Τρια βιβλία, τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις για την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Κεντρική εικόνα: Martyrdom of St. Bartholomew, Andrea Vaccaro (1630).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Στη γνωστή μίνι τηλεοπτική σειρά «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» (Jesus of Nazareth, 1977), του Ιταλού σκηνοθέτη Franco Zeffirelli, στο σημείο που ο Πιλάτος υποχρεώνεται ν’ αφήσει τον κρατούμενο Βαραββά ελεύθερο, του υπενθυμίζει κάποιος πως ο Βαραββάς είναι επικίνδυνος. Όταν ο Πιλάτος κοιτάει τη γαλήνια και σιωπηλή μορφή του άλλου κρατούμενου, του Ιησού, λέει ότι δεν είναι σίγουρος για το ποιος είναι στ’ αλήθεια ο πιο επικίνδυνος απ’ αυτούς τους δύο. Είναι άραγε ο Χριστιανισμός «επικίνδυνος»; Και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να περιγραφεί έτσι;
Το βιβλίο Ο χριστιανισμός και η Ρώμη – Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη (μτφρ. Ιωάννα Κράλλη, εκδ. ΜΙΕΤ) είναι συλλογή επτά έγκριτων μονογραφιών του μαρξιστή ιστορικού G.E.M. de Ste. Croix. Η έκδοση προέκυψε στη θέση αντί του βιβλίου που ο ίδιος σκόπευε να γράψει αλλά δεν πρόφτασε, λόγω του πρόωρου θανάτου του. Σε δύο σημαντικά κεφάλαια, ο Croix αναλύει τους λόγους των αντιχριστιανικών διωγμών. Επίσης σημαντική είναι η μονογραφία του για τη σχέση του πρώιμου Χριστιανισμού με την ατομική ιδιοκτησία και το γεγονός της δουλείας.
Σύμφωνα με τον Croix, οι μεγάλες περίοδοι των αντιχριστιανικών διωγμών ήταν οι εξής τρεις: η πρώτη συντελούνταν αποκλειστικά από τους Ιουδαίους και έλαβε τέλος αμέσως πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη, το 64 μ.Χ. Μέχρι τότε δεν γνωρίζουμε κανέναν ρωμαϊκό διωγμό και όσοι μαρτύρησαν (π.χ. Στέφανος, Ιάκωβος) ήταν καθαρά θύματα της ιουδαϊκής εχθρότητας, που ελάχιστη σημασία είχε εκτός Ιουδαίας.
Αντίθετα με τον γνωστό ισχυρισμό πως οι Χριστιανοί διώκονταν λόγω του ότι αρνούνταν να επιδοθούν σε λατρεία του αυτοκράτορα, ο Croix διατείνεται πως αυτή η άρνηση δεν υπήρξε παρά ένας μάλλον ασήμαντος παράγοντας για τις διώξεις.
Τότε ήταν που ξεκίνησε αμέσως η δεύτερη, αυτή τη φορά από Ρωμαίους, και έλαβε τέλος το 250. Εδώ μιλάμε όχι ακόμη για γενικούς, αλλά μονάχα για τοπικούς, μεμονωμένους και μάλλον σύντομους διωγμούς, αν και πιθανολογείται ότι ο αριθμός των θυμάτων τους ήταν αρκετά μεγάλος. Στα μεσοδιαστήματα μεταξύ των διωγμών τα πράγματα έβαιναν ομαλώς για τη χριστιανική Εκκλησία. Τέλος, η τρίτη σειρά διωγμών (Μεγάλοι Διωγμοί) άρχισε στα 250/251, αρχής γενομένης με τον Δέκιο, και διήρκεσε ως το 314 ή ίσως και το 324 (ήττα Λικίνιου, που στα τελευταία του χρόνια είχε αναπτύξει αντιχριστιανικές τάσεις).
Αντίθετα με τον γνωστό ισχυρισμό πως οι Χριστιανοί διώκονταν λόγω του ότι αρνούνταν να επιδοθούν σε λατρεία του αυτοκράτορα, ο Croix διατείνεται πως αυτή η άρνηση δεν υπήρξε παρά ένας μάλλον ασήμαντος παράγοντας για τις διώξεις. Στην πραγματικότητα, σε μία περίοδο που ποικίλει από το 64 (το νωρίτερο) ως το 112 (το αργότερο), οι Χριστιανοί διώκονταν λόγω του ονόματός τους, δηλαδή απλώς επειδή (αυτο)αποκαλούνταν Χριστιανοί.
