκλιση, οι τεχνολογικές αλλαγές και κυρίως η προϊούσα αποξένωση που εμφανίζεται και στη χώρα μας όπως και αλλού ανάμεσα σε έναν πιο καθηλωμένο μικροαστικό βιόκοσμο και σε εκείνες τις μερίδες της μεσοαστικής ‘πρωτοπορίας’ που συντονίστηκαν με τους κυρίαρχους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης. Η εξέταση όμως κάθε σχίσματος και επιμέρους έντασης χρειάζεται να υπολογίζει τη συγκυρία και τις ανατροπές που μπορεί να επιφέρει. Για παράδειγμα, ενώ μέχρι την πανδημία, το εξωστρεφές και πιο κινητικό τμήμα της νέας μεσαίας τάξης φαινόταν να μην απειλείται σοβαρά, οι περιορισμοί στην ροή των ταξιδιών και τα πλήγματα στην οικονομία της εγγύτητας προκάλεσαν σοβαρά οικονομικά και συμβολικά πλήγματα που θα έχουν αντίκτυπο και στη συνέχεια. Ενώ μέχρι πρότινος η ισχυρή προστασία από το εθνικό κράτος ή η υπεράσπιση των συνόρων συνδεόταν περισσότερο με τους χαμένους των μεσαίων στρωμάτων (και τους εν γένει πληβειοποιημένους των τελευταίων χρόνων), στη φάση που διανύουμε εμφανίστηκε μια καινούρια δημόσια αίσθηση που λέει ότι αφήνουμε πίσω τον κοσμοπολίτικο ατομικισμό, τη (νέο) φιλελεύθερη υποτίμηση των δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ. Ίσως αυτή η νέα δημόσια αίσθηση –πιο κρατοκεντρική και κοινωνική– να προικοδοτήσει νέες ιδεολογικές συνθέσεις, όμως αυτό είναι μια υπόθεση που μένει να αποδειχτεί.
Ενώ μέχρι πρότινος η ισχυρή προστασία από το εθνικό κράτος ή η υπεράσπιση των συνόρων συνδεόταν περισσότερο με τους χαμένους των μεσαίων στρωμάτων (και τους εν γένει πληβειοποιημένους των τελευταίων χρόνων), στη φάση που διανύουμε εμφανίστηκε μια καινούρια δημόσια αίσθηση που λέει ότι αφήνουμε πίσω τον κοσμοπολίτικο ατομικισμό, τη (νέο) φιλελεύθερη υποτίμηση των δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ. Ίσως αυτή η νέα δημόσια αίσθηση –πιο κρατοκεντρική και κοινωνική– να προικοδοτήσει νέες ιδεολογικές συνθέσεις, όμως αυτό είναι μια υπόθεση που μένει να αποδειχτεί.
Παρόλα αυτά κάποιες ήττες του δημοκρατικού ατομικισμού και της ευημερούσας αμεριμνησίας μάλλον είναι βαθύτερες. Αν υπό το πρίσμα ενός πολιτικού στοχασμού για το μέλλον της δημοκρατίας επιβάλλεται να σκέφτεται κανείς κανονιστικά τη μετα-πανδημική φάση[13], το κοινωνιολογικό βλέμμα γίνεται πιο δραστικό και αποτελεσματικό όταν αποφεύγει τον πειρασμό της στράτευσης και τις κανονιστικές φιλοδοξίες της. Σκεπτόμενοι πολιτικά για τις προοπτικές που ανοίγουν οι τωρινές αλλαγές στο υφαντό της μεσαίας τάξης δικαιούμαστε να ελπίζουμε στην ιδέα μιας πιο συμπεριληπτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας όπου μπορεί να δοκιμαστεί καλύτερα η συνάντηση του δημοκρατικού ατομικισμού με αιτήματα προστασίας, συλλογικής ανασυγκρότησης και απόρριψη πλευρών ενός προηγούμενου παραδείγματος. Αυτό, ωστόσο, είναι μόνο ένα από τα «σενάρια» ή τα ενδεχόμενα που διαβλέπει ο Παναγιωτόπουλος για την επόμενη μέρα, μιλώντας για μια σοσιαλδημοκρατική στροφή. Επιμένοντας εκείνος στην ευέλικτη κοινωνική διάγνωση και σε λεπτές ερμηνευτικές λήψεις (παρά στην ηθική κριτική ή σε κάποια ακτιβιστική δήλωση προθέσεων σαν κι αυτές που παρεπιδημούν σε μεγάλο μέρος του λόγου των κοινωνικών επιστημών), ο συγγραφέας αναρωτιέται για το τι μπορεί να συμβεί με την ανασφαλή λαϊκότητα, την ανώτερη μεσοαστική ελίτ, τις συντηρητικές αναβιώσεις που συναντούν απρόβλεπτα γεγονότα όπως την πανδημία. Ως προς αυτό, η Ελλάδα και η ελληνική αγωνία δεν είναι αποκομμένη από όσα λέγονται και γράφονται και στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στη Βρετανία ή στην Ισπανία, παντού όπου διαβάζει κανείς διαρκώς για τη «συρρίκνωση», την «παρακμή», τον «νέο φεουδαρχισμό[14]», ένα κύμα φιλολογίας που επικεντρώνεται διαρκώς στην καθοδική κινητικότητα της μεσαίας τάξης.
