Για το δοκίμιο του Γιώργου Λαμπράκου «Τσαρλς Μπουκόβσκι - Ο κυνικός Κυνικός» (εκδ. Γαβριηλίδης).
Του Νίκου Ξένιου
Τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, τον συγγραφέα που αγάπησαν οι οργισμένοι έφηβοι, επιλέγει ο Γιώργος Λαμπράκος να συγκρίνει με τους Κυνικούς φιλοσόφους της αρχαιότητας, συγγράφοντας ένα δοκίμιο για το αισθητικό κατηγόρημα του κυνισμού, που εσφαλμένα συγχέεται με το χαρακτηρολογικό γνώρισμα της ωμότητας, της σκληρότητας και της ιδιοτέλειας. Το εξαιρετικό βιβλίο του Λαμπράκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, με επίμετρο του Θεοδόση Βολκώφ. Η ανυπόκριτη ευθύτητα και πρωτοτυπία των κειμένων του Μπουκόβσκι θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στα κατηγορήματα μιας ακραίας εκδοχής της σύγχρονης μελαγχολίας. Όχι με τον τρόπο του Μπάροουζ ή του Άλεν Γκίνσμπεργκ, μα με έναν απολύτως προσωπικό, ευθύβολο κυνισμό που αφήνει ανοιχτό το περιθώριο να συμπαθήσει τον άνθρωπο και να θεσπίσει μιαν ιδιότυπη μορφή πολιτικότητας.
Η ανυπόκριτη ευθύτητα και πρωτοτυπία των κειμένων του Μπουκόβσκι θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στα κατηγορήματα μιας ακραίας εκδοχής της σύγχρονης μελαγχολίας.
«Πήγαινε στο Θιβέτ, όμως μη γράφεις ποίηση»
Οι φιλικές συμβουλές, του Μπουκόβσκι, προς τους νέους, επίδοξους ποιητές θα μπορούσαν κάλλιστα να εκληφθούν ως «κυνικές», με τη σύγχρονη νοηματοδότηση του όρου. Απελπισία, κλάμα, μελαγχολία, βλοσυρότητα, ρεαλιστική αισθητική των λέξεων, εξοικείωση με τον θάνατο. Αποκάλυψη των ψευδαισθήσεων, απομυθοποίηση του έρωτα, αλκοολισμός και αυτοέλεγχος, περιθώριο και απομόνωση, εγκοσμιότητα και κοσμοπολιτισμός, σκόπιμη απρέπεια και αισχρολογία, λεκτική βία, παραδοξολογία, ευφυολόγημα, τρέλα. Σκεπτικισμός, σαρκασμός και ειρωνεία, απάθεια, ωμότητα, σκατολογία. Ολιγάρκεια, ασκητισμός, ακηδία και απογύμνωση. Ευτελισμός των ιδεών, αντεξουσιαστική στάση, παρρησία: αυτά μπορεί κανείς να ανασύρει προχείρως από τα έκδηλα χαρακτηριστικά του κυνισμού. Ενώ στόχοι του κυνισμού (όχι στόχοι «προς επίτευξιν», αλλά στόχοι «εναντίον των οποίων βάλλει» ο κυνικός διανοητής) είναι ο ανυπόστατος ιδεαλισμός, η μεταφυσική, η εσχατολογία, οι μάταιες ερωτικές σχέσεις, η πλήξη της συνηθισμένης εργασίας, ο συμβιβασμός, η κατανάλωση και ο ματεριαλισμός, η (αστική) υποκρισία.
Ο Γιώργος Λαμπράκος, στο πρώτο μέρος του φιλολογικού «γεύματος», που μας παραθέτει ως πανδαισία καλών ελληνικών και ευφυούς, συνθετικού πνεύματος, διατρέχει εν ολίγοις τα κύρια γνωρίσματα του παραγνωρισμένου αρχαίου φιλοσοφικού ρεύματος του Κυνισμού.
Ο Γιώργος Λαμπράκος, στο πρώτο μέρος του φιλολογικού «γεύματος», που μας παραθέτει ως πανδαισία καλών ελληνικών και ευφυούς, συνθετικού πνεύματος, διατρέχει εν ολίγοις τα κύρια γνωρίσματα του παραγνωρισμένου αρχαίου φιλοσοφικού ρεύματος του Κυνισμού, πρόδρομου του Στωϊκισμού. Ο συγγραφέας έχει επιδοθεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη τόσο της φιλοσοφικής (και συχνά βιοσοφικής) αυτής τάσης του αρχαίου πνεύματος, όσο και των θεωρητικών προσεγγίσεων, που κατά καιρούς έχουν γραφεί γι’ αυτήν (Ian Cutler, William Desmond, Luis E. Navia, Donald Dudley, Jan Fredrik Kindstrand, Peter Sloterdijk, Michel Foucault).
