
Για το βιβλίο του Γουίλιαμ Γούντραφ (William Woodruff) «Μια σύντομη ιστορία του σύγχρονου κόσμου – Οι παγκόσμιες σχέσεις από το 1500 μέχρι σήμερα» , που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press, σε μετάφραση Μαρίας Καίσαρ και Κώστα Σκορδύλη. Κεντρική εικόνα: «Οι πρεσβευτές» (1533) του Χανς Χόλμπαϊν του νεότερου.
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Αυτό το βιβλίο, με δεδομένο τα πεντακόσια και πάνω χρόνια παγκόσμιας ιστορίας που καταγράφει σε μόνο 500 περίπου σελίδες, θα μπορούσε να είναι ένα απλό εγχειρίδιο. Καθόλου όμως δεν είναι κάτι τέτοιο. Η πρώτη έκδοση του έγινε το 1991, αλλά έκτοτε γνώρισε άλλες τρεις αναθεωρημένες επανεκδόσεις για να συμπεριληφθούν τα πυκνά γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα. Η τελευταία έκδοσή του, που παραδίδεται και στον Έλληνα αναγνώστη, ήταν αυτή του 2002, με ενσωματωμένα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Ο συγγραφέας του είναι ο πολύ γνωστός ιστορικός και καθηγητής στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Χαρβαρντ Γουίλιαμ Γούντραφ (1916-2008). Αυτός ήταν τέκνο μιας οικογένειας υφαντών, οι οποίοι υπέφεραν πολλά κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, γεγονός που επηρέασε στη συνέχεια, κατά την επιστημονική του διαδρομή, και τις κρίσεις του για την ισχύ των ισχυρών αλλά και την ανημποριά των αδύναμων. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ίσως το προφανές, αλλά όχι και για όλους, πως οι παγκόσμιες υποθέσεις καθορίζονται από την οργανωμένη βία των κρατών και τη δύναμη του χρήματος. Ο συγγραφέας τονίζει πως στη διεθνή σφαίρα η υλική ισχύς θριαμβεύει πάνω στο ηθικό δίκαιο. Βεβαίως, μια τέτοια άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί πως εντάσσεται στη λεγόμενη ρεαλιστική σχολή, σύμφωνα με την οποία οι παγκόσμιες σχέσεις καθορίζονται μόνο από την ισχύ, η οποία και διέπει το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως αποδέχεται πως αυτό είναι και το δέον.
Μια προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου θα οδηγήσει τον αναγνώστη του στο συμπέρασμα πως, για τον συγγραφέα, όπου μόνο η ισχύς παράγει Δίκαιο, τα προβλήματα συνοχής των κοινωνιών γίνονται ιδιαιτέρως μεγάλα. Γι’ αυτό και ο Γούντραφ αναζητεί στις διεθνείς σχέσεις ένα εθνικό και διεθνές δίκαιο με ηθικά ερείσματα. Μας θυμίζει εδώ το αρχαίο ρωμαϊκό ρητό «Quid leges sine moribus;», (Τι ωφελούν οι νόμοι χωρίς ηθική;). Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση σ’ αυτό το βιβλίο. Είναι η απόρριψη κάθε ευρωκεντρισμού, δυτικισμού και οριενταλισμού στην ανάλυση των παγκόσμιων ιστορικών εξελίξεων από το 1500 και ύστερα. Η Δύση, όπως τη γνωρίσαμε μετά το 1500, δεν θα υπήρχε χωρίς τις επιτυχίες του αραβικού και ασιατικού κόσμου, ιδίως αυτού της Κίνας, τονίζει.
