Για το βιβλίο του Κρίστοφερ Γουίκαμ «Μεσαιωνική Ευρώπη» (μτφρ. Χρήστος Γεμελιάρης, εκδ. Αλεξάνδρεια).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Έχει προ πολλού τεθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας –για να χρησιμοποιήσω εδώ έναν ξεπερασμένο πολιτικό όρο– η αντίληψη που θέλει τους Μέσους Χρόνους ή αλλιώς τον Μεσαίωνα να είναι μια σκοτεινή περίοδος της ζωής στον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης. Σήμερα πλέον είναι σχεδόν πανθομολογούμενο ότι ο Μεσαίωνας δεν ήταν και τόσο σκοτεινή περίοδος. Όχι ότι δεν υπήρχαν σκοτεινές πλευρές. Υπήρχαν όμως και πολλές φωτεινές, οι οποίες αν και δεν έστρωσαν απευθείας τον δρόμο στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό –αυτή η γραμμική αντίληψη των σταδίων στην Ιστορία είναι μια άλλη ξεπερασμένη θεωρία–, τουλάχιστον τον προετοίμασαν.
Ξεκινάει από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα και καταλήγει στον Μαύρο Θάνατο και την ανάπτυξη τέτοιων κρατικών δομών στον 14ο αιώνα που στηρίζονταν πλέον στην ανάδυση μιας ευρύτερης ενεργού λαϊκής συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα.
Η μελέτη του πολύ γνωστού βρετανού ιστορικού, που υπήρξε καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης κινείται στο ίδιο πλαίσιο αναφοράς, μόνο που το εμπλουτίζει εντάσσοντας τα ιστορικά γεγονότα, στα οποία δεν επιμένει, μέσα στο κάδρο των πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών και ανθρωπολογικών εξελίξεων. Ξεκινάει από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα και καταλήγει στον Μαύρο Θάνατο και την ανάπτυξη τέτοιων κρατικών δομών στον 14ο αιώνα που στηρίζονταν πλέον στην ανάδυση μιας ευρύτερης ενεργού λαϊκής συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα. Εξετάζονται οι διαφορετικές οικονομικές δομές, ο ρόλος των επισκόπων, η κουλτούρα του δημόσιου χώρου και των δημόσιων συνελεύσεων, αλλά και ο ρόλος των γυναικών, η έννοια της τιμής και η δια της βίας προστασία της, η πανταχού παρούσα θρησκεία και η γνήσια πίστη.
Οι δυο Ρώμες (500-1000)
Ο ιστορικός ισχυρίζεται πως η Ρώμη ποτέ δεν κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Πρώτον, επέζησε και στη συνέχεια μεγαλούργησε το ανατολικό της μισό με έδρα την Κωνσταντινούπολη, και, δεύτερον, οι δομές της στο δυτικό τμήμα ποτέ δεν εξαφανίστηκαν απόλυτα. Η ηττημένη Ρώμη σε αντίθεση με τον κόσμο του Βορρά που την κατέλυσε, ποτέ δεν οδηγήθηκε στις απλοποιημένες μορφές της οικονομίας και του πολιτισμού των κατακτητών της. Αν και ακόμη υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες για το κατά πόσον ήταν βαρβαρικοί οι γερμανικοί λαοί που κατέλυσαν τη Ρώμη, οι διαφωνίες είναι λιγότερες στο κατά πόσον οι δομές της Ρώμης καταλύθηκαν απ’ αυτούς. Ουσιαστικά, οι τοπικές ρωμαϊκές ελίτ συμβιβάστηκαν με τους βόρειους «βάρβαρους» γείτονες πάνω στις ρωμαϊκές οικονομικές και διοικητικές δομές. Αυτό επομένως που συνέβη μεταξύ 400 και 500 δεν ήταν και τόσο ριζικά καινούργιο. Όταν όμως στη συνέχεια η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε βασίλεια, τα φορολογικά της έσοδα μειώθηκαν και η χρηματοδότηση του γαιοκτημονικού στρατού αντιμετώπισε προβλήματα. Τότε οι δυτικές επαρχίες απλοποιήθηκαν οικονομικά, πέρασαν δηλαδή από τη φορολογία που ήταν η βάση τους στη γαιοκτησία. Και μια πολιτική με άξονα τη γη είναι λιγότερο σταθερή και συνήθως λιγότερο προσοδοφόρα από μια πολιτική με άξονα τους φόρους.
