Για το βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Μικροί δρόμοι της Αθήνας» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Μάνου Κοντολέων
Ο Νίκος Βατόπουλος είναι ένας γνωστός και καταξιωμένος δημοσιογράφος. Μα αυτό που αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι το ό,τι μπορεί να εμπεριέχεται στη λέξη «αθηναιολάτρης».
Από τα Κάτω Πατήσια έως την Πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι, από το Μετς ώς το Θησείο, από τη γειτονιά του Αγίου Παύλου και τον Βοτανικό ώς την Καλλιθέα, από του Μακρυγιάννη ώς την Ακαδημία Πλάτωνος, από του Γκύζη ώς το Κολωνάκι. Ο Βατόπουλος περπατά και παρατηρεί. Στοχάζεται και φωτογραφίζει. Και τελικά καταγράφει με λόγια και με εικόνες.
Στην Αθήνα έχει γεννηθεί και στην ίδια αυτή πόλη μένει. Και την αγαπά. Και αυτή την αγάπη του θέλει να την τεκμηριώσει. Γι' αυτό και γράφει άρθρα, διοργανώνει περιπάτους, φωτογραφίζει, εκδίδει βιβλία με βάση την ταυτότητα της Αθήνας. Μια ταυτότητα που έχει ένα παρελθόν δεδομένο, αλλά ένα άγνωστο μέλλον.
Η Αθήνα είναι μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που για πολλούς το αστικό της προφίλ έχει επανειλημμένα βιαστεί. Έχει γράψει ο Σεφέρης: «Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους». Και λίγο μετά προσθέτει: «Ξέρεις, τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις». Αν όπου σπίτια βάλω τη λέξη πόλη έχω αμέσως την ουσία εκείνου που επιχειρεί ο Βατόπουλος με το βιβλίο του αυτό. Το «πείσμα» της πόλης έχει κρυφτεί σε μικρούς δρόμους διαφόρων γειτονιών. Από τα Κάτω Πατήσια έως την Πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι, από το Μετς ώς το Θησείο, από τη γειτονιά του Αγίου Παύλου και τον Βοτανικό ώς την Καλλιθέα, από του Μακρυγιάννη ώς την Ακαδημία Πλάτωνος, από του Γκύζη ώς το Κολωνάκι.
Ο Βατόπουλος περπατά και παρατηρεί. Στοχάζεται και φωτογραφίζει. Και τελικά καταγράφει με λόγια και με εικόνες. Αναζητά να διατηρήσει τη μνήμη μια πόλης που κανείς δεν έχει με πρόγραμμα σεβαστεί τη συνέχειά της. Αλλά το αστικό τοπίο διασχίζει τον χρόνο και από το χτες πηγαίνει προς το αύριο. Οι αλλαγές ώς έναν βαθμό αναμενόμενες. Η λήθη, όμως, πρέπει να εμποδιστεί και ασφαλώς δεν θα πρέπει να αποκτά τις διαστάσεις παθολογικής αμνησίας. Για τον Βατόπουλο, αυτός που αναζητά τα στίγματα που απέμειναν από όσους προηγήθηκαν εκείνου, είναι ως να εκτελεί με συνέπεια μια διαδικασία ενηλικίωσης. Όσοι ζούμε σε αυτήν την πόλη, όσοι έχουμε σε αυτήν την πόλη γεννηθεί, αν τύχει να βρεθούμε σε περιοχή που για χρόνια δεν την είχαμε επισκεφθεί, αισθανόμαστε πως κάποιος μας έχει στερήσει μια ατομική σχέση με το παρελθόν μας. Γωνιές που κάποτε γνωρίζαμε τώρα έχουν αλλοιωθεί. Στέκια ή καταστήματα που ακόμα και ιστορία κάποτε γράφανε, έχουν ολότελα εξαφανισθεί… Και είναι οδυνηρή η στέρηση της απόδειξης των συναισθημάτων μας. Η μνήμη της πόλης είναι η μνήμη του κατοίκου της.
Στους μικρούς, στους ασήμαντους δρόμους του άστεως αυτή τη φορά μας ξεναγεί [ο Νίκος Βατόπουλος] – στην ελάσσονα Αθήνα, όπως ο ίδιος σημειώνει. Και ανακαλύπτει σπίτια που καταρρέουν, μάντρες που έχουν καλυφθεί από περικοκλάδες, αλλά και πολυκατοικίες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων ή αστικά κατάλοιπα του Μεσοπολέμου.
Κι όμως, ο Βατόπουλος καταφέρνει αυτή τη στέρηση να την αμφισβητήσει. Με το πάθος του περιπατητή και με την ευσυνειδησία του μελετητή, ανακαλύπτει τα κτίσματα που αποδεικνύουν το αστικό παρελθόν της πόλης. Στους μικρούς, στους ασήμαντους δρόμους του άστεως αυτή τη φορά μας ξεναγεί – στην ελάσσονα Αθήνα, όπως ο ίδιος σημειώνει. Και ανακαλύπτει σπίτια που καταρρέουν, μάντρες που έχουν καλυφθεί από περικοκλάδες, αλλά και πολυκατοικίες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων ή αστικά κατάλοιπα του Μεσοπολέμου. Και οι εικόνες που με την ευαίσθητη ματιά του συνθέτει άλλοτε τον παραπέμπουν σε παλιά αναγνώσματα («μου θύμισε εικόνες γκροτέσκας φαντασίας στα σπήλαια του Τομ Σόγιερ» [Αιγαίου και Περγάμου γωνία]) άλλοτε αναγνωρίζει τη μόνιμη ύπαρξη του αττικού φωτός («Ζαλίζεσαι από το αττικό φως μέσα στα γωνιακά σπίτια, που είναι χτισμένα σε φαρδιά σταυροδρόμια» [διώροφο στου Μακρυγιάννη])– κι άλλοτε διαισθάνεται τα χνότα των ανθρώπων που κάποτε κατοίκησαν σε οικοδομές που έχουν γκρεμιστεί («Αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του σοβά ζει ακόμα. Μοιάζει με χάρτη, σαν λάβαρο κατακρεουργημένο σε μάχη, θραύσμα μιας αστικής τοιχογραφίας, σαν πομπηιανό σπάραγμα σε ένα δρόμο της Αθήνας» [Οδός Καλλέργη]).
Σκέψεις, συναισθήματα, διαπιστώσεις, σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, ενατένιση ενός μέλλοντος που δεν θα προδίδει το χτες. Όλα αυτά ο Νίκος Βατόπουλος τα καταγράφει με μια γλώσσα απλή μέσα στη συνεχόμενη αυτοαναφορικότητά της. Στιγμές πεζογραφικής σύνθεσης, στιγμές ποιητικής επισήμανσης, στιγμές δοκιμιακής αντικειμενικότητας. Ίσως και γραφή δημοσιογραφική, με την έννοια πως μπορεί να αναφέρεται στο διάφανο με τρόπο θεμελιωμένης απλότητας.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα στη μαύρη άμμο» (εκδ. Πατάκη).
Μικροί δρόμοι της Αθήνας
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