Για το βιβλίο του ιστορικού Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου 1915 - Ο εθνικός διχασμός (εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει στα σχολεία στις εθνικές γιορτές, στις διαφορετικές συζητήσεις, στα καφενεία, πως ο Έλληνας όταν ομονοεί καταφέρνει να μεγαλουργεί και όταν επικρατεί το «μικρόβιο της φυλής», που δεν είναι άλλο από τη Διχόνοια, τότε η πατρίδα καταστρέφεται. Πρόσφατα αυτή η κοινοτοπία ακούστηκε και από τα χείλη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτός, συμμετέχοντας στις πανηγυρικές εορταστικές εκδηλώσεις της 103ης επετείου Απελευθέρωσης της επαρχίας Ελασσόνας από τον τουρκικό ζυγό εξέφρασε την ανάγκη «υπέρβασης κάθε διχόνοιας, καθώς και κάθε μικρόψυχης πολιτικής, κομματικής ή άλλης σχετικής διαφοράς». Ίσως αυτό να ήταν μια προειδοποίηση να μην «αγχώνουμε» και πολύ τις εκάστοτε κυβερνήσεις, γιατί θα μας βγει σε κακό. Τέλος πάντων.
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος καθόλου δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη. Ο συγγραφέας είναι γνωστός για τις ιδιαίτερα σημαντικές μελέτες του σε δυο τομείς του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, στον τομέα της ιστορίας του ελληνικού Διχασμού και του Μεσοπολέμου και στον τομέα της σχέσης των ομάδων πίεσης με την ελληνική Δημοκρατία. Ο ιστορικός, σε αντίθεση με τις προεδρικές κοινοτοπίες, δείχνει πως όταν οι Έλληνες (και κάθε λαός φυσικά) συγκρούονται μεταξύ τους μπορούν να παράγουν τόσο μεγαλεία όσο και καταστροφές. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα του Διχασμού σε πολλά πράγματα μεγαλούργησε και σε πολλά άλλα καταστράφηκε. Ο συγγραφέας, μεταξύ πολλών άλλων, καταγράφει αυτές τις επιτυχίες και καταστροφές.
Το Κίνημα στο Γουδί το 1909 και η δημιουργία του Στρατιωτικού Συνδέσμου
ήταν «καταλύτης των εξελίξεων».
|
Αυτό το βιβλίο, που ξεκινά από το 1909 με το Κίνημα στο Γουδί και τελειώνει στο 1922 με την εκτέλεση των έξι, είναι ένα πάζλ το οποίο συμπληρώνεται με εικόνες μεγαλείου και καταστροφής, υψηλής πνευματικότητας και απύθμενου χαμερπούς μίσους, παλληκαριάς και προδοσίας. Και όπως δείχνει ο συγγραφέας του, οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές αυτής της ιστορίας αφορούν και τις δυο παρατάξεις του Διχασμού. Βεβαίως σπεύδει από την αρχή να καταδείξει ότι βλέπει με ευνοϊκό μάτι τον Βενιζέλο ως εκπρόσωπο του ελληνικού εκσυγχρονισμού, παρόλο που ούτε για μια στιγμή δεν διστάζει να του αποδίδει τις ευθύνες που του αναλογούν. Αλλά, όπως δηλώνει ακόμη από τον Πρόλογο, αν φαίνεται να μεροληπτεί υπέρ του Βενιζέλου, αυτό γίνεται γιατί τα πράγματα «μεροληπτούν» υπέρ του και όχι ο ίδιος.
Δεν κρύβω πως προτού ξεκινήσω να γράψω αυτήν εδώ την παρουσίαση έκανα μια «βόλτα» για να δω τι γράφεται στην «ελεύθερη και μη επιστημονική αγορά» του βαθέως διαδικτύου για τον Διχασμό. Αυτή η βόλτα με έπεισε, για μια ακόμη φορά, πως η Ελλάδα του εκσυγχρονισμού έχει «να φάει ακόμη πολλά ψωμιά» μέχρι να κατορθώσει να ισορροπήσει κάπως με την Ελλάδα του σκοταδισμού, της συνωμοσιολαγνείας και της ψεκασμένης «ιστοριογραφίας». Το βιβλίο του Μαυρογορδάτου πάντως είναι ένα ισχυρό όπλο για την Ελλάδα του εκσυγχρονισμού.