Είναι αξιοπρόσεκτο το μέρισμα κυνικού ύφους που επιφυλάσσει για τον εαυτό του ο ίδιος ο δοκιμιογράφος, στη συναρπαστική του απόπειρα να μπει στο πιθάρι του Διογένη και να σφυρίξει στον Μπουκόβσκι συναδελφικά. Και, επίσης, είναι αξιοπρόσεκτη η δοκιμιακή επιλογή του Γιώργου Λαμπράκου, δεδομένου ότι η περίπτωση του Μπουκόβσκι είναι μια από τις λίγες ψυχαναλυτικά ακραίες περιπτώσεις ανθρώπινου ψυχισμού: κακοποιημένος όσο λίγοι από τον πατέρα του, σωματικά και ψυχικά, αποστασιοποιημένος από τη συνυπεύθυνη μητέρα του, ο Μπουκόβσκι έζησε μια ζωή ειλικρινούς απομύθευσης των χαρακτηριστικών εκείνων της καθημερινής ζωής που μπορούν να αποτελέσουν καταφύγιο και παρηγοριά στους πληγωμένους, ανολοκλήρωτους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μας. Κάθε θιγμένος ψυχισμός και μια επιμέρους περίπτωση εσφαλμένου χειρισμού της ζωής, κάθε μικροαστική οικογένεια και ένα φυτώριο μικροψυχίας και στενομυαλιάς. Λεπτές θεωρητικές ίνες χωρίζουν την εκπεπτωκυία μορφή του σύγχρονου κυνισμού από την αναγωγή του Κυνισμού σε φιλοσοφική προσέγγιση, κατά την άποψή μου πρόκειται για ένα και το αυτό πράγμα.
«Όλο και κάτι θα βρεθεί για να καταστρέψει τη ζωή μας»
Είναι απορίας άξιο το πώς το βλέμμα του Μπουκόβσκι διατηρεί τη διαύγεια που απαιτείται ώστε να εντοπίσει τη φαυλότητα σε όλα όσα μας περιβάλλουν και μας επικαθορίζουν, διατηρώντας παράλληλα, ακμαία την τρυφερή του ματιά, εναγκαλισμού της καλής φύσης του ανθρώπου και αποφεύγοντας τον οίκτο των άλλων και την αυτοθυματοποίηση.
Η ανθρωπότητα στο στόχαστρο επί συνόλω, να μια συνοπτική αποτίμηση του έργου του Μπουκόβσκι που αυτομάτως του αποδίδει τα γνωρίσματα ενός σύγχρονου κυνικού. Πώς ο ίδιος, προϊόν των ίδιων θεσμών που παράγουν την αλλοτριωμένη ζωή όλων μας, μπόρεσε μέσω της μυθοπλασίας του να υπερβεί τα πλαίσια της σκληρής εργασίας, της τριβής με την κοινοτοπία, της απελπιστικής κατάδυσης στους πρόσκαιρους παραδείσους της οινο(ουϊσκο)ποσίας, και κατόπιν πάλι ν’ αναδυθεί πανέτοιμος να ρίξει τα καυστικά του λόγια στα μούτρα των αμερικανών; Είναι απορίας άξιο το πώς το βλέμμα του Μπουκόβσκι διατηρεί τη διαύγεια που απαιτείται ώστε να εντοπίσει τη φαυλότητα σε όλα όσα μας περιβάλλουν και μας επικαθορίζουν, διατηρώντας παράλληλα, ακμαία την τρυφερή του ματιά, εναγκαλισμού της καλής φύσης του ανθρώπου και αποφεύγοντας τον οίκτο των άλλων και την αυτοθυματοποίηση: «Κάποιοι άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ: τι απίστευτα απαίσιες ζωές θα πρέπει να ζουν!» έγραφε, και το κριτικό του βλέμμα υιοθετούσε αυτομάτως τη σαρκαστική και αυτοσαρκαστική στάση, που είναι απαραίτητη για να υποσκάψεις οιεσδήποτε βεβαιότητες, για να ανοίξεις ένα οίδημα πνευματικό που απαραιτήτως πυορροεί.