Για τον Γουίκαμ δεν τίθεται καν ζήτημα να αφεθεί η Ανατολική Ρώμη έξω από την ανάλυση της μεσαιωνικής ιστορίας της Ευρώπης. Το Βυζάντιο αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής της ιστορίας.
Υπό αυτή την οπτική γωνία στη συνέχεια εξετάζονται τα τρία βασικά διάδοχα κράτη της Αυτοκρατορίας: η Γαλατική Φραγκία, η βησιγοτθική Ισπανία και η ιταλική Λομβαρδία. Η ισχύς και η ανθεκτικότητα του φραγκικού κράτους του Κάρολου Μαρτέλου πήγαζε από τις ρωμαϊκές διοικητικές αρχές και τη συναίνεση των ελίτ. Οι Φράγκοι ήταν οι λιγότερο εκρωμαϊσμένοι, αλλά και οι πιο ισχυροί. Οι Βησιγότθοι διατήρησαν το ρωμαϊκό ύφος διακυβέρνησης αλλά η αριστοκρατία τους ήταν πολύ λιγότερο πλούσια απ’ αυτή της Φραγκίας. Και, τέλος, το λομβαρδικό βασίλειο ήταν αυτό που κυβερνήθηκε με τον πλέον αυστηρό τρόπο, διέθετε μικρότερη περιφερειακή ομοιογένεια και ήταν ιδιαίτερα προσκολλημένο στην πολιτική των συνελεύσεων.
Σε αντίθεση με την πρώην Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άνθιζε οικονομικά. Για τον Γουίκαμ δεν τίθεται καν ζήτημα να αφεθεί η Ανατολική Ρώμη έξω από την ανάλυση της μεσαιωνικής ιστορίας της Ευρώπης. Το Βυζάντιο αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής της ιστορίας. Αρχικά ο μεγάλος πλούτος της Ανατολικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν στα μη ευρωπαϊκά της εδάφη, αλλά επωφελημένη ήταν η Κωνσταντινούπολη.
Ο ιστορικός θεωρεί τον Ιουστινιανό (527-565) εκείνον που έδωσε τα πρωτεία στο ρωμαϊκό δίκαιο και παράλληλα άσκησε ανελέητη καταστολή στις θρησκευτικές μειονότητες. Αν και οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις που επιδίωξε δεν πέτυχαν τον απόλυτο εξορθολογισμό του δημοσιονομικού και οικονομικού συστήματος. Ενώ και ο χριστιανισμός της Ανατολής δεν ήταν ακριβώς ίδιος με αυτόν της Δύσης. Οι επίσκοποι ηγούνταν ολοένα και περισσότερο των πόλεων, αλλά οι αυτοκράτορες ήταν πιο ισχυροί σε θέματα εκκλησιαστικών υποθέσεων απ’ όσο οι άρχοντες της Δύσης.
Ο ιστορικός θεωρεί τον Ιουστινιανό (527-565) εκείνον που έδωσε τα πρωτεία στο ρωμαϊκό δίκαιο και παράλληλα άσκησε ανελέητη καταστολή στις θρησκευτικές μειονότητες.
Βεβαίως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άλλαζε ραγδαία. Αυτή του 700 ήταν πλέον πολύ διαφορετική απ’ αυτήν του 600. Ήδη πλέον το κέντρο βαρύτητάς της είχε μετατοπιστεί προς Δυσμάς, προς τα δυτικά εδάφη του άξονα Ραβένα-Νάπολη και Σικελία. Ο Λέων Γ’ (717-741) και ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ (741- 775) έθεσαν τις βάσεις για την ισχυρή Βυζαντινή Αυτοκρατορία των κεντρικών Μέσων Χρόνων με επίκεντρο το Αιγαίο Πέλαγος. Το Βυζάντιο είχε ήδη απειληθεί τον 6ο αιώνα πολύ σοβαρά από τους Πέρσες και στη συνέχεια απειλούταν συνεχώς από τους Άραβες οι οποίοι και κατέλαβαν πολλές βυζαντινές ανατολικές επαρχίες. Ο αραβικο-μουσουλμανικός κίνδυνος είχε πλέον εδραιωθεί. Το Ισλάμ μάλιστα είχε κατορθώσει να ιδρύσει πανίσχυρο και πλούσιο Χαλιφάτο, μέσω ενός αποτελεσματικού δημοσιονομικού και διοικητικού συστήματος. Την ίδια στιγμή στα πολύ δυτικά σημεία της Δυτικής Αυτοκρατορίας είχε εγκαθιδρυθεί το επίσης πολύ οργανωμένο και ισχυρό Χαλιφάτο της Αλ Ανταλούς.