Ο Διχασμός των δυο Ελλάδων καθόλου δεν είναι αποτέλεσμα του «σαρακιού που κατατρώει τις σάρκες της Ελλάδος» και λέγεται διχόνοια. Ούτε πάλι είναι αποτέλεσμα μιας απλής «ασυμφωνίας χαρακτήρων» μεταξύ δυο τόσο δυνατών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ήταν μια κρίση που εκδηλώθηκε ως Σχίσμα (Μεσσίας και Σατανάς), ως κρίση εθνικής ολοκλήρωσης (Παλαιά Ελλάδα και Νέες Χώρες, Έλληνες και αλλοεθνείς), ως ταξική σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών τάξεων και ενδιάμεσων μερίδων και ως εμφύλιος πόλεμος. Ήταν δηλαδή ένα κανονικός ιστορικός Διχασμός που προέκυψε από την αδυναμία όλων των παραπάνω παραγόντων να οδηγηθούν σε έναν «ιστορικό συμβιβασμό». Ο Διχασμός δεν ήταν η μεταφυσική της διχόνοιας, δεν ήταν το έργο της ειμαρμένης, δεν ήταν το αποτέλεσμα της θείας πρόνοιας. Δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά.
Ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος
|
Για τον Μαυρογορδάτο εν αρχή ην η Ιστορία. Αλλά ποια Ιστορία; Όχι μια Ιστορία όπου οι προσωπικότητες, οι τάξεις, οι θεσμοί, τα συμφέροντα είναι μεταφυσικές ή μεταμοντέρνες κατηγορίες, αλλά μια ιστορία όπου όλα τα παραπάνω αποτελούν τη σάρκα της πραγματικότητας και οι ιδέες που τα «εκλογικεύουν» είναι το πνεύμα της. Η Ιστορία του Μαυρογορδάτου δεν είναι η Μακράς Διάρκειας Ιστορία του Μπρωντέλ στην οποία τα πολιτικά γεγονότα έχουν δευτερεύουσα θέση, ούτε οι μεταμοντέρνες ιστορίες του τίποτα. Η Ιστορία για τον Μαυρογορδάτο δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτική ιστορία των γεγονότων και των ιδεών.
Ο ιστορικός αφηγείται, με γλώσσα πυκνή όσο και γλαφυρή, κοφτή όσο και διαρκή, ψύχραιμη όσο και ανησυχητική, τα «πράγματα» που μεροληπτούν υπέρ του Βενιζέλου και τα συνδέει με τις ιδέες των υποκείμενων της ιστορίας. Σε αντίθεση με μια ιδεαλιστική ιστορική σκοπιά που θέλει οι ιδέες να προηγούνται των γεγονότων, αυτός επιμένει να περιγράφει πρώτα τα γεγονότα, αλλά τα γεγονότα έτσι όπως συνδέονται με ιδέες και συμφέροντα. Ο Μαυρογορδάτος είναι ένας στοχαστής περισσότερο επηρεασμένος από τον Βέμπερ και τον Γκράμσι και λιγότερο από τον Μαρξ. Αν και θα έλεγα πως δεν οφείλει λίγα και σ’ αυτόν.
Τι πραγματικά συνέβη το 1915;
Το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909 ήταν μια Επανάσταση, όχι με την έννοια της ρήξης αλλά με την έννοια του καταλύτη των εξελίξεων. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος υπήρξε έκφραση δυσαρέσκειας των νεότερων και κατώτερων αξιωματικών και με κοινό τους παρονομαστή την αόριστη απαίτηση για την «ανόρθωσιν» του έθνους. Ανόρθωσις, όπως εκσυγχρονισμός, ή κάτι τέτοιο; Η απέλπιδα προσπάθεια προσέγγισης αυτού του εκσυγχρονισμού βάζει τη σφραγίδα της στο ελληνικό κράτος από τότε έως και εκατόν έξι χρόνια αργότερα.
