Για τη μελέτη του Φώτη Δούσου «Στη Βιβλιοθήκη του Δον Κιχώτη – Δοκίμια ερμηνευτικής» (εκδ. Ελληνική Πρωτοπορία).
Της Ειρήνης Γιαννάκη
Ο Άρθουρ Σοπενάουερ στο γνωστό δοκίμιό του Περί ανάγνωσης και βιβλίων, από το έργο του «Πάρεργα και Παραλειπόμενα», στην προσπάθειά του να μας πείσει για την αξία των κλασικών συγγραφέων, δανείζεται μία φράση του Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ που μας προτρέπει: «να διαβάζετε επιμελώς τους κλασικούς, τους γνήσιους κλασικούς. Όσα γράφουν γι’ αυτούς οι σύγχρονοι, δεν σημαίνουν πολλά» [1]. Έστω κι αν δεν συμμεριζόμαστε απόλυτα τον σκεπτικισμό του σπουδαίου Γερμανού φιλοσόφου, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε τη δυσκολία του να μιλήσει κανείς σήμερα για έργα κλασικά, όταν η ερμηνεία μοιάζει να έχει εξαντληθεί. Πόσο μάλλον για ένα βιβλίο που από το 1605 που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, με τον τίτλο Ο ευφάνταστος ιδαλγός Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα, έχει αναλυθεί, μελετηθεί και σχολιαστεί όσο λίγα κι έχει επηρεάσει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τον 17ο αιώνα και πέρα όσο κανένα.
Ο Φώτης Δούσος επιχειρεί να διεισδύσει στο ναρκοθετημένο και γεμάτο νοηματικές παγίδες σύμπαν του Θερβάντες, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που τον περιμένουν: “Ο αναγνώστης ηττάται από το ίδιο το βιβλίο και τις ποικίλες συνδηλώσεις και αποχρώσεις, τις αδιάκοπες διαστρωματώσεις και τους αχανείς νοηματικούς χώρους που ανοίγει”.
Τι καινούργιο να προσθέσει κανείς σε μια απέραντη και συχνά αντικρουόμενη βιβλιογραφία, όπως αυτή που αφορά το δίτομο πολυμεταφρασμένο αριστούργημα του κολοσσού των ισπανικών γραμμάτων Μιγκέλ ντε Θερβάντες; Κάθε σύγχρονη μελέτη που σέβεται τον εαυτό της δεν είναι δυνατόν να διατείνεται ότι διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Ωστόσο, ακριβώς αυτός ο αυξημένος βαθμός δυσκολίας, αυτή η απαιτητική παλαίστρα όπου ο συγγραφέας καλείται να αναμετρηθεί με ένα θηριώδες έργο, θεμέλιο λίθο της νεωτερικότητας στη λογοτεχνία και αναπόσπαστο μέρος του λογοτεχνικού κανόνα, είναι που συνιστά δέλεαρ για κάθε νεόκοπο μελετητή.
Ο Φώτης Δούσος στη μελέτη του για τον περιβόητο περιπλανώμενο ιππότη με τίτλο Στη Βιβλιοθήκη του Δον Κιχώτη – Δοκίμια Ερμηνευτικής επιχειρεί να διεισδύσει στο ναρκοθετημένο και γεμάτο νοηματικές παγίδες σύμπαν του Θερβάντες, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που τον περιμένουν: «Ο αναγνώστης ηττάται από το ίδιο το βιβλίο και τις ποικίλες συνδηλώσεις και αποχρώσεις, τις αδιάκοπες διαστρωματώσεις και τους αχανείς νοηματικούς χώρους που ανοίγει. Τοιουτοτρόπως και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό ηττάται –φευ– ο μελετητής που προσπαθεί να κομίσει κάτι καινούριο στην ανάλυση αυτού του έργου» δηλώνει απερίφραστα.
