Για το βιβλίο του Richard J. Evans «Η επιδίωξη της ισχύος – Ευρώπη 1815-1914» (μτφρ. Ελένη Αστερίου, εκδ. Αλεξάνδρεια).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς είναι συγγραφέας της εκπληκτικής τριλογίας για το Γ΄Ράιχ, η οποία έχει και αυτή εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Στο παρόν έργο του γεμίζει με εξαιρετικό τρόπο τον καμβά μιας εκατονταετούς περιόδου της Ευρωπαϊκής Ιστορίας –από την ήττα του Ναπολέοντα το 1815 έως την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914–, οι τελευταίες τέσσερις δεκαετίες της οποίας έμειναν στην Ιστορία ως Μπελ Επόκ, δηλαδή «Όμορφη εποχή».
Mια παγκόσμια Ιστορία δεν μπορεί να αποτελεί άθροισμα των επιμέρους εθνικών Ιστοριών, αλλά να αποτελεί μια τομή υπέρβασης των περιορισμένων εθνικών κυριαρχιών, ακόμη και των γεωπολιτικών δεδομένων για χάρη της ανάλυσης των ταξικών, πολιτικών, πολιτισμικών και διεθνικών συσσωματώσεων και συγκρούσεων για την απόκτηση ισχύος και εξουσιών.
Η αφετηρία του βρίσκεται στη μέθοδο που υποστηρίζει ότι μια παγκόσμια Ιστορία δεν μπορεί να αποτελεί άθροισμα των επιμέρους εθνικών Ιστοριών, αλλά να αποτελεί μια τομή υπέρβασης των περιορισμένων εθνικών κυριαρχιών, ακόμη και των γεωπολιτικών δεδομένων, για χάρη της ανάλυσης των ταξικών, πολιτικών, πολιτισμικών και διεθνικών συσσωματώσεων και συγκρούσεων για την απόκτηση ισχύος και εξουσιών.
Υπάρχουν ιστορικές θεωρήσεις σύμφωνα με τις οποίες η κυριαρχία των παλαιών συνασπισμών εξουσίας και των παραδοσιακών ελίτ διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των εκατό χρόνων. Σύμφωνα με αυτές τις αναγνώσεις, παρά την επιφανειακή αναταραχή της περιόδου, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν από την οπτική γωνία του ρόλου των μαζών στην πολιτική. Για παράδειγμα, ο Έρικ Χομπσμπάουμ θεωρεί την περίοδο 1848-1875 ως την εποχή της κυριαρχίας του κεφαλαίου και αυτήν από το 1875 έως το 1914 ως την περίοδο της κυριαρχίας των Αυτοκρατοριών. Ο Έβανς, αν και αποδίδει ιδιαίτερο σεβασμό σ’ αυτές τις προσεγγίσεις, προχωρεί σε μια δική του, που οδηγεί σε πολλές αναθεωρήσεις.
Κληρονομιές και ελευθερίες
Αντί επομένως για μια περίοδο στασιμότητας, ο Έβανς μάς αποκαλύπτει έναν κόσμο συνεχών πολιτικών εναλλαγών και συναισθημάτων, όπως τα τελευταία αποτυπώνονται στη λογοτεχνία –άριστος γνώστης της οποίας είναι ο συγγραφέας– αλλά και στις βιογραφίες λιγότερο και καθόλου γνωστών, μα χαρακτηριστικών, τύπων. Τελικά αυτή η εκατονταετία στην ουσία ήταν μια περίοδος όπου όλοι αγωνίζονταν για την απόκτηση ισχύος. Μια εποχή κάθε άλλο παρά αναίμακτη, αλλά με πολύ λιγότερους πολέμους, μια περίοδος που δεν έλειψαν οι λιμοί και η πείνα, παρόλο που το βιοτικό επίπεδο παρουσίασε άνοδο. Μια εκατονταετία όπου οι αυτοκρατορίες επιδίωκαν να αποκτήσουν νέα εδάφη, τα νέα έθνη και οι νέες εθνικές συνειδήσεις επιδίωκαν να ξεφύγουν από την «αγκαλιά» των αυτοκρατοριών, τα νέα κράτη προσπαθούσαν να αποκτήσουν παγκόσμια ισχύ, οι κυβερνήσεις επιδίωκαν την ανεξέλεγκτη εξουσία (την οποία όμως αμφισβητούσαν οι διαδικασίες μαζικοποίησης και εκδημοκρατισμού της πολιτικής), οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι αναζητούσαν υψηλότερα κέρδη, οι δουλοπάροικοι αγωνίζονταν να ξεφύγουν από την εξουσία του γαιοκτήμονα, οι μυθιστοριογράφοι να αποτυπώσουν τα συναισθήματα, οι άνθρωποι να δαμάσουν τη φύση, η μαζική δημοκρατία να αντικαταστήσει τον παλιό αυταρχικό κόσμο, η οικονομία να καθορίσει συμπεριφορές και συμφέροντα, οι ιμπεριαλισμοί να μοιράσουν παγκοσμίως πολιτική και οικονομική ισχύ και οι επαναστάτες να κυβερνήσουν κατακτώντας την εξουσία.
Ο πίνακας του Jean-Baptiste Isabey (1767-1855) «Το Συνέδριο της Βιέννης» |
Η βάση της κυριαρχίας μετατοπίζεται σταδιακά από τους μονάρχες και τις βασιλικές οικογένειες στα έθνη και τα κράτη. Αλλά η βάση της συναίνεσης εντός των αυτοκρατοριών και εντός των ξεχωριστών κρατιδίων ήταν ο φόβος από την επανάσταση.