Οι στρατιωτικοί αναζητούσαν έναν «από μηχανής θεό» και τον βρήκαν στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι στρατιωτικοί αναζητούσαν έναν «από μηχανής θεό» και τον βρήκαν στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αυτός ερχόμενος επέβαλλε μια συμβιβαστική λύση μεταξύ κομμάτων και στρατιωτικών. Μια λύση που επεβλήθη με το πείσμα του για Αναθεωρητική και όχι για Συντακτική Βουλή, την οποία επιμόνως του ζητούσε το πλήθος που είχε έρθει να ακούσει από τον ηγέτη λόγια αρεστά γι’ αυτό. Ο Βενιζέλος όμως ήταν ηγέτης και ως τέτοιος είχε ότι κάθε πραγματικός ηγέτης: σχέδιο και πρόγραμμα.
Μέσα στο 1910 κερδίζει δυο εκλογές και παρόλα αυτά επαναφέρει στην ηγεσία του στρατεύματος, το 1911, τον μετέπειτα σφοδρό αντίπαλό του, τον γιο του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄, τον Κωνσταντίνο. Επιβάλλει τη σφραγίδα των απόψεών του στην Αναθεώρηση του Συντάγματος και με τον Κωνσταντίνο αρχηγό του στρατεύματος –γεγονός που έδωσε το δικαίωμα στον τελευταίο να εμφανιστεί ως λυτρωτής και απελευθερωτής του έθνους– ξεκινά τους δυο Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).
Ο Βενιζέλος είχε σχέδιο, αλλά όπως δείχνει ο Μαυρογορδάτος αυτό ήταν περισσότερο ένα αλυτρωτικό σχέδιο και λιγότερο ένα σχέδιο εσωτερικής ανασυγκρότησης. «Η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια να αφοσιωθεί στην εσωτερική της ανάπτυξη» (σ. 35). Ταυτοχρόνως, ο Βενιζέλος εμπνέονταν από έναν «ευρωπαϊκό πατριωτισμό», ο οποίος μπορούσε να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της συμμαχίας της χώρας με τις αναπτυγμένες βιομηχανικά και πολιτισμικά χώρες. Αντιθέτως, ο Κωνσταντίνος ο Α’, που μετά τη δολοφονία του πατέρα του έγινε βασιλιάς στις 8 Μαρτίου 1913, εμπνεόταν από τον γερμανικό μιλιταρισμό. Εξάλλου, με τη Γερμανία τον συνέδεαν και οικογενειακοί δεσμοί – ήταν γυναικαδελφός του Κάιζερ και σύζυγος της Σοφίας, κόρης των Πρώσων Χοεντσόλερν.
Ο Κωνσταντίνος στη γνωστή φωτογραφία με τους στρατηγούς του, μεταξύ των
οποίων είναι και ο Ιωάννης Μεταξάς στα αριστερά του.
|
Αμέσως ξεκίνησε η μεγάλη σύγκρουση των δυο τους, με τον Βενιζέλο να επιδιώκει την άμεση συμμετοχή της χώρας στο πλευρό της Εγκάρδιας Συνεννόησης, της Αντάντ, και τον Κωνσταντίνο την «ευμενή ουδετερότητα» υπέρ της Γερμανίας. Η σύγκρουση ήταν μετωπική και συνεχίστηκε μέχρι το 1917, όταν με την επέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ αποπέμφθηκε ο βασιλιάς. Μέχρι να γίνει αυτό όμως υπήρξαν δυο παραιτήσεις του Βενιζέλου και τα θλιβερά Νοεμβριανά του 1916. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Γάλλου ναυάρχου Φουρνέ στις 18 Νοεμβρίου να επιβάλλει με τα όπλα μια συμφωνία, την οποία είχε συμφωνήσει ο Κωνσταντίνος για παράδοση των όπλων, και την οποία ηρνείτο να εφαρμόσει, οι αντιβενιζελικοί στράφηκαν μετά μεγάλης μανίας και μίσους κατά των βενιζελικών. Μανία και μίσος που αποτύπωσε με προσωπική οδύνη η Πηνελόπη Δέλτα, της οποίας ο πατέρας και δήμαρχος Αθηναίων Εμμανουήλ Μπενάκης υπέφερε αφάνταστες προσβολές και διωγμούς,επειδή δεν αρνήθηκε την φιλία του στον Βενιζέλο. Τότε, πάρα πολλοί υποστηρικτές του Βενιζέλου αντιμετώπισαν τη βία των «αγανακτισμένων» της εποχής. Κάθε ακραία περίοδος έχει τους δικούς της «αγανακτισμένους».