Γιατί μετά το 1500;
Και γιατί μετά το 1500; Γιατί τότε άρχισε η υποχώρηση του κόσμου της Ασίας, αφού τότε η Δύση άρχισε να επιφέρει αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα μεγαλύτερες από τις αλλαγές που είχαν επιφέρει οι προηγούμενοι πολιτισμοί. Γιατί όμως δεν υπάρχει ευρωκεντρισμός, αφού η ιστορία εστιάζει σε γεγονότα που κυρίως συνέβησαν στην ευρωπαϊκή Ήπειρο; Πρώτον, γιατί δεν μένει μόνο σ’ αυτά και δεύτερον, γιατί ο συγγραφέας τονίζει πως ο δυτικός πολιτισμός και κόσμος μετά το 1500 δανείστηκε πολλές από τις συνεισφορές του άλλου κόσμου, και κυρίως του ασιατικού. Κόσμοι που στηρίζονταν κυρίως στον πολιτισμό τους και σχεδόν καθόλου στη θρησκεία τους. Από το 1500 και ύστερα όμως και γιατί τότε τελείωνε ο Μεσαίωνας στην Ευρώπη, γιατί τότε έγινε η Ανακατάληψη της Ιβηρικής Χερσονήσου, γιατί τότε ανακαλύφτηκε ο Νέος Κόσμος, γιατί τότε έγινε πλέον εμφανές πως το κέντρο βάρους έφυγε από την Κίνα και την Ασία για να περάσει στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο. Το 2002 φαινόταν πως το εκκρεμές της ιστορίας κινείται από την Ευρώπη πάλι προς τα Ανατολικά. Σήμερα, 23 χρόνια μετά, είναι πολύ πιο εμφανές πως Κίνα, Ινδία και Νοτιοανατολική Ασία επιστρέφουν.
Κατά τον συγγραφέα, μέχρι το 1500, παρά τις μεγάλες επιτυχίες του Δυτικού Κόσμου, αυτός ήταν ένας κόσμος υπό την κυριαρχία της Ασίας. Η Κόρδοβα και η αραβική της κατάκτηση, οι κατακτήσεις των Οθωμανών, ο Περσικός και ο Κινέζικος Πολιτισμός, η μουσουλμανική Αυτοκρατορία των Μογγόλων στην Ινδία, το πρώτο καθεστώς ανεξιθρησκείας σε ινδουιστικό έδαφος ενός μουσουλμάνου ηγέτη όπως ο Μογγόλος Ακμπάρ ο Μεγάλος (1542-1605) και πολλά άλλα γεγονότα δείχνουν τη σημασία που είχε ο ασιατικός κόσμος για όσα συνέβαιναν πριν το 1500. Στη συνέχεια, η ματιά του ιστορικού πέφτει σ’ όλα όσα συνέβησαν στη Δύση από το 1500 μέχρι το 1914. Οι εξελίξεις στην εκκλησία μετά το 1500 έχουν την αφετηρία τους στην πρώτη διάσπαση του καθολικισμού και τον πάπα της Αβινιόν κατά τον 13ο αιώνα, γεγονός που χαρακτηρίζει την απαρχή της εθνικοποίησης των εκκλησιών.
Στο εξής επικρατεί πως ό,τι πιστεύει ο ηγεμόνας είναι και η θρησκεία του έθνους (cuius regio eius religio)
Στη συνέχεια, έρχεται η δεύτερη διάσπαση της καθολικής εκκλησίας με την εμφάνιση του Λουθηρανισμού και του Καλβινισμού. Το 1534 ο Ερρίκος Η’ αυτοανακηρύσσεται «Ανώτατη Κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας». Στο εξής επικρατεί πως ό,τι πιστεύει ο ηγεμόνας είναι και η θρησκεία του έθνους (cuius regio eius religio), γεγονός που το 1555 επικυρώνεται με τη Συνθήκη Ειρήνης του Καρόλου Ε’ στην Αυγούστα (Άουγκσμπουργκ). Αυτή η εξέλιξη, ούτως ή άλλως, αποδυνάμωσε πολύ τον πάπα. Αντί όμως αυτή η Συνθήκη Ειρήνης να αποτρέψει τη συνέχιση των θρησκευτικών πολέμων, έχουμε αναζωπύρωσή τους (1559-1598 και 1618-1648). Κατόπιν, η Αναγέννηση αρχικά και ο Διαφωτισμός στη συνέχεια έθεσαν το ερώτημα: ποιος πρέπει να κυβερνά; Η αριστοκρατία και οι μονάρχες ή οι ίδιοι οι λαοί; Η απάντηση σ’ αυτό οδήγησε στον Πόλεμο της Ολλανδικής Ανεξαρτησίας (1568-1648), στις δυο Αγγλικές Επαναστάσεις (1642-1648 και 1688) και στις δυο Επαναστάσεις του 18ου αιώνα στην Αμερική και στη Γαλλία, στους Ναπολεόντειους Πολέμους και στις επαναστάσεις κατά των Οθωμανών στα Βαλκάνια. Έκτοτε, οι εθνικοί ανταγωνισμοί δίνουν τον τόνο για να οδηγηθούμε στον Μεγάλο Πόλεμο του 1914.
