
Του Γιώργου Βέη
Η άμεση πρόσβαση στις πηγές, η διαρκής επίκληση του συνήθως απορρήτου υπηρεσιακού υλικού, οι εξαντλητικά διασταυρωμένες πληροφορίες, η επαναξιοποίηση και ο συνειδητά επιστημονικός υπομνηματισμός ενός μεγάλου τμήματος του αρχειακού καταπιστεύματος και βεβαίως η νηφάλια προσέγγιση του ζητήματος καθιστούν το έργο αυτό πολύτιμο από κάθε άποψη.
Τόσο ο υποψιασμένος περί το ακανθώδες μακεδονικό θέμα, όσο και ο πρωτάρης του συγκεκριμένου σημασιολογικού στίβου, μόνον οφέλη μπορεί να αποκομίσει. Οι θέσεις και τα ποικίλα πορίσματα διακρίνονται ευθέως τόσο για την αδιάσειστη επιχειρηματολογία, όσο και για την ακριβοδίκαιη αποτίμηση των πράξεων και των παραλείψεων των σημαντικοτέρων δραστών αυτού του εν πολλοίς πολιτικού θρίλερ. Ο στοχαστικός αναγνώστης της σολωμικής τάξης έχει από σήμερα προσιτό πλέον ένα άριστο εργαλείο ανατομίας συγκεκριμένων πολιτικών πράξεων, λυσιτελών ή μη, και στρατηγικών μεθοδολογιών. Όπως οι τελευταίες δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται στην εγχώρια, αλλά και στη διεθνή, γεμάτη παγίδες, υστερίες και λογής «τορπίλες», για να θυμηθούμε τον Ευάγγελο Αβέρωφ, σκηνή, σε συνδυασμό μάλιστα με τις κατά καιρούς μη-δράσεις, συναποτελούν επαρκέστατα δείγματα κατά καιρούς έκδηλης εσωστρέφειας, αλλά και εμβληματικής, πολυσχιδούς εξωστρέφειας. Οι εναλλαγές αυτές προσέδωσαν στο όλο μακεδονικό ζήτημα τη μείζονα σημασία του στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του παρόντος.
Η εξόφθαλμη, παρατεταμένη νεύρωση της «πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (Π. Γ. Δ. Μ.) να αναχθεί εκ του μη όντος στην κυριολεξία του όρου σε άλλη, πάντως διακεκριμένη κρατική υπόσταση, προκαλώντας σταδιακά τους Πανέλληνες, αντιμετωπίστηκε, ως γνωστόν, κατά την εξεταζόμενη περίοδο από τους ιθύνοντες των Αθηνών, αλλά και από αυτόκλητους, ερασιτέχνες υπερασπιστές των εθνικών μας δικαίων, συνεπικουρουμένους ενίοτε από διάφορους Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς με μια σειρά μέτρων, άλλοτε συντονισμένων και άλλοτε όχι, τα οποία με χαρακτηριστική άνεση προβάλλει διεξοδικά ο συγγραφέας στα τέσσερα καλώς συγκερασμένα κεφάλαια του βιβλίου του. Έστω ένα ενδεικτικό παράδειγμα θεμελιωμένης εκτίμησης των προσώπων και των πραγμάτων: «Οι Έλληνες πολίτες, γνωσιακά αφοπλισμένοι λόγω της πολύχρονης σιωπής που τους αποστέρησε από τη δυνατότητα να ενημερωθούν για τις διαδοχικές μεταλλάξεις του μακεδονικού και για την παρασκηνιακή διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής πολιτικής αντιμετώπισής του από την Αθήνα, αγωνίσθηκαν για την προάσπιση θέσεων που ανέτρεπαν εκ βάθρων τις πολιτικές των προηγούμενων δεκαετιών».
Η συμπλεγματική σπουδή των Σκοπίων συνιστά εν ολίγοις, κατ΄ αντιστοιχία με ό, τι προβλέπει η τυπική και εθιμική τήρηση των όρων μιας άψογης καθόλα γειτονίας, την οριακή παθογόνο εκδήλωση της συμπεριφοράς εκείνης, την οποία οριοθετεί κομψά ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο σημαδιακό έργο του L’ institution imaginaire de la société, (Παρίσι, 1975), ήτοι: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει παρά οριζόμενος κάθε φορά ως ένα σύνολο αναγκών και αντιστοίχων αντικειμένων, υπερβαίνει όμως πάντοτε αυτούς τους ορισμούς – και, αν τους υπερβαίνει (όχι μόνο σε ένα διηνεκές δυνάμει, αλλά μέσα στην πραγματικότητα της ιστορικής κίνησης), τούτο συμβαίνει διότι εξέρχονται από τον εαυτό του, διότι τους επινοεί (όχι βέβαια αυθαίρετα, υπάρχει πάντοτε η φύση, το minimum της συνοχής που απαιτεί η λογικότητα, και η προηγούμενη ιστορία), διότι συνεπώς τους ποιεί ποιώντας τον εαυτό του, και διότι κανένας λογικός, φυσικός ή ιστορικός ορισμός δεν επιτρέπει την οριστική παγίωσή τους. «Ο άνθρωπος είναι αυτό που δεν είναι αυτό που είναι, και που είναι αυτό που δεν είναι», έλεγε ήδη ο Χέγκελ».(Ιδέτε την καθ΄ ημάς, ρητώς εγκεκριμένη μεταφραστικά από τον Κορνήλιο Καστοριάδη, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδόσεις Ράππα -Κέδρος, 1978, σ. 202). Eξ ου και «η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” το 1991 δεν» συνιστά «αυτοτελές γεγονός, αλλά» την « εξελικτική μορφή δύο ανάλογων αλλά ανεπιτυχών προσπαθειών στο παρελθόν: της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903 και των αποφάσεων της “Αντιφασιστικής Συνέλευσης της Λαϊκής Απελευθέρωσης Μακεδονίας ” (A.S.N.OM.) το 1944. Και τα δύο αυτά γεγονότα, που κηρύσσουν την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, αποτελούν και ορόσημα για την ενοποίηση του συνόλου του μακεδονικού χώρου. Για το λόγο αυτό εξαίρονται ιδιαίτερα στα νέα σχολικά εγχειρίδια των Σκοπίων». (Ιδέτε Ευάγγελος Κωφός, Το όραμα της «Μεγάλης Μακεδονίας», εκδόσεις Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 34).