«Η σταύρωση του Αγίου Πέτρου», του Guido Reni (1605) |
Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα παραδοχή του κεφαλαίου είναι η άποψη του Croix ότι οι Χριστιανοί από νωρίς στοχοποιήθηκαν και έγιναν αποδιοπομπαίοι τράγοι επειδή ήδη πιστευόταν πως ήταν ικανοί για αποτρόπαια εγκλήματα. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Νέρωνος και της πυρκαγιάς στη Ρώμη. Συγκεκριμένα, για να κατασιγάσει τη διαδεδομένη υπόνοια ότι ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για τη φωτιά, ο Νέρων επέρριψε την ευθύνη στους Χριστιανούς:
«Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η προγραφή του χριστιανισμού, και, το αργότερο στις αρχές του δεύτερου αιώνα, είχε γίνει πλέον κανόνας ότι ένας χριστιανός υπέκειτο στη θανατική ποινή απλώς “για το Όνομα”, “επειδή ήταν χριστιανός”. Όταν οι λαϊκές δεισιδαιμονίες πυροδοτούνταν από μεγάλη καταστροφή, όπως ένα σεισμό ή μια επιδημία, τότε ακριβώς η επιθυμία να βρεθούν αποδιοπομπαίοι τράγοι κατέληγε σε δίψα για χριστιανικό αίμα» (σελ. 22).
Κοντολογίς, η βασική αιτία των διωγμών στάθηκε ό,τι ο Croix ονομάζει «η ἀθεότης». Πρόκειται για τον αποκλειστικό χαρακτήρα που αξίωνε ο χριστιανικός μονοθεϊσμός και η συνειδητή άρνηση των πιστών του να λατρεύσουν οποιονδήποτε άλλον θεό πλην του δικού τους. Η άρνηση αυτή έθετε σε κίνδυνο εκείνο που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν pax deorum, την αρμονική σχέση μεταξύ θεών και ανθρώπων.
Πεισματικά αρνούμενοι να λατρεύσουν τους θεούς, εθεωρείτο, οι Χριστιανοί «τραυμάτιζαν» τη σχέση των Ρωμαίων μαζί τους, πράξη που είχε αποτέλεσμα την εμφάνιση κάθε λογής καταστροφών που έπλητταν την κοινότητα. Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς, τονίζει ο Croix, ότι η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν έντονα επιρρεπής σε δεισιδαιμονίες, γεγονός καθοριστικής σημασίας, δεδομένου ότι ο παγανισμός ήταν πρωταρχικά ζήτημα τέλεσης θρησκευτικών λατρευτικών πρακτικών, και όχι ηθικής ή αυστηρών πεποιθήσεων.
Σύμφωνα με τον Croix, ο Χριστιανισμός απέτυχε παταγωδώς ν’ αναιρέσει το κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας, επειδή διόλου δεν του το επέτρεπαν οι παραγωγικές συνθήκες της δουλοκτησίας, δηλαδή της εκμετάλλευσης της εργασίας ανελεύθερων ανθρώπων, δηλαδή η μορφή που η ταξική πάλη είχε λάβει κατά την αρχαιότητα.
Ενδιαφέρουσα είναι η στάση που υιοθετεί ο Croix, πάνω στη σχέση των Χριστιανών στο ζήτημα της ιδιοκτησίας και της δουλείας. Σύμφωνα με τον Croix, ο Χριστιανισμός απέτυχε παταγωδώς ν’ αναιρέσει το κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας, επειδή διόλου δεν του το επέτρεπαν οι παραγωγικές συνθήκες της δουλοκτησίας, δηλαδή της εκμετάλλευσης της εργασίας ανελεύθερων ανθρώπων, δηλαδή η μορφή που η ταξική πάλη είχε λάβει κατά την αρχαιότητα.
Το μήνυμα του Ιησού ήταν πιθανώς πιο πολιτικά επαναστατικό απ’ ότι άφησαν να διαφανεί οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές του. Εκείνοι αποπειράθηκαν να το περιορίσουν στα τότε κοινωνικώς αποδεκτά οικονομικά πρότυπα, επιτρέποντας την κατάργηση της ιδιοκτησίας μονάχα στον μοναχισμό/ασκητισμό.