Μετά όμως την οριστική επικράτηση της Προσωρινούς Κυβερνήσεως που είχε εγκαθιδρύσει ο Βενιζέλος, η ιστορία άλλαξε ρότα, αλλά όχι πρόσημο. Οι διωγμοί και οι ευτελισμοί του αντιπάλου συνεχίστηκαν, μόνο που οι διώκτες και οι διωκόμενοι, άλλαξαν θέσεις. Τώρα οι βενιζελικοί κυνηγούσαν και πολλές φορές δολοφονούσαν τους αντιπάλους τους (Πολύγυρος, Απείρανθος, Λαμία, Θήβα, Σάμος), όπως και αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους και λογοτέχνες σαν τον Ίωνα Δραγούμη.
Ο συγγραφέας υποβάλλει σε κριτική τον Βενιζέλο που δεν θέλησε με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο να σταματήσει τους διωγμούς των αντιπάλων του. Κυρίως όμως τον μέμφεται για τον εθνικισμό και την τύφλωσή του με την Σμύρνη.
Ο Μαυρογορδάτος δεν αγιοποιεί τον Βενιζέλο. Δεν κρύβει τα λάθη του, όπως το ότι δεν αντιτάχθηκε στις πολλές φορές ιταμές απαιτήσεις της Αντάντ για επιβολή των θέσεών της σ’ ένα, υποτίθεται, ανεξάρτητο κράτος. Ο συγγραφέας υποβάλλει επίσης σε κριτική τον Βενιζέλο που δεν θέλησε με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο να σταματήσει τους διωγμούς των αντιπάλων του. Κυρίως όμως τον μέμφεται για τον εθνικισμό και την τύφλωσή του με την Σμύρνη. «Η προσήλωση στη Σμύρνη υπήρξε εξαρχής άστοχη, τόσο από στρατιωτική όσο και από οικονομική άποψη» (σ. 123). Τύφλωση που προήλθε από τον αλυτρωτικό εθνικισμό του Βενιζέλου και δεν του επέτρεψε να δει τα οφέλη μιας πολιτικής που θα εστιάζονταν στη Βόρεια Ήπειρο, την Ανατολική Θράκη και την Κύπρο. Ο δε εγχώριος στενός εθνικισμός του Κωνσταντίνου της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» δεν τον απέτρεψε από το να απορρίψει προτάσεις των Άγγλων για παραχώρηση της Κύπρου, αν η Ελλάδα πολεμούσε στον πλευρό τους. Ο Μαυρογορδάτος με συστηματικό, επιστημονικό αλλά και απλό τρόπο δείχνει πως το πρώτο θύμα κάθε εθνικισμού είναι το έθνος που αυτός δήθεν προασπίζει.
