Για το βιβλίο του Rafaël Gluksmann «Τα παιδιά του κενού – Από το αδιέξοδο του ατομικισμού στην αφύπνιση των πολιτών» (μτφρ. Βάλια Καϊμάκη, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Γάλλος σκηνοθέτης, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, ακτιβιστής και συνιδρυτής μαζί με τον οικονομολόγο Τομά Πορσέρ και την οικολόγο ακτιβίστρια Κλερ Νουβιάν ενός πολιτικού κινήματος, του Place Publique, το οποίο σήμερα επιδιώκει την κοινή κάθοδο της γαλλικής Αριστεράς στις ευρωεκλογές,* γιος του φιλόσοφου Αντρέ Γκλυσμάν, δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Οι εκδόσεις Πόλις έχουν εκδώσει και το προηγούμενο βιβλίο του, πάλι σε πολύ καλή μετάφραση της Βάλιας Καϊμάκη, με τίτλο Εναντίον της αντιδραστικής σκέψης. Εκεί θέτει στο στόχαστρό του τους φανερούς εχθρούς των ανοικτών κοινωνιών, όπως οι σαλαφιστές, αλλά και τους κρυφούς, όπως είναι οι ακροδεξιοί αντιδραστικοί, ο Πούτιν και οι φίλοι του. Στο παρουσιαζόμενο εδώ δοκίμιό του αναζητά στον ατομικισμό και στην κυριαρχία του οικονομισμού τους λόγους για τα αδιέξοδα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως το ερώτημα δεν είναι το γιατί οι μάζες ακολουθούν λάθος δρόμους, αλλά το τι συμβαίνει και οι προοδευτικοί διανοούμενοι, υποστηρικτές μιας ανοικτής κοινωνίας, λοξοδρομούν. Εδώ καταθέτει μια πολύ ωραία εικόνα, παρομοιάζοντας την κοινωνία σαν τον πίνακα του Καραβάτζο «Ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος». Στον πίνακα φαίνονται όλα αρμονικά, με τον Άγιο υπό το βλέμμα του Αγγέλου να ακουμπά τα πόδια του σ’ ένα σκαμνί και να συγγράφει το Ευαγγέλιό του. Αν προσέξουμε όμως το σκαμνί, τότε θα παρατηρήσουμε πως η μια πλευρά του βρίσκεται στο κενό. Ο Άγιος κινδυνεύει να πέσει ανά πάσα στιγμή στο κενό. Από εδώ και ο τίτλος του βιβλίου «Τα παιδιά του κενού». Σε ένα τέτοιο κενό στέκεται και η φιλελεύθερη δημοκρατία. Είναι ένα πολιτικό σύστημα που, όπως το πόδι του Ματθαίου, στηρίζεται σε ετοιμόρροπη βάση. Και ποια είναι κατά τον συγγραφέα αυτή η βάση; Μα φυσικά –το φυσικά πάει στον συγγραφέα– η ανατροπή της πρωτοκαθεδρίας του συλλογικού από το ατομικό.
Ζούμε σε μια κοινωνία απομόνωσης. Αυτή η μοναξιά κάνει τον άνθρωπο ανήσυχο και ευάλωτο. Μια κοινωνία απομόνωσης προκαλεί άγχος και αυτό στέλνει τους πολίτες σε κοινότητες που τους υπόσχονται προστασία. Αυτή η κοινωνία απομόνωσης όμως δεν είναι αποτέλεσμα δήθεν αντικειμενικών παγκόσμιων εξελίξεων έναντι των οποίων δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση. Αντιθέτως, η κοινωνία της απομόνωσης είναι αποτέλεσμα μιας σειράς κοινωνικο-πολιτισμικών μαχών και πολιτικών αποφάσεων. Είναι αποτέλεσμα της επικράτησης του homo economicus τόσο επί της δημοκρατίας (démocratie) όσο και επί της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας (république).
Σύνθημα του απομονωμένου ανθρώπου των σημερινών συνθηκών δεν είναι η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση αλλά το «να συντρίψουμε τον άλλο». Άτομα όπως ο Τραμπ καθοδηγούνται μόνο από τη βούληση της προσωπικής επιτυχίας πάση θυσία.