Σε αντίθεση με τους αιώνες που προηγήθηκαν, τους αιώνες της κλασικής αρχαίας φιλοσοφίας και των Ιουδαίων προφητών, όταν ακόμη η λύση των κοινωνικών προβλημάτων με κάποια τολμηρή «αισιοδοξία» αναμενόταν από τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, λίγους αιώνες αργότερα, δηλαδή την περίοδο του Στωικισμού αλλά και του Χριστού, κυριάρχησε η «απαισιοδοξία» και θεωρήθηκε πως μόνο με ατομική λύτρωση μπορεί κανείς να τα υπερβεί.
Τέλος, στο ζήτημα της δουλείας, οι Χριστιανοί υιοθέτησαν τη δεύτερη από τις δύο προτεινόμενες θεωρητικές της αιτιολογήσεις (η χρονικά πρώτη ήταν η θεωρία των «εκ φύσεως δούλων», όπως παρατίθεται από τον Αριστοτέλη), σύμφωνα με την οποία η δουλεία είναι μία αμιγώς «εξωτερική» συνθήκη και ο ενάρετος άνθρωπος μπορεί να ζήσει μίαν αξιοπρεπή ζωή ακόμη και όντας σκλάβος. Σύμφωνα με τον Croix, ο Χριστιανισμός γενικά μάλλον «ισχυροποίησε» τη δουλεία, αφού Εκκλησιαστικοί Πατέρες όπως ο Άγιος Αυγουστίνος της προσέφεραν μίαν ισχυρότερη ηθική νομιμοποίηση σε σχέση με τους προχριστιανικούς χρόνους.
Καίτοι εύλογα υπογραμμίζει την πρακτική αδυναμία της χριστιανικής διδασκαλίας να υπερβεί τα κοινωνικά όρια των αρχαίων χρόνων στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, ο Croix, πιθανώς λόγω της προσωπικής ιδεολογικής του στράτευσης, γίνεται κάπως άδικος προς τους πρώτους Χριστιανούς.
Για παράδειγμα, όχι μονάχα παραμερίζει σχεδόν ολότελα την κοινωνική σημασία του μοναχισμού, σαν να μην αποτελούσε αυτός μία διαρκή ζωντανή μορφή και υπενθύμιση της πρωταρχικής κοινοκτημοσύνης, αλλά και όταν παραθέτει το χωρίο όπου ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους σκλάβους να πειθαρχούν με αγάπη στους ιδιοκτήτες-αφέντες τους, λησμονεί εντελώς ν’ αναφέρει ότι αμέσως μετά ο Παύλος δίνει ακριβώς την ίδια προτροπή προς τους ιδιοκτήτες-αφέντες, τονίζοντας πως ο Κύριος όλων δεν κάνει διάκριση προσώπων.
Αν ο Χριστιανισμός δεν προσέθεσε τίποτα στη βελτίωση της μεταχείρισης των δούλων, όπως πιστεύει ο ιστορικός μας, τότε είναι κρίσιμο ν’ αναρωτηθούμε παραδείγματα που έχουμε από την προχριστιανική εποχή όπου να θεωρείται καθήκον η αγάπη προς τους δούλους στη βάση της ίσης αξίας όλων των ανθρώπων. Αυτό υποστηρίχθηκε σθεναρά απ’ τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Rodney Stark.
Στο δικό του βιβλίο Η εξάπλωση του χριστιανισμού (μτφρ. Μαρία Λουκά) στα ελληνικά από τον Άρτο Ζωής, ο Rodney Stark αποπειράται να δείξει τις κύριες αιτίες (ενν. χωρίς να εξετάζει τους υπερβατικούς παράγοντες) που κυριάρχησε ο Χριστιανισμός στην ιστορία:
«Ας μου επιτραπεί να δηλώσω τη θέση μου: Οι κεντρικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού υπέβαλαν και διατήρησαν ελκυστικές, απελευθερωτικές και αποτελεσματικές κοινωνικές σχέσεις και οργανώσεις. Πιστεύω ότι ήταν οι ιδιαίτερες διδασκαλίες της θρησκείας που επέτρεψαν στον Χριστιανισμό να συγκαταλέγεται στα πιο σαρωτικά και επιτυχημένα κινήματα ανανέωσης στην ιστορία. Και ήταν ο τρόπος που αυτές οι διδασκαλίες πήραν πραγματική σάρκα, ο τρόπος που κατεύθυναν τις οργανωτικές ενέργειες και την ατομική συμπεριφορά, που οδήγησε στην άνοδο του Χριστιανισμού».
Στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, νομιζόταν σχεδόν ομόφωνα πως ο Χριστιανισμός ήταν ένα κίνημα απόκληρων. Σύμφωνα με τον Stark, όμως, ισχύει εντελώς το αντίθετο. Ο Χριστιανισμός υπήρξε μία «λατρεία» (cult) και όχι μία «σέκτα» (sect), και υιοθετήθηκε κυρίως από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο θρησκευτικός «σκεπτικισμός» είναι ισχυρότερος στα πιο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Όσο για τα λατρευτικά συστήματα, αυτά βασίζονται κατά κόρον στους περισσότερο, και όχι στους λιγότερο, κοινωνικά προνομιούχους.
Πιο συγκεκριμένα, ο Χριστιανισμός υπήρξε μία ελκυστική πρόταση για τους Ιουδαίους της διασποράς, προκειμένου αυτοί να μην περιθωριοποιούνται κοινωνικά. Μέχρι τον πέμπτο αιώνα, αυτοί οι Ιουδαίοι διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στη διάδοση και την εξάπλωσή του. Για να τεκμηριώσει τις υποθέσεις του, ο Rodney Stark επιλέγει να πάρει ως μελέτη περίπτωσης το θρησκευτικό σύστημα του Μορμονισμού, η διάδοση του οποίου έγινε με ρυθμούς εντυπωσιακούς κατά τον 19ο αιώνα.
Στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, νομιζόταν σχεδόν ομόφωνα πως ο Χριστιανισμός ήταν ένα κίνημα απόκληρων. Σύμφωνα με τον Stark, όμως, ισχύει εντελώς το αντίθετο. Ο Χριστιανισμός υπήρξε μία «λατρεία» (cult) και όχι μία «σέκτα» (sect), και υιοθετήθηκε κυρίως από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Επίσης καθοριστικός παράγοντας, μας λέει, ήταν η αντίδραση των Χριστιανών εν καιρώ πανδημίας: χριστιανικές και ειδωλολατρικές πηγές μας διαβεβαιώνουν πως φρόντιζαν όχι μονάχα ο ένας τον άλλον, αλλά και τους Εθνικούς, ενώ οι τελευταίοι ενίοτε δεν φροντίζονταν ούτε καν μεταξύ τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαρρηγνύονται τα δίκτυα των Εθνικών, άρα και πολλοί προσχωρούσαν στους κύκλους των Χριστιανών, να ζουν οι Χριστιανοί περισσότερο λόγω της αυξημένης φροντίδας που απολάμβαναν, αλλά και το ίδιο το χριστιανικό ιδεώδες φάνταζε ελκυστικό, καθώς ερμήνευε το παροντικό κακό, προσδοκώντας ενθουσιωδώς το μελλοντικό καλό της αιωνιότητας.
Η πρώιμη χριστιανική Εκκλησία, μην το ξεχνάμε, δεν ήταν επ’ ουδενί ένα «ελιτίστικο» κίνημα. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε απλώς πληθώρα θρησκευτικών κινημάτων. Υπήρχε και πληθώρα «χριστιανικών» κινημάτων, καθένα εκ των οποίων διατεινόταν ότι είναι το ίδιο ο «γνήσιος» και «αυθεντικός» Χριστιανισμός.
Ο Stark προσυπογράφει την άποψη του Harnack ότι ο Χριστιανισμός άρχισε ως εβραϊκή αίρεση και η αρχική του απήχηση ελάμβανε χώρα ανάμεσα στους Εβραίους, όπως αντίστοιχα και ο Γνωστικισμός ξεκίνησε ως χριστιανική αίρεση (και όχι απλώς ιουδαϊκή), με την αρχική του απεύθυνση να γίνεται σε χριστιανικούς πληθυσμούς, απ’ τους οποίους και υιοθέτησε, τελικά, το οξύ αντιεβραϊκό του περιεχόμενο.
