Εκτενής παρουσίαση του μνημειώδους και επίκαιρου έργου του Γιώργου Β. Δερτιλή «Ιστορία του ελληνικού κράτους (1830-1920)».
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Αυτή εδώ είναι η όγδοη επανέκδοση ενός έργου το οποίο αποτελεί θεμελιώδη σταθμό στον αναστοχασμό σχετικά με την ιστορία μιας παρελθούσας εποχής, η οποία όμως είναι διαρκώς παρούσα στις σημερινές εθνικές περιπέτειες. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια ακόμη ιστορία των γεγονότων που αφορούν τον τρόπο συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, δεν έχουμε να κάνουμε με μια διήγηση τού πώς αναπτύχθηκε το ελληνικό κράτος. Έχουμε όμως μια μεγαλειώδη ερμηνεία των λόγων και των πολύπλευρων αιτιών που διαμόρφωσαν και επηρέασαν την πορεία του ελληνικού κράτους. Μια Ιστορία που είναι διαρκώς επίκαιρη, αλλά και πολύτιμη για κάθε έλληνα πολίτη. Ο Δερτιλής προσφέρει εδώ στο «πιάτο» τις ρίζες της σημερινής ελληνικής κακοδαιμονίας.
Ο συγγραφέας τεκμηριώνει την άποψη του αναδιφώντας σε μια σειρά αρχείων, απολογισμών, στατιστικών δημοσιευμάτων, απομνημονευμάτων, ημερολογίων κλπ που θέτουν υπό αμφισβήτηση το αν ο επιστημονικός λόγος έχει όρια στο να καταγράφει, να μελετά και να αναλύει στατιστικά και άλλα μαθηματικά στοιχεία. Αν υπάρχουν τέτοια όρια ο συγγραφέας τα υπερβαίνει εμφατικά. Ακόμα και μόνο αυτήν την καταγραφή των στοιχείων να είχε κάνει, θα αρκούσε για να έχει ο αναγνώστης ένα πολύτιμο τόμο στα χέρια του. Αλλά ασφαλώς και δεν κάνει μόνο αυτό.
Ο συγγραφέας μάς βοηθά να ξεφύγουμε από τις θεωρίες του συρμού, τη μία που θεωρεί πως ο μεγάλος ένοχος για τα ελληνικά δεινά είναι το μεγάλο δημόσιο, αλλά και την άλλη που ισχυρίζεται πως μόνο το κράτος μπορεί να δίνει λύσεις για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα.
Τρεις καταρχήν γενικές παρατηρήσεις: Πρώτον, δεν μιλούμε εδώ για την ιστορία του ελληνικού έθνους, αλλά για την ιστορία του ελληνικού κράτους. Αυτό βοηθά ώστε να αποφεύγονται οι «μεταφυσικές» συνέπειες της θεωρίας της συνέχειας του ελληνισμού. Δεύτερον, αυτή η ιστορία επεκτείνεται πολύ πέραν του 1920. Σε τέσσερα από τα εννέα μέρη η ιστορία ξεπερνά τη χρονολόγηση του τίτλου. Αυτά αφορούν το μέρος Α', Η ναυτιλία, η διασπορά και τα κράτη (1750- 2000), το Β', Η κοινωνία, η διαμόρφωση των αρχικών συνθηκών (1750- 1830), το Ζ', Η βιομηχανία, οι υποδομές, το Κράτος (1860-1940) και το Η', Μεταρρυθμίσεις, κράτος και κοινωνικές ιεραρχίες (1830- 1920). Αν ο αναγνώστης δεν έχει τη δυνατότητα να μελετήσει ολόκληρο το έργο, το οποίο και ανεπιφύλακτα συνιστώ, τα Κεφάλαια Β', Ζ' και Η' καθώς και το Γ', Εκ του μηδενός: Εθνικό Κράτος, Εθνική Οικονομία, Εθνική Πολιτική (1825-1863) όπως και το Δ', Εθνικισμός, Κράτος και Ανατολικό Ζήτημα πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστούν, έστω και αυτοτελώς, γιατί ίσως συνθέτουν την καλύτερη ερμηνεία και ανάλυση της ελληνικής ιστορίας για αυτά τα θέματα. Τρίτον, ο συγγραφέας μάς βοηθά να ξεφύγουμε από τις θεωρίες του συρμού, τη μία που θεωρεί πως ο μεγάλος ένοχος για τα ελληνικά δεινά είναι το μεγάλο δημόσιο, αλλά και την άλλη που ισχυρίζεται πως μόνο το κράτος μπορεί να δίνει λύσεις για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Αυτός ο τόμος προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στον αναγκαίο δημόσιο διάλογο που σήμερα ασφυκτιά ανάμεσα στην επήρεια ενός δήθεν «φιλελεύθερου» συλλογισμού –ο οποίος, αποδίδει όλες τις ευθύνες για τη σημερινή μας κατάντια στις πελατειακές σχέσεις και τον κρατισμό–, και την επήρεια ενός αριστερίστικου κρατισμού που ορίζει την επιχειρηματικότητα ως εχθρό.