Η κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης αποτυπώνεται στη ζωή του λιθοξόου Γιάκομπ Βάλτερ (1788-1864), ενός απλού πεζικάριου στη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος περιγράφει με «λιτό και απλό» τρόπο τα επακόλουθα του πολέμου. Ένας άνθρωπος που μέχρι τότε ενδιαφερόταν ελάχιστα για την πολιτική και τον οποίο η Ιστορία τον έβαλε στο στόχαστρό της. Εξακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες στρατιώτες από όλη την Ευρώπη συμμετείχαν στην εκστρατεία κατά της Ρωσίας. Επέστρεψαν λιγότεροι από εβδομήντα χιλιάδες. Στα 23 χρόνια από το 1792 έως το 1815 εκτιμάται ότι πέθαναν πάνω από πέντε εκατομμύρια άνθρωποι εξαιτίας των πολέμων, κυρίως από τις αρρώστιες που οφείλονταν σ’ αυτούς. Μετά το 1816 η Ευρώπη γνώρισε τις πιο εκτεταμένες και βίαιες αναταραχές από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης λόγω της πείνας. Πολλοί φτωχοί εγκατέλειψαν την ήπειρο. Οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να μεταναστεύσουν, αν ήθελαν να αποφύγουν τη λιμοκτονία. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι που έληξαν το 1815 είχαν ήδη υπονομεύσει τη νομιμοποίηση των κυβερνώντων παντού και όχι μόνο στην Ευρώπη. Το Συνέδριο της Βιέννης την 1η Νοεμβρίου 1814 κατέληξε στη δημιουργία της Ιεράς Συμμαχίας μεταξύ της Αυστρίας, της Ρωσίας και της Πρωσίας, ακολούθησαν όμως και μια σειρά μικρότερων κρατών, ακόμα και η ηττημένη Γαλλία. Το μείζον στο Συνέδριο ήταν ο διακανονισμός που επέτρεπε να ασκούνται οι αυτοκρατορικοί ανταγωνισμοί χωρίς να καταφεύγουν οι ισχυροί σε πολέμους στο ευρωπαϊκό έδαφος. Οι κτήσεις δεν περιλαμβάνονταν σ’ αυτή τη συναίνεση. Υπάρχει όμως εδώ μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με το παρελθόν. Η βάση της κυριαρχίας μετατοπίζεται σταδιακά από τους μονάρχες και τις βασιλικές οικογένειες στα έθνη και τα κράτη. Αλλά η βάση της συναίνεσης εντός των αυτοκρατοριών και εντός των ξεχωριστών κρατιδίων ήταν ο φόβος από την επανάσταση.
Μετά το 1820 ο φόβος μετατοπίζεται από τον φόβο εξαιτίας των επαναστάσεων στην απειλή που γεννούσε ο φιλελεύθερος κοινοβουλευτισμός και η συνάντησή του με τον εθνικισμό. Δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις (Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ρωσία [Δεκεμβριστές], Ιταλία, Γερμανία, Ελβετία, ακόμη και στη Βρετανία σημειώθηκαν αναταραχές) που προκλήθηκαν από ένα κλίμα καταπίεσης των νεοσχηματισμένων εθνικών ευαισθησιών αλλά και των κοινωνικών αδικιών και ανισοτήτων. Την ίδια όμως στιγμή οι φιλελεύθεροι δεν ήταν έτοιμοι να δεχθούν τη συμμετοχή των «απείθαρχων μαζών» στην πολιτική. Την επιτυχημένη –λόγω της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων– Ελληνική Επανάσταση ακολούθησε μια αποτυχημένη πολωνική εξέγερση κατά των Ρώσων (1831). Αποτυχημένη, επειδή ακριβώς εδώ ο «διεθνής παράγοντας» αρνήθηκε να συγκρουστεί με τη Ρωσία πρωτίστως και την Πρωσία δευτερευόντως, όπως το έκανε με τους Οθωμανούς. Η ανατροπή των Βουρβόνων από τον Ορλεανικό Οίκο το 1830 είναι ακόμη μια στιγμή που διαψεύδει τις απόψεις περί γενικής σταθερότητας. Τελικά οι επιτυχίες των μεταρρυθμιστών, αν και περιορισμένες, δημιουργούσαν προϋποθέσεις για καλύτερη συνέχεια.
Οι διεθνείς συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο το 1856, έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την απελευθέρωση των δουλοπάροικων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τις οποίες η Γαλλία και η Βρετανία στήριζαν για να λειτουργούν σαν ζώνη προστασίας έναντι του ρωσικού επεκτατισμού.
Η ελευθερία ήταν πλέον το ζητούμενο. Αλλά μια ελευθερία μέσα στις παραδοξότητές της. Ο δουλοπάροικος Σάββας Ντιμίτριεβιτς Πουρλέβσκι (1800-1868) είχε πολλά να πει για το σύστημα των υποχρεώσεων και των επαχθών βαρών μέσα στο οποίο έζησε όλη του τη ζωή. Όταν οι χωροδεσπότες του τού ζήτησαν το 1817 να πληρώσει 200.000 ρούβλια ως προκαταβολή για το ενοίκιο των επόμενων δέκα ετών ή να «διαλέξει» να επιστρατευθεί στα μεταλλουργικά εργοστάσιά τους, αυτός δήλωσε πως τότε «ένιωσα τη λύπη να είμαι δουλοπάροικος». Βεβαίως η δουλοπαροικία είχε και μια άλλη όψη. Ο νόμος και το έθιμο υποχρέωναν τους χωροδεσπότες να φροντίζουν για τους ανήμπορους δουλοπάροικους. Η πρόνοια είχε ανατεθεί στους ίδιους τους χωροδεσπότες.