Ο άνθρωπος βεβαίως δεν είναι τίποτα εκ φύσεως. Τέτοιον ή άλλον τον κάνουν οι κοινωνικές συνθήκες. Αυτές σήμερα οδηγούν στον «άνθρωπο χωρίς ενσυναίσθηση». Στον άνθρωπο που υποτάσσει τα συναισθήματά του στο κέρδος. Σύνθημα του απομονωμένου ανθρώπου των σημερινών συνθηκών δεν είναι η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση αλλά το «να συντρίψουμε τον άλλο». Άτομα όπως ο Τραμπ καθοδηγούνται μόνο από τη βούληση της προσωπικής επιτυχίας πάση θυσία. Αυτός δεν δίστασε ακόμη και την φοροδιαφυγή ή τον μισογυνισμό του να τα παρουσιάσει ως προσόν. Ο τραμπισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χυδαία πεμπτουσία της λατρείας του εαυτού, της λατρείας του winner.
Όσο όμως αποσυντίθενται οι πολιτικές και οι κοινωνικές σχέσεις, τόσο οι κοινωνίες αποτυγχάνουν να ενσωματώσουν τις διαφορετικές ομάδες. Πριν μερικά χρόνια ένας Αμερικανός εργάτης στην ερώτηση «ποιος είναι» μπορούσε να απαντά «είμαι επιστάτης σ’ ένα εργοστάσιο». Σήμερα απαντά πώς «είναι λευκός». Η ατομικοποίηση της ύπαρξης οδηγεί σε υπο-πολιτικές ταυτοποιήσεις που υποκαθιστούν τις συλλογικές ταυτοποιήσεις. Το σύνθημα «καλλιέργησε τη διαφορετικότητά σου» φαντάζει ένα προοδευτικό σύνθημα, αλλά δεν είναι. Όταν η αναγνώριση των διαφορών γίνεται πολιτικό πρόγραμμα, τότε αυτή καταστρέφει τόσο τους υποστηρικτές της όσο και τις –υποτίθεται– υπό προστασία μειονότητες. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι για παράδειγμα στην περίπτωση της ισλαμικής τρομοκρατίας, δεν πρέπει να κρύβουμε πως το μίσος και ο φανατισμός αποτελεί εγγενή τάση στην εσωτερική δυναμική της Ούμα, αλλά δεν πρέπει και να μην συνυπολογίζουμε στις αιτίες της ανόδου του σαλαφισμού και τη γενικευμένη αποσύνθεση των πολιτικών και των κοινωνικών δεσμών αλληλεγγύης.
Όσον αφορά την κριτική στη διαφθορά που όλο και εντείνεται από την πλευρά του ακροδεξιού λόγου, ο Γκλυσμάν μας υπενθυμίζει τον Μακιαβέλλι, ο οποίος υποστήριζε ότι αυτή οφείλεται στη διείσδυση των ιδιωτικών συμφερόντων στη δημόσια σφαίρα. Σήμερα η αλληλοεπικάλυψη του δημόσιου και του ιδιωτικού στο όνομα της όποιας αποτελεσματικότητας θέτει μείζονα πολιτικά ζητήματα. Έτσι «το να ελέγχουμε τους ανέργους παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα. Το να παλέψουμε ενάντια στα έξυπνα συστήματα που επινοούν οι πλούσιοι για να αποφύγουν τη φορολογία μοιάζει λιγότερο επείγον» (σ. 75). Ορθότατες επισημάνσεις.
Αν και ο Γκλυσμάν τάχθηκε υπέρ του Μακρόν, στον δεύτερο γύρο στη σύγκρουσή του με την Λεπέν, δεν φείδεται σφοδρής κριτικής σ’ αυτόν. Φτάνει ουσιαστικά να τον παρουσιάζει ως κάποιον που αντί να ανανεώσει το ρεπουμπλικανικό πρόταγμα, αποκαθιστά σε συμβολικό επίπεδο τη μοναρχική αισθητική. Υπερβολές με μικρές δόσεις αλήθειας.