Κράτος «εκ του μηδενός»
Αφετηριακή αρχή του έργου είναι πως κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για την ιστορία του ελληνικού κράτους αν δεν λάβει υπόψη του πως έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος που όλα –οικονομία, κοινωνική διαστρωμάτωση, πολιτικό σύστημα, μεταρρυθμίσεις– ξεκινούν από το μηδέν. Αυτή η εκ του μηδενός αρχή αποτελεί τον μίτο που ακολουθεί ο Δερτιλής για να ερμηνεύσει τις παθογένειες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Σε αντίθεση με τη σημερινή πλημμυρίδα των αναλύσεων που ξεκινούν από το φορτωμένο κράτος για να εξηγήσουν τη σημερινή κρίση, ο συγγραφέας ερμηνεύει με τεκμηριωμένο τρόπο το πώς φτάσαμε να έχουμε «φορτωμένο» κράτος και γιατί μέχρι σήμερα δεν κατορθώσαμε να το «ξεφορτωθούμε».
Η δημιουργία του ελληνικού κράτους διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκαν τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού κράτους είναι οι μεγάλες τομές και οι ασυνέχειες του σε σχέση με το παρελθόν της χώρας. Στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχουν και εκεί μεγάλες τομές, αλλά αυτές ακολουθούν σε γενικές γραμμές μια εξέλιξη συνέχειας. Τα δυτικά κράτη δεν δημιουργήθηκαν από το μηδέν.
Ας παρακολουθήσουμε τι σημαίνει αυτή η δημιουργία κράτους, οικονομίας, κοινωνικό- ταξικής διαστρωμάτωσης από το μηδέν. Ο Δερτιλής θεωρεί πως είναι μονομερής και αποτέλεσμα προκατάληψης ο τρόπος που ερμηνεύεται η χαμηλή εκβιομηχάνιση της χώρας. Όπως καταδεικνύει αναδιφώντας στον τεράστιο όγκο στοιχείων για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, αυτή ποτέ δεν έφτασε στα επίπεδα της υπόλοιπης Δυτικής Ευρώπης. Και παρ' όλα αυτά στην Ελλάδα υπήρξε ανάπτυξη, η οποία στηρίχτηκε στην επέκταση και στην ωρίμανση τριών άλλων κλάδων: του διεθνούς εμπορίου, της ναυτιλίας και σε μικρότερο βαθμό των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Ο ιστορικός τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομογένεια για την ανάπτυξη των ελληνικών δικτύων. Μια ομογένεια που δεν μπορεί να κρίνεται με αξιολογικά ερωτήματα για το εάν οι ομογενείς ήσαν «κερδοσκόποι ή πατριώτες», αλλά για το κατά πόσο η δική τους δραστηριότητα συνέβαλε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας. Αυτοί ήσαν τόσο τυπικοί επιχειρηματίες, με τη στυγνότητα που απαιτεί η επιχειρηματικότητα, όσο και φιλοπάτριδες, αφού η δραστηριότητά τους διευκόλυνε την ελληνική ανάπτυξη.
Βεβαίως αυτό που κάνει ιδιαίτερα σημαντική τη διαπίστωση του συγγραφέα για την ανάπτυξη αυτών των τριών κλάδων είναι το πλαίσιο (δίκτυα) στο οποίο τους εντάσσει. Ο τρόπος με τον οποίο διαπλέκονται αυτά τα δίκτυα με την οικονομική ανάπτυξη αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της ελληνικής από την ανάπτυξη στην Ευρώπη. Η ελληνική ανάπτυξη οφείλει πολλά στον τρόπο λειτουργίας των λεγόμενων «δικτύων». Τα τοπικά, περιφερειακά ή και τα διεθνή δίκτυα συνδέουν μεταξύ τους διαφορετικά οικονομικά υποκείμενα, επαγγέλματα, κλάδους της οικονομίας, αγορές. Ο ιστορικός τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομογένεια για την ανάπτυξη των ελληνικών δικτύων. Μια ομογένεια που δεν μπορεί να κρίνεται με αξιολογικά ερωτήματα για το εάν οι ομογενείς ήσαν «κερδοσκόποι ή πατριώτες», αλλά για το κατά πόσο η δική τους δραστηριότητα συνέβαλε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας. Αυτοί ήσαν τόσο τυπικοί επιχειρηματίες, με τη στυγνότητα που απαιτεί η επιχειρηματικότητα, όσο και φιλοπάτριδες, αφού η δραστηριότητά τους διευκόλυνε την ελληνική ανάπτυξη.