Αυτός ο εκούσια αποσυνάγωγος, επιστρέφοντας έπειτα από τη δουλειά σε ένα άθλιο δωμάτιο πανσιόν χωρίς ζεστό νερό και τρώγοντας, στη δεκαετία του σαράντα, ημερησίως μόνο μια γκοφρέτα που την αποκαλούσε «αμοιβή» (paybill), έπιανε την άθλια γραφομηχανή του κι εκεί κατέθετε τη δική του προσέγγιση της πραγματικότητας, ως «μεγάλος και πολυδιάστατος συγγραφέας, που προσφέρει, συγχρόνως, αδιαμφισβήτητη αναγνωστική απόλαυση και παρηγοριά για την ανθρώπινη μοίρα», όπως σημειώνει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος στην εισαγωγή του Εβδομήντα χρόνια φαγούρα (εκδ. Ηλέκτρα). Είναι το στιλ του Μπουκόβσκι μια παραλλαγή της πεσσιμιστικής θεώρησης των πραγμάτων; Πρόκειται για μια μηδενιστική προσέγγιση; Ή έχουμε να κάνουμε με έναν κατεξοχήν ρομαντικό που υψώνει το τείχος ενάντια στους παράγοντες που τον πληγώνουν; Αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο του δοκιμίου του Γιώργου Λαμπράκου, προς επίρρωσιν των αναζητήσεων του οποίου έρχεται να προστεθεί το εγκωμιαστικό επίμετρο του Θεοδόση Βολκώφ.
«Δεν μου αρέσει η φυλακή, έχουν λάθος μπαρ εκεί μέσα»
Παρεξηγημένος κατ’ επιλογήν, ο βωμολόχος Μπουκόβσκι κατακεραυνώνει τις συνθήκες της αλλοτριωτικής εργασίας, απομυθοποιώντας την εργασιακή ηθική που την περιβάλλει.
Με αμέτρητα διηγήματα, ποιήματα και εκτεταμένα πεζά, επιλεγμένα χωρίς ψευτοκουλτουριάρικα προσχήματα τάχατες «επιλογής της φόρμας» αλλά ως απόρροια, κατά περίστασιν, του διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου του, ο Μπουκόβσκι στηλιτεύει πρωτίστως τη μικροπρέπεια των ίδιων των κινήτρων του, υπονομεύει την αυτάρεσκη στάση του ίδιου του συγγραφέα που συνιστά, αμαυρώνει την εικόνα του κι έτσι, με μουντζουρωμένο το πρόσωπο, κοιτάζεται στον καθρέφτη και εκεί αντικρίζει την ανθρωπότητα. Η πολιτική του ύπαρξη αρνείται την πολιτική ιδεολογία: «Η διαφορά μεταξύ μιας δημοκρατίας και μιας δικτατορίας είναι πως στη δημοκρατία πρώτα ψηφίζεις και έπειτα υπακούεις σε διαταγές. Στη δικτατορία απλώς δεν χρειάζεται να χάσεις τον καιρό σου ψηφίζοντας...» Ή, κάπου αλλού: «Αν σώζεις κάθε φορά έναν άνθρωπο, έχεις ήδη αρχίσει να σώζεις τον κόσμο. Όλα τα υπόλοιπα είναι πομπώδης ρομαντισμός ή πολιτική». Η καθημερινότητά του είναι τόσο αντισυμβατική, όσο χρειάζεται για να ξανασηκωθεί την επομένη και να συνεχίσει να τη δυναμιτίζει: «Εάν θέλεις να μάθεις ποιοι είναι οι φίλοι σου, φρόντισε να εξασφαλίσεις μια ποινή φυλάκισης». Η μοναχική του πορεία και η αθλιότητα των συνθηκών ζωής του έως τα πενήντα του χρόνια είναι συνειδητή επιλογή ύφους: «Δείξτε μου κάποιον που ζει μόνος και που η κουζίνα του είναι μονίμως καθαρή. Οκτώ στις εννιά φορές θα έχω να σας δείξω κάποιον που τα πνευματικά γνωρίσματά του είναι εμετικά!»
Παρεξηγημένος κατ’ επιλογήν, ο βωμολόχος Μπουκόβσκι κατακεραυνώνει τις συνθήκες της αλλοτριωτικής εργασίας, απομυθοποιώντας την εργασιακή ηθική που την περιβάλλει: «Ποτέ μην σηκώνεσαι από το κρεβάτι πριν φτάσει μεσημέρι». Αυτή δεν είναι μια bourgeoise επιλογή, αλλά μια κραυγή παραπόνου του ανθρώπου που υπέφερε από την εργασία του σ’ ένα κοινό ταχυδρομείο, του πληθωρικού καλλιτέχνη του λόγου που παρέμεινε απροσάρμοστος ακόμη και όταν η ζωή του ανταπέδωσε τις υλικές απολαυές των pulp συγγραφικών του μόχθων.