Η σταδιακή απελευθέρωση των δουλοπάροικων (από το 1815 στην Πρωσία έως το 1861 στη Ρωσία) υπήρξε αποτέλεσμα πολύπλοκων ελιγμών των ελίτ, χωρίς να ζητηθεί ποτέ η γνώμη των ίδιων των δουλοπάροικων. Οι διεθνείς συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο το 1856, έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την απελευθέρωση των δουλοπάροικων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τις οποίες η Γαλλία και η Βρετανία στήριζαν για να λειτουργούν σαν ζώνη προστασίας έναντι του ρωσικού επεκτατισμού. Ο Έβανς εδώ προχωρεί σε μια βαθιά ανάλυση των κοινωνικών συνεπειών απ’ αυτή τη χειραφέτηση και δείχνει ότι σε μεγάλο βαθμό οι γαιοκτήμονες ωφελήθηκαν απ’ αυτήν. Αλλά και οι εύποροι αγρότες ωφελήθηκαν. Αυτό όμως ισχύει για εκείνους τους γαιοκτήμονες και αγρότες που ήταν στραμμένοι προς την αγορά. Η χειραφέτηση όμως απογοήτευσε πολλούς από τους δουλοπάροικους. Ειδικά στη Ρωσία αυτή ελάχιστα βελτίωσε τη γεωργική παραγωγή. Σε πολλές χώρες (Μολδαβία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ρωσία) υπήρξαν αγροτικές εξεγέρσεις που κατεστάλησαν, περισσότερο ή λιγότερο, εύκολα. Αλλά και στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Στη Βαυαρία, την Ολλανδία αλλά κυρίως στην Ιρλανδία το πρόβλημα ήταν πολύ έντονο και οδήγησε το 1845 σε έναν λιμό που εξόντωσε ένα εκατομμύριο Ιρλανδούς. Δεν απουσιάζει εδώ και η μελέτη της ληστείας ως κοινωνικού φαινομένου σε Ελλάδα, Ιταλία και Βουλγαρία.
Στον πίνακα του 1871, ο James Nasmyth, γνωστός εφευρέτης και ζωγράφος της εποχής, έχει απεικονίσει μια αντλία ατμού (steam hammer) στο εργοστάσιό του, λίγο έξω από το Μάντσεστερ. |
Δεν ήταν όμως μόνο οι αγροτικές εξελίξεις. Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον και προσοχή αποδίδεται και στον ρόλο της Βιομηχανικής Επανάστασης για την ανάπτυξη των συνδικάτων και κυρίως των συντεχνιών και τη μεγάλη αύξηση των απεργιών, κυρίως σε Βρετανία, Γερμανία και Βέλγιο. Ιδιαίτερα αξίζει να προσέξουμε εδώ την πολύ προσεκτική προσέγγιση που κάνει στο φαινόμενο του λουδιτισμού, μακριά από την καταδίκη του ως εναντίωση στις μηχανές όπως είναι η ερμηνεία του συρμού για το φαινόμενο, ενώ αξίζει να κρατήσουμε και την περιγραφή του κρατικού παρεμβατισμού υπέρ του βιομηχανικού κεφαλαίου. Στα μέσα πλέον του 19ου αιώνα, με την εξέλιξη του σιδηρόδρομου, του ατμού και της ταχύτητας, μπορούμε πλέον να μιλάμε για τη διαμόρφωση της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής και της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Την ίδια περίοδο υπήρξε και η εμφάνιση του «κοινωνικού ζητήματος» σε πολύ σημαντικά «κοινωνικά μυθιστορήματα».
Πολιτικές, κοινωνικές και φυσικές επαναστάσεις στην εποχή του συναισθήματος
Η ζωή της επαναστάτριας Φλορά Τριστάν (1803-1844) και της κόμισσας Ερμύνια Ισαβέλλα Μαρία (1833-1951) δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να αναφερθεί στον ρόλο και τη θέση της γυναίκας στην εποχή αλλά και τη σύνδεση αυτού του ρόλου με την κατάσταση της εργατικής τάξης γενικότερα και την επανάσταση. Η Τριστάν υποστήριζε ότι τόσο η κατάσταση της παγιδευμένης γυναίκας σε έναν ατυχή γάμο όσο και η κατάσταση ενός βιομηχανικού εργάτη δεν διέφερε πολύ από τη ζωή ενός δούλου. Η Ισαβέλλα Μαρία δίνει το πρότυπο της γυναίκας που επιζητεί ταυτοχρόνως την ισότητα των φύλων αλλά και την εξάλειψη των ταξικών ανισοτήτων.
Αυτό όμως που αναδεικνύεται περισσότερο είναι η ένωση του φιλελευθερισμού με τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός ήταν μέσο για την επίτευξη μιας φιλελευθεροποίησης της συνταγματικής και πολιτικής τάξης, αλλά και σκοπός αυτός καθαυτός. Ο δρόμος για τη νέα επαναστατική βία είχε προετοιμαστεί.
Είναι η εποχή των λεγόμενων ουτοπιών. Ουτοπιστές αλλά και χεγκελιανοί, Ρώσοι μυθιστοριογράφοι, αναρχικοί, μαρξιστές έρχονται στο προσκήνιο. Αυτό όμως που αναδεικνύεται περισσότερο είναι η ένωση του φιλελευθερισμού με τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός ήταν μέσο για την επίτευξη μιας φιλελευθεροποίησης της συνταγματικής και πολιτικής τάξης, αλλά και σκοπός αυτός καθαυτός. Ο δρόμος για τη νέα επαναστατική βία είχε προετοιμαστεί.
Το φυτίλι για το ξέσπασμα αυτής της βίας άναψε το 1846, ξανά στην Πολωνία. Μετά τη συντριβή του αγώνα για πολωνική ανεξαρτησία τη δεκαετία του 1830, η πολωνική αριστοκρατία εξεγείρεται για μια ακόμη φορά ταυτόχρονα στην Πρωσία, την Κρακοβία και τη Γαλικία, αλλά αποτυγχάνει, αφού ο αγροτικός πληθυσμός πολέμησε μαζί με τους Πρώσους και τους Ρώσους εναντίον της. Η εξέγερση συνετρίβη, αλλά συγκλόνισε την υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη.