«Στην ελληνική περίπτωση, με την δικτυακή και κάθετη οργάνωση του εμπορίου, της ναυτιλίας και των συναφών υπηρεσιών, διοχετευόταν σε «ελληνικά χέρια» τμήμα των κερδών τα οποία, στην περίπτωση μιας άλλης χώρας, θα διοχετεύονταν στους ισολογισμούς ξένων εταιρειών...» (σελ. 47). Αυτή η ομογένεια με την ανάπτυξη των δικτύων της αποκτούσε κέρδη και εισοδήματα και διακινούσε τα «κεφάλαιά» της όχι μόνο από την περιφέρεια προς το κέντρο, αλλά και αντίστροφα. Ο Δερτιλής δεν ενθουσιάζεται με τη ρηχότητα της θεωρίας που στηρίζεται στο σχήμα της κατάταξης κάποιων κρατών στο Κέντρο και κάποιων άλλων στην Περιφέρεια. Απορρίπτει ασυζητητί αυτό το ερμηνευτικό σχήμα στην περίπτωση της Ελλάδας. Τελικά, τόσο η ομογένεια όσο και οι Έλληνες αστοί, βιώνοντας την ανασφάλεια του ασταθούς ελληνικού σχηματισμού, αναζητούσαν στην ανάπτυξη των δικτύων και στη σχέση τους με τα «πλέγματα εξουσίας» την προστασία έναντι αυτής της ανασφάλειας. Δίκτυα και πλέγματα εξουσίας είναι οι ερμηνευτικοί μηχανισμοί του Δερτιλή και όχι τα σχήματα του τύπου Κέντρο-Περιφέρεια. Και αυτό είναι μια ακόμη μεγάλη συμβολή στην ελληνική ιστοριογραφία που, θέλοντας να είναι μαρξιστική, απλοποιεί τόσο τον μαρξισμό όσο και την ιστορική ανάλυση.
Η ανάπτυξη της ναυτιλίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται αυτό που ο ιστορικός εκλαμβάνει ως ιστορία των δικτύων. Μια ναυτιλία που στηρίχτηκε: πρώτον, στο ότι οι ελληνόφωνοι και ελληνορθόδοξοι έμποροι και καραβοκύρηδες έλεγχαν, ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, σημαντικό τμήμα του εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου· δεύτερον, στο ότι αύξησε υπέρμετρα τα κέρδη της κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους· τρίτον, στο ότι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1776) μετέτρεψε τους Έλληνες πλοιοκτήτες σε προνομιούχους εκφραστές της Ρωσίας· και τέταρτον, στο γεγονός ότι στο εξής τα περισσότερα πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας έφεραν σημαίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας. Σε αντίθεση με μια ιστορία που παντού βλέπει κρίσεις, ο συγγραφέας θεωρεί πως η ελληνική ναυτιλία αναπτύσσεται σχεδόν αδιατάρακτα σε ολόκληρη την προεπαναστατική περίοδο. Το λεγόμενο «Μυστήριο της Παρακμής» της ελληνικής ναυτιλίας είναι μια ακόμη ιδεοληψία, που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική εικόνα της και τα στοιχεία που μας παραθέτει ο Δερτιλής. Η δικτυακή οργάνωση της ελληνικής ναυτιλίας προϋπόθετε και ανοικτούς ορίζοντες που ξεπερνούσαν την μικρή ελληνική επικράτεια, αλλά ταυτόχρονα επέστρεφε σ' αυτήν. Με ανάλογο τρόπο κινείται και λειτουργεί και το διαμετακομιστικό εμπόριο.
Οι αρχικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους
Εδώ μιλάμε για την περίοδο από το 1780 ως το 1830. Μια περίοδο που άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στον τρόπο με τον οποίο οι ανώτερες τάξεις συμμαχούν στον ελλαδικό χώρο με τις κατώτερες και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ακόμη και σήμερα το ελληνικό κράτος.
Ο Δερτιλής συνεχίζει τονίζοντας και την απουσία μιας ολοκληρωμένης αστικής τάξης. Επισημαίνει την απουσία της μεσαιωνικής πόλης ή κωμόπολης (bourg) που αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη των αστικών τάξεων της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.