Ακολούθησε η απροσδόκητη ήττα του Βενιζέλου το 1920, που όπως δείχνει ο Μαυρογορδάτος δεν ήταν και τόσο απροσδόκητη, αν λάβουμε υπόψη μας το διχασμό του έθνους μεταξύ κουρασμένης Παλαιάς Ελλάδας και Νέων Χωρών, τον διχασμό μεταξύ των διαφορετικών εθνοτήτων μέσα στη χώρα, την κόπωση και τον φόβο από τη συνέχιση των πολέμων που υποσχόταν ο Βενιζέλος και συνέχισαν οι αντίπαλοί του που υπόσχονταν την ειρήνη. Συμβαίνουν συχνά κάτι τέτοια, η αντιστροφή ρόλων μεταξύ συμπολιτεύσεων και αντιπολιτεύσεων. Αν δεν κάνω λάθος, κάτι τέτοιο ζούμε ξανά από τον Σεπτέμβριο του 2015. Εκατό χρόνια από τότε.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή και η δεύτερη και οριστική εκδίωξη του Κωνσταντίνου, ο οποίος πέθανε τον Δεκέμβριο του 1922. Ακολούθησε η παγίωση αυτού του Διχασμού με την εκτέλεση των έξι. Εκτέλεση που αν είχε αποφύγει ο Βενιζέλος θα είχε κατορθώσει να επιβάλλει μόνιμα την ηγεμονία του. Όπως σωστά υποδεικνύει ο Μαυρογορδάτος, μετά απ’ αυτή την εκτέλεση ο φόβος της εκδίκησης των ηττημένων κυνηγούσε τους νικητές. Και τους βρήκε το 1935, ανταποδίδοντάς τους «τα ίσα».
Οι τέσσερεις διαστάσεις του Διχασμού
Πρώτα απ’ όλα ο Διχασμός εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου Σχίσματος. Ο συγγραφέας χειρίζεται επιδέξια τη θεωρία του Βέμπερ για την χαρισματική πολιτική προσωπικότητα, για να μας δώσει ένα όμορφο και συνάμα αντιφατικό πορτραίτο της προσωπικότητας των δυο χαρισματικών εχθρών. Γιατί έτσι είναι η ιστορία των χαρισματικών προσωπικοτήτων, όμορφη και ταυτόχρονα αντιφατική. «Δύο τύποι χαρίσματος αφορούν τον Εθνικό Διχασμό: η κληρονομική βασιλεία και η «δημοψηφισματική» ηγεσία του χαρισματικού κομματικού αρχηγού» (σ. 159). Έτσι, δεν φτάσαμε τυχαία στο σημείο για τους βενιζελικούς ο ηγέτης τους να είναι ο Μεσσίας και για τους αντιπάλους τους ο Σατανάς. Αυτόν τον Σατανά αφόρισαν οι αντίπαλοί του μετά τα Νοεμβριανά, τον Δεκέμβριο του 1916. Ο «Σατανάς» βεβαίως νικιέται μόνο με τη φυσική του εξόντωση, γι’ αυτό και οι δυο εναντίον του Βενιζέλου απόπειρες. Για τους δε αντιβενιζελικούς, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν ο Κωνσταντίνος ο ΙΒ’, ο επόμενος μετά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ΙΑ’. Ο μεγάλος στρατηλάτης που θα ελευθέρωνε την Πόλη, ασχέτως με το ότι αυτός δεν τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ της εκστρατείας των συμμάχων στα Δαρδανέλια. Για τους βενιζελικούς, πάλι, αυτός ήταν μόνο ένας «ιταμός προδότης».
Η Παλαιά Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει δυσεπίλυτα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και διοικητικά προβλήματα που αφορούσαν τη ενσωμάτωση των Νέων Χωρών σ’ αυτήν. Οι Νέες Χώρες υπέφεραν από την αποικιακή νοοτροπία των υπαλλήλων της Παλαιάς Ελλάδας και η Παλαιά Ελλάδα είχε γονατίσει από τους Πολέμους για την «απελευθέρωση του Έθνους».
Η δεύτερη διάσταση του Διχασμού ήταν αυτή της κρίσης της εθνικής ολοκλήρωσης. «Η άλλη όψη της εθνικής ολοκλήρωσης είναι μοιραία η εμφύλια σύγκρουση μεταξύ ομοεθνών» (σ. 189). Αυτό συνέβη το 1915. Η Παλαιά Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει δυσεπίλυτα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και διοικητικά προβλήματα που αφορούσαν τη ενσωμάτωση των Νέων Χωρών σ’ αυτήν. Οι Νέες Χώρες υπέφεραν από την αποικιακή νοοτροπία των υπαλλήλων της Παλαιάς Ελλάδας και η Παλαιά Ελλάδα είχε γονατίσει από τους Πολέμους για την «απελευθέρωση του Έθνους». Σ’ αυτό τον διαχωρισμό προσθέτουμε και την αντιπαλότητα των αλλοεθνών των Νέων Χωρών που τάχθηκαν, όπως ήταν ευνόητο, κατά του κύριου φορέα του εθνικού αλυτρωτισμού, εναντίον του Βενιζέλου. Τούρκοι, Βούλγαροι, Σλάβοι ακόμη και οι Σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης που την έβλεπαν να χάνει τη μείζονα εμπορική της σημασία και οι ίδιοι να χάνουν τον αυτόνομο ρόλο που έπαιζαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλοι αυτοί ήσαν κατά του Βενιζέλου.
