Για το βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Στο βάθος του αιώνα – Ένα αφήγημα για την Αθήνα» (εκδ. Μεταίχμιο). Στην εικονογράφηση, φωτογραφία της Χριστίνας Κουτσογιάννη που αποτυπώνει ένα «τυπικό» στιγμιότυπο της αθηναϊκής ζωής.
Της Έλενας Χουζούρη
Κάθε πόλη δεν λειτουργεί μόνο ως χώρος κατοίκησης και συγκατοίκησης, χώρος όπου συντελείται το κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι μέσα στη διαχρονία της Ιστορίας. Η πόλη, σύμφωνα και με τον Gaston Bachelard1, είναι και ο χώρος όπου ενεργοποιείται η μνήμη, αφού χωρίς τον συγκεκριμένο χώρο, ο χρόνος δεν έχει πού να κατοικήσει, πού να βιωθεί. Η πόλη, λοιπόν, λειτουργεί ως δεξαμενή αναμνήσεων, ο «χαμένος χρόνος» ξανακερδίζεται μέσα στους χώρους της, αφού οι χώροι αυτοί είναι γεμάτοι από σκιές και φαντάσματα του ατομικού και συλλογικού παρελθόντος. Πότε και πώς η πόλη μετατρέπεται σε κείμενο; Πότε και πώς σύμφωνα με τον Michel Butor2 η πόλη εμφανίζεται ως «λογοτεχνικό κείμενο» ή ως «λογοτεχνικό γένος»;
Ουσιαστικά, από τις αρχές του 19ου αιώνα και συμπίπτει με τη ραγδαία ανάπτυξη των πόλεων και τη βιομηχανική επανάσταση. Από τότε το βιωμένο βλέμμα του πλάνητα συγγραφέα δοκιμάζει να την αναπαραστήσει, να την επανα-οικοδομήσει, να την μετατρέψει από ένα οικιστικό σύμπλεγμα σε χώρο μύθου και μυστηρίου. Εξού και οι πιο γνωστές πόλεις της λογοτεχνίας: Παρίσι, Δουβλίνο, Νέα Υόρκη, Αλεξάνδρεια, Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Αγία Πετρούπολη. Και η Αθήνα; Αυτή που ανασύρεται από τη σκονισμένη λήθη των αιώνων και ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, ακριβώς στην εποχή των μεγάλων αστικών αλλαγών ανά την Ευρώπη; Μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως «πόλη της λογοτεχνίας»; Μπορούμε να αφήσουμε στο αρχαίο παρελθόν της τους περίλαμπρους μύθους της και να φαντασιωθούμε αυτούς, του σχετικά κοντινού μας συλλογικού παρελθόντος, που οι απόηχοί τους έρχονται, σαν μακρινό αεράκι, να συναντήσουν έως και τα δικά μας βιώματα;
Και η Αθήνα; Μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως «πόλη της λογοτεχνίας»; Μπορούμε να αφήσουμε στο αρχαίο παρελθόν της τους περίλαμπρους μύθους της και να φαντασιωθούμε αυτούς, του σχετικά κοντινού μας συλλογικού παρελθόντος, που οι απόηχοί τους έρχονται, σαν μακρινό αεράκι, να συναντήσουν έως και τα δικά μας βιώματα;
Ο Νίκος Βατόπουλος με το πρόσφατο βιβλίο του Στο βάθος του αιώνα – Ένα αφήγημα για την Αθήνα δίνει μια, σαφέστατα, καταφατική απάντηση. Δεν είναι βέβαια ο πρώτος που στα βιβλία του και προπαντός στο τελευταίο η Αθήνα μετατρέπεται σε πρώτη ύλη για την αφήγηση. Όπως επισημαίνει η Λίζυ Τσιριμώκου3, κατά τη διάρκεια της κρίσιμης –για τις εκσυγχρονιστικές αλλαγές του νεοελληνικού κράτους–, πεντηκονταετίας 1870-1920, «παρακολουθούμε τη σχεδόν μονοπωλιακή εγγραφή της Αθήνας στην αφηγηματική πρόζα». Μητσάκης, Ξενόπουλος, Παπαδιαμάντης, Κονδυλάκης, Χρηστομάνος, Βουτυράς, τα τρανταχτά παραδείγματα. Και πολύ αργότερα, σε πιο κοντινές στο σήμερα εποχές, ο πιο αναγνωρίσιμος στη βιωμένη μυθοπλαστική σχέση του με την Αθήνα, ο Μένης Κουμανταρέας. Από κοντά θα έβαζα και εκπροσώπους της αστυνομικής [αθηναϊκής] λογοτεχνίας, αρχίζοντας με τον Γιάννη Μαρή, προχωρώντας στον Πέτρο Μάρκαρη και φτάνοντας στη Χίλντα Παπαδημητρίου και όχι μόνον.