Το φυσικό και κλιματικό περιβάλλον «επέβαλλε την οργάνωση της παραγωγής γύρω από μονάδες μικρές, άρα οικογενειακές – ιδίως στην νότια Ελλάδα και στα περισσότερα νησιά» (155). Η μεγάλη φυσική διαφοροποίηση επέβαλλε εντατική πολυδραστηριότητα. Αυτό όμως που αξίζει εδώ τη μεγάλη μας προσοχή είναι η πρόσθεση, εκ μέρους του συγγραφέα, άλλων δυο παραγόντων που επέβαλλαν τη μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση. Αυτοί ήσαν ο αφανισμός της βυζαντινής αριστοκρατίας και η αντικατάσταση του ρωμαιοβυζαντινού από το ισλαμικό και το εθιμικό δίκαιο. Ο Δερτιλής δεν διστάζει να αναζητήσει στην απουσία της αριστοκρατίας ένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του τρόπου συγκρότησης του ελληνικού πρωτογενή τομέα. «Όταν πλέον η Ελλάδα και οι άλλες βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, δεν θα υπάρχει σ' αυτά τα κράτη μια παλαιά αριστοκρατία που να στηρίζει τον μεν πλούτο της στην γαιοκτησία, την δε κοινωνική και πολιτική της ισχύ στην αυθεντία που προσδίδουν η μακρά ιστορική παράδοση και η κοινωνική συνέχεια» (σελ. 162-163). Και εδώ να τελείωνε αυτό το βιβλίο θα ήταν ένα πολύτιμο κεφάλαιο στην ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας. Εδώ όμως αρχίζει. Θα επανέλθει παρακάτω για να καταρρίψει και τον μύθο της πολύ φτωχής αγροτικής τάξης.
Ο Δερτιλής συνεχίζει τονίζοντας και την απουσία μιας ολοκληρωμένης αστικής τάξης. Επισημαίνει την απουσία της μεσαιωνικής πόλης ή κωμόπολης (bourg) που αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη των αστικών τάξεων της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Η ελληνική αστική τάξη δομείται διαφορετικά από τις αστικές τάξεις της υπόλοιπης Ευρώπης. Είναι μια τάξη στην οποία δεν χρωστά το κράτος την ύπαρξη του, αλλά αυτή χρωστά σ' αυτό την ισχύ της. Μια αστική τάξη στην οποία αφενός κυριαρχεί το κεφάλαιο της Διασποράς και αφετέρου οι εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Τα ελληνικά αστικά στρώματα δεν ήσαν αδύναμα οικονομικά, «αλλά η κοινωνική, ιδεολογική και οικονομική κυριαρχία τους είναι περιορισμένη» (221). Μια αστική τάξη που ζούσε μέσα στο κυρίαρχο αίσθημα της ανασφάλειας. Ανασφάλεια και αβεβαιότητα που συνετέλεσαν βαθμιαίως στη δημιουργία της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Μια συνείδηση συνεκτικός ιστός της οποίας ήταν ο ελληνικός εθνικισμός. Η αβεβαιότητα γέννησε την ιδέα του ελληνικού εθνικού κράτους, αλλά και της επέβαλλε την ιδέα του φοβικού εθνικισμού.
Η γέννηση του ελληνικού κράτους (1825- 1863)
Το ελληνικό κράτος γεννιέται ήδη «υπερχρεωμένο». Μια ιδιότητα που θα το ταλαιπωρεί μέχρι τις μέρες μας. Αν ο Δερτιλής έμενε μόνο στην πραγματικότητα του υπερχρεωμένου και μεγάλου κράτους θα ήταν ένας ιστοριογράφος. Ο Δερτιλής όμως είναι ένας μεγάλος ιστορικός. Το ελληνικό κράτος, λόγω των δανείων του 1825 και του 1833, δεν μπορούσε από την ίδρυσή του να δανειστεί από τις αγορές. Και παρέμεινε σ' αυτή τη θέση μέχρι το 1878, όταν για πρώτη φορά κατέφυγε σ' αυτές. Και μετά πάλι βγήκε εκτός αγορών το 1893. Χαράς ευαγγέλια λοιπόν για εκείνη τη θεωρία που εκλαμβάνει το ελληνικό κράτος ως τον μεγάλο ένοχο για όλα τα δεινά της χώρας; Κάθε άλλο.
Το ελληνικό κράτος γεννιέται από το μηδέν. Και από το μηδέν, πρέπει να αποκτήσει υποδομές, υπαλλήλους, δημόσια διοίκηση, γιατρούς, νομικούς, δασκάλους, καθηγητές, τους οποίους τα υπόλοιπα δυτικά κράτη απόκτησαν στη μακρά διάρκεια της δικής τους ιστορίας.
Ευτυχώς ο Δερτιλής διαψεύδει αυτές τις ρηχές και ανιστόρητες ερμηνείες. Το ελληνικό κράτος γεννιέται από το μηδέν. Και από το μηδέν, πρέπει να αποκτήσει υποδομές, υπαλλήλους, δημόσια διοίκηση, γιατρούς, νομικούς, δασκάλους, καθηγητές, τους οποίους τα υπόλοιπα δυτικά κράτη απόκτησαν στη μακρά διάρκεια της δικής τους ιστορίας. «Το (ελληνικό) δημόσιο χρέος είναι φαινόμενο της μακράς ιστορικής διάρκειας. Συνδέεται στενότατα με τις στρατιωτικές δαπάνες, δηλαδή με τον ελληνικό εθνικισμό και με την εξωτερική πολιτική της χώρας» (σ. 193).