Απορεί και αναρωτιέται γιατί εκπλησσόμαστε που ανεβαίνουν οι λαϊκιστές όταν οι ηγέτες μας ταυτίζονται με τα συμφέροντα των πιο ευνοημένων; Είναι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ένα μεταβατικό στάδιο προς την ενοποίηση ή μήπως είναι ένα σταθερό μοντέλο πολιτικής λιτότητας;
Απορεί και αναρωτιέται γιατί εκπλησσόμαστε που ανεβαίνουν οι λαϊκιστές όταν οι ηγέτες μας ταυτίζονται με τα συμφέροντα των πιο ευνοημένων; Είναι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ένα μεταβατικό στάδιο προς την ενοποίηση ή μήπως είναι ένα σταθερό μοντέλο πολιτικής λιτότητας; Σωστά ερωτήματα, μόνο που οι απαντήσεις τους, κυρίως αυτές που επικαλούνται ως λύση τις «πλατείες», οξύνουν το πρόβλημα, χωρίς να απαντούν καθόλου στους ακροδεξιούς. Είναι εύκολο να λες πως πρέπει να υιοθετήσουμε το σύνθημα «να ξαναπάρουμε τον έλεγχο» από τους ακροδεξιούς, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να εξηγήσεις πώς αυτό μπορεί να γίνει χωρίς να υποφέρουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Αν και στην κριτική του ο Γκλυσμάν είναι καθαρός, στις πολιτικές του προτάσεις φαίνεται η αμηχανία μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς που κριτικάρει τη σοσιαλδημοκρατία ό,τι δεν κάνει αυτά που κάποτε την κατηγορούσε ότι κάνει. Η ριζοσπαστική Αριστερά κατηγορεί τη σοσιαλδημοκρατία πώς έχει εγκαταλείψει το κράτος πρόνοιας, για το οποίο πριν την κατηγορούσε ότι αυτό λειτουργεί ως πέπλο απόκρυψης της καπιταλιστικής ανέχειας. Ο Γκλυσμάν αναζητά απαντήσεις στο πώς μπορούμε να ζήσουμε ξανά ως πολιτικά όντα. Στο Κοινωνικό Συμβόλαιο που προτείνει μιλά για μια φορολογία που θα στηρίζεται στη λογική του ότι το κράτος οφείλει να κάνει φτωχότερα τα άτομα, αρκεί να κάνει το σύνολο πλουσιότερο. Μα αυτό ήταν η χαρακτηριστική πολιτική της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας, και γι’ αυτό όπως και για το κράτος πρόνοιας δέχθηκε τα περισσότερα πυρά από τους ριζοσπάστες της Αριστεράς.
Το μέτωπο που προτείνει να ανοίξουμε κατά του ατομικισμού έχει δυο πλευρές. Η μια είναι αυτό που ονομάζει τραγική ή πολιτική οικολογία. Δεν χρειάζεται –υποστηρίζει– να οικοδομήσουμε περίπλοκα φιλοσοφικά συστήματα για να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Αρκεί να ακούσουμε τους επιστήμονες που προειδοποιούν για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Βεβαίως, εδώ ξεχνά την κριτική του στους ειδικούς που υποκαθιστούν την πολιτική, αλλά ας το παρακάμψουμε αυτό, για το πιο ουσιαστικό κομμάτι της άποψής του. Αυτό είναι ότι ο πόλεμος κατά του περιβάλλοντος είναι πόλεμος κατά του εαυτού μας. Μόνο η τραγική οικολογία μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως χρειάζεται να αμφισβητήσουμε τη σχέση μας με τον κόσμο που εκφράζει ο ατομικισμός. Μόνο «το οικολογικό διακύβευμα θα καταλήξει να ανατρέψει την κυρίαρχη ατομικιστική ιδεολογία» (σ. 148). Έτσι, προτείνει ένα γενικευμένο φόρο στην χρήση των ορυκτών καυσίμων.
Ακριβώς αυτό έκανε και ο Μακρόν και βρήκε απέναντι του όχι τους «ατομικιστές» αλλά τους εκφραστές των γαλλικών πλατειών, τα Κίτρινα Γιλέκα. Κι αν ακόμη ο Μακρόν εγγυόταν ότι οι φόροι αυτοί θα κατανέμονταν δίκαια μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ότι τα χρήματα δεν θα πήγαιναν για να καλύψουν τον προϋπολογισμό και τα ελλείμματα, αλλά να ενισχύσουν το κράτος πρόνοιας, όπως υποστηρίζει ο Γκλυσμάν, τα Κίτρινα Γιλέκα θα ήταν πάλι εδώ. Γιατί το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από αυτό που παρουσιάζει ο Γκλυσμάν με τις πέντε προτάσεις του για ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (συμμετοχική δημοκρατία, καθολικό βασικό εισόδημα με υποχρέωση καθολικής πολιτικής θητείας, σαφής οριοθέτηση της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα, ισχυρή αποκέντρωση, νέο φορολογικό σύμφωνο). Το πρόβλημα είναι πως η πολιτική που παραμένει εγκλωβισμένη στο πλαίσιο του έθνους κράτους, δεν μπορεί να «ελέγξει» την οικονομία που λειτουργεί σε υπερεθνικά επίπεδα. Όποιος απαντήσει στο πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα λύσει και τον γρίφο της επιστροφής της πολιτικής.
Αν κανείς θέλει να προασπίσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία, δεν μπορεί να παρουσιάζει τον ατομισμό ως σκαμνί που στέκεται στον αέρα, αλλά ως τον αρχιμήδειο τόπο στον οποίο μπορούμε να σταθούμε για να την υπερασπίσουμε.