Οι καρολίγγειες μεταρρυθμίσεις και η εξάπλωση του χριστιανισμού (750-1100)
Οι Καρολίδες –ο Καρλομάγνος (768-814) και ο γιος του Λουδοβίκος ο Ευσεβής (814-840)– ηγήθηκαν της πιο εκτεταμένης προσπάθειας αναθεώρησης της πολιτικής σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα. Εκτός από τις εκτεταμένες κατακτήσεις τους και τη νίκη τους κατά των Αράβων κατάφεραν να ξεκινήσει η ομογενοποίηση ενός μέχρι τότε κατακερματισμένου οικονομικού και διοικητικού συστήματος. Με τη στήριξη της αριστοκρατίας, σε αντάλλαγμα της εύνοιας του βασιλιά, η οποία μεταφραζόταν σε δωρεά γης και μοίρασμα αξιωμάτων, αλλά και τη στήριξη της εκκλησίας για τους ιδίους λόγους, η Φραγκία άρχισε να αποκτά ενιαίο χαρακτήρα, αλλά και πλούτο, που δεν είχε έως τώρα. Αυτός ο πλούτος ήταν ο συνδετικός κρίκος που τους ένωνε όλους γύρω από τον ηγεμόνα- βασιλιά.
Όσον αφορά τη θρησκεία, αυτή πλέον λειτουργούσε ως συλλογικό ηθικό πλαίσιο για τη «σωτηρία» ολόκληρου του φραγκικού λαού. Υπό αυτή τη λογική, οι πράξεις των Καρολίδων επιβλέπονταν από τον Θεό και έτσι νομιμοποιούνταν. Για πρώτη φορά, από την άλλη πλευρά, διανοούμενοι λειτουργούν ως σύμβουλοι των βασιλέων. Ενώ οι συνελεύσεις ήταν επίσης απαραίτητες για τη βασιλική νομιμότητα.
Βεβαίως, ακόμη και τώρα, όπως και την προηγούμενη μεροβίγγεια περίοδο, δεν συναντάμε την ύπαρξη χωροδεσποτειών: δηλαδή επικρατειών στις οποίες κυριαρχεί ένας και μοναδικός γαιοκτήμονας. Οι τοπικές κοινωνίες εφάρμοζαν ιδιαιτέρως σύνθετες πρακτικές, οι οποίες απέτρεπαν την κυριαρχία ενός χωροδεσπότη. Υπήρξε όμως και εκτεταμένη διαφθορά την οποία δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνο τα καπιτουλάρια (νόμοι και κανονισμοί) των Καρολίδων. Όσον αφορά τη θρησκεία, αυτή πλέον λειτουργούσε ως συλλογικό ηθικό πλαίσιο για τη «σωτηρία» ολόκληρου του φραγκικού λαού. Υπό αυτή τη λογική, οι πράξεις των Καρολίδων επιβλέπονταν από τον Θεό και έτσι νομιμοποιούνταν. Για πρώτη φορά, από την άλλη πλευρά, διανοούμενοι λειτουργούν ως σύμβουλοι των βασιλέων. Ενώ οι συνελεύσεις ήταν επίσης απαραίτητες για τη βασιλική νομιμότητα. Τελικά «το καρολίγγειο σύστημα βασίστηκε στη γνώση και στα μέσα επικοινωνίας, καθώς και στην πεποίθηση ότι ο αυτοκράτορας μπορούσε δυνητικά να δει τα πάντα» (σ. 96).