«Η αγάπη είναι μια πρωϊνή ομίχλη»
Είναι σημαντικό το ότι ο Γιώργος Λαμπράκος, αφού δηλώσει ότι δεν ανήκει στους φανατικούς funs του Μπουκόβσκι, είναι σε θέση να διακρίνει, πίσω από τον έκδηλο κυνισμό του συγγραφέα αυτού, το απροσμέτρητο βάθος της τρυφερότητας που τον διακρίνει. Όσα εκ πρώτης όψεως δείχνουν αντιφατικά στην προσωπικότητα του Μπουκόβσκι, κατ’ ουσίαν είναι μια απαρτιωμένη, ιδιαίτερα αυτοκρινόμενη και αυτοεκρηγνυόμενη εκδοχή για τα ανθρώπινα συναισθήματα: «Η αγάπη είναι μια πρωϊνή ομίχλη, που καίγεται με το πρώτο φως της πραγματικότητας», δήλωνε σε τηλεοπτικές του συνεντεύξεις, και έζησε μιαν έκδηλα μοναχική ζωή, για να καταλήξει σε ώριμη ηλικία στην αγκαλιά και στη φροντίδα που πάντα του ήλπιζε.
Όσα εκ πρώτης όψεως δείχνουν αντιφατικά στην προσωπικότητα του Μπουκόβσκι, κατ’ ουσίαν είναι μια απαρτιωμένη, ιδιαίτερα αυτοκρινόμενη και αυτοεκρηγνυόμενη εκδοχή για τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Επιφέροντας πλήγμα στην καρδιά του πουριτανισμού που διαπιστώνει στην Αμερική, ο άκρως πολιτικός αυτός συγγραφέας αρνείται τον χαρακτηρισμό του περιθωριακού ή του μπήτνικ, διατηρώντας για τον εαυτό του την πολυτέλεια να αποτελεί ένα στιλιστικό «ρεύμα» από μόνος του. Ποιητής του ευτελούς, του περιττώματος και του σκουπιδιού (με την αμερικανική φόρτιση του όρου trush), ο Μπουκόβσκι περιγράφει την ανθρώπινη τρέλα ως την απόληξη πολλών μικρών τραγωδιών που συσσωρεύονται: «Δεν είναι τα μεγάλα πράγματα αυτά που στέλνουν κάποιον στο τρελάδικο. Τον θάνατο τον περιμένει κανείς, ή το φόνο, τη ληστεία, την αιμομιξία, τη φωτιά, την πλημμύρα... όχι, είναι αυτή η διαρκής σειρά από μικρές τραγωδίες που στέλνουν κάποιον στο τρελάδικο...» («Το κορδόνι του παπουτσιού», μτφρ. Δημήτρης Πολιτάκης).
Ζώντας σε μια χώρα όπου «τα πολιτικά τοπία διαλύονται», όπου τα νοσοκομεία είναι «τόσο ακριβά που είναι φτηνότερο να πεθάνεις», ευνουχισμένος και απόκληρος, ο συγγραφέας υψώνει τα δάχτυλά του «προς ένα Θεό που δεν ανταποκρίνεται» και προφητεύει πως το πλήθος θα ξαμολυθεί στους δρόμους για να εκδικηθε. «Σπαταλήσαμε την Ιστορία, σαν μια ομάδα από μεθύστακες που ρίχνουν ζάρια στο μπαρ της γειτονιάς τους» λέει ο Μπουκόβσκι, ενώ αφήνει το ταχυδρομείο για να δεχτεί την τσιγκούνικη πρόταση του εκδότη Τζων Μάρτιν να λαμβάνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Ανένταχτος και sui generis, εξακολουθεί μετά θάνατον να είναι ο πλέον ευπώλητος και δημοφιλής αμερικανός συγγραφέας, την ίδια στιγμή που η Norton Anthology of American Literature απαξιοί να τον ανθολογήσει. Και, όπως εύστοχα επισημαίνει στο επιλογικό του κείμενο ο κύριος Βολκώφ, ίσως αυτή να είναι και η πιο διάτρανη επιβεβαίωση της μοναδικότητάς του.
Τσαρλς Μπουκόβσκι
Ο κυνικός Κυνικός
Γιώργος Λαμπράκος
Επίμετρο: Θεοδόσης Βολκώφ
Γαβριηλίδης 2018
Σελ. 208, τιμή εκδότη €11,65