Δυστυχώς για τον συγγραφέα, παρά τη γλαφυρότητα της παρομοίωσης του πίνακα του Καραβάτζο, η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν από την αρχή της η αποθέωση του ανεξάρτητου και αυτόνομου ατόμου που μόνο ως τέτοιο στις νεωτερικές κοινωνίες εντάσσεται σε διαφορετικά κοινωνικά σύνολα αποκτώντας και διαφορετικές ταυτότητες. Οπότε, αν κανείς θέλει να προασπίσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία, δεν μπορεί να παρουσιάζει τον ατομισμό ως σκαμνί που στέκεται στον αέρα, αλλά ως τον αρχιμήδειο τόπο στον οποίο μπορούμε να σταθούμε για να την υπερασπίσουμε.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία κινδυνεύει όντως να γκρεμιστεί, αλλά αυτό δεν οφείλεται στον ατομικισμό. Οφείλεται στο ότι αυτή η αρχή έπαψε να λειτουργεί όπως γινόταν στο πλαίσιο του έθνους κράτους και καλείται σήμερα να βρει τρόπους λειτουργίας της στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Να λειτουργήσει έτσι ώστε να επανακοινωνικοποιήσει τα απομονωμένα άτομα, για να μην αναζητούν αυτά καταφύγιο στις αντιδραστικές λύσεις που τους προσφέρουν οι ακροδεξιές.
Αν και συμφωνώ με την προφανή διαπίστωση του συγγραφέα για την ήττα της Αριστεράς, δεν συμφωνώ πως αυτή οφείλεται στο ότι έγινε φιλελεύθερη. Η απλοϊκή μομφή κατά του ατομικισμού ως αιτία του κακού τον παρασέρνει σε πολλές άλλες απλοϊκές απαντήσεις. Δεν μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι είναι υπέρ της συνάντησης της μεσότητας φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού και την ίδια στιγμή να θεωρεί τη βασική αρχή του πρώτου, τον ατομικισμό, ως αιτία της ήττας του δεύτερου. Σωστά ορίζει τον φιλελευθερισμό ως προσπάθεια διαχωρισμού του δημόσιου από το ιδιωτικό. Αλλά αν είναι όντως κάτι τέτοιο ο φιλελευθερισμός, τότε ο ατομισμός ως βασική αρχή του φιλελευθερισμού δεν μπορεί να θεωρείται το «εργαλείο» με το οποίο επιχειρείται η άλωση του δημόσιου από το ιδιωτικό. Ο ατομικισμός δεν μπορεί να θεωρείται ως ο κύριος ένοχος της ανόδου είτε της αντιδραστικής είτε της νεοφιλελεύθερης σκέψης. Γιατί για τη μεν αντιδραστική σκέψη το άτομο δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο οι κοινότητες, και για τον δε νεοφιλελευθερισμό υπάρχει μόνο το άτομο. Αλλά φιλελεύθερος ατομικισμός δεν σημαίνει νεοφιλελεύθερο απομονωμένο άτομο. Το ακριβώς αντίθετο σημαίνει. Η αναζήτηση της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας την οποία ο ίδιος προτείνει ως κύριο αίτημα, γίνεται όχι αρνούμενοι τα άτομα, αλλά εντάσσοντας την ενέργειά τους στο κοινωνικό σύνολο.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το να κατανοήσουμε και να διορθώσουμε την κίνηση του σκαμνιού του Ματθαίου προϋποθέτει την αναζήτηση της “μεσότητας”, μιας έννοιας του Αριστοτέλη. Χωρίς να εκφράζει καμιά προτίμηση για ένα χλιαρό κέντρο, αυτή η “μεσότητα” μπορεί να γίνει ριζοσπαστική όταν το επιτάσσουν οι περιστάσεις. Απαιτεί από εμάς να αναπτύξουμε ιδέες, στάσεις, σχέδια, στα μέτρα των προβλημάτων της δικής μας εποχής και του δικού μας τόπου. Ας έχουμε πάντα στο μυαλό μας δυο ερωτήματα: Προς τα πού και μέχρι πού γέρνει το σκαμνί (η διάγνωση); Προς τα πού και μέχρι πού να σπρώξουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση για να μην πέσει το σκαμνί (η θεραπεία);»
* Χθες, στις 16 Μαρτίου, κι ενώ είχε γραφτεί αυτό το άρθρο, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ανακοίνωσε ότι υποδεικνύει τον Ραφαέλ Γκλυκσμάν ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου του στις Ευρωεκλογές, κι άρα ότι συντάσσεται πίσω από το κίνημα Place Publique.