Φτάνουμε στο κομβικό 1848 όπου στη Γαλλία ανατράπηκε ο Λουδοβίκος-Φίλιππος. Αυτή η εξέλιξη πυροδότησε εξεγέρσεις σχεδόν σ’ όλη την Ευρώπη, κυρίως στα ιταλικά και τα γερμανικά κρατίδια. Το 1848 αποκαλέστηκε «τρελή χρονιά» ή πιο αισιόδοξα «άνοιξη των λαών». Το αίτημα για ιταλική αλλά και για γερμανική ενοποίηση αρχίζει να γιγαντώνεται μετά απ’ αυτή τη χρονιά. Η Βόρεια Ιταλία εξεγείρεται κατά των Αυστριακών και, αν και ηττάται από τον στρατάρχη Ραντέτσκυ, ο ασκός της ενοποίησης έχει ανοίξει. Ημερομηνία σταθμός για το αίτημα της γερμανικής ενοποίησης είναι η 18η Μάϊου 1848, ημέρα σύγκλησης της Εθνικής Συνέλευσης της Φρανκφούρτης. Βασιλείς όπως ο Φερδινάνδος της Αυστρίας φεύγουν κυνηγημένοι, για να επανέλθουν. Είναι ο καιρός των επαναστάσεων που, αν και τελικά κατεστάλησαν, τίποτα στην Ευρώπη δεν έμεινε ίδιο μετά από αυτές. Η παραίτηση Μέτερνιχ τον Μάρτιο του 1848 είχε δείξει πως ακόμη κι αν δεν επικρατούσαν οι επαναστάσεις, τα πράγματα από εδώ και πέρα θα άλλαζαν ριζικά. «Οι επαναστάσεις του 1848 έθεσαν σε κίνηση τις σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν στις δεκαετίες του 1850 και του 1860, παρότι αυτές δεν ήταν ακριβώς ό,τι είχαν οραματιστεί οι επαναστάτες».
Οι εθνικισμοί ήταν πλέον η πιο σημαντική κινητήρια δύναμη. Την ίδια στιγμή με την κατάργηση της δουλοπαροικίας έχουμε και την απελευθέρωση της οικονομίας και του εμπορίου, τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, τη βελτίωση της παιδείας. Οι γυναίκες όμως δεν φαίνεται να πέτυχαν όσα πέτυχαν οι εργάτες και οι εθνικιστές. Μαζί με τις επαναστάσεις –αλλά ίσως και λόγω αυτών– οι εθνικισμοί περνούν σε άλλον, πιο επιθετικό τόνο. Οι εθνικισμοί πλέον δεν συνεργάζονται από κοινού κατά της Ιερής Συμμαχίας, αλλά αρχίζουν να συγκρούονται μεταξύ τους. Η Ουγγαρία ζητά να διαχωριστεί από την Αυστρία, οι Πολωνοί επιμένουν να αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους. Ακολουθεί κι άλλη εξέγερση στην Πολωνία το 1861, των βαθιά διχασμένων σε «Λευκούς» και «Κόκκινους» Πολωνών, η οποία είχε ως κατάληξη την εκτέλεση από τους Ρώσους το 1864 του ηγέτη της Πολωνίας Ρομούαλντ Τραούγκουτ και άλλων πέντε συντρόφων του. Οι Ιταλοί, οι Βαυαροί, οι Σάξονες, οι Σέρβοι, οι Κροάτες πλέον δεν δέχονται να βρίσκονται υπό την κυριαρχία άλλων και ζητούν είτε ανεξαρτησία είτε ενοποίηση. Όλα αυτά οδηγούν σε αριστερή ριζοσπαστικοποίηση από τη μία και σε μια δεξιά στρατιωτική βία από την άλλη. Βεβαίως, η κρατική βία ξεπερνούσε κατά πολύ τη βία του πλήθους. Οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι της μεσαίας τάξης τρομοκρατημένοι αρχίζουν να στρέφονται στον στρατό και στη μοναρχία για προστασία, αλλά ταυτοχρόνως –επιβεβαιώνοντας την πανουργία της Ιστορίας, θα πρόσθετα– έχοντας ως πρότυπο το κοινοβουλευτικό καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου, επιδιώκουν να τιθασεύσουν τις δυνάμεις της Επανάστασης στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων.
Η επίσημη ένωση της Γερμανίας σε ένα πολιτικά και διοικητικά ολοκληρωμένο εθνικό κράτος έγινε στις 18 Ιανουαρίου 1871 στο Παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά τη γαλλική συνθηκολόγηση στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο συγκεντρώθηκαν πρίγκιπες των γερμανικών κρατών για να διακηρύξουν τον Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας Αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. |
Τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί είναι τα νέα ανερχόμενα στρώματα. Μετά το 1870 βρισκόμαστε στην εποχή του θριάμβου της αστικής τάξης, αλλά και των μεγάλων αλλαγών εντός της εργατικής τάξης. Είμαστε στην εποχή των μεγάλων αντιθέσεων εντός της Διεθνούς Ένωσης Εργατών μεταξύ των οπαδών του Μαρξ, που τάσσονταν υπέρ της προσπάθειας αποφυγής της ένοπλης πάλης, και αυτών του Μπακούνιν, που επεδίωκαν τη βίαιη ανατροπή και την άμεση κατάργηση του κράτους.