Βεβαίως αυτά τα δάνεια αναπτύσσουν τη συνάδουσα σ' αυτά πολιτική διαφθορά, αλλά και αποτελούν αποτέλεσμα πολιτικού εξαναγκασμού των τριών μεγάλων δυνάμεων ( Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Έχουμε όμως ένα κράτος που δεν μπορεί να αντλήσει φόρους παρά μόνο από τη φορολόγηση των ολίγων εύπορων εμπόρων και το οποίο, την ίδια στιγμή, πρέπει να χρηματοδοτήσει αρχικά τις πολεμικές ανάγκες της επανάστασης και στη συνέχεια τις ανάγκες συγκρότησης των στοιχειωδέστερων υποδομών του. Ένα κράτος που δεν έχει φορολογητέες δυνατότητες.
Η «ερμηνεία» που αποδίδει τα πάντα σε υποτιθέμενη προδοσία των πολιτικών δεν έχει καμία θέση εδώ. Η εξάρτηση του βασιλιά και των πολιτικών αρχηγών δεν ήταν απόρροια κάποιας προδοσίας, αλλά αναγκών της χώρας να εξασφαλίσει κεφάλαια για να υπάρξει. Δεν μπορεί να κατηγορείται –ισχυρίζεται ο Δερτιλής– ένας πολιτικός ή μια παράταξη πως οτιδήποτε κάνει σε σχέση με την εξασφάλιση της δανειοδότησης της χώρας είναι εξ ορισμού προδοτική ή ανήθικη πράξη. Μα για το 2015 γράφει;
Αν και το πρώτο χαρακτηριστικό της προεπαναστατικής Ελλάδας ήταν ο τοπικισμός, με τη βαθμιαία μεταβολή των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων υποχώρησε στη μεταεπαναστατική περίοδο. Οι εξεγέρσεις του 1843 και 1862-1864 αποτελούσαν μια μορφή υπέρβασης του τοπικισμού από τα δημοκρατικά αιτήματα των επαναστατών του 21. Σ' αυτή τη φάση ο Όθωνας και μετέπειτα η συνταγματική μοναρχία του Γεωργίου Α' ήσαν υποχρεωμένοι να οργανώσουν ταχύτατα την ελληνική γραφειοκρατία και τον στρατό.
Εδώ πάνω ξετυλίγεται ο καμβάς των σχέσεων της μοναρχίας με τις αρχηγεσίες (μεγαλέμποροι, χρηματιστές και τοπικιστές ισχυροί επιχειρηματίες). Έτσι αναπτύσσεται ένα κράτος στη βάση τεσσάρων ιδιοτυπιών. Πρώτον, τα αστικά του στρώματα αναπτύσσονται σε γεωγραφικό χώρο ευρύτερο της ελληνικής επικράτειας· δεύτερον, αυτά είναι ισχυρά οικονομικώς και αδύναμα πολιτικά· τρίτον, υπάρχει αυξημένη κοινωνική κινητικότητα και, τέταρτον, τα μικροαστικά στρώματα διαχωρίστηκαν ταχύτατα από τα μεγαλοαστικά.
Απέναντι σ' αυτό το απολυταρχικό κράτος ορθώνονται ανοργάνωτα και ετερόκλητα κοινωνικά στρώματα, όλοι όσοι φιλοδοξούσαν να επωφεληθούν από τις ατομικές δυνατότητες πολιτικής ανόδου. Η ατομική σχέση με την εξουσία, μέσα βεβαίως από τη διαπλοκή των δικτύων με τα πλέγματα εξουσίας, αποτελεί την ερμηνευτική οδό που ακολουθεί ο Δερτιλής για να εξηγήσει την πορεία συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του κράτους του. Καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία της μακράς ιστορίας του τόπου ήταν ο τρόπος που οι «αρχηγεσίες» συνάρθρωναν τα δικά τους συμφέροντα με τις προσδοκίες ατομικής ανόδου των αγροτικών και των μικροαστικών στρωμάτων. Μια «αφύσικη» συναλλαγή που αφενός δεν επέτρεπε στις «αρχηγεσίες» να λειτουργήσουν ως τέτοιες και αφετέρου δεν επέτρεπε στα μεσαία και στα φτωχότερα στρώματα να αναζητούν συνολικές ταξικές και όχι ατομικό-πελατειακές λύσεις. Τα ίδια ηγετικά στρώματα που συγκρούονταν με το στέμμα για την αναδιανομή της εξουσίας, συμμαχούσαν μαζί του, όταν το θέμα αφορούσε τα αιτήματα των κατώτερων τάξεων. Και συμμαχούσαν με τα κατώτερα στρώματα κατά του στέμματος όταν αυτό εμπόδιζε την ανάπτυξή τους. Αυτή η διαίρεση μεταξύ μοναρχικών και αντιμοναρχικών ακολουθεί όλη την ελληνική ιστορία ως το 1974.
