Για τη μελέτη του Max Lüthi «Λαϊκό παραμύθι ως ποίηση – Αισθητική και ανθρωπολογία» (μτφρ. Εμμανουέλα Κατρινάκη, εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Πού ήταν, πού δεν ήταν;» αρχίζει ένα ουγγρικό παραμύθι. «Κάπου, εφτά φορές και εφτά χώρες μακριά και ακόμα πιο μακριά, στην άλλη πλευρά της Θάλασσας του Οπερέντς, πίσω από έναν παλιό φούρνο, σε μια χαραμάδα στον τοίχο, στην εβδομηκοστή έβδομη πτυχή της φούστας της θείας: εκεί ήταν ένας άσπρος ψύλλος και στη μέση του ένα υπέροχο βασίλειο».
Μπορεί ο Μαξ Λούτι να μη δέχεται απόλυτα τις ερμηνείες των παραμυθιών που ενίοτε δίνει η ψυχανάλυση, μα επιβεβαιώνει εμφατικά πως ναι, το παραμύθι αξίζει να μελετηθεί όχι μόνον επειδή είναι μια δημοφιλής μορφή μυθοπλασίας, αλλά γιατί εκφράζει τις πνευματικές έγνοιες των ανθρώπων που το καλλιέργησαν και το καλλιεργούν.
Ωστόσο, πίσω από τη φαινομενικά παράλογη όψη του, ο κόσμος των παραμυθιών μόνο παράλογος δεν είναι· απεναντίας, «το ύφος του λαϊκού παραμυθιού έχει την ομορφιά της σαφήνειας, της τάξης, την ομορφιά της ακρίβειας», γράφει ο σπουδαίος μελετητής του παραμυθιού Μαξ Λούτι (1909-1991) στο Λαϊκό παραμύθι ως ποίηση: Αισθητική και ανθρωπολογία (Das Volksmärchen als Dichtung: Ästhetik und Anthropologie, 1975).
Μέσα στον περασμένο αιώνα, ο Καρλ Γιουνγκ και οι οπαδοί του συνέβαλαν τα μάλα στα σοβαρή μελέτη των μύθων και των παραμυθιών ως συμβολικής γλώσσας που, με το που θα αποκρυπτογραφούνταν, θα έδινε ένα κλειδί για το ξεκλείδωμα του συλλογικού ασυνείδητου. Στο βιβλίο του Η γοητεία των παραμυθιών ο Μπρούνο Μπετελχάιμ τόνισε τη θεραπευτική δύναμη που μπορούν ν’ ασκήσουν τα παραμύθια στην ανάπτυξη του παιδιού, προσφέροντας συμβολικές λύσεις σε καταστάσεις ψυχολογικής κρίσης. Μπορεί ο Μαξ Λούτι να μη δέχεται απόλυτα τις ερμηνείες των παραμυθιών που ενίοτε δίνει η ψυχανάλυση, μα επιβεβαιώνει εμφατικά πως ναι, το παραμύθι αξίζει να μελετηθεί όχι μόνον επειδή είναι μια δημοφιλής μορφή μυθοπλασίας, αλλά γιατί εκφράζει τις πνευματικές έγνοιες των ανθρώπων που το καλλιέργησαν και το καλλιεργούν. Έτσι, προσπάθησε να φανερώσει το κρυφό νόημα του παραμυθιού μέσ’ από τη μελέτη των χαρακτηριστικών που έχει ως είδος – να κάνει για το ύφος του παραμυθιού ό,τι θέλησε να κάνει ο Ρώσος Βλαντιμίρ Προπ για τη δομή του.