Οι πολιτικές επαναστάσεις της ευρωπαϊκής άνοιξης με την καταστολή και της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 είχαν ηττηθεί, όχι όμως και η κοινωνική επανάσταση. Οι γαιοκτήμονες, αν και εξακολουθούν να είναι πολύ ισχυροί, βλέπουν αυτή τους την ισχύ να αμφισβητείται από την ανερχόμενη αστική τάξη. Ακόμη και οι δυναμικοί γαιοκτήμονες παραμερίζονται από τους δυναμικούς επιχειρηματίες. Παρά τις τεχνικές βελτιώσεις στις γεωργικές καλλιέργειες οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό του ελεύθερου εμπορίου και των εισαγωγών φθηνών προϊόντων από τις ΗΠΑ. Οι πλούσιοι επιχειρηματίες αγοράζουν τα κτήματα των χρεοκοπημένων αριστοκρατών. Ο πλούτος πλέον και όχι η καταγωγή, οι πόλεις και όχι η ύπαιθρος, τα εργοστάσια και όχι η γεωργία, οι εργάτες και όχι οι αγρότες διαδραματίζουν κύριο ρόλο. Στη θέση των αριστοκρατικών σαλονιών δημιουργούνται αστικές λέσχες και όμιλοι όπου διαβάζονται μυθιστορήματα, τα οποία με μαεστρία αποτυπώνουν τις κοινωνικές αλλαγές. Τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί είναι τα νέα ανερχόμενα στρώματα. Μετά το 1870 βρισκόμαστε στην εποχή του θριάμβου της αστικής τάξης, αλλά και των μεγάλων αλλαγών εντός της εργατικής τάξης. Είμαστε στην εποχή των μεγάλων αντιθέσεων εντός της Διεθνούς Ένωσης Εργατών μεταξύ των οπαδών του Μαρξ, που τάσσονταν υπέρ της προσπάθειας αποφυγής της ένοπλης πάλης, και αυτών του Μπακούνιν, που επεδίωκαν τη βίαιη ανατροπή και την άμεση κατάργηση του κράτους. Είναι η εποχή όπου η εργατική τάξη παρά την οικονομική άνοδο εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες ασταθούς απασχόλησης, κακών συνθηκών εργασίας, αμοιβής με το κομμάτι, πολύωρης εργασίας και ατυχημάτων. Παρατηρείται επίσης άνοδος των λούμπεν στοιχείων και της εγκληματικότητας.
Η μεγάλη μετανάστευση των ευρωπαίων
Καθόλου παράξενο επομένως που η μετανάστευση από την Ευρώπη σε άλλες ηπείρους λαμβάνει διαστάσεις που οδηγούν στην πρώτη παγκοσμιοποίηση. «Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα εκατομμύρια Ευρωπαίοι επιδίωξαν να αποδράσουν από τη φτώχεια και την καταπίεση και έφυγαν από την ηπειρωτική Ευρώπη αναζητώντας νέα ζωή σε υπερπόντιες χώρες». Πολιτικές διώξεις, φτώχεια, πείνα, άθλιες συνθήκες και η μεγάλη δημογραφική αύξηση οδηγούν στη μεγάλη έξοδο. Οι πολιτικοί πρόσφυγες ήταν λίγοι αλλά οι οικονομικοί μετανάστες έφτασαν τα εξήντα εκατομμύρια. Τριάντα τέσσερα εκατομμύρια εξ αυτών κατευθύνθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τέσσερα εκατομμύρια στον Καναδά και ένα εκατομμύριο στη Νέα Ζηλανδία. Από το 1857 έως το 1940 περίπου δώδεκα εκατομμύρια Ευρωπαίων κατέφυγαν σε Βραζιλία και Αργεντινή. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους εποίκους σε Αφρική και Ασία. Οι μετανάστες προέρχονταν από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Μόνο από την Ελλάδα μετανάστευσε συνολικά το ένα έκτο του πληθυσμού της. Το αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης εξόδου, κατά τον συγγραφέα, ήταν «η τεράστια ανανέωση της υδρογείου», καθώς κεφάλαια, εμπορεύματα, άνθρωποι και ιδέες άρχισαν να ρέουν με αυξανόμενη ταχύτητα και ένταση από ήπειρο σε ήπειρο. Η μετανάστευση ήταν πάντα πηγή ανανέωσης της ζωής και όχι απειλή, αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλες δομές να την υποδεχθούν και να την προσαρμόσουν στον τρόπο ζωής των νέων πατρίδων.
Η άνοδος του εθνικισμού σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, πιθανώς να συνδέεται με την καθημερνότητα τον πολιτών της και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τη φύση. |
Δεν άλλαξε όμως μόνο η κοινωνία αλλά και η φύση. Ο φιλελεύθερος Ούγγρος ευγενής, ποιητής και πρωθυπουργός της φιλελεύθερης εθνικιστικής κυβέρνησης στην Ουγγαρία μετά την επανάσταση του 1848 Μπερτάλαν Ζέμερε (1812-1869) παρατηρεί τα στερεότυπα της εποχής για τα διαφορετικά έθνη και τις συναφείς με αυτά αλλαγές στη φύση. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το συνεχές κυνήγι είχε εξαλείψει μεγάλη ποικιλία άγριων ζώων. Το κυνήγι ως ένδειξη κοινωνικού στάτους ήταν διαδεδομένο στις ελίτ, ενώ τα αθλήματα με ζώα, όπως οι ταυρομαχίες, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στα φτωχότερα στρώματα. Οι σιδηρόδρομοι καταστρέφουν τα δάση, η ξυλεία χρησιμοποιείται στις οικοδομές και στα εργοστάσια. Η μείωση των αποστάσεων και η βελτίωση της προσβασιμότητας ως στοιχεία ανοίγματος των κοινωνιών απειλούν παράλληλα την άγρια φύση. Οι εφευρέσεις δημιουργούν ένα νέο πρωτόγνωρο κόσμο και το άνοιγμα της αλληλογραφίας τον διευρύνει. Δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας όμως και οι αλλαγές στην αντιμετώπιση των ασθενειών. Οι επιδημίες μειώνονται όλο και περισσότερο. Αλλαγές όμως παρατηρούνται και στα σεξουαλικά ήθη αλλά και στην αντιμετώπιση των ψυχικά ασθενών. Αλλάζουν ακόμα οι αντιλήψεις για την πειθαρχία και την τιμωρία. Ενώ πλέον υπάρχουν πολλές φωνές που τάσσονται κατά της θανατικής ποινής. Έχει πολύ ενδιαφέρον εδώ το ότι ο συγγραφέας στο κεφάλαιο για την «Κατάκτηση της φύσης» θέτει και πολλά ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη φύση και όχι μόνο αυτή των ζώων και του πράσινου. Το πράσινο αφορά και την ανθρώπινη οντότητα, όχι μόνο τη φύση.
