Για το βιβλίο του Σωτήρη Ριζά Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας - Ο Βενιζέλος, ο Αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία (εκδ. Καστανιώτη)
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας σηματοδοτείται από την πιο μεγάλη στρατιωτική ήττα του ελληνισμού, της Παλαιάς Ελλάδας και των Νέων Χωρών, των ηγετικών τάξεων της χώρας, αλλά και των απλών πολιτών. Το τέλος μιας ιδέας που υπερέβη κατά πολύ τους ορίζοντές της. Ένα τέλος που κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει εγκαίρως, μια ήττα που βρήκε τη χώρα εντελώς απροετοίμαστη.
Διαβάζοντας το βιβλίο του πολυγραφότατου ιστορικού και Διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών Σωτήρη Ριζά γνωρίζουμε με λεπτομέρειες όλους τους παράγοντες που συνέβαλαν σ’ αυτήν την απρόσμενη ήττα. Βεβαίως, μπορεί κανείς να επισπεύσει και να μας θυμίσει τη μαρξική αναφορά πως οι άνθρωποι κάνουν μεν την ιστορία τους, μα όχι όπως αυτοί θέλουν, αλλά όπως οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ο Χέγκελ, πριν από τον Μαρξ, αυτό το ονόμασε «πανουργία της Ιστορίας».
Δρουν έτσι όπως καταλήγουν να πράττουν όλοι όσοι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν μια μεγάλη ιδέα από μια ιδεοληψία. Μια ιδεοληψία η οποία γίνεται κατευθυντήρια δύναμη που δεν επιτρέπει συμβιβασμούς.
Σ’ αυτό το βιβλίο καταγράφεται μια ιστορία που όλοι οι παράγοντές της, ο Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος ο Α’, το αντιβενιζελικό μπλοκ, οι φιλοβενιζελικοί, οι σύμμαχοι, οι στρατιωτικοί, οι διπλωμάτες, αλλά και οι πολίτες (σε μικρότερο, βεβαίως, βαθμό αυτοί) ενεργούν σαν να μη μπορούν να μη συνεχίσουν από εκεί που είχαν σταματήσει οι προηγούμενοι. Ενεργούν έτσι σαν να υποκλίνονται στην πανουργία της Ιστορίας. Δρουν έτσι όπως καταλήγουν να πράττουν όλοι όσοι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν μια μεγάλη ιδέα από μια ιδεοληψία. Μια ιδεοληψία η οποία γίνεται κατευθυντήρια δύναμη που δεν επιτρέπει συμβιβασμούς. Γιατί αυτό που έλειψε τότε και αυτό που απουσιάζει μέχρι σήμερα από την ελληνική κοινωνία είναι, πέραν όλων των άλλων, η ιδέα του Μεγάλου Συμβιβασμού.
Έτσι, αν και όλοι έβλεπαν από την αρχή, από το 1919, πως ο ελληνικός στρατός έπρεπε να απαγκιστρωθεί από τη μικρασιατική περιπέτεια, κάνεις δεν έκανε τίποτα άλλο από το να πηγαίνει όλο και πιο βαθιά στην Ανατολική Τουρκία. Όσο και πιο φανερά ήσαν τα αδιέξοδα της απόβασης της ελληνικής στρατιάς στην Σμύρνη, τόσο και βαθύτερα έμπαινε σ’ αυτά. Όσο πιο βαθειά πήγαιναν τα αδιέξοδα, τόσο λιγότερο οι άνθρωποι μιλούσαν για συμβιβασμούς. Και όταν μάλιστα οι «μεγάλες ιδέες» κυριεύονται από το πνεύμα του εθνικισμού, τότε πλέον καθόλου δεν γνωρίζουν την έγκαιρη υποχώρηση και την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης.
Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι ο Βενιζέλος από το 1913 παθιαζόταν με την ιδέα της πορείας προς την Σμύρνη. Αλλά το θέμα της επέκτασης των ορίων της Ελλάδας στην Μικρά Ασία θα ετίθετο μόνο προς το τέλος του 1914 και τις αρχές του 1915, όταν ο βρετανικός παράγοντας υπέδειξε την Σμύρνη και την ενδοχώρα ως εδαφικό αντάλλαγμα για την προσχώρηση της χώρας στην Αντάντ. Ο Αντιβενιζελισμός αρχικά αντιστάθηκε σ’ αυτήν την ιδέα, αφού πρωτίστως δεν ήθελε μέσω αυτής να συρθεί σε συμμαχία με την Αντάντ, μα και επειδή ταυτοχρόνως, για να τα λέμε όλα, είχε καλύτερα διαβάσει το μέγεθος της στρατιωτικής εμπλοκής και τα γεωγραφικά και δημογραφικά δεδομένα. Από τη στιγμή όμως που επανήλθε στην εξουσία, βούτηξε και αυτός στα νερά της ίδιας Ιδέας. Ο Μεταξάς ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε ώς το τέλος.