Στο Λαϊκό παραμύθι ως ποίηση, ίσως το κορυφαίο του έργο μαζί με το Das europäische Volksmärchen: Form und Wesen (Το ευρωπαϊκό παραμύθι: Μορφή και φύση, 1947), μιλά για την τέλεια ομορφιά στα παραμύθια («Ήταν όμορφα σαν τον ήλιο. Τόσο όμορφα», λέει ένα τσιγγάνικο παραμύθι για δύο παιδιά, «που μπορούσες μέσα από τη σάρκα τους να δεις τα κόκαλά τους, και μέσα από τα κόκαλά τους το μεδούλι») –μια ομορφιά που εκφράζεται με την προτίμηση για την ακαμψία και την ομοιομορφία του μετάλλου (χρυσές πόλεις) και του γυαλιού (γυάλινες γέφυρες, βουνά)– και για την απόλυτη ασχήμια στον αντίποδά της. Για τον περφεξιονισμό του παραμυθιού, μα και για το αντίθετό του, πως στη ζωή τίποτα δεν είναι τέλειο (π.χ., από τους αδερφούς που μεταμορφώθηκαν σε κοράκια ή σε κύκνους, όταν τα μάγια λύνονται το χέρι του μικρότερου μένει παρ’ όλα αυτά μαγεμένο, και στη θέση του κρέμεται ένα φτερό) – γιατί στο παραμύθι αρέσουν τα δίπολα και τα αντίθετα.
Μιλά για τις τυποποιημένες εναρκτήριες φράσεις και τη λειτουργικότητά τους, για την επανάληψη και την παραλλαγή, που είναι για το παραμύθι τα δυο του πόδια· και για τα είδη του παραμυθιού: το κλιμακωτό· το διηγηματικό, το θρησκευτικό, το ευτράπελο, και το κατεξοχήν παραμύθι, που ’ναι το μαγικό.
Ο Λούτι μιλά για την αφηγηματική οικονομία στο παραμύθι, και την προοικονομία του (μέσω απαγορεύσεων, λόγου χάρη, που θα παραβιαστούν), για το ασήμαντο που γίνεται σπουδαίο (ο μικρότερος αδερφός είναι που κατορθώνει το ακατόρθωτο και κερδίζει την ωραία), για τη γοητεία των άκρων (από τη μια ο χοιροβοσκός, απ’ την άλλη η βασιλοπούλα, από τη μια το χρυσάφι, τα μεταξωτά ιστία, τα πλούτη, από την άλλη η πίσσα, τα βρόμικα φορέματα, η φτώχεια). Για την έλλειψη βάθους του παραμυθιού, το μονοδιάστατό του, την εξιδανίκευση και το αφαιρετικό του ύφος, την απλότητά του («Το παραμύθι αγαπά όχι απλώς τις γραμμές, αλλά προπάντων τις απλές, καθαρές γραμμές»).
Μιλά για τις τυποποιημένες εναρκτήριες φράσεις («Μια φορά κι έναν καιρό…») και τη λειτουργικότητά τους, για την επανάληψη και την παραλλαγή, που είναι για το παραμύθι τα δυο του πόδια· και για τα είδη του παραμυθιού: το κλιμακωτό (η ψυχή ενός τέρατος είναι κρυμμένη σ’ ένα αβγό. Ο ήρωας ξεριζώνει μια βαλανιδιά, βρίσκει ένα κουτί στις ρίζες της, από μέσα πηδά ένας λαγός, μια σκύλα τον πιάνει, απ’ τον σκοτωμένο λαγό πετάγεται μια πάπια, την πιάνει ένας αϊτός, το αβγό πέφτει στη θάλασσα κι ένα ψάρι το φέρνει στον ήρωα, που το πετάει κατακούτελα στο τέρας και το σκοτώνει)· το διηγηματικό, το θρησκευτικό, το ευτράπελο, και το κατεξοχήν παραμύθι, που ’ναι το μαγικό.
