Για το βιβλίο του Λέωντα Α. Ναρ, «Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945- 1946)» (εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Πολλές φορές ακούμε ορισμένους πολιτικούς ταγούς να αναφέρονται «στο μεγάλο ελάττωμα της φυλής» που είναι η διχόνοια, η οποία οδηγεί τον τόπο στον όλεθρο και άλλες παρόμοιες κοινοτοπίες. Σ’ αυτό το βιβλίο ανακαλύπτουμε πως αν υπάρχει ένα «ελάττωμά της φυλής», αυτό είναι η «ομόνοια» μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, όταν μπροστά τους βρίσκεται ένας αδύναμος που ζητά δικαίωση. Τέτοια ήταν η «ομόνοια» ελληνικού κράτους και μέρους της κοινωνίας των πολιτών, η οποία είχε ως στόχο την καταλήστευση της περιουσίας των ανθρώπων που γύρισαν από τον ναζιστικό Άδη. Ο Λέων Ναρ καταγράφει το πώς εφαρμόστηκε αυτή η «ομόνοια» στην περίπτωση των ελάχιστων διασωθέντων ελληνοεβραίων που επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη. Αυτοί συνάντησαν τόσο την απροθυμία του ελληνικού κράτους να τους επανεντάξει όσο και την αντίσταση των μεσεγγυούχων στο αίτημα της επιστροφής των περιουσιών που αυτοί είχαν ιδιοποιηθεί κατά την Κατοχή.
Η μελέτη εστιάζει στα δύο πρώτα έτη (1945-1946) της επιστροφής των επιζώντων ελλήνων εβραίων στο γενέθλιο τόπο τους, τη Θεσσαλονίκη.
Η μελέτη εστιάζει στα δύο πρώτα έτη (1945-1946) της επιστροφής των επιζώντων ελλήνων εβραίων στο γενέθλιο τόπο τους, τη Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας καταβυθίζεται σε μια σειρά αρχείων που αφορούν τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Ισραηλίτικης Κοινότητας Θεσσαλονίκης (Ι.Κ.Θ), το Ιστορικό Αρχείο της Κοινότητας με τις πρωτότυπες δηλώσεις περιουσίας και σε δημοσιεύματα της εποχής, κυρίως στην αριστερής κατεύθυνσης εφημερίδα με τίτλο «Ισραηλίτικο Βήμα», για να ανασύρει στην επιφάνεια τις συνέπειες όχι μόνο του αντισημιτισμού, αλλά και την αδηφαγία της επιδίωξης του κέρδους με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό που συνέβη στους επιστρέψαντες θεσσαλονικείς εβραίους δεν ήταν συνέπεια μόνο του μίσους, αλλά και της απληστίας. Η διαρπαγή των περιουσιών τους γινόταν με τη συναλλαγή των πραγματογνωμόνων του κράτους με τους μεσεγγυούχους. «Μέσα στη γενική ρεμούλα», όπως σημείωνε ο δημοσιογράφος Μπαρούχ Σιμπή. Το οξύμωρο ήταν πως αντί να λογοδοτήσουν όσοι με τη βοήθεια των κατακτητών ναζί σφετερίστηκαν τις περιουσίες των επιζήσαντων, αυτοί δημιουργούσαν ομάδες πίεσης που διεκδικούσαν «το δίκιο» των εγκλημάτων τους. Και το ακόμη χειρότερο ήταν πως το κράτος είτε ευθέως είτε με την αδιαφορία του τούς αναγνώριζε τα, δήθεν, δικαιώματά τους.
Η κατάδυση του συγγραφέα στα αρχεία της εποχής αναδεικνύει το πώς οι λίγοι εβραίοι που επέστρεψαν ήρθαν αντιμέτωποι με μια οδυνηρή πραγματικότητα. Βρήκαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους κατειλημμένες από καταπατητές μεσεγγυούχους, είδαν κατεστραμμένο το παλιό νεκροταφείο της Κοινότητας, γίνονταν μάρτυρες της δημόσιας και ιδιωτικής κλοπής των επιτύμβιων πλακών και της καθημερινής εξαφάνισης των υλικών των διάφορων κατεδαφισμένων εβραϊκών συνοικισμών, παρακολουθούσαν τις παραπομπές από τη μια υπηρεσία στην άλλη του αιτήματος για ανέγερση νέου νεκροταφείου, την αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου χώρου για τη στέγαση της Ι.Κ.Θ., την καθυστέρηση εκκένωσης των Ιερών Συναγωγών που είχαν καταληφθεί, βίωναν τις άθλιες συνθήκες σίτισης. Αυτά είναι η μία μόνο, η υλική όψη, της απογοήτευσης των ελάχιστων διασωθέντων. Η άλλη είναι πολύ χειρότερη. Είναι η κατάρρευση των ελπίδων πως, επιστρέφοντας, μαζί με τα σπίτια και τα εισοδήματα τους θα γινόταν σεβαστή –επιτέλους– και η ταυτότητά τους. Δεν τους στέρησαν μόνο τα υλικά αγαθά, τα περιουσιακά τους στοιχεία. Η πατρίδα τούς αποξένωνε από το ίδιο τους το παρελθόν. Αυτό ήταν το χειρότερο απ’ όλα.
