Για τη μελέτη της Αγγλίδας ιστορικού και δημοσιογράφου Κάθριν Νίξι [Catherine Nixey] «Η εποχή του λυκόφωτος» (μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, εκδ. Αλεξάνδρεια).
Γράφει ο Γιώργος Βέης
«Τα δεδομένα είναι ακριβώς αυτό που δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνον ερμηνείες»
Φρίντριχ Νίτσε, Θέληση για δύναμη (εκδ. Δωδώνη)
«Ο σκόπελος της μεταφυσικής λεπτολογίας, στον οποίο θα προσέκρουε τον τρίτο αιώνα ο χριστιανισμός, δεν τέθηκε σε καμιά περίπτωση από τον ιδρυτή του»
Ernest Renan, O βίος του Ιησού (εκδ. Νησίδες)
Η εποχή του λυκόφωτος είναι το πρώτο έργο της Αγγλίδας δημοσιογράφου και ιστορικού Catherine Nixey. Σημειώνω ότι το 2018 κρίθηκε βιβλίο της χρονιάς από τους New York Times, Telegraph, The Spectator, The Observer, και το BBC History Magazine. Τιμήθηκε μάλιστα με το Βραβείο Jerwood της Royal Society of Literature. Παραθέτω τον πλήρη τίτλο του βιβλίου στο πρωτότυπο: The Darkening Age. The Christian Destruction of the Classical World. Αποσπώ λίγα χαρακτηριστικά από όσα δημοσίευσε ο Gerard de Groot στους Times (UK): «είναι ένα γοητευτικό βιβλίο για την καταστροφή και την απόγνωση. Η Νίξι συνδυάζει την αυθεντία της σοβαρής ακαδημαϊκού με το εκφραστικό ύφος της καλής δημοσιογράφου. Δεν φοβάται να παρεμβάλει ένα αστείο σε μια ζοφερή ιστορία βεβήλωσης». Γνωρίζουμε ότι η συγγραφέας (1980) μεγάλωσε σε περιβάλλον το οποίο διέκρινε μια καθόλα συστηματική Καθολική απόκλιση. Οι γονείς της σημειωτέον είχαν ήδη προηγουμένως αμφότεροι μονάσει. Στην παρούσα δοκιμιακού χαρακτήρα αφήγησή της, η Catherine Nixey, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ, μας δείχνει ότι όντως επιδιώκει να διαβάσει και να διερμηνεύσει το τραυματικό κατά κανόνα παρελθόν μας, προσπαθώντας να απομακρυνθεί, ει δυνατόν, από κάθε σκοπιμότητα, από κάθε ψευδαίσθηση ή αυταπάτη ξένη προς την όποια εξ αντικειμένου αλήθεια. Ως ακαδημαϊκός που δεν συγκλίνει με τον πρώτο τυχόντα υποκειμενικό ιδεαλισμό, φροντίζει να προβάλλει ασφαλή επιχειρήματα και αδιαμφισβήτητες συμπεριφορές καθοριστικών συντελεστών της συμβίωσης ή μη συμβίωσης μεγάλων κοινωνικών ή εθνοτικών μονάδων, σε συγκεκριμένες ιστορικές φάσεις. Με σαφήνεια καταγγέλλει ό,τι αποτελεί για την ίδια ακαταμάχητο όνειδος. Καταδικάζει ανενδοίαστα τον κατά την κρίση της απάνθρωπο και καθ΄ υπερβολήν εκδικητικό, μισαλλόδοξο και μνησίκακο Έτερον.