Η άλλη τομή στην Ευρώπη από το 500 έως το 1100 συντελείται από την εξάπλωση του χριστιανισμού στη Βόρεια Ευρώπη. Μέχρι τότε η Βόρεια Ευρώπη συντίθετο από αδύναμα πολιτικά κέντρα εξουσίας με ανεξάρτητη εν πολλοίς αγροτιά. Σχετική αδυναμία κυριαρχίας των βασιλέων και σχετική ανεξαρτησία των αγροτικών τάξεων, οι οποίες όμως για να επιβιώνουν έπρεπε να συναλλάσσονται με τις αριστοκρατικές ελίτ, ήταν τα μείζονα χαρακτηριστικά των τότε βασιλείων. Αυτό που άλλαξε πολλά, ιδίως στην Αγγλία, ήταν η ικανότητα των βασιλέων να εφαρμόζουν καρολίγγεια υποδείγματα διοίκησης, κάτι που συνέβαλε στην ισχυροποίησή τους και στην αίσθηση αυτοπεποίθησης. Από τον 6ο έως τον 9ο αιώνα αναπτύσσεται αργά η ιδιωτική γαιοκτησία των βασιλέων και των αριστοκρατών. Όλα ήταν έτοιμα για μια θρησκεία, όπως ο χριστιανισμός, η οποία ευνοούσε τέτοιες πολιτικές και διοικητικές εξελίξεις. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο μονογραμμικά, όπως φαίνονται. Είναι αλήθεια πως οι βασιλείς και οι ηγεμόνες σε Ιρλανδία, Αγγλία, Δανία, Νορβηγία και Πολωνία δεν έχασαν την ευκαιρία να ακολουθήσουν μια εκκλησία που όχι μόνο δεν ήταν αντίθετη στη γαιοκτησία τους αλλά ήταν και η ίδια ευνοημένη από αυτήν. Έτσι, με κύριο εκπρόσωπο αυτής της δομής το πολωνικό Βασίλειο, όλα στρέφονταν πλέον γύρω από έναν βασιλιά και το στενό του περίγυρο, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να συλλέγει το φόρο υποτέλειας. Δεν ήταν όμως όλα όπως στην Πολωνία. Ακόμη και στην Ιρλανδία που ο προσηλυτισμός είχε αρχίσει από τον 5ο αιώνα, οι κληρικοί απλώς αντικατέστησαν τους δρυΐδες ως εξειδικευμένη τάξη. Η βασιλική πολιτική εξουσία στην Δανία, παρά τον εκχριστιανισμό της, όφειλε ελάχιστα στον χριστιανισμό, ενώ η Νορβηγία δεν απέκτησε τότε ισχυρή βασιλεία αν και εκχριστιανίσθηκε.
Μετά το 1000 έως το 1150 υπάρχει πλέον μια ισχυρή αναμόρφωση της Ευρώπης. Παρόλο που οι τοπικές χωροδεσποτείες δεν εξαφανίζονται, πολλά αλλάζουν. Αξίζει να επισημανθεί εδώ το αυτονόητο, αλλά αναγκαίο: Κατά τον συγγραφέα, ούτε στην Ανατολική ούτε στη Δυτική Ευρώπη, αλλά ούτε και στον Βορρά (Αγγλία- Γερμανία) δεν κυριαρχεί ακόμη κάποια «εθνική συνείδηση». Ο συγγραφέας εξετάζει στη λεπτομέρειά τους τις οικονομικές και πολιτικές αλλαγές στις Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, για να αναδείξει τους διαφορετικούς δρόμους μέσα από τους οποίους αυτές κατέληξαν σε πιο συγκεντρωτικές εξουσίες και σε συστήματα ισχυρών χωροδεσποτειών και φεουδαρχών. Ακόμη όμως μέχρι το 1100 η παπική εξουσία δεν ήταν αυτή που έγινε στη συνέχεια. Της Α’ Σταυροφορίας δεν ηγήθηκαν ούτε οι πάπες ούτε οι βασιλείς, αλλά οι ακόμη ισχυροί τοπικοί ηγεμόνες.