Τελειώνω αυτό το κείμενο επιστρέφοντας σε μια σκέψη που έκανα διαβάζοντας την πυκνή πρόζα των Περιπετειών της Μεσαίας Τάξης. Υπάρχει όπως ξέρουμε ένα στοκ αναφορών και ρητορικής γύρω από τη «μεσαία τάξη» ιδεολογικά χρωματισμένο και εξαντλημένο από την κατάχρηση: εννοώ τα γνωστά σχήματα για τη μεσαία τάξη ως χώρο του ορθολογικού κοινού νου, στήριγμα της δημοκρατίας, φορέα των δημοκρατικών αξιών της ανοιχτής κοινωνίας κλπ. Ένα είδος αυτοκολακευτικής έτοιμης φράσης που θυμίζει, ενίοτε, την παλιά ρητορική της Αριστεράς για τους εργαζόμενους ή την εργατική τάξη. Όλες οι παραπάνω φράσεις-εικόνες απηχούν την κλασική αστική, ιδεοκρατική γλώσσα που επαναλαμβάνει τη μεσότητα εναντίον της ακρότητας, ψάχνοντας κοινωνικά αυτούς που δεν είναι ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί. Είναι φυσικά μια αναζήτηση που απασχόλησε την πολιτική σκέψη από τη Ρωμαϊκή εποχή έως τους ιδρυτές Πατέρες της Αμερικής και αργότερα τους φιλελεύθερους δημοκράτες των μοντέρνων καιρών ή τους φίλους του πολιτικού Κέντρου και των συνθέσεών του. Και στη χώρα μας μια ιδεολογική χρήση της αναφοράς στη μεσαία τάξη δεν έχει αποφύγει τα απλοϊκά σχήματα και κάποιες νωθρές μεταφορές στον δημόσιο λόγο.
Γι' αυτό ακριβώς ένα βιβλίο το οποίο επαναφέρει τη συζήτηση στις ράγες της γόνιμης κοινωνικής και πολιτισμικής ανάλυσης, μπορεί να παρεμβαίνει λυτρωτικά. Τόσο για όσα μπορούμε να τα εντάξουμε σε μια ιστορία του παρόντος χρόνου όσο και για τα ερωτήματα βάθους που αφορούν την εγχώρια δημοκρατική εμπειρία, τον ελληνικό καπιταλισμό αλλά και τους τρόπους με τους οποίους καθημερινοί άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο διεκδίκησαν την ευτυχία, την ελευθερία και την κοινωνική τους άνοδο.
Μια παράκληση μόνο θα είχα σε συγγραφείς με αποδεδειγμένη δημιουργική περιέργεια όπως ο Παναγιωτόπουλος: η μεσαία τάξη έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσία μέσα στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Ιδίως στην πεζογραφία που εκτείνεται από την περίφημη γενιά του ΄30 ως τις σημερινές γραφές. Για παράδειγμα, ένα μυθιστόρημα αργού πλάνου ενός εικοσιτετραώρου, το «Εκεί που ζούμε» του νεότερου Χρίστου Κυθρεώτη είναι μια σπουδή σε θέματα υπαρξιακά και κοινωνικά που τα βρίσκει κανείς στη μελέτη του Παναγιωτόπουλου. Ένα παράδειγμα μόνο από τα πολλά. Μια φαινομενολογία της ελληνικής μεσαίας τάξης θα είχε νομίζω να διδαχτεί πολλά από τη λογοτεχνία και τη δική της πλούσια ανθρωπογνωσία[15]. Από εκεί και πέρα, οι Περιπέτειες της μεσαίας τάξης, ανανεώνοντας δημιουργικά το πλαίσιο της συζήτησης για το θέμα, πλουτίζουν το απόθεμα της κοινωνικής επιστήμης στη χώρα και, τελικά, και το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου για τις κοινωνικές και διανοητικές μεταβολές που ζούμε.
* Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ είναι δοκιμιογράφος, πεζογράφος και αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τελευταίο του βιβλίο, το δοκίμιο «Ταξίδι στο άγνωστο - Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού» (εκδ. Στερέωμα).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