Για το δοκίμιο του Μάκη Καραγιάννη «"Μικρό και αλαζονικό έθνος". Δοκιμές ελληνικής αυτογνωσίας» (εκδ. Επίκεντρο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Στην άνυδρη περιοχή των τελευταίων ετών, όπου δεν φυτρώνουν πλέον δοκίμια στα νεοελληνικά γράμματα, είναι πολύ ενθαρρυντικό να πέφτεις πάνω σε ένα βιβλίο που επιχειρεί μια συνολική αποτίμηση της ελληνικής «φύσης» και ιδιοσυγκρασίας. Και μέσα στην κρίση, που είναι πρώτιστα πολιτική και πολιτισμική, ο Μάκης Καραγιάννης εγείρει έναν ευρύτερο προβληματισμό για το τι είναι η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόσο στα θετικά της σημεία όσο –κυρίως– στα αρνητικά της, που δεν της επιτρέπουν την πρόοδο.
Βασική του θέση –αν και το βιβλίο απλώνεται σε πολλές, χωρίς να φλυαρεί– είναι ότι ο Νεοέλληνας έμεινε κρυμμένος πίσω από τη συλλογική μοίρα και από το κοινοτικό πλαίσιο, κι αρνήθηκε να αποκτήσει έναν υγιή ατομισμό, όπως η υπόλοιπη Ευρώπη.
Βασική του θέση –αν και το βιβλίο απλώνεται σε πολλές, χωρίς να φλυαρεί– είναι ότι ο Νεοέλληνας έμεινε κρυμμένος πίσω από τη συλλογική μοίρα και από το κοινοτικό πλαίσιο, κι αρνήθηκε να αποκτήσει έναν υγιή ατομισμό, όπως η υπόλοιπη Ευρώπη. Έτσι, αφενός αποποιήθηκε διαχρονικά τις προσωπικές του ευθύνες, υπό το προκάλυμμα των κοινωνικών προταγμάτων, κι αφετέρου, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ανέπτυξε έναν ιδιάζοντα ατομικισμό, που αψηφούσε ευρύτερα σχήματα, απειθαρχούσε στον νόμο της κεντρικής εξουσίας και δεν υπέτασσε το «εγώ» και το στενό «εμείς» στην εθνική ολοκλήρωση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύγκρουση των τοπικών οικογενειών της Μάνης με την κεντρική εξουσία (του Καποδίστρια και κυρίως) του Όθωνα μετά την Επανάσταση του ’21. Τότε η κοινότητα και η δύναμη της οικογενειακής παράδοσης με τα τοπικά καπετανάτα οδήγησαν τους Μαυρομιχαλαίους σε σύγκρουση με την κεντρική διοίκηση, που ήθελε να οργανώσει το έθνος σε κράτος. Αυτή η διαμάχη, κορυφή σε ένα μεγάλο παγόβουνο, οδήγησε στη δολοφονία του Καποδίστρια και στην ένοπλη σύγκρουση με τα στρατεύματα των Βαυαρών. Ο Μάκης Καραγιάννης εστιάζει στη δεύτερη, για να δείξει πόσο η νεοελληνική νοοτροπία δεν αποδέχτηκε τους δύο τελευταίους αιώνες την οριοθέτησή της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο του κράτους και της ατομικής ευθύνης.
Και δεν είναι μόνο αυτή η απόσταση μεταξύ κοινοτισμού και εθνισμού που καταδεικνύει την πολιτισμική υστέρηση του Νεοέλληνα στο να εισέλθει κι αυτός στη «νεωτερική πραγματικότητα». Είναι και η έμφαση στο συναίσθημα και το πάθος εις βάρος της λογικής, η χερντεριανή αντίληψη περί έθνους που το θέλει περιχαρακωμένο στην ιστορική του παγιωμένη μορφή, η απόσταση μεταξύ του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της ελληνικής παράδοσης, οι λαϊκίστικες χρήσεις του έθνους και του λαού τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά κ.λπ.
Ατομισμός και ελληνικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία
Ο Γιώργος Σεφέρης, όμως, που ανάγει σε μείζονα λογοτέχνη τον Μακρυγιάννη, κι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, που υποτιμά την ευρωπαϊκή σκέψη, αλλά κι η υπόλοιπη γενιά του ’30, που στράφηκε συντηρητικά σε μια στατική ελληνικότητα, δείχνουν «προς την αντινεωτερική κατεύθυνση του παρελθόντος».
Τα μετάπειτα κεφάλαια, μετά τα πρώτα, όπου ο συγγραφέας αναλύει όλες αυτές τις παθογένειες, επικεντρώνονται στη νεοελληνική λογοτεχνία, η οποία, αγκαλιά με τη νεοελληνική κοινωνία, δεν προχώρησε, ακριβώς επειδή έμεινε προσηλωμένη σε έναν οπισθοδρομικό εθνορομαντισμό. Αν εξαιρέσει κανείς τον Διονύσιο Σολωμό, ο οποίος, κατά τον Μάκη Καραγιάννη, προσπάθησε να μπολιάσει την ελληνική ποίηση με δυτικοευρωπαϊκες αξίες, θεωρώντας την ελληνικότητα μια υπερβατική ιδέα, η μετέπειτα λογοτεχνία μας γυρίζει στην ελληνοκεντρική ματιά. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος εισηγείται μια ελληνοχριστιανική ματιά, η πεζογραφία του 19ου αιώνα, με μικρές εξαιρέσεις (λ.χ. ο Εμμανουήλ Ροΐδης), έμεινε προσηλωμένη στο παρελθόν, ενώ οι ηθογράφοι του 1880 ενθρονίζουν την παράδοση.