Ο συγγραφέας όμως δίνει ιδιαίτερη θέση στην παγκόσμια ιστορία του και στην Αφρική και στους λόγους για τους οποίους εκεί διείσδυσε το ισλάμ. Η Δύση άργησε να διεισδύσει στην Αφρική, όταν το έκανε, όμως, το έκανε με το δουλεμπόριο και την αποικιοκρατία. Η παγκόσμια οικονομία του 18ου αιώνα είναι αδιανόητη χωρίς το δουλεμπόριο. Η Αφρική έγινε για τον Δυτικό αλλά και για τον Αραβικό μουσουλμανικό κόσμο ο τόπος του μεγάλου κέρδους και για τους ντόπιους Αφρικανούς της μεγάλης υποδούλωσής τους.
Ο λόγος που κυριάρχησε η Δύση
Τελικά, πού οφειλόταν η υποχώρηση της Ανατολής και η κυριαρχία της Δύσης έναντι του υπόλοιπου κόσμου; Ήταν η ιδέα πως ο άνθρωπος και όχι ο Θεός ή η μοίρα είναι οι κύριοι παράγοντες της αλλαγής. Η Ιδέα, που ξεκίνησε με την Αναγέννηση, συνεχίστηκε και κορυφώθηκε με τον Διαφωτισμό, ήθελε τον άνθρωπο να μπορεί «από μόνος του να βελτιώσει τη μοίρα του, ότι αυτός (και όχι ο Θεός ή οι κρυφές δυνάμεις της φύσης) ήταν ο δημιουργός και το μέτρο όλων των πραγμάτων» (σ.91). Αυτό κατά τον Γούντραφ ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση. Και ήταν. Επίσης, ο συγγραφέας τονίζει τη δυναμική που έδωσε στον Δυτικό Κόσμο η αρχή της εκκοσμίκευσης. Στο εξής, θα πρόσθετα, ήταν διαφορετικό να υποστηρίζεις ότι ο χριστιανισμός αποτελεί στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού (αλήθεια, ποιος μπορεί σοβαρά να το αρνηθεί;) και άλλο να θεωρείς πως η Ευρώπη μπορεί να εξακολουθεί να τίθεται υπό την κηδεμονία υπερβατικών αξιών.
Όσα ακολούθησαν, όπως η επέκταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση, η επέκταση των Αμερικανικών Αυτοκρατοριών, η Επιστημονική και Βιομηχανική Επανάσταση, οι δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, η μεταπολεμική ισορροπία του τρόμου, η Ενωμένη Ευρώπη, η άνοδος και η πτώση του κομμουνισμού, η είσοδος της Λατινικής Αμερικής αλλά και της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας στο παγκόσμιο σκηνικό και η επιστροφή του Ασιατικού Κόσμου, οι αγώνες για την αποαποικιοποίηση σε Ασία και Αφρική, η αποτυχία των Αφρικανικών μετααποικιακών κρατών και τέλος η αποτυχία επίλυσης του Παλαιστινιακού και η εμφάνιση της ισλαμικής τρομοκρατίας, είναι ψηφίδες ενός έργου που το σενάριό του είναι η κυριαρχία στον κόσμο και η συνεκτική ιδεολογία του ο εθνικισμός. «Λίγες δυνάμεις από όσες δραστηριοποιούνται σήμερα στον κόσμο συνεπάγονται μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη ή εν προκειμένω για την παγκόσμια οικονομία από τον επαναστατικό εθνικισμό» (σ. 512).
Και ας μη σπαταλήσουμε άλλο, τον, κατά τον συγγραφέα, μεγαλύτερο πόρο κάθε έθνους: τον ανθρώπινο πόρο.
Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αντιμετωπίσουμε αυτή την απειλή του «επαναστατικού εθνικισμού» ή κατά τη γνώμη πολλών άλλων, και του γράφοντος, του εθνικολαϊκισμού. Και ας μη σπαταλήσουμε άλλο, τον, κατά τον συγγραφέα, μεγαλύτερο πόρο κάθε έθνους: τον ανθρώπινο πόρο. Οι εξελίξεις όμως από την τελευταία συγγραφή αυτού του έργου το 2002 καθόλου δεν εμπνέουν αισιοδοξία. Η απειλή μιας «παγκόσμιας αναρχίας» που έβλεπε ο συγγραφέας του το 2002, σήμερα με τον Τραμπ είναι περισσότερο εμφανής απ’ όσο ποτέ.