Ιδιαίτερη όμως θέση στην ιστορία μας έχει η ύπαιθρος. Μετά την επανάσταση το μοίρασμα των εθνικών γαιών αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ των χωρικών, από τη μια, και των εμπόρων, των προυχόντων και των γαιοκτημόνων, από την άλλη. Η μοναρχία υποσχόταν μεταρρύθμιση και δεν την έκανε, έτσι όμως ενώ ανέβαλλε την αγροτική μεταρρύθμιση την επέσειε διαρκώς ως υπόσχεση.
Αυτή η μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκε το 1871. Έκτοτε κυριάρχησε το μοντέλο της μικροϊδιοκτησίας, με μια «γαιοκτημονική» τάξη που άφηνε την καλλιέργεια των κτημάτων της στους χωρικούς. Οι μικροκαλλιεργητές, και όχι οι εργάτες γης, όπως στη Δυτική Ευρώπη, εκφράζουν το ελληνικό μοντέλο. Ο Δερτιλής, απομυθοποιεί τις ψευτομαρξιστικές ερμηνείες περί εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων. Αυτά, αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ποτέ δεν έφτασαν στα επίπεδα εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων της πρώτης και δεύτερης ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης. Γι' αυτό και θεωρεί «απλουστευτική και εσφαλμένη την εικόνα του εξαθλιωμένου έλληνα χωρικού». Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 θα ολοκληρωθεί το 1924 με το αναδιανομή και των μέχρι τότε μεγάλων ιδιωτικών γαιοκτησιών.
Ο Δερτιλής, απομυθοποιεί τις ψευτομαρξιστικές ερμηνείες περί εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων. Αυτά, αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ποτέ δεν έφτασαν στα επίπεδα εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων της πρώτης και δεύτερης ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης.
Τελικά τα αγροτικά στρώματα χωρίζονταν σε φτωχά και σε λιγότερο φτωχά, αλλά όχι σε εξαθλιωμένα. Η στρατηγική τους είναι κυρίως η αυτάρκεια και δευτερευόντως η πώληση στην αγορά, μια στρατηγική που κυριάρχησε για πολλά χρόνια και από την οποία εξαρτήθηκαν και οι πολιτικές σχέσεις των αγροτών με τις ελίτ, αλλά και το οικοδομηθέν πελατειακό κράτος. Θα δούμε τι σήμαινε παρακάτω για την φορολογική μεταρρύθμιση ο μεγάλος αριθμός των μικροκαλλιεργητών.
Η μετανάστευση ήταν μια λύση για καλύτερες συνθήκες ζωής για αυτά τα φτωχά και τα φτωχότερα στρώματα. Αλλά εδώ ο Δερτιλής κάνει μια ιδιαίτερα σημαντική παρατήρηση. Οι φτωχότεροι καλλιεργητές τροφοδοτούσαν τη μετανάστευση της κακής συγκυρίας (κρίσεις διατροφής, λιμοί, λοιμοί, σιτοδεία) και οι λιγότερο φτωχοί την μετανάστευση της κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου.
Η ναυτιλία, το διαμετακομιστικό εμπόριο, η κατακερματισμένη ύπαιθρος ήταν η μια πλευρά της εκ του μηδενός οικονομίας, η άλλη ήταν η ίδρυση το 1841 της Εθνικής Τράπεζας, η σχέση της με το κράτος και η ανάπτυξη κυρίως του χρηματιστικού κεφαλαίου της ομογένειας. Αντίθετα με τα όσα ο «μύθος» θρυλεί, το κράτος από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα περίπου του 20ου δεν ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο στην Εθνική. Επιχειρούσε να το κάνει, αλλά δεν το επετύγχανε. Αυτό θα συμβεί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό «κράτος δεν μπορούσε να ελέγξει πλήρως την τράπεζα ούτε, πολύ λιγότερο, να την καθυποτάξει» (σ. 241). Εδώ ο συγγραφέας καταθέτει μεγάλες στιγμές ανεξαρτησίας των Προέδρων και των ΔΣ της Εθνικής από το κράτος και τους Πρωθυπουργούς του και μεγάλες στιγμές συγκρούσεων μεταξύ των διαφορετικών τραπεζικών οργανισμών. Στο Μέρος ΣΤ «Θεμελιώσεις: το Κράτος, οι Κεφαλαιούχοι, και το Πλέγμα Εξουσίας (1870-1905)» περιγράφει την περίφημη υπόθεση των Λαυρεωτικών. Την άνοδο και την πτώση (1873) της μετοχής του Λαυρίου. Τη σύγκρουση μεταξύ των μετόχων της Εθνικής και των ομογενειακών κεφαλαίων της Πιστωτικής Τράπεζας υπό τον Συγγρό. Τη διαμάχη Εθνικής και Ιονικής (με βρετανικά και με ομογενειακά κεφάλαια) για το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων. Τη διαμάχη όλων αυτών ως το 1878 που βγήκε για μικρό διάστημα η χώρα στις αγορές, αλλά και στη συνέχεια, για το ποιος θα είναι ο χρηματοδότης του κράτους και του δημόσιου.