Στην αντίθεση μεταξύ Παλαιάς Ελλάδας και Νέων Χωρών, μεταξύ Ελλήνων και αλλοεθνών έρχεται «να επικαθήσει μια συνολικότερη και χωρίς προηγούμενο αντίθεση, που πηγάζει από την αναντιστοιχία Κράτους και Έθνους. Το Κράτος εκφράζει τον εσωστρεφή πατριωτισμό της Παλαιάς Ελλάδας και το Έθνος είναι ένα ενιαίο σύνολο που αγκαλιάζει την Παλαιά Ελλάδα, αλλά και τους αλύτρωτους πληθυσμούς. «Στην "Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών", ο Αντιβενιζελισμός θα αντιτάξει απερίφραστα την "μικράν αλλά έντιμον Ελλάδα"» (σ. 220). «Δεν τα θέλομε», κραύγαζε το αντιβενιζελικό πλήθος για την Θράκη και τη Σμύρνη. Το κράτος της Παλαιάς Ελλάδας εκπροσωπεί ο Κωνσταντίνος και το Έθνος της Νεότερης ο Βενιζέλος. Μ’ ένα τέτοιο δυισμό, το αποτέλεσμα είναι ο Διχασμός.
Αν νομίζει κανείς πως ο Μαυρογορδάτος θα περιφρονήσει την ταξική διάσταση του Διχασμού, επειδή αυτή δεν αποτελεί και το φόρτε των μετανεωτερικών και των δήθεν φιλελεύθερων αναλύσεων, γελιέται οικτρά. Ο συγγραφέας προχωρεί σε μια σημαντική ανάλυση των ταξικών αντιθέσεων του μεγάλου Διχασμού. Μια ανάλυση που δεν είναι τόσο πλούσια σε οικονομικά στοιχεία, όσο αυτή του Γιώργου Β. Δερτιλή (Η Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920), είναι όμως εξίσου διεισδυτική, όσον αφορά την ανάλυση των σχέσεων μεταξύ των τάξεων και των μερίδων τους κατά την εποχή του Διχασμού. Ο Μαυρογορδάτος χρησιμοποιεί εδώ την γκραμσιανή μέθοδο για να καταγράψει τις ταξικές σχέσεις που περιβάλλουν την ατμόσφαιρα του Διχασμού, όπως στην ανάλυση της προσωπικότητας των δυο αντιπάλων χρησιμοποίησε στοιχεία της βεμπεριανής μεθόδου.
Ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος σε ένα από τα πολλά
τετ-α-τετ της πολυκύμαντης σχέσης τους.
|
Ο Βενιζέλος αναγνώριζε με κατηγορηματικό τρόπο την ύπαρξη κοινωνικών τάξεων, ανισοτήτων και συγκρούσεων. Ήταν εξοικειωμένος «με μαρξιστικές και γενικότερα σοσιαλιστικές ιδέες». Την περίοδο του Διχασμού υπήρχε η εξής ταξική διάρθρωση: Από τη μια η κρατικοδίαιτη αστική τάξη, συνδεδεμένη με τα συμφέροντα της μεγάλης γαιοκτησίας και τη χρηματιστηριακή ολιγαρχία και από την άλλη η επιχειρηματική και εμπορική αστική τάξη. «Η επιχειρηματική αστική τάξη, τόσο της Ελλάδας όσο και της διασποράς, είχε επιτέλους την ευκαιρία να εγκαθιδρύσει τη δική της ηγεμονία, με τον Βενιζέλο και το Κόμμα Φιλελευθέρων. Ενώ η αντίσταση και η αντίδραση της κρατικοδίαιτης αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων εκφράστηκε από τα Παλαιά Κόμματα, που αργότερα θα συμπήξουν τον Αντιβενιζελισμό» (σ. 240). Ο πόλεμος και η σύμπραξη με τη βρετανική Αυτοκρατορία εξυπηρετούσε την επιχειρηματική και ανοικτή στις αγορές αστική τάξη, ενώ οι λογικές της «φτωχής, πλην εντίμου Ελλάδος», οι λογικές της κλειστής Ελλάδας, ικανοποιούσαν τους υποστηρικτές του Αντιβενιζελισμού.