Παρά την εγνωσμένη δυσκολία του εγχειρήματος, τα δοκίμια που καταθέτει εδώ ο Δούσος διαθέτουν, αν μη τι άλλο, αρετές που δεν περνούν απαρατήρητες και καθιστούν το αποτέλεσμα ελκυστικό ακόμα και για τον μη ρέκτη αναγνώστη. Κατά πρώτον, το βιβλίο είναι απολαυστικό στην ανάγνωσή του και οξυδερκές, ο λόγος του ρέων και απρόσκοπτος, το ύφος του ζωηρό και διαυγές, ενίοτε παιγνιώδες, με μια λεπτή ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, που συνάδουν άλλωστε με το προς εξέτασιν βιβλίο και το αντίστοιχο σκωπτικό ύφος του Θερβάντες. Κατά δεύτερον, παρά τον φιλοπαίγμονα χαρακτήρα του, δεν υστερεί διόλου σε εμπεριστατωμένα συμπεράσματα, εμβάθυνση και στέρεη κατάρτιση. Το θεωρητικό οπλοστάσιο του συγγραφέα είναι εξαιρετικά πλούσιο και η πανσπερμία πηγών και βιβλιογραφικών αναφορών που συναντάμε εντυπωσιακή, από ανατολικές φιλοσοφίες και πολεμικές τέχνες μέχρι λαϊκά παραμύθια και το φροϋδικό λεξιλόγιο. Όπως δηλώνει κι ο ίδιος ο Δούσος στην εισαγωγή του, τα μεθοδολογικά του εργαλεία προέρχονται από μια ευρεία γκάμα σχολών και θεωριών, όπως η ψυχανάλυση, ο φορμαλισμός, ο ιστορικισμός, η αποδόμηση και η σημειωτική. Μολαταύτα, περισπούδαστες αναλύσεις, ακαδημαϊσμοί και σχολαστικισμοί δεν έχουν θέση εδώ. Ακόμα κι όταν ο συγγραφέας καταφεύγει σε πολύπλοκες αναγνώσεις, το κάνει παραμένοντας πάντα θιασώτης του συγκεκριμένου και του εύληπτου. Οι διάφορες ερμηνευτικές μέθοδοι έχουν χωνευθεί αρμονικά μέσα στην αφήγηση που ακολουθεί τη δράση των ηρώων, επιλέγοντας, όπως είναι φυσικό, συγκεκριμένα περιστατικά προς σχολιασμό αλλά ταυτόχρονα διαπλέκοντας, συγκρίνοντας, παραλληλίζοντας με άλλα. Τα σημεία που επιλέγει να σχολιάσει κινούνται γύρω από βασικούς άξονες που διατρέχουν το σύνολο του βιβλίου και τα επιχειρήματά του αντλούνται από πλείστα παραδείγματα, χαρίζοντάς του σφαιρικότητα. Συνοπτικά, θα λέγαμε πως οι άξονες αυτοί είναι: η βιβλιοθήκη του Δον Κιχώτη και τα αναγνώσματα που ευθύνονται για την εκκίνηση της δράσης, η τρέλα του Δον Κιχώτη, τα τραύματα του Δον Κιχώτη, σωματικά αλλά και ψυχικά, οι ήττες και οι νίκες του, οι έξοδοι του Δον Κιχώτη, το τέλος του.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρια ανισομερή κεφάλαια που παραπέμπουν ίσως και στις τρεις ανισομερείς σε χρονική έκταση εξόδους του Δον Κιχώτη, με τις οποίες θα καταπιαστεί στο τρίτο και εκτενέστερο κεφάλαιο. Τα άλλα δύο τιτλοφορούνται: «Στη Βιβλιοθήκη του Δον Κιχώτη» και «Τα τραύματα του Δον Κιχώτη». Και τα τρία διαιρούνται αντίστοιχα σε πολλές μικρότερες υποενότητες που οι περισσότερες διαβάζονται και αυτοτελώς.
Ως γνωστόν, ο Δον Κιχώτης θεωρείται η απαρχή της τέχνης του μυθιστορήματος και από τότε επανέρχεται διαρκώς στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας του 19ου και 20ού αιώνα. Προς επίρρωσιν αυτού, στο πρώτο κεφάλαιο, ο Δούσος μάς εισάγει στη φανταστική βιβλιοθήκη του Δον Κιχώτη και το περιεχόμενό της, ουσιαστικά, δηλαδή, στη βιβλιοθήκη των διακειμενικών αναφορών του Θερβάντες, πραγματικών αλλά και φανταστικών. Με ένα γοητευτικό πρωθύστερο παιχνίδι, μας αποκαλύπτεται το μυστικό πως όλοι οι συγγραφείς κατάγονται από εκεί, όλοι έχουν μακρινό παππού τον Θερβάντες, όπως ο Μπαρτ με τα Αποσπάσματα ερωτικού λόγου του, o Γκαίτε με τον Βέρθερό του, ο Τζον Μπαρθ, ο Ίταλο Καλβίνο, και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει ο Μπόρχες με τον Πιερ Μενάρ του.