Τι διαφορετικό όμως έχει ο Νίκος Βατόπουλος με τους προαναφερθέντες συγγραφείς; Τι είναι αυτό που αναγάγει την «Αθήνα του» σε πόλη του Μύθου; Πιστεύω ότι, κυρίως, είναι η ματιά του συγγραφέα, η οποία απορρέει μέσα από μια βαθιά βιωμένη σχέση του με την πόλη, η οποία με τη σειρά της, συμπυκνώνει ένα βαρύ, χρονικό φορτίο, που εκτινάσσεται στον ιστορικό χρόνο της Αθήνας και τον μεταπλάθει σε ένα μυθικό παρόν. Προσωπικό βίωμα-συλλογικό βίωμα αλληλοσυμπληρώνονται και μέσα από αυτήν την πυρακτωμένη σύμπλευση αναδημιουργείται η πόλη. Κλειδί, η μνημονική, άκρως ευαίσθητη, αισθαντική, ματιά του συγγραφέα-πλάνητα-θησαυριστή, εικόνων, ήχων, οσμών, γεύσεων, χειρονομιών, συμπεριφορών, λέξεων, γεγονότων. Η ματιά του Βατόπουλου, καθώς εκτινάσσεται μέσα στον βιωμένο χρόνο της Αθήνας, καθώς διεισδύει με σαφώς ερωτικό, κατακτητικό τρόπο και στα πιο απόκρυφα σημεία της πόλης, αναδημιουργεί όχι μία αλλά πολλές Αθήνες. Μας υπενθυμίζει διαρκώς ότι οι πόλεις δεν έχουν μόνον μία όψη, δεν είναι στατικές και παροντικές, δεν αρχίζουν και τελειώνουν με τον πεπερασμένο δικό μας βίο αλλά συνομιλούν διαρκώς με τον χρόνο, παρελθόν-παρόν-μέλλον. Είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες, ρευστές, φευγαλέες, και σ’ αυτήν ακριβώς τη ρευστότητά τους βρίσκεται η γοητεία τους. Εκεί ξεδιπλώνεται ο Μύθος τους. Γράφει ο Βατόπουλος:
«Η μυσταγωγία είναι έννοια ιδρυτική της ιδέας της πόλης. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ και να νιώσω την Αθήνα χωρίς όλα εκείνα τα στοιχεία τα υπερρεαλιστικά, χωρίς όλα εκείνα που της δίνουν υπεραξία και που την κάνουν μια πόλη ρευστή, σύνθετη, βαθιά, πολύμορφη, κινητική...Δεκαετίες δεν αρκούν για να φτάσει κανείς σ’ ένα επίπεδο γνώσης και ερωτικής ενσυναίσθησης με την πόλη».
Καθώς ο συγγραφέας περπατάει στους δρόμους, κυρίως του αθηναϊκού αστικού κέντρου, το βλέμμα του οξύνεται, οι αισθήσεις του ευαισθητοποιούνται, τα βιώματά του διασταυρώνονται με τα συλλογικά που έχει εγκιβωτίσει η πόλη μέσα από πολλαπλούς διαύλους. Το περπάτημα, όταν μάλιστα είναι μοναχικό, επιτρέπει στον περιπατητή να ανοίξει μια εκ βαθέων συνομιλία με την πόλη, την Αθήνα στην προκειμένη περίπτωση, να διεισδύσει έτσι στα μυστικά της, να φέρει στην επιφάνεια ξεχασμένες, απαγορευμένες ιστορίες, από αυτές που υφαίνουν έναν αδιαφανή, κρυπτικό και αφάνταστα προκλητικό ιστό.
«Όταν άρχισα τις πρώτες περιηγήσεις στην Αθήνα τελείωνα το σχολείο και δύσκολα μπορεί κανείς να αποσυνδέσει την ανάγκη μου να γνωρίσω την μυστική πόλη από την αφύπνιση του ερωτισμού που κλονίζει κάθε εφηβεία. Η αστική περιπλάνηση είναι πράξη ερωτική ή θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι εκδήλωση μιας πτυχής του ερωτικού αισθήματος που κινεί και προσδιορίζει κάθε άνθρωπο χωρίς εξαίρεση».
Εδώ κάπου ο Βατόπουλος συναντά τον Γιώργο Ιωάννου που μέσω του αφηγητή του δηλώνει: «Περπατώ στη Σταδίου, περπατώ στην Πανεπιστημίου, περπατώ στην Εγνατία, περπατώ εδώ, περπατώ εκεί, μες στο λιοπύρι, και αγαλλιάται η ψυχή μου»4. Ο Βατόπουλος περπατάει στην Πατησίων, στην Κύπρου, στέκεται για λίγο στη συμβολή Πατησίων και Στουρνάρη, προχωρεί προς τη Χέυδεν, στρίβει στην 3ης Σεπτεμβρίου, ανεβαίνει προς την Βασιλίσσης Σοφίας για να σταθεί και πάλι στη γωνία της λεωφόρου με την Πλουτάρχου, επιστρέφει για να περάσει από την Ομόνοια, όπου από κάποια γωνίτσα της, τον παρακολουθεί, αθέατος πια ο Γιώργος Ιωάννου. Εξακολουθεί να προχωρεί και λίγο παρακάτω στρίβει στη Σωκράτους για να φτάσει στο νούμερο 57 και να αφήσει το βλέμμα της μνήμης του να θωπεύσει τρυφερά το παμπάλαιο εμβληματικό κτήριο της Καθημερινής –τοπόσημο για την περιοχή– και να ανασυστήσει εικόνες από τον ιστορικό πλέον χρόνο αυτού του κτηρίου, μέσα στον οποίο εγκιβωτίζεται και ο βιωμένος δικός του χρόνος, καθώς βλέπει τον νεανικό εαυτό του να ανεβοκατεβαίνει με δημοσιογραφική φούρια τις χιλιοπατημένες μαρμάρινες σκάλες ή να μπαίνει στο σχεδόν… αρχαίο ασανσέρ της επιβλητικής εισόδου.