Το αστικό μυθιστόρημα των αρχών του 20ού αιώνα θα επιχειρήσει μια κοσμοπολίτικη στροφή κι ο Γιώργος Θεοτοκάς θα εκφράσει στο «Ελεύθερο πνεύμα» έναν νεωτερικό ατομισμό. Ο Γιώργος Σεφέρης, όμως, που ανάγει σε μείζονα λογοτέχνη τον Μακρυγιάννη, κι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, που υποτιμά την ευρωπαϊκή σκέψη, αλλά κι η υπόλοιπη γενιά του ’30, που στράφηκε συντηρητικά σε μια στατική ελληνικότητα, δείχνουν «προς την αντινεωτερική κατεύθυνση του παρελθόντος». Μεταπολεμικά αναδεικνύεται λόγω του εμφυλιακού τραύματος μια νέα υποκειμενικότητα, ενώ μεταπολιτευτικά βλέπουμε ένα εκκρεμές ανάμεσα στο εγώ που υποτάσσεται στο εμείς και στο εγώ που προσπαθεί να ανακτήσει την ανεξαρτησία του.
Το δεύτερο και τελευταίο μέρος στηρίζεται στις αντιθέσεις μεταξύ της αποκαλυπτικής Ιερουσαλήμ (Χριστιανισμού) και της λογοκρατούμενης Αθήνας (αρχαίου Ελληνισμού), αρχαιοελληνικής επιστήμης και ευρωπαϊκής σκέψης απέναντι στη βυζαντινή συντηρητική και αντι-επιστημονική ματιά, σοφόκλειας Αντιγόνης και νεότερων εκδοχών της, η συναισθηματική έκρηξη του Ζορμπά απέναντι στη γρανιτένια φύση του Φάουστ που στηρίζεται στην ηθική της πράξης.
Εθνική αυτογνωσία
Τελικά, τι φταίει; Με όλη την ανάλυση που επιχείρησε ο Μάκης Καραγιάννης, μια ανάλυση μεθοδευμένη –εκτός ίσως από το δεύτερο μέρος όπου δεν φαίνεται μια αυστηρή οργάνωση–, μπορούμε να συναγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα εθνικής αυτογνωσίας. Αυτά τα συμπεράσματα, που διατρέχουν όλο το βιβλίο, διαρθρώνονται σε δυαδικές αντιθέσεις μεταξύ του υστερήσαντος ελληνισμού και της προοδευτικής Ευρώπης.
Μια βασική επιφύλαξη σε όσα παρουσιάζονται στο βιβλίο θα μπορούσε να είναι ότι θέτουμε ως κριτήριο την προοδευμένη Δύση, προοδευμένη με τα δικά της κριτήρια της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής στήριξης σε νομικά πλαίσια.
Η εμμονή μας σε μια συναισθηματικού τύπου προσέγγιση της πραγματικότητας απέναντι στην ορθολογικότητα της Δύσης, η κυριαρχία της εκκλησιαστικής λογικής της συντήρησης απέναντι στην προτεσταντικού τύπου έννοια της ατομικής-οικονομικής εξέλιξης, η λατρεία του παρελθόντος και της Ιστορίας έναντι της απόβλεψης στο μέλλον, η στατικότητα κι η εγωιστική –εθνικιστική ενίοτε– επανάπαυση απέναντι στη συνεχή αμφισβήτηση και τον αναστοχασμό (δηλαδή τον αυτοστοχασμό, που διερευνά τα τρωτά σημεία του εθνικού εαυτού), η κατά το συμφέρον χρήση του νόμου απέναντι σε μια βαθιά πίστη σ’ αυτόν κ.ά. εξηγούν πολλά.
Μια βασική επιφύλαξη σε όσα παρουσιάζονται στο βιβλίο θα μπορούσε να είναι ότι θέτουμε ως κριτήριο την προοδευμένη Δύση, προοδευμένη με τα δικά της κριτήρια της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής στήριξης σε νομικά πλαίσια. Με άλλα λόγια, κρίνουμε όλους –κι εμάς– με το οικονομικοπολιτικό πρότυπο που κυριαρχεί, αλλά ξεχνάμε αφενός την παρακμή της Δύσης, που δεν είναι αμελητέα σε επίπεδα βαθύτερης ανθρωπιστικής προσέγγισης, κι αφετέρου το δόγμα της προόδου (αυτής της προόδου), το οποίο ήδη περνάει κρίση.
Ωστόσο, ο Μάκης Καραγιάννης καταθέτει μια ισχυρή πρόταση για τα φαινόμενα και τα αίτια της εθνικής μας κακοδαιμονίας και γίνεται ιδιαίτερα πειστικός στην ολιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, καθώς συνδυάζει φιλοσοφία, λογοτεχνία, πολιτική, κοινωνιολογία, Ιστορία κ.ά. Το δοκίμιό του έχει σφριγηλή δομή και καλοστημένο λόγο, αποδεικτικές θέσεις και σαφή περιγράμματα, είναι εύληπτο χωρίς να γίνεται λαϊκίστικο, είναι σοβαρό χωρίς να γίνεται δήθεν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
→ Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας του Νικόλαου Γύζη, Το κρυφό σχολειό (1885-1886).
«Μικρό και αλαζονικό έθνος»
Δοκιμές ελληνικής αυτογνωσίας
Μάκης Καραγιάννης
Επίκεντρο 2018
Σελ. 368, τιμή εκδότη €14,00