Μέσα στον Πόλεμο έγινε σαφές πως ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας δεν θα παρέμενε αλώβητος μετά την επερχόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τουρκικός εθνικισμός, αλλά και η δημιουργία νέων κρατών-εθνών έδειχνε το δρόμο των αλλαγών. Η Μικρά Ασία μπήκε για τα καλά στο παιγνίδι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μαζί με το στρατιωτικό σκάκι των πολεμικών αναμετρήσεων είχε αρχίσει και το διπλωματικό σκάκι. Η μια ή η άλλη χώρα, η Αντάντ ή η Γερμανία και η Αυστρία κατέθεταν τη μια ή την άλλη προτάσεις για να δελεάσουν τα πιόνια (μικρότερες χώρες) ώστε να προβούν σε κινήσεις που ήταν φανερό πως το παιγνίδι δεν τις επέτρεπε. Δεν επέτρεπε στους «στρατιώτες» να γίνουν «αξιωματικοί» ή «βασιλιάδες» και το ανάποδο. Υπό κανονικές συνθήκες αυτά τα πιόνια-στρατιώτες έπρεπε να φύγουν από το παιγνίδι, και έφυγαν – αφού όμως κατεστράφησαν.
Ο Ριζάς αποκαλύπτει ένα ισχυρό κόσμο συμφερόντων πίσω από τα γεγονότα. Αντιθέτως όμως με όσα μια συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας υποστηρίζει, ο συγγραφέας δείχνει πως αυτός ο κόσμος δεν είναι πανίσχυρος.
Βεβαίως, στο βιβλίο του Ριζά γίνεται εμφανές πως αυτά τα πιόνια δεν ήσαν μόνο πιόνια, αλλά και ενεργοί παράγοντες, που πολλές φορές αντιστέκονταν στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και επίσης δεν επέτρεπαν στους Μεγάλους να κυριαρχούν απόλυτα και να «παίζουν» μόνοι τους. Πολλές φορές δεν έγινε αυτό που οι Μεγάλες Δυνάμεις απαιτούσαν, αν και ο δρόμος που ακολουθούταν ήταν αυτός που εκείνς είχαν στρώσει. Ο Ριζάς μέσα από την καταβύθισή του σε πλήθος διπλωματικών αρχείων, αναφορών, πρακτικά συνεδριάσεων, επιστολών, αποκαλύπτει ένα ισχυρό κόσμο συμφερόντων πίσω από τα γεγονότα. Αντιθέτως όμως με όσα μια συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας υποστηρίζει, ο συγγραφέας δείχνει πως αυτός ο κόσμος δεν είναι πανίσχυρος. Ο κόσμος της διπλωματίας και των ελίτ πολλές φορές αντί να κατευθύνει τις εξελίξεις, παρασύρεται και αυτός από την αυτοτελή δυναμική των γεγονότων και υποτάσσεται σ’ αυτά. Να κάτι που διαφεύγει από τη λογική όσων ερμηνεύουν την πραγματικότητα μόνο στη βάση των αποκαλύψεων των όποιων Wikileaks.
Ο Βενιζέλος έβλεπε στις 15 Μαΐου (2 με το παλαιό ημερολόγιο) του 1919 τον ελληνικό στρατό να αποβιβάζεται στην Σμύρνη (βλ. κεντρική φωτογραφία). Τίποτα δεν έδειχνε πως άρχιζε ένας εφιάλτης. Αντιθέτως, όλα έδειχναν ότι η Ελλάδα των πέντε Θαλασσών και των Τριών Ηπείρων γινόταν πραγματικότητα. Τίποτα δεν έδειχνε πως η κουρασμένη Παλαιά και Νέα Ελλάδα που τον αποθέωνε, όταν από το 1913 και ύστερα απελευθέρωνε το ένα μετά το άλλο τα εδάφη της, σε ένα χρόνο και κάτι, την 1η Νοεμβρίου του 1920, θα τον έστελνε με εκλογές –και όχι με πραξικόπημα– στην αυτοεξορία. Αλλά και τίποτα δεν έδειχνε πως ο ηγέτης του Αντιβενιζελισμού Δημήτριος Γούναρης, σε δυο χρόνια ακριβώς, τον Νοέμβριο του 1922 θα οδηγείτο στην εκτέλεση μαζί με άλλους πέντε επιφανείς ηγέτες του Αντιβενιζελισμού. Η πανουργία της Ιστορίας όταν θέλει να τρέξει «τρέχει» (πόλεμος) και όταν θέλει να καθυστερήσει «καθυστερεί» (διπλωματία και εξωτερική πολιτική). Εδώ, διπλωματία και πόλεμος μπλέχτηκαν σ’ ένα κουβάρι που μπορούσε να ξεμπλέξει αν τα ηνία της προσπάθειας τα αναλάμβανε μόνο ο ένας εκ των δυο. Όσο και να προσπάθησαν αυτό να το κάνουν από κοινού η διπλωματία και η εξωτερική πολιτική, τελικά το κατάφερε –με τη θυσία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας– μόνο ο πόλεμος.