Σ’ αυτό το πλαίσιο και η μικροαστική τάξη ήταν χωρισμένη σε μια εξωστρεφή μερίδα, τους μικρέμπορους που προσδοκούσαν τα οφέλη μιας επέκτασης της καπιταλιστικής αγοράς και τους βιοτέχνες του Πανελληνίου Συνδέσμου Συντεχνιών οι οποίοι απειλούνταν απ’ αυτή την επέκταση. Αν στον φόβο των ανοικτών αγορών προσθέσουμε και τον εσωστρεφή πατριωτισμό, τον σοβινισμό, τη ξενοφοβία, τη θρησκοληψία, τον ρομαντισμό και την αντικαπιταλιστική αντίδραση, κατανοούμε την ιδεολογία της συμμαχίας των αντιβενιζελικών μικροαστών. Αλήθεια, τι μας θυμίζουν όλες αυτές εδώ οι «ψεκασμένες» ιδεολογίες;
Οι εργάτες αρχικά συντάχθηκαν με τα φιλοεργατικά μέτρα του Βενιζέλου, αλλά ο πόλεμος που έφερε την απότομη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου και η ωμή επέμβαση των ξένων οδήγησε πολλούς εξ αυτών στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο. Όσον αφορά τους αγρότες, αυτοί χωρίστηκαν στους ακτήμονες βενιζελικούς των Νέων Χωρών, οι οποίοι βρήκαν στον βενιζελισμό «τον ιστορικό φορέα της ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης» (σ. 259) και στους γαιοκτήμονες και μικροϊδιοκτήτες της Παλαιάς Ελλάδας, οι οποίοι εναντιώθηκαν σε κάθε μεταρρύθμιση.
Από τη Δίκη των Έξι. Η εκτέλεση των έξι που ακολούθησε ήταν
από τα μεγαλύτερα σφάλματα της βενιζελικής πλευράς και
προκάλεσε μεγάλο τραύμα στη χώρα.
|
Τελικά «ο Αντιβενιζελισμός συγκροτήθηκε ως βαθύτατα οπισθοδρομική και ρομαντική αντίδραση των συντηρητικών αστικών, μικροαστών, εργατικών και αγροτικών στρωμάτων που απειλούσε ο οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός». Σίγουρα οι αναλογίες και οι προεκτάσεις της ιστορίας στο σήμερα είναι μια παρακινδυνευμένη επιστημονικά ενέργεια, διαβάζοντας όμως αυτό εδώ το βιβλίο και βλέποντας τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα μου ήρθε στο μυαλό ένα λάθος του Μαρξ. Τελικά η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως φάρσα, η ιστορία αντιγράφεται ως κακόγουστη φάρσα.
Καθόλου τυχαία που όλα αυτά οδήγησαν στον Διχασμό ως εμφύλιο πόλεμο. Ένας Διχασμός που είχε το Νοεμβριανό του τραύμα, τα θύματα της Προσωρινής Κυβέρνησης, τους λιποτάκτες, τους προδότες και στασιαστές του, το αντιβενιζελικό μαρτυρολόγιο και κατέληξε στην εκτέλεση των έξι. Εκτέλεση που προκάλεσε ένα μεγάλο τραύμα στη χώρα. Αυτή η εκτέλεση, πέραν από τους έξι, εκτέλεσε και τις ελπίδες για τον από τότε έως τώρα εκσυγχρονισμό αυτής εδώ της «έρημης χώρας».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.