Η εποχή όμως είχε και έντονα συναισθήματα που εκφράζονταν κυρίως μέσα από τα μυθιστορήματα. Ο Έβανς ξεκινά την περιγραφή του με την ξεχασμένη σήμερα Φιλανδή συγγραφέα Φρεντερίκα Μπρέμερ (1801-1865). Τα έργα της συνδύαζαν δύο από τα κύρια συναισθηματικά χαρακτηριστικά της εποχής: την αγάπη για τη φύση και τη γοτθική φαντασία. Χαρακτηριστικά που συνόδευαν και το έργο και άλλων μείζονων συγγραφέων της εποχής όπως ήταν οι αδελφές Μπροντέ, η Μαίρη Σέλεϊ και πολλοί άλλοι. Επίσης συνθέτες σαν τους Σούμπερτ και Σούμαν κυνηγούν τη συναισθηματική αυθεντικότητα στρεφόμενοι για έμπνευση σε περιόδους πριν από τον Διαφωτισμό. Βεβαίως δεν θα μπορούσε αυτός ο ρομαντισμός να μη συναντηθεί με τη θρησκεία. Η θρησκεία, ειδικά αυτή των αντιφρονούντων προτεσταντών, έπαιζε έναν διπλό ρόλο. Από μια άποψη τόνιζε την ανάγκη της λιτής σε υλικά αγαθά ζωής και από την άλλη ενθάρρυνε την ανάγνωση και την παιδεία ως μέσα μεταρρύθμισης. Αυτόν τον διπλό ρόλο της θρησκείας τόνιζε και ο Ε.Α. Τόμσον στο μνημειώδες έργο του Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης (μτφρ. Γιάννης Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς). Η αναζωογόνηση της θρησκευτικής ευσέβειας συνδεόταν στενά με την αμφισβήτηση της ταύτισης του κράτους με την εκκλησία, ιδιαίτερα στην καθολική Ευρώπη. Ως αντίδραση ο Πάπας Πίος Θ΄ είχε από το 1864 υιοθετήσει έναν κατάλογο λαθών (Syllabus errorum), όπου ανάμεσα στα λάθη συγκαταλεγόταν και η «αντιχριστιανική» ιδέα της ανάγκης συμφιλίωσης του Ρωμαίου ποντίφικα με την πρόοδο, τον φιλελευθερισμό και τον νεωτερικό πολιτισμό. Η σύγκρουση ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος ήταν σφοδρή και στη Γερμανία, όχι μόνο στη Γαλλία και την Ιταλία. Είναι μια εποχή εκκοσμίκευσης από τη μια, η οποία όμως αφορά τους άνδρες, και λατρείας και μαζικών προσκυνημάτων από την άλλη, που κινητοποιεί περισσότερο τις γυναίκες.
Το βιεννέζικο Café Central φιλοξένησε στα τραπέζια του σημαντικές προσωπικότες της εποχής, τόσο από τον χώρο της πολιτικής όσο και από τον χώρο των επιστημών. Μεταξύ αυτών: ο Φρόιντ, ο Τίτο, ο Χίτλερ, ο Λένιν και πολλοί άλλοι. |
Από το βεληνεκές της ανάλυσης του συγγραφέα δεν ξεφεύγει σχεδόν τίποτα από αυτό που γίνεται στην κοινωνία. Το έργο του Δαρβίνου αντιμετωπίζει τις δεισιδαιμονίες, η επιστήμη το θαυματουργό και το μαγικό, η άνοδος της γνώσης την άνοδο του αντισημιτισμού (τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών), η ομογενοποίηση των εθνικισμών την πολλαπλότητα των εθνοτικών πολιτισμών και γλωσσών. Αλλά μεγάλες τομές υπάρχουν και στον κόσμο των συναισθημάτων των δύο φύλων. Τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα κυριαρχούσε το στερεότυπο του ορθολογικού άνδρα και της συναισθηματικής γυναίκας. Το φεμινιστικό κίνημα το αμφισβήτησε, με σχετική μόνο επιτυχία. Αν και στον 19ο αιώνα υπήρξε βαθμιαία βελτίωση των δικαιωμάτων των γυναικών, ο φεμινισμός παρέμεινε σχεδόν αποκλειστικά κίνημα της μεσαίας τάξης. Αλλά και η ψυχαγωγία με την ανάπτυξη των ομαδικών αθλημάτων (ποδόσφαιρο) και τις λαϊκές εορτές και πανηγύρεις άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο κατώτερα στρώματα και ελίτ επιδίωκαν την ευτυχία. Μετά το πρώτο μισό του αιώνα τη θέση του ρομαντισμού καταλαμβάνει σταδιακά το ρεαλιστικό μυθιστόρημα των Ντίκενς, Ουγκώ, Μπαλζάκ, Ζολά και πολλών άλλων. Η άνοδός του οφείλεται στην εμφάνιση μιας νέας αγοράς για βιβλία που ενισχύθηκε από την πληθυσμιακή διεύρυνση των μεσαίων τάξεων.
Μέχρι και για το βιεννέζικο Café Central που άνοιξε το 1876, γράφει ο Έβανς, πελάτες του οποίου ήταν ο Φρόιντ, ο Τίτο, ο Χίτλερ, ο Λένιν και πολλοί άλλοι. Παραθέτει μάλιστα με ιδιαίτερη γλαφυρότητα ένα πολύ χαρακτηριστικό στιγμιότυπο. Τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο σοσιαλιστής Βίκτορ Άντλερ προειδοποιεί μέσα στο Café τον υπουργό Εξωτερικών της Αυστρίας Λέοπολντ Μπέρτχολντ πως ο ευρωπαϊκός πόλεμος θα προκαλέσει επανάσταση στη Ρωσία. Και ο υπουργός τού απάντησε με ειρωνική διάθεση: «Και ποιος θα ηγηθεί αυτής της επανάστασης; Μήπως αυτός ο κύριος Μπρονστάιν που κάθεται απέναντι;». Ο κύριος Μπρονστάιν ήταν ο Λέον Τρότσκι.