Για να μας δείξει τις συνθήκες ζωής του μέσου ανθρώπου στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο Rodney Stark εξετάζει ως υπόδειγμά του την πόλη της Συρίας, Αντιόχεια. Σε μια τέτοια πόλη, με τους ανθρώπους να ζουν στοιβαγμένοι σε βρώμικα, ανθυγιεινά σπίτια με ξύλινα πλαίσια, και με μια σοβαρή φυσική καταστροφή να προκύπτει (ενν. κατά μέσον όρο) ανά δεκαπέντε έτη, η περίθαλψη, η ελπίδα και οι στενοί κοινωνικοί δεσμοί που ο Χριστιανισμός εγγυόταν οδήγησαν στην ισχυρή αύξηση των πιστών του. Ο Rodney Stark κλονίζει και άλλες επιστημονικά παγιωμένες πεποιθήσεις.
Οι θρησκείες, ισχυρίζεται, δεν αποτελούν εγγενώς «παράλογα» συστήματα σκέψης. Απεναντίας, αποτελούν συστήματα με ορθολογικής επιλογής, που υπόσχονται στους οπαδούς τους πολύτιμα, σπάνια και δυσεύρετα αγαθά, στα οποία κανείς δεν θα μπορούσε να έχει αλλιώς πρόσβαση. Αυτά περιλαμβάνουν τόσο τα καθαυτά πνευματικά και «σωτηριακά» αγαθά, όπως θα έλεγε ο Weber, όσο και την (πιο άμεσα χειροπιαστή) ανθρώπινη βοήθεια και αλληλεγγύη.
Κατά συνέπεια, οι θυσίες που απαιτεί ένα θρήσκευμα (π.χ. νηστεία, σεξουαλική αγνότητα), σε συνδυασμό με το στίγμα που πιθανόν επισύρει πάνω της (όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, με το να είσαι Χριστιανός στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία), έχει τον σκοπό της απομάκρυνσης, απ’ τους κόλπους της κοινότητας, τυχόν «παρασίτων», δηλαδή ανθρώπων που απολαμβάνουν τ’ αγαθά της χωρίς να προσφέρουν οι ίδιοι τίποτα.
Στην περίπτωση του Χριστιανισμού, το όφελος υπερέβη κατά πολύ το κόστος, διότι οι «μάρτυρες» (όσοι σκοτώθηκαν για την πίστη τους) υπήρξαν σχετικά ευάριθμοι, ενώ όσοι περιεθάλπησαν, φροντίσθηκαν και γενικότερα αγαπήθηκαν απ’ τη χριστιανική κοινότητα στην οποία συμμετείχαν, ήταν ασυγκρίτως περισσότεροι. Κοντολογίς:
«Ο Χριστιανισμός δεν αυξήθηκε λόγω θαύματος στις αγορές (αν και μπορεί να είχαν υπάρξει πολλά απ’ αυτά που συνέβαιναν), ή επειδή το είπε ο Κωνσταντίνος, ή ακόμα επειδή οι μάρτυρες του έδωσαν τέτοια αξιοπιστία. Αυξήθηκε επειδή οι Χριστιανοί αποτέλεσαν μια έντονη κοινότητα, ικανή να παράγει “ανίκητη επιμονή” που τόσο πρόσβαλε τον Πλίνιο τον νεότερο, αλλά παρήγαγε τεράστιες θρησκευτικές ανταμοιβές».
Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει πως δεν προσέφεραν πολύτιμη ενθάρρυνση και οι Χριστιανοί μάρτυρες. Συγκεκριμένα, ήδη στη δεκαετία του 60 μ.Χ., ο Χριστιανισμός περνούσε μια έντονη εσωτερική κρίση. Η Δευτέρα Παρουσία δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί, αν και κόντευε να παρέλθει η πρώτη γενιά ανθρώπων μετά τον Χριστό, και όσο για τους απανταχτού Χριστιανούς, αυτοί ήταν ακόμη αρκετά λίγοι. Αυτή τη διπλή κρίση αποσόβησαν, λέει ο συγγραφέας μας, τρεις ηρωικοί θάνατοι-μαρτύρια: του Ιακώβου του Αδελφοθέου, του Παύλου, και τέλος, των θυμάτων του διωγμού του Νέρωνα, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και ο εκκλησιαστικός Απόστολος Πέτρος. Τα τρία αυτά γεγονότα ενδυνάμωσαν τη φλόγα της θρησκευτικής πίστης και έσπειραν ξανά την ελπίδα στις μάζες.