Ο ιστορικός παραθέτει στοιχεία που δείχνουν το χαμηλό βαθμό διείσδυσης των ξένων κεφαλαίων και αποδεικνύει έτσι πως η δήθεν μεγάλη εκμετάλλευση από τους ξένους κεφαλαιούχους είναι μια ακόμη ιδεοληπτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Τελικά, μια που δεν υπάρχει χώρος για μια εκτενή παρουσίαση των γεγονότων διαμόρφωσης των οικονομικών σχέσεων στον 19ο αιώνα, θα παραπέμψω εδώ στον ίδιο τον συγγραφέα. «Ο οικονομικός και κοινωνικός κύκλος της ομογένειας τέμνονταν πλέον με ένα άλλο, εγχώριο, που περιελάμβανε αυτόχθονες τραπεζίτες, μεγαλέμπορους και άλλους κεφαλαιούχους με επικεφαλής την Εθνική» (σ. 633). Είναι αυτό το «μεγαδίκτυο» που συνέδεε τα οικονομικά δίκτυα με το πλέγμα εξουσίας, έξω πολλές φορές από τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες.
Η ελληνική αγροτική οικονομία δεν διέθετε τους αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς του καπιταλισμού και αυτή την αδυναμία υποκαθιστούσε το «μεγαδίκτυο». Το κράτος ήταν πάντως ο μεγαλύτερος πελάτης αυτού του μεγαδικτύου και αυτό ο μεγαλύτερος προμηθευτής του. Άρα ο ελληνικός κρατισμός δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των πελατειακών σχέσεων, αφού αυτές οι σχέσεις γεννήθηκαν και λόγω του αδύναμου αστισμού. Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον συγγραφέα για μονομέρεια, αφού από την άλλη πλευρά δεν παύει παντού στο συνολικό του έργο να τονίζει πως η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού οφείλονταν στο σύστημα πατρωνίας, αλλά και στη τάση προς συγκεντρωτισμό του ελληνικού κράτους. Αυτό το πελατειακό κράτος που με τις δικές του ιδιομορφίες και με ασυνάρτητο τρόπο επέβαλλε και μεταρρυθμίσεις, έκτισε και κάποιες μορφές κράτους πρόνοιας.
Ο ελληνικός εθνικισμός από την αρχή ως σήμερα
Άφησα για το τέλος την εμφάνιση και την ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού, γιατί αυτός σύμφωνα με τον Δερτιλή διαπερνά εγκάρσια την ιστορία του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Πολύ φοβάμαι πως αυτό συνεχίζεται και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου.
Ο ελληνικού τύπου εθνικισμός συνδεδεμένος, αναπόφευκτα με τον αλυτρωτισμό, είναι ο κύριος «υπεύθυνος» για την κούρσα των εξοπλισμών.
Οι ομογενείς επικαλούνταν τον «πατριωτισμό» για τις επενδύσεις τους. Δεν ήσαν μόνο πατριώτες, αλλά δεν ήσαν και μόνο «εκμεταλλευτές». Το μείζον βρίσκεται αλλού. Τα αδύναμα οικονομικώς ελληνικά αστικά στρώματα (η ανεπαρκής εκβιομηχάνιση περιγράφεται στο Μέρος Ζ', «Υστερήσεις, Βιομηχανία, οι Υποδομές, το Κράτος (1860-1940)». Αυτά τα στρώματα αναφέρει ο ιστορικός: «μη έχοντας να επιδείξουν πλούτο, βιομηχανία, τεχνολογία, επιστήμη, μνημειακή αρχιτεκτονική, πολιτισμική ζωή, προβάλλουν την φιλοπατρία, τον εθνικισμό και τον συγχέουν ακόμη και με τις οικονομικές λειτουργίες [...] αυτός ο πατριωτισμός υπονομεύει ακόμη και το κατεξοχήν αστικό προσόν, τον ρεαλισμό» (σ. 574). Ο ελληνικού τύπου εθνικισμός συνδεδεμένος, αναπόφευκτα με τον αλυτρωτισμό, είναι ο κύριος «υπεύθυνος» για την κούρσα των εξοπλισμών. Ο Δερτιλής όμως ακόμη και εδώ δεν είναι μονομερής. Αφού αναδεικνύει τις ρίζες του ελληνικού εθνικισμού, τις καταβολές του στη λογική του «Γένους», την ανάπτυξη του πνεύματος που στήριζε την ελληνική ανασυγκρότηση στην αρχαιότητα προχωρεί όχι σε αξιολογικές κρίσεις για το πόσο καλός ή κακός ήταν, αλλά για το πόσο αναπόφευκτος ήταν σ' αυτές τις συνθήκες.