Μετά τη φυσική εξόντωση της Κοινότητας των ισραηλιτικής καταγωγής ελλήνων συμπολιτών μας στα γερμανικά στρατόπεδα η Ύβρις όχι μόνο δεν έγινε Νέμεσις, αλλά και επαναλήφθηκε.
Μετά τη φυσική εξόντωση της Κοινότητας των ισραηλιτικής καταγωγής ελλήνων συμπολιτών μας στα γερμανικά στρατόπεδα η Ύβρις όχι μόνο δεν έγινε Νέμεσις, αλλά και επαναλήφθηκε με άλλα μέσα στην ίδια τους την πόλη. Επαναλήφθηκε αλλά όχι ως φάρσα, ως τραγωδία και πάλι. Ο Ναρ ταρακουνά τις συνειδήσεις μας αποκαλύπτοντας το θράσος ενός κράτους και μιας κοινωνίας των πολιτών που συνέχισαν και μετά τον πόλεμο να ιδιοποιούνται τις εβραϊκές περιουσίες, οι οποίες είχαν παραδοθεί από τους ναζί στους λεγόμενους μεσεγγυούχους. Μια κοινωνία και ένα κράτος που αρνήθηκαν με διάφορα προσχήματα να επιστρέψουν τις κινητές και ακίνητες περιουσίες των ελάχιστων ελλήνων εβραίων που γύριζαν από την κόλαση των στρατοπέδων εξόντωσης για να συναντήσουν μια άλλη αποτρόπαια κόλαση: αυτή της αδιαφορίας και της εκμετάλλευσης τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δίκη των προδοτών εβραίων, όπως ο Χασόν, εκείνων που έστελναν σε βέβαιο θάνατο τους ομοθρήσκους τους, αφού πρώτα τους κατέκλεβαν. Η δίκη όλων αυτών δυσχεραινόταν από την απαίτηση του νόμου πώς για να τιμωρηθεί ένας εγκληματίας, έπρεπε να μηνυθεί από το ίδιο του το θύμα. Ευτυχώς όμως η ελληνική δικαιοσύνη καταδίκασε με βαριές ποινές τους κατηγορούμενους. Επίσης έγινε και προσπάθεια ελέγχου της ψήφου των ελλήνων εβραίων της Θεσσαλονίκης με την απαίτηση αυτοί να ψηφίσουν σε χωριστό, μόνο για αυτούς τμήμα. Την πρώτη φορά στις εθνικές εκλογές της 31ηςΜαρτίου1946, όταν υποχρεώθηκαν να ψηφίσουν σ’ ένα ξεχωριστό τμήμα, επέλεξαν την αποχή. Ευτυχώς αυτή η απαίτηση δεν ίσχυσε στο Δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 και μπόρεσαν τουλάχιστον να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα σαν ισότιμοι πολίτες.
Από τον Ναρ όμως δεν μαθαίνουμε μόνο το πόσο απάνθρωπος είναι ο αντισημιτισμός και η χρήση του για ίδιον όφελος.
Από τον Ναρ όμως δεν μαθαίνουμε μόνο το πόσο απάνθρωπος είναι ο αντισημιτισμός και η χρήση του για ίδιον όφελος. Μαθαίνουμε κάτι πολύ ευρύτερο. Εφόσον ο αντισημιτισμός της εποχής και ο σημερινός ακροδεξιός λόγος δεν ξεκινούν από τα γεγονότα, δεν τους πείθουν οι συλλογισμοί και δεν έχουν επιχειρήματα, κινούνται γύρω από ένα ανορθολογικό πλαίσιο εντός του οποίου η εμπειρία και τα γεγονότα δεν έχουν καμία θέση, η ιδέα που έχουν για τον Εβραίο και τον Άλλο καθορίζει την πραγματικότητα και όχι το αντίθετο, δεν ενδιαφέρονται για την αντιπαράθεση επιχειρημάτων φοβούμενοι τη λογική και τον διάλογο, τότε βιβλία σαν αυτό εφοδιάζουν τους θιασώτες του ορθού λόγου και του ανθρωπισμού με επιχειρήματα κατά κάθε φανατισμού και όχι μόνο κατά του αντισημιτισμού.
Μέσα στην παχυδερμία της πραγματικότητας τέτοια βιβλία αποτελούν οάσεις ευγενών συναισθημάτων. Μας μαθαίνουν να αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους μας ως ανθρώπους με ιδιότητες και όχι ως αντικείμενα προς εκμετάλλευση. Από αυτό το βιβλίο αποκτάμε ούτως ή άλλως μια ευρύτερη γνώση των γεγονότων, αλλά αυτό που κυρίως μένει είναι η απαραίτητη ευαισθησία που χρειαζόμαστε για να διασώσουμε τον όποιο ανθρωπισμό μάς έχει απομείνει, σε μια εποχή που τα φίδια του μίσους πολλαπλασιάζονται. Ο Λέων Ναρ δεν διστάζει να πει αλήθειες, ακόμη κι αν αυτές εκθέτουν πολλούς σε πολλά επίπεδα. Έχουμε εδώ μια μελέτη απ’ αυτές που βοηθούν ένα έθνος να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας.
Τον Απρίλιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια
το βιβλίο του «Το πρωτείο της δημοκρατίας. Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία».
Ξανά στη Σαλονίκη
Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-1946)
Λέων Α. Ναρ
Προλεγόμενα: Στράτος Ν. Δορδανάς
Πόλις 2018
Σελ. 173, τιμή εκδότη €14,00