Το παλαιότερο κλασικό βιβλίο του E.R. Dodds Εθνικοί και χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας – Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μ. Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο (μτφρ. Κώστας Αντύπας, εκδ. Αλεξάνδρεια) ενισχύει τις παραπάνω παρατηρήσεις του Stark, υπογραμμίζοντας συνάμα με κριτικό τρόπο τις χριστιανικές «ιδιαιτερότητες». Για την αξιολόγηση της επιτυχία του Χριστιανισμού, τονίζει, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αδυναμία και κόπωση του κύριου πνευματικού του αντιπάλου. O παγανισμός, μας λέει ο Dodds, είχε χάσει την πίστη του τόσο στην επιστήμη όσο και στον εαυτό του, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί υπερβολικά «φτωχός» για ν’ αξίζει να θυσιάσει κανείς τη ζωή του γι’ αυτόν.
Έτσι εξηγείται το πλήθος των μαρτύρων Χριστιανών απ’ τους διωγμούς των παγανιστών και, αντίστοιχα, ο μικρός αριθμός παγανιστών μαρτύρων υπό χριστιανική κυριαρχία. Αν ο Χριστιανισμός κρίθηκε άξιος να ζήσει, είναι επειδή βρέθηκαν άνθρωποι κατά παραπάνω από πρόθυμοι να πεθάνουν για χάρη του.
Το θάρρος αυτό των πρώτων Χριστιανών εντυπωσίασε και τους μορφωμένους επικριτές τους, όπως λόγου χάρη τον Λουκιανό, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Γαληνό και τον Κέλσο. Γνωρίζουμε από τη σύγχρονη πείρα των πολιτικών «μαρτυρίων» ότι το αίμα των μαρτύρων πράγματι είναι η σπορά της Εκκλησίας. Φτάνει, φυσικά, τούτη η σπορά να βρίσκει πρόσφορο έδαφος και να μην είναι πολύ πυκνή.
Ο Dodds αναγνωρίζει ότι ένας ακόμη λόγος για την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού ήταν η αποκλειστικότητά του, δηλαδή η απερίφραστη άρνησή του ν’ αναγνωρίσει οποιαδήποτε αξία σε άλλες λατρείες ή μορφές θρησκευτικότητας. Αν και οι καλλιεργημένοι παγανιστές της εποχής χλεύαζαν τη χριστιανική αυτή «αδιαλλαξία», αλλά σε εποχές αγωνίας κάθε τέτοια «ολοκληρωτική» πίστη ασκεί ισχυρή έλξη. Ο Dodds παραβάλλει τον Χριστιανισμό με τη γοητεία που ασκούσε ο κομμουνισμός στον καιρό του.
Ο Dodds αναγνωρίζει ότι ένας ακόμη λόγος για την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού ήταν η αποκλειστικότητά του, δηλαδή η απερίφραστη άρνησή του ν’ αναγνωρίσει οποιαδήποτε αξία σε άλλες λατρείες ή μορφές θρησκευτικότητας.
Τέλος, αναγνωρίζει πως οι χριστιανικές κοινότητες ήταν κοινότητες με την πληρέστερη σημασία του όρου: ήταν ανοικτές σε όλους, φτωχούς, ασθενείς ηλικιωμένους, γυναίκες και ορφανά παιδιά, προσφέροντας στους απόκληρους την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής στο επέκεινα. Αυτή η υπόσχεση ένωνε τα μέλη του με στενούς προσωπικούς δεσμούς. Σύμφωνα με τον Dodds:
«Οι Χριστιανοί ήταν πολύ περισσότερο από την τυπική έννοια “ο ένας για τον άλλον”: νομίζω πως αυτή ήταν από τις σπουδαιότερες αιτίες, ίσως η ισχυρότερη αιτία, για τη διάδοση του χριστιανισμού».
Καταλήγοντας, μπορεί να παρατηρηθεί πως έχει σημασία ότι το ιστορικό πλαίσιο, όπως φυσικά και η πολιτική ιδεολογία, συμβάλλει στην επιστημονική προσέγγιση του Χριστιανισμού. Έτσι, ο φιλελεύθερος Dodds τον αντιπαραβάλλει με τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, ενώ αντίθετα ο μαρξιστής Croix τον βλέπει μάλλον «συντηρητικό» και αποθαρρυντικό για την επαναστατική μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.