«Όταν άρχισα τις πρώτες περιηγήσεις στην Αθήνα τελείωνα το σχολείο και δύσκολα μπορεί κανείς να αποσυνδέσει την ανάγκη μου να γνωρίσω την μυστική πόλη από την αφύπνιση του ερωτισμού που κλονίζει κάθε εφηβεία. Η αστική περιπλάνηση είναι πράξη ερωτική».
Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Από το 1988 εργάζεται στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» ως δημοσιογράφος, στο πολιτιστικό τμήμα. Έχει ειδικευτεί στην ιστορία της Αθήνας και σε θέματα αστικού πολιτισμού. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η φωτογραφική καταγραφή της Ελλάδας, η ιστορία των αστικών κέντρων, η αρχιτεκτονική του 19ου και του 20ού αιώνα, η ιστορία των εντύπων και οι διαδρομές των σκαπανέων της φωτογραφίας. Ειδική ερευνητική ενότητα αποτελεί η μη καταγεγραμμένη μικροϊστορία και η «ανεπίσημη» πόλη. |
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι ο Βατόπουλος δείχνει μια υπερβολική προσήλωση στα παλιά νεοκλασικά που κατεδαφίστηκαν στην πορεία του αστικού εκσυγχρονισμού και της μετάλλαξης της Αθήνας, κυρίως μεταπολεμικά. Αυτή όμως είναι μια επιφανειακή θεώρηση. Αντίθετα, ο συγγραφέας συνάπτει μια σε βάθος εσωτερική σχέση με αυτά τα κτήρια και με τις κατεδαφίσεις τους. Γι’ αυτόν τα σπίτια, τα κτήρια, είναι ή υπήρξαν ζώντες οργανισμοί, κυψέλες μέσα στις οποίες άνθισε η ζωή, χώροι όπου εγκιβωτίστηκε ο χρόνος, ο συλλογικός και ο προσωπικός, τόποι με τις δικές τους σηματοδοτήσεις, τα δικά τους μηνύματα τα οποία ακόμα και μέσα από τα ερείπιά τους καλούν/προσκαλούν/προκαλούν μνημονικές ανακυκλήσεις. Εντέλει, προσυπογράφουν το δικό τους αφήγημα στο σώμα της πόλης, που αναλαμβάνει να το αφηγηθεί ο συγγραφέας. Με το αφήγημά του όμως έρχονται να διασταυρωθούν και άλλα αφηγήματα, άλλων οδοιπόρων, Ελλήνων και ξένων, άλλα βλέμματα πάνω στην πόλη, άλλες εικόνες, άλλες αναπαραστάσεις, κείμενα και φωτογραφίες, εμπλουτίζοντας το δικό του, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο τις διαστάσεις της Αθήνας μέσα στον ιστορικό της χρόνο, πολλαπλασιάζοντας τα είδωλά της, αποκαλύπτοντας τα πολλαπλά της πρόσωπα. «Έτσι» ομολογεί ο συγγραφέας «ξετυλίγεται ένας διαρκής εσωτερικός μονόλογος στους δρόμους της Αθήνας. Δανείζομαι τα μάτια περασμένων οδοιπόρων για να συμπορευτώ. Συνομιλώ μαζί τους. Ακόμη κι αν είναι πρόσωπα φανταστικά. Μέσα στη βαθιά δεξαμενή της πόλης η επιθυμία είναι πιο δυνατή από τη λογική. Μπροστά στο ίχνος όσων πέρασαν, αθροίζω και το ίχνος της δικής μου γενιάς, που κι αυτή πάλιωσε και περνάει και αφήνει σταδιακά χώρο για όσους είναι τώρα νεώτεροι».
Εν κατακλείδι, ακόμα και αν η Αθήνα μπορεί να θεωρηθεί ως μια πόλη της λογοτεχνίας, πιστεύω ότι η θέση της στην ιστορία των λογοτεχνικών πόλεων, ισχυροποιείται και επιβεβαιώνεται απολύτως με το, υψηλού ύφους και ήθους, αφήγημα του Νίκου Βατόπουλου.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της βιβλίο η μελέτη «Η στρατιωτική ζωή στη νεοελληνική λογοτεχνία, 19ος-21ος αιώνας» (εκδ. Επίκεντρο).
Στο βάθος του αιώνα
ΕΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2020
Σελ. 280, τιμή εκδότη €16,60