Αντιβενιζελισμός και Βενιζελισμός όταν ήσαν στην αντιπολίτευση δεν σταματούσαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο για πράγματα που και οι δυο έκαναν όταν ήσαν στην κυβέρνηση. Έργο που από τότε το βλέπουμε να παίζεται συνεχώς, ίδιο και απαράλλαχτο, μέχρι τις μέρες μας.
Όταν ο αντιβενιζελικός συνασπισμός ανήλθε τον Νοέμβριο του 1920 στην εξουσία είχε δυο επιλογές: ή να ξεκινήσει την επέμβαση προς τα ενδότερα της τουρκικής Ανατολίας ή να γυρίσει πίσω, αφού διεκδικήσει εγγυήσεις για τους ελληνικούς πληθυσμούς και ανταλλάγματα στη Θράκη και στη Βόρεια Ήπειρο. Δεν έκανε τίποτε από τα δύο. Και όχι μόνο αυτό. Επανέφερε τον Κωνσταντίνο, χωρίς τη συναίνεση των Γάλλων, πρωτίστως, και των Βρετανών, δευτερευόντως. Μόνο έξι μήνες μετά έκανε δυο προσπάθειες για διείσδυση στην τουρκική ενδοχώρα (τον Μάρτιο του 1921 και τον Ιούνιο-Ιούλιο του ίδιου έτους), όταν ήδη οι Τούρκοι εθνικιστές είχαν οργανωθεί καλύτερα. Ο οικονομικός αποκλεισμός της χώρας, κυρίως λόγω της επιστροφής του Κωνσταντίνου, οι συνεχείς επιστρατεύσεις, το κλίμα αδράνειας και στασιμότητας, η σταδιακή επικράτηση των εθνικιστών του Κεμάλ, το κάκιστο εσωτερικό πολιτικό κλίμα, αλλά και η εμμονή των Βρετανών για συνέχιση της παραμονής της ελληνικής στρατιάς ως εγγυητή της Συνθήκης των Σεβρών σε αντίθεση με τις συνεννοήσεις των Γάλλων και των Ιταλών αλλά και των μπολσεβίκων με τον Κεμάλ, οδήγησαν στην τελική αντεπίθεση των Τούρκων και στη συντριβή της ελληνικής στρατιάς τον Αύγουστο του 1922. Καταλήγοντας στην καταστροφή της Σμύρνης και του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Αντιβενιζελισμός και Βενιζελισμός όταν ήσαν στην αντιπολίτευση δεν σταματούσαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο για πράγματα που και οι δυο έκαναν όταν ήσαν στην κυβέρνηση. Έργο που από τότε το βλέπουμε να παίζεται συνεχώς, ίδιο και απαράλλαχτο, μέχρι τις μέρες μας.
Και η καταστροφή δεν τελείωσε στην Σμύρνη. Συνεχίστηκε και με τη Δίκη των Έξι, μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, όπως την αξιολογεί –σωστά– ο συγγραφέας. Καταδικάστηκαν για ποινικά εγκλήματα άνθρωποι που διέπραξαν μόνο πολιτικά λάθη. Μια καταδίκη που ο Βενιζέλος, με τη διφορούμενη στάση του, δεν προσπάθησε πραγματικά να αποτρέψει. Στην καταστροφή ήρθε να προστεθεί και η ενίσχυση του μίσους.
Όπως ήδη ανέφερα, αυτό το βιβλίο διεισδύει βαθειά στη διπλωματική ιστορία. Διαβάζοντάς το μαθαίνουμε πολύ καλά τι υποστήριζε, τι μηχανορραφούσε ο ένας και ο άλλος διπλωμάτης, Υπουργός Εξωτερικών, Πρωθυπουργός κλπ. Νομίζω όμως πως ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να γράψει μια «αμερόληπτη» ιστορία των γεγονότων, υποτίμησε την πολιτική ιστορία για χάρη της διπλωματικής ιστορίας. Γι’ αυτό και ενώ συναντάμε παντού τις διπλωματικές εξελίξεις, μένουν στο περιθώριο τα πολιτικά γεγονότα και η ιστορία των απόψεων των πολιτικών παραγόντων, κυρίως των κομμάτων, που βρίσκονται πέραν από αυτές. Αυτό δεν είναι αδυναμία του, είναι επιλογή του. Αλλά μια τέτοια επιλογή, όταν γράφεις πολιτική ιστορία, είναι αδυναμία.
Βεβαίως, αν και η παράθεση των διπλωματικών και πολεμικών περιπετειών της Μεγάλης Ιδέας δεν φαίνεται να είναι και κανένα συναρπαστικό έργο, ο Ριζάς το κάνει να φαίνεται σαν σίριαλ που τελειώνοντας κάθε επεισόδιό του βιάζεσαι να ξεκινήσεις αμέσως το επόμενο. Παρόλο που γνωρίζεις το τέλος· το θλιβερό και καταστροφικό τέλος.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.