Οι προκλήσεις της δημοκρατίας και του ιμπεριαλισμού
Η Έμελιν Πάνκχερστ (1858-1928) έξω από τις πύλες του Μπάκιγχαμ, διαμαρτύρεται για τη μη χορήγηση ψήφου στις γυναίκες και απομακρύνεται απο την αστυνομία. Ήταν 21 Μαΐου του 1914. |
Ο 19ος αιώνας είναι και ο αιώνας της μαζικοποίησης της πολιτικής, της πρόκλησης της εμφάνισης των δημοκρατικών θεσμών. Η φωτογραφία στις 21 Μαΐου 1914 της Έμελιν Πάνκχερστ (1858-1928) να απομακρύνεται σηκωτή από τους αστυνομικούς έξω από τις πύλες του Μπάκιγχαμ, όπου διαμαρτυρόταν για τη μη χορήγηση ψήφου στις γυναίκες, είναι ενδεικτική του πνεύματος μιας εποχής που όχι μόνο οι δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας αλλά και οι άλλες μικρές χώρες εισαγάγουν κοινοβουλευτικούς και δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτό κυρίως συμβαίνει μετά τις επαναστάσεις του 1848 και την άνοδο του συνδεδεμένου με τον φιλελευθερισμό τότε εθνικισμού. Είναι η εποχή του πρώιμου εκδημοκρατισμού όλης της Ευρώπης και όχι της μιας ή της άλλης χώρας –όπως η Ελλάδα– μεμονωμένα.
Η οργάνωση για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών ήταν χωρισμένη στο τμήμα που ζητούσε επέκταση του καθολικού δικαιώματος και στις γυναίκες και αυτού που δεν αρκούταν μόνο σε αυτό, αλλά επιδίωκε και την κοινωνική ισότητα των δύο φύλων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του Έβανς που συνδέει την άνοδο του φεμινισμού με την άνοδο του εθνικισμού. Ο εθνικισμός, με το να θέσει στην ημερήσια διάσταση το αίτημα για καθολική εθνική παιδεία, έγινε σύμμαχός του αιτήματος των γυναικών για καθολική ψήφο. Αλλά και οι φεμινίστριες πίστευαν πως η ψήφος των γυναικών θα ενίσχυε την ενότητα των εθνών. Πάντως το 1914 βρήκε το φεμινιστικό κίνημα να είναι αστικό ως προς τη σύνθεσή του και φιλελεύθερο ως προς την πολιτική του. Το δικαίωμα ψήφου των γυναικών δυστυχώς θα έπρεπε να περιμένει δυο παγκόσμιους πολέμους για να γίνει κάτι το αυτονόητο.
Σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία και εν μέρει και η Γερμανία ο εκδημοκρατισμός ήταν αποτέλεσμα συμπύκνωσης συγκεκριμένων ταξικών συσχετισμών, συγκρούσεων και συγκλίσεων. Σε άλλες, όπως η Ελλάδα, αυτός ο εκδημοκρατισμός ήρθε από τα πάνω, ως αποτέλεσμα συμβιβασμών μεταξύ των παραγόντων της υπάρχουσας κατάστασης. Και σε άλλες, όπως η Ιταλία, ήρθε μετά τη στροφή της αριστοκρατίας προς τον φιλελεύθερο εθνικισμό. «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν» αναφέρει ο νεαρός καιροσκόπος αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του και σοφό γηραιό πρίγκιπα για να τον πείσει πως μόνο η συμμετοχή της αριστοκρατίας στο κίνημα της ιταλικής ενοποίησης μπορεί να τους «κρατήσει στα πράγματα». Αν αντιταχθούν στην ενοποίηση και στον εκδημοκρατισμό, θα χάσουν τα πάντα, αν συμμετάσχουν, θα κρατήσουν τα περισσότερα απ’ όσα έχουν.
Η εμφάνιση του κράτους πρόνοιας και η άνοδός του συνδέεται με τη συχνότητα των απεργιών και την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος σε Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο. Τα συνδικάτα, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες απεργίες, ώθησαν τις κυβερνήσεις στο να υιοθετούν κοινωνικές νομοθεσίες που θα καταλάγιαζαν τη δυσαρέσκεια των εργατών.
Η εμφάνιση του κράτους πρόνοιας και η άνοδός του συνδέεται με τη συχνότητα των απεργιών και την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος σε Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο. Τα συνδικάτα, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες απεργίες, ώθησαν τις κυβερνήσεις στο να υιοθετούν κοινωνικές νομοθεσίες που θα καταλάγιαζαν τη δυσαρέσκεια των εργατών. Αλλά την ίδια στιγμή εμφανίστηκε και ο μεγάλος κίνδυνος. Η Δεύτερη Διεθνής ως συνέχεια της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Η τελευταία αποσυντονίστηκε μετά την ήττα των κομμουνάρων και διαλύθηκε το 1875. Εδώ ο Έβανς παραθέτει μια από τις συμπυκνωμένες περιγραφές της ίδρυσης και των πρώτων αντιπαραθέσεων εντός του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Αντιπαραθέσεις μεταξύ των προσκολλημένων στον Μαρξ και των μεταρρυθμιστών όπως ο Μπερνστάιν. Η μαζικοποίηση του SPD έφερε και τη στροφή του στον ρεαλισμό. Δεν ήταν όμως μόνο η Γερμανία, ανάλογες κινήσεις προσαρμογής των σοσιαλιστών υπήρξαν και στην Αυστρία αλλά και στη Γαλλία, όπως και στη Βρετανία με την εμφάνιση το 1893 του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος.