Η ερμηνευτική τακτική του Δούσου, κατά κύριο λόγο, έγκειται στο ότι συνενώνει διάσπαρτα και εκ πρώτης όψεως τυχαία περιστατικά και ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες που όμως κάτω από το οξύ και παρατηρητικό βλέμμα του μελετητή, μπορούν να οδηγήσουν σε νέα πεδία πρόσληψης και ανάλυσης.
Η ερμηνευτική τακτική του Δούσου, κατά κύριο λόγο, έγκειται στο ότι συνενώνει διάσπαρτα και εκ πρώτης όψεως τυχαία περιστατικά και ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες που όμως κάτω από το οξύ και παρατηρητικό βλέμμα του μελετητή, μπορούν να οδηγήσουν σε νέα πεδία πρόσληψης και ανάλυσης, έστω κι αν κάποιες φορές φλερτάρουν επικίνδυνα με την εικοτολογία. Αναδεικνύει λεπτές αποχρώσεις, επισημαίνει υποδόριες συνδηλώσεις, ανιχνεύει επαναλαμβανόμενα μοτίβα και αρχετυπικά στοιχεία στο σώμα του βιβλίου και επιχειρεί να ακολουθήσει τους μαιάνδρους της σκέψης των ηρώων του Θερβάντες, καταγράφοντας αντίρροπες δυνάμεις, χάσματα και ασυνέπειες. Επιχειρεί βαθιές τομές στη δομή του αφηγηματικού ιστού του θερβαντικού μυθιστορήματος, ανασύροντας διαφορές, ομοιότητες, ταυτίσεις και παραλληλισμούς. Έτσι καταφέρνει να φωτίσει και να μας υπενθυμίσει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές, όπως το τι συμβολίζει το κόψιμο του αυτιού του Δον Κιχώτη ή ο όψιμος ερωτικός οίστρος του γέρικου Ροσινάντε, τι σημαίνει η προσφώνηση του Δον Κιχώτη προς τη Δουλτσινέα στην επιστολή που της απευθύνει ή τι μαρτυρεί η επίθεση της γάτας μετά την απόρριψη της ερωτευμένης Αλτισιδόρας και τι κρύβεται πίσω από την περιπλάνηση Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα στη γενέτειρα πόλη της Δουλτσινέας και την οργισμένη κι αναίτια επίθεση του πρώτου εναντίον ενός κουκλοθέατρου.
Η τρέλα του Δον Κιχώτη καταγράφεται με όλα τα στάδια, τις ασυνέχειες και τα σταθερά μοτίβα της, σαν ένα φαινόμενο μη παγιωμένο αλλά μεταβλητό και πάντα σε συνάρτηση με την ψυχολογική διάσταση των τραυμάτων του. Με αυτόν τον τρόπο, επιτρέπει στον αναγνώστη να ταυτιστεί ακόμα περισσότερο με τον ονειροπαρμένο ιδαλγό και να βυθιστεί στον ιδιότυπο ψυχισμό του, συμπάσχοντας με τα παθήματά του και τον αγώνα του να ανασυντάξει κάθε φορά τον εαυτό του. Ένας πιο ανθρώπινος, πιο γήινος, πιο προσπελάσιμος Δον Κιχώτης ξεπροβάλλει μπροστά μας. Μελαγχολικός παρά την αστείρευτη αισιοδοξία του, με διαύγεια σκέψης παρά την πανθομολογούμενη τρέλα του, έμπλεος ενθουσιασμού παρά τις αλλεπάλληλες ήττες, στραμμένος διαρκώς προς το μέλλον παρά την πίστη του στις παρελθούσες αξίες της ιπποσύνης.
Μέσα από τα δοκίμια ερμηνευτικής του Δούσου, γίνεται απόλυτα σαφές πως ο κατά τα φαινόμενα δυϊσμός που διατρέχει το αριστούργημα του Θερβάντες, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά σύνθεση, συναίρεση και συγκερασμός: «Ο κόσμος του Δον Κιχώτη χαρακτηρίζεται από έντονη αμφισημία. Τίποτα από όσα φαντάζεται και αποτελούν εφαλτήριο για τις περιπέτειές του δεν είναι εντελώς φανταστικό. Όλα έχουν ένα ισχυρό έρεισμα στην πραγματικότητα». Τα σύνορα μεταξύ νεφελώδους φαντασίας και αντικειμενικής πραγματικότητας, υψιπετούς ιδεαλισμού και πεζού υλισμού, τρέλας και λογικής, σκέψης και πράξης, ζωής και τέχνης, φαίνεσθαι και είναι, ψέματος και αλήθειας, αρκετές φορές αποδεικνύονται διάτρητα. Προβάλλει, επίσης, καθαρά η σύγκρουση της ιδεαλιστικής κοσμοθεωρίας του Δον Κιχώτη με την πιο ρεαλιστική των άλλων, γύρω από την οποία δομείται όλο το έργο και που είναι τόσο βίαια που δεν μπορεί παρά να αφήνει πίσω της θύματα και κυρίως τους δυο πολύπαθους κεντρικούς ήρωες.