Το δίπολο εθνικό κράτος-εθνικός αλυτρωτισμός και η απευθείας σχέση του με τους εξοπλισμούς και τη διόγκωση του χρέους συνυπάρχει με μια πορεία του ελληνικού κράτους, η οποία μαζί με τον εθνικισμό εμπεριέχει και αναγκαίες εκσυγχρονιστικές τομές, που προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι Τρικούπης-Βενιζέλος και οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990, αλλού με περισσότερη και αλλού με λιγότερη επιτυχία. Σε τελική ανάλυση πάντως ο εθνικισμός και η κούρσα των εξοπλισμών της περιόδου 1878-1892 συνδέονται αναπόδραστα με την τότε πτώχευση.
Πτώχευση την οποία ακολουθεί η ανάπτυξη της περιόδου 1885-1906. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που επεβλήθη το 1898 είχε θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, γράφει ο ιστορικός, «η ανάκαμψη της δραχμής μετά το 1898 οφείλεται στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, έστω και αν ήταν ταπεινωτικός και, μακροχρονίως, εκμεταλλευτικός, έστω και αν το συμπέρασμα αυτό προσβάλλει, ενδεχομένως, τον πατριωτισμό (ή το περίφημο φιλότιμο) των σημερινών και τότε Ελλήνων» (σ. 656). Ακολουθεί η ανάλυση των μεταρρυθμίσεων που έγιναν κατά τον 20ο αιώνα στο πολιτικό σύστημα (1830-2000), στη φορολογία, στην κατανομή του πλούτου (1830-2000) και την αναδιανομή των εισοδημάτων. Μεταρρυθμίσεις στη δημοκρατία που έγιναν όχι τόσο με κριτήριο τον ορθολογισμό, αλλά με «βάση τις θεμελιώδεις ανάγκες του κράτους και του πλέγματος εξουσίας» (σ. 828). Μεταρρυθμίσεις στη φορολογία (1840- 1955) που μάλλον ποτέ δεν εξάλειψαν την υποφορολόγηση των αγροτικών στρωμάτων (ένας ακόμη μύθος είναι η δήθεν βαριά φορολογία των αγροτών) την ακόμη μεγαλύτερη υποφορολόγηση των πλουσίων και τη διαρκή, διαχρονική υπερφορολόγηση των φτωχών στρωμάτων της πόλης. Ένας καθεστώς που κυριάρχησε από το 1833 ως το 1933. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1955 υπήρξε καθιέρωση για πρώτη φορά της προοδευτικής φορολογικής κλίμακας. Την ίδια όμως στιγμή ένα κράτος που κτίζεται από το μηδέν απαιτεί και μεταρρυθμίσεις στην κατανομή εισοδήματος, απαιτεί δηλαδή δαπάνες για σχολεία, για δικαστήρια και για φυλακές. Δαπάνες που «όχι μόνο δεν ήταν καταναλωτικές, αλλά είχαν απόλυτη προτεραιότητα και ήταν ουσιαστικώς επενδυτικές» (σ. 743).
Τελειώνω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο το οποίο πιστεύω πως δίνει την πλήρη εικόνα για αυτό. Κατά τον 19ο αιώνα «το σύνολο των φαύλων κύκλων συνέθετε σιγά σιγά την μελλοντική φυσιογνωμία της χώρας, όπως αυτή θα καταλήξει ένα αιώνα αργότερα: οικονομία υπηρεσιών, κοινωνία κινητική και μεταναστευτική, ιδεολογία κοινωνικής ανόδου και κερδοσκοπίας, αστικός υδροκεφαλισμός, και ένας πολιτικός μεταρρυθμισμός που βαθμιαία υποτάσσεται σε αυτές τις λογικές και διογκώνει το κράτος προκειμένου να τις υπηρετήσει» (σ. 698).
Θα ήμουν υπερβολικός αν συνιστούσα την εσπευσμένη ανάγνωση αυτού του βιβλίου από τους έλληνες διαπραγματευτές και αν ήταν εύκολο να μεταφραστούν τα βασικά πορίσματά του και από τους εταίρους-δανειστές μας;
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Β. ΔΕΡΤΙΛΗ