Οικονομική άνθιση και Μαύρος Θάνατος (950-1400)
Αν και δεν έχουμε πλήρη στοιχεία, κατά την περίοδο 950-1300, παράλληλα με τις αλλαγές σε βάρος των απλών αγροτών, διακρίνεται μια μεγάλη οικονομική άνθιση. Αν και είναι λάθος ο ισχυρισμός πως οι αγρότες δεν επωφελήθηκαν καθόλου από αυτές τις αλλαγές, παραμένει γεγονός πως αυτοί πλέον εργάζονται ως εκμισθωτές και όχι ως ιδιοκτήτες. Η ανάπτυξη των πόλεων σε δυο επίπεδα, αυτό των ανταλλαγών με την ύπαιθρο και αυτό του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων οδηγούν σ’ αυτή την οικονομική άνθιση.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την περίοδο αυξάνεται ο ρόλος της διανόησης και ιδρύονται πανεπιστήμια ανεξάρτητα από τις αυθεντίες των βασιλέων και των παπών.
Αυτή την άνθιση όμως δεν την παρακολούθησαν μέχρι τέλους οι πολιτικές ανασυγκρότησης των βασιλείων (1150-1300). Παρά αυτή την καθυστέρηση «η μεγαλύτερη χρήση της γραφής, η ανάπτυξη εννοιών λογοδοσίας, η προϊούσα συνθετότητα του δικαίου και η βραδεία εξάπλωση ιδεών σχετικών με την επίλυση προβλημάτων αποτέλεσαν όλες τους σημαντικές εξελίξεις κατά την περίοδο αυτή, έχοντας επιπτώσεις στον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών πρακτικών» (σ. 183). Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την περίοδο αυξάνεται ο ρόλος της διανόησης και ιδρύονται πανεπιστήμια ανεξάρτητα από τις αυθεντίες των βασιλέων και των παπών. Η ισχύς αυτών των πανεπιστημίων οφειλόταν «στη διδακτική και διαλογική τους ικανότητα, ανεξαρτήτως έξωθεν επικυρώσεων» (σ. 208). Παρόλα αυτά, φαινόμενα όπως η λογοδοσία των αξιωματούχων, η ενίσχυση του ρωμαϊκού δικαίου, οι διοικητικές αναδιαρθρώσεις, ακόμη και η ανάπτυξη μιας ισχυρής λαϊκής θρησκευτικής κουλτούρας (Φραγκίσκος της Ασίζης και Καθαροί) δεν οδήγησαν σε μεγάλες πολιτικές αλλαγές.
Την ίδια περίοδο, ούτε το Βυζάντιο κατόρθωσε να εφαρμόσει εναλλακτικές λύσεις που θα το ισχυροποιούσαν έναντι των αυξανόμενων εξωτερικών απειλών αλλά και της εσωτερικής δυσαρέσκειας. Το δημοσιονομικό σύστημα και ο έμμισθος επαγγελματικός στρατός ήταν οι δυο πυλώνες του ισχυρού Βυζαντίου. Η αδυναμία να μεταρρυθμιστούν αυτοί οι δυο πυλώνες κόντρα στις αντιδράσεις της στρατιωτικής αριστοκρατίας αποδυνάμωσε τη βυζαντινή αντίσταση τόσο στους δυτικούς όσο και στους ανατολικούς εχθρούς. Η άλωση της Πόλης το 1203 οδήγησε στην εμφάνιση μια σειράς μικρών διάδοχων κρατών που ποτέ πια δεν μπόρεσαν να ενωθούν γύρω από ένα ισχυρό Βυζάντιο. Η οθωμανική κατάληψη της Πόλης είχε προαναγγελθεί το 1203.
Ιδιαίτερα καινοτόμος είναι ο συγγραφέας όταν για να καταδείξει τις αλλαγές στο Φύλο και στην Κοινότητα στην Ευρώπη του ύστερου Μεσαίωνα καταφεύγει σε περιπτώσεις του ρόλου ξεχωριστών γυναικών, όχι της υψηλής αριστοκρατίας.