Μήπως κι η στιγμή που ο κατά κόσμον Αλόνσο Κιχάνο ενδύεται την πανοπλία του ατρόμητου “ιππότη με την άγρια θωριά” και αναβαπτίζεται στα νάματα της δράσης δεν μπορεί να ιδωθεί σαν μία νίκη εναντίον της ακινησίας και της απελπισίας;
Δια μέσου αυτής της σύγκρουσης, μας δίνεται η ευκαιρία να αναρωτηθούμε ξανά και για τους μηχανισμούς ταύτισης του βιβλίου. Μήπως κι ο αναγνώστης, κάθε φορά που συγκρούεται με την πραγματικότητα, δεν «επιστρέφει στις ανοιχτές αγκάλες της λογικής», όπως σημειώνει ο Δούσος, περιγράφοντας τον Δον Κιχώτη, «ηττημένος, αποκαρδιωμένος, σαστισμένος, ανανήψας»; Μήπως κι ο αναγνώστης, όσο κι αν τοποθετεί τον εαυτό του στις τάξεις του πιο στυγνού ρεαλισμού, δεν μπορεί να αναγνωρίσει εδώ τον εξαπατημένο και αποθαρρυμένο εαυτό του, κάθε φορά που επιδιώξεις, βλέψεις, όνειρα και φαντασιώσεις έρχονται να συνθλιβούν πάνω στις μυλόπετρες της πιο σκληρής κι άτεγκτης πραγματικότητας; Μήπως κι η στιγμή που ο κατά κόσμον Αλόνσο Κιχάνο ενδύεται την πανοπλία του ατρόμητου «ιππότη με την άγρια θωριά» και αναβαπτίζεται στα νάματα της δράσης δεν μπορεί να ιδωθεί σαν μία νίκη εναντίον της ακινησίας και της απελπισίας; Ίσως και σαν μία νέα εκδοχή του εαυτού του αναγνώστη –μέρος των πολλαπλών ταυτοτήτων που αυτός μετέρχεται στη διάρκεια του βίου του–, εναντίον του πλέον τετριμμένου του εαυτού που βυθίζεται στην αδράνεια και τη συνήθεια;
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναζητήσουμε και μια απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα, γιατί να διαβάζουμε ή να μελετάμε ξανά τον Δον Κιχώτη και γενικά τους κλασικούς. Η καλύτερη κατανόηση του εαυτού μας αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει που προσφέρει η ανάγνωση αυτών των βιβλίων έχει σαφώς άκρως ευεργετικές ιδιότητες. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται κι ο Φώτης Δούσος, όταν αιτιολογώντας την ισχυρή παρόρμησή του να διαβάσει ξανά από την αρχή το μυθιστόρημα και να κρατήσει σημειώσεις που τελικά πήραν τη μορφή αυτών των δοκιμίων, ισχυρίζεται πως «η ανάγνωση του Δον Κιχώτη αποτελεί μια πνευματική εμπειρία με βαθιά ιαματική σημασία». Πρέπει να ομολογήσουμε πως όλοι μετράμε πλήγματα, μικρές ή μεγάλες ήττες και αβαρίες, όχι απαραίτητα ήσσονος σημασίας, συγκριτικά με αυτές του φαντασιοκόπου ιππότη. Κι αν για τα τραύματα που έχουμε όλοι από την άφευκτη σύγκρουση με την πραγματικότητα, που σαν «μυριοκέφαλη Λερναία Ύδρα» πολεμά τον κάθε έναν που θα τολμήσει να της αντεπιτεθεί, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν μαγικό ζωμό σαν αυτόν που παρασκευάζει ο Δον Κιχώτης για να επουλώσει τις πληγές του, μπορούμε τουλάχιστον να προστρέξουμε σε μία λογοτεχνία-βάλσαμο με βαθιές ιαματικές ιδιότητες.
* Η ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Η αλφαβήτα των πραγμάτων» (εκδ. Μελάνι).
[1] Arthur Schopenhauer, Περί ανάγνωσης και βιβλίων, Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Άγρα, 2013.