Το κατά ορισμένους παρατηρητές ακατονόμαστο ψευδοεθνοτικό συνονθύλευμα των Σκοπίων δεν επρόκειτο, ως μη πρόβλημα, ως nihil ex nihilo ακριβώς, να προκαλέσει πονοκέφαλο στην Ελλάδα.
Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής το εξής ευθύβολο συμπέρασμα από το σύγγραμμα του Γιώργου Καλπαδάκη: «Ένα αναπόδραστο συμπέρασμα από την πρόσφατη ιστορία του μακεδονικού είναι ότι η ελληνική Πολιτεία βράδυνε να αντιληφθεί τις συνέπειες που είχε η πολιτική της σιωπής στη λαϊκή πρόσληψη του θέματος. Η επίδραση που άσκησαν συνδυαστικά το μακροχρόνιο έλλειμμα ενημέρωσης και το κλίμα που επικρατούσε στη μεταψυχροπολεμική συγκυρία συνέτειναν στη διαμόρφωση ενός ισχυρού εξωθεσμικού ρεύματος που εντέλει κατέστη ανεξέλεγκτο – όχι μόνο για τους πολιτικούς αλλά και για τους ίδιους τους φορείς που διοργάνωσαν τα συλλαλητήρια». Το κατά ορισμένους παρατηρητές ακατονόμαστο ψευδοεθνοτικό συνονθύλευμα των Σκοπίων δεν επρόκειτο, ως μη πρόβλημα, ως nihil ex nihilo ακριβώς, να προκαλέσει πονοκέφαλο στην Ελλάδα. Ως εκ των πραγμάτων, διέβλεπαν οι εν λόγω αντιδράσεις στο μέλλον περισσότερο από την πλευρά ενός φαντάσματος, παρά από την πλευρά ενός εξ αντικειμένου πολιτειακού μορφώματος. Βεβαίως επρόκειτο να διαψευσθούν διαχρονικά. Και μάλιστα οικτρά. Το κατ΄ αυτούς μη ον ανεφάνη ως και στα διεθνή φόρα ως καθόλα πολυπράγμον ον. Κάποιες φορές, στις κινητικότατες διμερείς του σχέσεις, σημείωσε σχετικές και μη επιτυχίες ακόμα και στον τομέα της αναγνώρισης της συνταγματικής του ονομασίας, επάρατης φέρ΄ ειπείν στους κόλπους της ελλαδικής Εκκλησίας και όχι μόνον.
«Επιχειρώντας», διευκρινίζει, συνοψίζοντας ο Γιώργος Καλπαδάκης, «μια συνολικότερη αποτίμηση της επίδρασης της λαϊκής διπλωματίας στις εξελίξεις στο μακεδονικό, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το έργο της ελληνικής διπλωματίας δυσχεράνθηκε από την αδιαμεσολάβητη ανάμειξη των πολιτών στην εξωτερική πολιτική. Παρά το πολιτικό κόστος που θα είχε η δημόσια ανακίνηση του μακεδονικού τις προηγούμενες δεκαετίες, η κοινή γνώμη έπρεπε να τηρηθεί ενήμερη των μετεμφυλιακών εξελίξεων επί του θέματος, ιδιαιτέρως δε επί των μετριοπαθών θέσεων που επέτασσαν οι μεταβαλλόμενες συνθήκες και οι οποίες συγκροτούσαν τον πυρήνα υπηρεσιακού ρεαλισμού που κατηύθυνε την πολιτική μέχρι του 1991. Ελλείψει υπεύθυνης ενημέρωσης, το έδαφος της δημόσιας πρόσληψης του μακεδονικού μέχρι τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας – «ακαλλιέργητο επί 45 χρόνια» κατά τον Μητσοτάκη το 1993- παγιώθηκε σε αντιλήψεις που απέκλιναν ουσιωδώς από τις επίσημες αλλά είχαν αφεθεί να λανθάνουν διαιωνίζοντας «μυθοπλασίες», όπως τις χαρακτήρισε ο Κωφός, που προκαλούσαν «σύγχυση» στους Έλληνες».
Οι προοπτικές υπονοούνται, οι αντιδράσεις τεκμαίρονται, οι χρόνοι κυλούν προς το συμφέρον των φρονίμων: ό, τι συνάγεται από την προσεκτική ανάγνωση του χρηστικού αυτού τόμου εθνικής αυτοκριτικής και ανάλογης εγρήγορσης.