Ιδιαίτερα καινοτόμος είναι ο συγγραφέας όταν για να καταδείξει τις αλλαγές στο Φύλο και στην Κοινότητα στην Ευρώπη του ύστερου Μεσαίωνα καταφεύγει σε περιπτώσεις του ρόλου ξεχωριστών γυναικών, όχι της υψηλής αριστοκρατίας. Ιδιαίτερη όμως σημασία έχουν και οι εξελίξεις που αφορούν τη συμμετοχή των πολιτών στις συνελεύσεις και ο αυξανόμενος ρόλος της γνώσης στη διοίκηση των πολύ πιο σύνθετων κοινωνιών πλέον. Διανοούμενοι όπως οι Δάντης, Βοκκάκιος, Πετράρχης συνέβαλαν προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα «ο Πετράρχης χρησίμευσε στις πόλεις ως λογογράφος, η πραγματική αξία του όμως ήταν αυτή του πολιτισμικού ινδάλματος, λόγω της πολυμάθειας και των αξιοσημείωτων λογοτεχνικών δεξιοτήτων του» (σ. 311). Δεν παραλείπει όμως ο συγγραφέας και τον ρόλο που άσκησαν στην αμφισβήτηση της διεφθαρμένης παπικής εκκλησίας και τα κινήματα θρησκευτικής διαμαρτυρίας, όπως αυτό των Τζον Ουίκλφ (ετ. θανάτου 1384) και Γιαν Χους (ετ. θανάτου 1415).
Ο Κρις Γουίκαμ, ομότιμος καθηγητής
Μεσαιωνικής Ιστορίας
στο Παν/μιο της Οξφόρδης
|
Η Δύση από τον 11ο αιώνα και ύστερα στηρίχθηκε σε τρεις θεμελιώδεις αλλαγές: Πρώτον, στην κατάρρευση των καρολίγγειων πολιτικών δομών, δεύτερον, στην ανασυγκρότηση της πολιτικής εξουσίας και τρίτον στη μακροχρόνια οικονομική άνθιση την οποία δεν ανέτρεψε η περίοδος του Μαύρου Θανάτου (1348-1353), παρά τις μεγάλες απώλειες στον ανθρώπινο πληθυσμό. Το Βυζάντιο δεν ακολούθησε αυτές τις εξελίξεις, παρόλο που οι Βυζαντινοί παρέμειναν Ρωμαίοι στον τρόπο διακυβέρνησής τους μέχρι το 1200. Καμία σοβαρή περιγραφή των Μέσων Χρόνων δεν μπορεί και δεν πρέπει όμως να παραλείψει την ιστορία του Βυζαντίου, τονίζει ο συγγραφέας. Ίσως θα έπρεπε να προσεγγίσει αναλυτικότερα και βαθύτερα και τις εξελίξεις στη εκχριστιανισμένη Ρωσία. Αυτή η Αυτοκρατορία κατά τη γνώμη μου θα άξιζε μεγαλύτερης προσοχής στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ιστορίας των Μέσων Χρόνων.
Τελικά, ο χάρτης του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης του 21ου αιώνα είχε χονδρικά διαμορφωθεί από το 1500. Η ενεργός συμμετοχή διανοουμένων και πολιτών –ακόμη και πολλών γυναικών– είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που παρέδωσε στις μελλοντικές γενιές ο Μεσαίωνας. Ο Γουίκαμ όμως παρέδωσε σε εμάς μια εξαιρετική ιστορία των οφειλών μας στους Μέσους Χρόνους. Εξαιρετική η μεταφραστική δουλειά του Χρήστου Γεμελιάρη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας.
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Σημαντική ελευθερία υπήρχε για τους διανοούμενους οι οποίοι έρχονταν απ’ όλα τα μέρη της Φραγκίας και τα κατακτημένα εδάφη (καθώς και την Αγγλία και την Ιρλανδία) προσελκυσθέντες από την αμοιβή που προσέφεραν οι βασιλείς» (σ. 92).
«Αυτό που οι συγγραφείς του Μεσαίωνα φανερώνουν είναι η συνθετότητα πλέον του δημόσιου λόγου και η αποδεκτότητα αρκετά περίπλοκων διανοητικών εγχειρημάτων ως μέρος του τελευταίου, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικά προσανατολισμένες εκδοχές αυτού του λόγου- η διαμάχη γύρω από τα φοροσυλλεκτικά δικαιώματα των βασιλέων ή η επίλυση προβλημάτων συνδέονταν επίσης με περισσότερες πρακτικές μέριμνες (σ. 315).