Σ’ αυτό το βιβλίο, έχουμε μια καταγραφή της παγκόσμιας ιστορίας του σύγχρονου δυτικού και ανατολικού κόσμου, του καπιταλιστικού και του Τρίτου Κόσμου στα τελευταία 500 χρόνια, με εμφανή την πρόθεση του συγγραφέα να μη υποτιμηθεί η θετική συνεισφορά κανενός από τους δύο, αλλά και να μη αποκρυφτούν τα μελανά τους σημεία. Σε πολλά σημεία το καταφέρνει, αλλά σε πολλά σημεία ο αναγκαστικά συνοπτικός λόγος αφήνει τις ρωγμές του. Για παράδειγμα, παρόλο που όντως έχει δίκιο, όταν υποστηρίζει πως η φτώχεια και οι ανισότητες δεν αφορούν πλέον την αντίθεση καπιταλισμού και κομμουνισμού (αυτονόητο), δεν συμφωνώ με την άποψή του πως σήμερα το ζήτημα είναι το δίλημμα ευημερία ή φτώχεια. Δεν υπάρχει αντίθεση ευημερίας-φτώχειας έξω από το πλαίσιο των μεταμορφώσεων του σύγχρονου χρηματιστηριακού και τεχνο- καπιταλισμού. Αλλά και η εκ μέρους του συγγραφέα ανάλυση του έργου του Μαρξ και η απευθείας απόδοση του σοβιετικού κομμουνισμού σ’ αυτό, θυμίζει παρωχημένο αντιμαρξισμό και αντικομμουνισμό.
Κρατώ όμως το μείζον. Και αυτό είναι το ειρηνιστικό πνεύμα της ιδέας του συγγραφέα και επιφανούς ιστορικού «πως αν προετοιμαζόμαστε για πόλεμο, τότε ο πόλεμος θα είναι αυτό που θα πάρουμε» (σ. 516). Στρωτά τα ελληνικά των δυο μεταφραστών σε ένα έργο με πολλές μεταφραστικές δυσκολίες. Ίσως έχει βάλει το χέρι της και η επιμέλεια του Λουκιανού Χασιώτη.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Το νέο του βιβλίο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η νέα έμφαση στον άνθρωπο, παρά στον Θεό, η νέα αμφισβήτηση της θρησκείας και της πνευματικής εξουσίας, η νέα έμφαση στο άτομο, παρά στην οικογένεια, τη φυλή ή το κράτος, η νέα επιμονή στην αυξανόμενη ελευθερία των ατομικών επιλογών και αποφάσεων, η νέα επιθυμία για αλλαγή προς χάριν της αλλαγής ( όλως περιέργως, η τέχνη, η μουσική, και η θρησκεία είναι απρόσβλητες από τέτοιες επιθυμίες), η νέα αδιαφορία για την παραδοσιακή ιερότητα της φύσης, όλα αυτά βοήθησαν στο να απελευθερωθεί ένας πραγματικός χείμαρρος εκρηκτικής ενέργειας στην κοινωνία» (σ. 91).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γουίλιαμ Γούντραφ γεννήθηκε το 1916. Τα μέλη της οικογένειάς του ήταν υφαντές. Στα 13 εγκατέλειψε το σχολείο και εργάστηκε σε ένα μπακάλικο της πόλης του. Το 1933, μετανάστευσε στο Λονδίνο για να δοκιμάσει την τύχη του εκεί και στη συνέχει, με την ενθάρρυνση ενός Ιησουίτη ιερέα και τη βοήθεια μια υποτροφίας, φοίτησε στο Balliol College της Οξφόρδης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στη Βόρεια Αφρική και στην περιοχή της Μεσογείου ως ταγματάρχης και στη συνέχεια, συνταγματάρχης. Μετά τον πόλεμο, απέρριψε την ευκαιρία για μια καριέρα στην πολιτική και εντάχθηκε στον ακαδημαϊκό κόσμο. Σπούδασε στο Χάρβαρντ με υποτροφία και παρέμεινε στην Αμερική διδάσκοντας οικονομική ιστορία. Στα γνωστότερά του έργα συγκαταλέγεται η αυτοβιογραφία του.