H Catherine Nixey είναι δημοσιογράφος και ιστορικός. Ανατράφηκε ως Καθολική, από γονείς αφιερωμένους στη μοναστική ζωή. Έκανε κλασικές σπουδές στο Καίμπριτζ και δίδαξε σ’ αυτό τον τομέα, προτού γίνει δημοσιογράφος στους βρετανικούς Times, όπου και εργάζεται ακόμη. To Η εποχή του λυκόφωτος είναι το πρώτο της βιβλίο. |
Κοντολογίς, η απόφοιτος του Κέιμπριτζ έχει μάθει κι αυτή με τη σειρά της να διασταυρώνει το πληροφοριακό υλικό σε εξαντλητικό βαθμό και να εξετάζει κατά τρόπο επιστημονικό, δηλαδή κατά το δυνατόν αμερόληπτο, τις δεδομένες πλην όμως πολλάκις αντικρουόμενες ιστορικές πηγές. Γνωρίζει βεβαίως εκ των προτέρων ότι, κατά την ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, την οποία επισταμένως μελετά, «η μετάβαση από έναν ανθρωποκεντρικό σε έναν θεοκεντρικό πολιτισμό δεν συντελείται, όπως το θέλει ο Peter Brown, μέσα σε κλίμα «ήπιας βίας», αλλά σε μιαν ατμόσφαιρα σημαδεμένη από αγριότητα και αναλγησία. Ούτε η τάξη ούτε η σταθερότητα ούτε η ισορροπία συνιστούν γνωρίσματα αυτής της κοινωνίας, η οποία βιώνει στο πετσί της μια διαδικασία μετάλλαξης [...] Γι’ αυτήν την ανθρωπότητα, που όσο αποκοβόταν από το πολιτιστικό της παρελθόν τόσο επένδυε σε ένα μεταφυσικό μέλλον, οι δυστυχίες αυτού του κόσμου ήταν χίλιες φορές προτιμότερες από την πνευματική απόκλιση που οδηγούσε ίσια στην κόλαση. Αυτό που μετρούσε πάνω απ΄ όλα ήταν η μελλοντική σωτηρία της ψυχής, η οποία ήταν διαμετρικά αντίθετη προς την παρούσα ευζωία». (Βλ. Πολύμνια Αθανασιάδη, Η άνοδος της μονοδοξίας στην Ύστερη Αρχαιότητα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2017).
Ό,τι ελκύει τόσο δυναμικά τη συγγραφέα, καθίσταται εν τέλει κτήμα μας. Κι αυτή ακριβώς η ώσμωση είναι το κυριότερο όφελος από την όλη αναγνωστική πρόσληψη.
Ορισμένοι εκ των κριτών τής καταλογίζουν πάντως μιαν εμφανή ενίοτε προσφυγή σε μονομερείς εκτιμήσεις. Ιδίως όσον αφορά στην εσκεμμένη αποσιώπηση της συστηματικής διατήρησης ενός άκρως σημαίνοντος μέρους της ελληνορωμαϊκής γραμματείας από διάφορους χριστιανικούς φορείς. Επιπροσθέτως οι προαναφερόμενοι σπεύδουν να τονίσουν ότι η Εποχή του λυκόφωτος παραθεωρεί προγραμματικά την αμιγώς πολιτιστική προσφορά της τότε νέας θρησκείας.
Η Catherine Nixey, η οποία φαίνεται ως εκ των πραγμάτων ότι έχει εντρυφήσει ασφαλώς και στο εμβληματικό έργο του συμπατριώτη της Edward Gibbon (Εδουάρδος Γίβων, 1737 – 1794), επικεντρώνεται, όπως θα περίμεναν φυσικά οι αναγνώστες της, κατά κύριο λόγο στους απηνείς βανδαλισμούς ναών και εστιών των λεγομένων παγανιστών, όπως φέρ’ ειπείν το Σαραπείο (391). Aλλά και στις δολοφονίες αφανών και επιφανών οπαδών της «άλλης δόξας». Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η μαρτυρική νεοπλατωνική φιλόσοφος, αστρονόμος και βαθύνους μαθηματικός Υπατία (415). Συγκρατώ ότι η κειμενική ροή είναι καταιγιστική. Ο δε τόνος συχνά πυκνά μας πείθει ότι πράγματι πηγάζει από καθαρά δικανικό ιδίωμα. Υπογραμμίζω ότι η συγγραφέας δεν θα παραλείψει να επισημάνει και η ίδια, την κατάλληλη στιγμή, όσα απαντούν επιμόνως στο ειδικότερο θρησκειολογικό πλαίσιο. Να καταθέσω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, ορισμένα ενδεικτικά, τα οποία έχουν προηγηθεί, σε σχέση πάντα με τους υπό κρίση πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Εννοώ τους εξής δείκτες: «η έννοια της θρησκευτικής ταυτότητας είναι άγνωστη στους Έλληνες. Δεν υπάρχουν επιβεβλημένα Ιερά Κείμενα και εξ Αποκαλύψεως Αλήθειες. Οι Έλληνες εμπνέονται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, από τους μύθους και την φιλοσοφική και θεολογική ερμηνεία τους, και ο πολυθεϊσμός τους είναι εξ ορισμού ανεκτικός και ανοιχτός (δείτε, λόγου χάρη, με πόση ευκολία αναγνωρίζει ο Ηρόδοτος τις δικές του θεότητες στα πρόσωπα των αλλοεθνών θεοτήτων, κατά την αντίληψή του διαφορετικών μόνο στα ονόματα). Δεν υπήρχε ένα κλειστό και περιχαρακωμένο σύστημα, δεν υπήρχε συγκροτημένη εκκλησία». (Βλ. Κέλσος, Αληθής Λόγος, στο φως ύστερα από 18 αιώνες, απόδοση: Πέτρος Οικονόμου, Γιάννης Χριστοδούλου, επιμέλεια-πρόλογος: Γιάννης Αβραμίδης, εκδόσεις θύραθεν Επιλογή, Θεσσαλονίκη,1996 ).
Συμπέρασμα: ο ενεργητικός ρόλος της γλώσσας που υιοθετεί ασμένως η Εποχή του λυκόφωτος υποστηρίζει επιτυχώς την επεξεργασία των υλικών της εν λόγω πραγματολογικής παρακαταθήκης. Ό,τι ελκύει τόσο δυναμικά τη συγγραφέα, καθίσταται εν τέλει κτήμα μας. Κι αυτή ακριβώς η ώσμωση είναι το κυριότερο όφελος από την όλη αναγνωστική πρόσληψη.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή κειμένων «Για την ποιητική γραφή – Δοκιμίων Σύνοψις» (εκδ. Ύψιλον).
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Έχει υπολογιστεί πως μόλις το δέκα τοις εκατό από το σύνολο της αρχαίας γραμματείας έχει φτάσει στη σημερινή εποχή. Για τα λατινικά, το ποσοστό είναι ακόμα χειρότερο. Υπολογίζεται ότι σώζεται μόλις το ένα τοις εκατό της λατινικής γραμματείας […] Στην Αλεξάνδρεια ο Κύριλλος πραγματοποιούσε έρευνες σε σπίτια αναζητώντας έργα του μισητού παγανιστή αυτοκράτορα Ιουλιανού «του Παραβάτη» [. . .] Οι «αμαρτωλοί» παγανιστές που βρίσκονταν στο στόχαστρο κάποιου οργισμένου πλήθους ένιωθαν συχνά ότι η αμαρτία γινόταν σε βάρος τους κι όχι από αυτούς, και θέλοντας να αντισταθούν στην καταστροφή των ιερών τους μνημείων, περνούσαν στην αντεπίθεση. Ο βίαιος κατεδαφιστής ναών επίσκοπος Μάρκελλος πιάστηκε και κάηκε ζωντανός από εξοργισμένους πολυθεϊστές […] Κάποια νήματα της αρχαίας φιλοσοφίας συνέχισαν να ζουν, διατηρημένα από κάποιους χριστιανούς φιλοσόφους – αλλά δεν ήταν το ίδιο. Τα έργα που πρέπει να συμφωνούν με τα προκαθορισμένα δόγματα μιας Εκκλησίας δεν είναι φιλοσοφία, είναι θεολογία […] Οι αυτοκρατορίες δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων δεν εγκαταλείπουν μέσα σε μια νύχτα τη θρησκεία που είχαν για πάνω από μια χιλιετία, χωρίς να υπάρξει τουλάχιστον μια αναταραχή. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν διέφερε σε αυτό. Πολλοί μεταστράφηκαν πρόθυμα και με χαρά στο χριστιανισμό (ό,τι κι αν σήμαινε η λέξη «μεταστροφή»). Αλλά πολλοί δεν το έκαναν».