Γίνεται κουβέντα για τα «βουβά» στοιχεία που μοιάζει να μην έχουν λειτουργικό ρόλο στο παραμύθι κι ωστόσο διατηρούνται, για τις παρομοιώσεις («ο αυτοκράτορας ζει μόνος του σαν πάσσαλος στο φράχτη»), και για τον παραμυθιακό ήρωα, πρόσωπο συχνά αποκομμένο απ’ το περιβάλλον, που μπορεί έτσι να φύγει, και μαζί του να ξεκινήσει η ιστορία· αλλά και πρόσωπο ικανό να δημιουργεί σχέσεις, που βρίσκει βοηθούς στο ταξίδι του και ξέρει πώς να τους χρησιμοποιήσει.
«Ο παραμυθιακός ήρωας είναι ένας ταξιδιώτης, ένα δρων πρόσωπο. Δεν είναι στοχαστής ούτε ερευνητής ούτε φιλόσοφος. Δε σκέφτεται ποτέ να αναζητήσει από πού έρχονται οι μαγικοί βοηθοί του, δε ρωτά από πού πηγάζει η δύναμή του. Δεν ερευνά ούτε τον εαυτό του ούτε τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ταξιδεύει μέσα στον κόσμο και δρα. Συναντά τις πιο διαφορετικές φιγούρες και σχετίζεται με αυτές, ως αντίπαλος, ως απελευθερωτής, ως αυτός που θα λύσει τα μάγια. Κάνει το σωστό χωρίς να το πολυσκεφτεί και συχνά χωρίς καν να το γνωρίζει. Ακόμη και όταν κάθεται αβοήθητος και κλαίει συμπεριφέρεται με τον σωστό τρόπο, αφού αυτό ακριβώς προκαλεί την εμφάνιση του βοηθού. […]»
Και τέλος απαριθμεί ο Λούτι τους λόγους που το παραμύθι είναι ωφέλιμο για τα παιδιά. Και για τους ενήλικες, θα προσθέταμε εμείς (βέβαιοι πως θα συμφωνούσε). Ιδιαίτερα γι’ αυτούς, μάλιστα, κάποιες φορές. Το παραμύθι είναι η πιο ατόφια μορφή αφήγησης, και η συμβολική, σχηματική εικόνα του ανθρώπου στις ιστορίες είναι συνυφασμένη με τη βαθύτερη ουσία της ανθρωπιάς του.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, οι νουβέλες «Τσότσηγια & Ω'μ» (εκδ. Κίχλη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αν η εικόνα του ανθρώπου που παρουσιάζεται στους ακροατές και αναγνώστες των λαϊκών παραμυθιών –σε αυτούς που δεν γνωρίζουν μόνο λίγες μεμονωμένες ιστορίες αλλά έναν μεγαλύτερο αριθμό παραμυθιακών διηγήσεων– είναι πράγματι αυτή που περιγράψαμε σε τούτο το κεφάλαιο, τότε πρόκειται για μια αληθινή εικόνα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ως άνθρωπος, συγκρινόμενος με άλλα ζωντανά πλάσματα, αποσπάται πράγματι σχετικά εύκολα από το περιβάλλον του και έτσι είναι ικανός να δημιουργεί πολύπλευρες σχέσεις. Έχει ανάγκη από βοήθεια και βοηθούς, και υπό κανονικές συνθήκες η βοήθεια αυτή του παρέχεται, βοηθοί υπάρχουν γι’ αυτόν από την κούνια ως τον τάφο. Ο άνθρωπος είναι πολύ ευάλωτος, αλλά ταυτόχρονα ικανός να πετυχαίνει μακρινούς και υψηλούς στόχους. Είναι δρων πρόσωπο, είναι ικανός να αντέξει μεγάλες τάσεις και εντάσεις, πετυχαίνει συχνά τους στόχους του έμμεσα, με παρεκκλίσεις, είναι ικανός να αλλάζει και να αναπτύσσεται, μπορεί να επιτυγχάνει αλλά και να αποτυγχάνει, μπορεί να σώσει ή να καταστρέψει και πρέπει και ο ίδιος ν’ αφήσει τον εαυτό του να σωθεί ή να πληγωθεί από άλλους. Μπορεί να απελευθερώσει και να απελευθερωθεί».