Ο φόβος από την εργατική τάξη ώθησε αριστοκράτες και αστούς –όπου αυτοί υπήρχαν– σε συμβιβασμούς και οδήγησε στην εποχή των μαζών. Κατ’ εμέ αυτή είναι η εποχή του «πρώιμου εκδημοκρατισμού» παντού. Μόνο που αν αυτός υπήρξε αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων ή κινήσεων από τα πάνω, σηματοδότησε και τη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα αυτών των θεσμών. Όπου η κίνηση ήταν από τα πάνω προς τα κάτω, οι θεσμοί αυτοί αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα στην εφαρμογή τους.
Για παράδειγμα η Ελλάδα και η Ισπανία είναι οι πρώτες χώρες στις οποίες καθιερώθηκε η καθολική ψηφοφορία των ανδρών το 1829. Βεβαίως στην Ελλάδα αυτή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1843. Ακολούθησαν αργότερα η Γαλλία το 1848, η Γερμανία το 1871, η Βρετανία και η Ρουμανία το 1884 και η Αυστρία το 1907. Ενώ ακόμη και η δεδηλωμένη, η αρχή δηλαδή να είναι οι υπουργοί και η κυβέρνηση υπόλογοι στο εκλεγμένο νομοθετικό σώμα και όχι στον εκάστοτε μονάρχη, εφαρμόστηκε στην Ελλάδα νωρίς, το 1875, στη Νορβηγία το 1884, το 1901 στη Δανία και το 1917 στη Σουηδία. Και βεβαίως υπήρχε και η τσαρική Ρωσία, όπου τα πράγματα κυλούσαν πολύ αργά. Κάτι που έδινε την ευκαιρία στην ανάπτυξη ενός κινήματος αμφισβήτησης τόσο του τσαρισμού όσο όμως και του φιλελευθερισμού, ο οποίος κατά τους σλαβόφιλους αμφισβητίες είχε «αποτύχει» να βγάλει τη Ρωσία από την καθυστέρηση.
Ο Πύργος του Άιφελ κατασκευάστηκε μεταξύ 1887 και 1889, από τον Gustave Eiffel, με αφορμή την εκατονταετή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης και ταυτόxρονα, το 1889, αποτελούσε την είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης Universell. |
Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους αναγεννήθηκαν οι υπερπόντιες αυτοκρατορίες. Αλλά μόνο μετά το 1870 εισερχόμαστε στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Κάπου στο 1815, ο Τζιοβάνι Μπατίστα Μπελτζόνι (1778-1823) γιός κουρέα και αρσιβαρίστας που έφτασε να γίνει «συλλέκτης» των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων για λογαριασμό βρετανικών συμφερόντων, είναι δείγμα ενός κόσμου που προανήγγειλε τον ιμπεριαλισμό. Ο Γερμανός Ερρίκος Σλήμαν ήταν ένα ακόμη δείγμα αυτών των χαρακτηριστικών αρπαγών και καταλήστευσης διαφόρων περιοχών του κόσμου από τους Ευρωπαίους. Αρπαγές που συνεχίστηκαν όλον τον 19ο αιώνα.
Ο Βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς ασχολείται
επισταμένα με ζητήματα που αφορούν το γερμανικό έθνος. Ενδεικτικά: Το φεμινιστικό κίνημα στη Γερμανία – 1894–1933 (1976), Θάνατος στο Αμβούργο (1987), Παραμύθια από τον γερμανικό υπόκοσμο (1998). |
Βεβαίως ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός στην Αφρική ξεκινά από το εμπόριο, αλλά η επέκτασή του στη Νότια Αφρική και στην Αυστραλασία και οι κατακτήσεις των υπερπόντιων εδαφών ήταν περισσότερο αποτέλεσμα των πιέσεων των ίδιων των εποίκων και όχι τόσο σχεδιασμένη πολιτική των μητροπόλεων. Κυρίαρχο ρόλο στη νομιμοποίηση αυτού του ιμπεριαλισμού έπαιξε η άποψη περί της ευρωπαϊκής ανωτερότητας έναντι των «αγρίων», κάτι σαν τη σημερινή ανωτερότητα του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής» αντί της καθολικότητας των ευρωπαϊκών αξιών, θα πρόσθετα.
Ο Έβανς καταγράφει τις αντιδράσεις στη βία που ασκούσε αυτός ο «ανώτερος πολιτισμός» στη Βόρεια και Νότια Αφρική, στην Κίνα, στην Ινδία, στην Ινδονησία, στη Νέα Ζηλανδία, στην Αυστραλία, αλλά και στα Βαλκάνια. Εδώ στα Βαλκάνια άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για τον κόσμο του Συνεδρίου της Βιέννης. Μια αντιστροφή που είχε γίνει αναπόφευκτη λόγω των καταστροφικών ανταγωνισμών που είχε γεννήσει η επέκταση της κυριαρχίας των εθνικισμών, οι οποίοι πλέον είχαν απωλέσει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα τους. Ελάχιστοι, τονίζει ο Έβανς, σκέφτηκαν το 1914 τον συμβιβασμό. Δεν τους άφηνε ο εθνικισμός τους.
Ένα υπέροχο βιβλίο, ενός από τους πιο σημαντικούς ζώντες ιστορικούς σε μια σοβαρή, επιμελημένη έκδοση, με πληρέστατο ευρετήριο και σε πολύ καλή μετάφραση της Ελένης Αστερίου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας.
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
→ Στην κεντρική εικόνα, η Έμελιν Πάνκχερστ απομακρύνεται από την πύλη του Μπάκιγχαμ, έπειτα από διαμαρτυρία της για την διεκδίκηση χορήγησης του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ RICHARD J. EVANS