Για το έργο του Βολταίρου «Πραγματεία περί ανεκτικότητας» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Διαλέγεσθαι).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Βολταίρος (1694-1778), το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Φρανσουά Μαρί Αρουά, δεν είναι απλά ένας επιφανής εκπρόσωπος του Διαφωτισμού, αλλά και το παράδειγμα του στρατευμένου διανοητή. Αποτέλεσε τη φωνή που αμφισβήτησε τα «ιερά» και τα «θέσφατα» της εποχής του, τα οποία περιόριζαν τις δυνατότητες εξέλιξης του ανθρώπου. Όλο το έργο του διατρέχουν τα αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξης του Θεού, του ρόλου της Εκκλησίας, του θρησκευτικού φανατισμού, της απόρριψης της μεταφυσικής θεώρησης περί της ψυχής και της αθανασίας της, αλλά κυρίως το αγχώδες ερώτημα για τα όρια της γνώσης και της ελευθερίας του ανθρώπου.
Σκοπός του έργου του είναι η καταπολέμηση των δεισιδαιμονιών, του φανατισμού, των προκαταλήψεων και η επικράτηση του επιστημονικού λόγου, της ελευθερίας της σκέψης και του ανθρώπινου πνεύματος.
Σκοπός του έργου του είναι η καταπολέμηση των δεισιδαιμονιών, του φανατισμού, των προκαταλήψεων και η επικράτηση του επιστημονικού λόγου, της ελευθερίας της σκέψης και του ανθρώπινου πνεύματος. Σημαντικότερα έργα του είναι η Πραγματεία περί Μεταφυσικής (1734), οι Φιλοσοφικές Επιστολές (1734), ο Καντίντ (1759), το Φιλοσοφικό Λεξικό (1764), ο Αδαής Φιλόσοφος (1766), οι Επιστολές του Μέμιου στον Κικέρωνα (1771), το Πρέπει να πάρουμε θέση (1771) και το Τελευταίες σημειώσεις επί των Σκέψεων του Πασκάλ (1778). Έγραψε θεατρικά έργα, ιστορικές μελέτες, ποιήματα, κριτικές, δεν ήταν όμως ούτε δραματουργός ούτε ιστορικός ούτε ποιητής. Ήταν φιλόσοφος. Αυτή η φιλοσοφική ιδιότητά του έχει αμφισβητηθεί, κυρίως λόγω της απουσίας συστηματικότητας στο έργο του, αφού ποτέ δεν δημιούργησε ένα αυτόνομο φιλοσοφικό σύστημα, όπως η κλασική γερμανική σχολή. Η έλλειψη όμως συστηματικότητας αποτελεί απόρροια της θεώρησής του της φιλοσοφίας ως μεθόδου μελέτης και κριτικής κι όχι ως γνωσιολογίας. Σε μια επιστολή του στον Φρειδερίκο Β΄, με αφορμή μια πολεμική κατά του καρτεσιανισμού, αναφέρει ότι «όλα τα συστήματα προσβάλλουν το μυαλό μου».
Ο Βολταίρος είναι εκείνος ο διανοούμενος φιλόσοφος που ό,τι γράφει συνδέεται με συγκεκριμένη αφορμή και έχει συγκεκριμένο σκοπό. Συγκεκριμένη αφορμή και συγκεκριμένο σκοπό έχει και η Πραγματεία περί ανεκτικότητας (1763). Το 1762 βρίσκεται νεκρός στην κατοικία του ο νεαρός Μαρκ Αντουάν Καλάς, γιος του εμπόρου υφασμάτων αλλά και Ουγενότου Ζαν Καλάς. Αμέσως κατηγορείται γι’ αυτόν τον θάνατο ο πατέρας του, η μητέρα και οι αδελφές του. Ο θάνατος οφειλόταν μάλλον σε αυτοκτονία ή και σε δολοφονία, αλλά σίγουρα όπως έδειχναν όλα τα πραγματολογικά στοιχεία δεν ήταν δολοφονία από τον πατέρα του και τους δικούς του ανθρώπους. Ήταν όμως μια πολύ καλή ευκαιρία να κατηγορηθούν οι ουγενότοι γι’ αυτόν τον θάνατο. Σ’ αυτό το πλαίσιο η καθολική Γαλλία δεν δίστασε ακόμη και να αγιοποιήσει τον αυτόχειρα ως δήθεν μάρτυρα υπέρ του καθολικισμού.
Παρόλο που οι θρησκευτικοί πόλεμοι (1559-1598 και 1618-1648) είχαν τελειώσει σχεδόν πριν 100 χρόνια, αφού εντωμεταξύ μια σειρά ηγεμόνων και βασιλέων είχαν δολοφονηθεί, αφού είχαν γίνει οι σφαγές στην Ιρλανδία, η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και αφού στη Γαλλία με το Έδικτο του Φονταινεμπλώ (1685) ανακλήθηκε το Έδικτο της Νάντης (1598) με το οποίο δίνονταν στους καλβινιστές προτεστάντες της Γαλλίας (γνωστοί ως Ουγενότοι) ουσιώδη δικαιώματα σε ένα έθνος σχεδόν αμιγώς καθολικό, οι καιροί παρέμεναν πολύ ταραγμένοι· και το πνεύμα του φανατισμού εξακολουθούσε να ίπταται πάνω από τον ουρανό της καθολικής Γαλλίας. Σ’ αυτό το κλίμα, «όπου η αδυναμία του ορθού λόγου και η ανεπάρκεια των νόμων είναι ορατές καθημερινά», δεν ήταν δύσκολο ο θάνατος του νεαρού Καλάς να αποδοθεί σε δολοφονική ενέργεια του πατέρα του, για να αποτραπεί δήθεν η μεταστροφή του στον καθολικισμό. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουλούζης, ακολουθώντας την κοινή γνώμη και χωρίς στοιχεία, καταδίκασε τον πατέρα σε μαρτυρικό θάνατο. Ο Ζαν Καλάς κάηκε στην πυρά στις 10 Μαρτίου 1762.
Ο Βολταίρος μαθαίνει το γεγονός μετά τη θανάτωση του εμπόρου. Γράφει αμέσως αυτό το κείμενο προς υπεράσπιση του θύματος, των συγγενών του, που και αυτοί είχαν καταδικαστεί σε φυλακίσεις και διωγμούς, αλλά κυρίως για να υπερασπιστεί την υπέρτατη αρχή της θρησκευτικής και όχι μόνο ανοχής.
Ο Βολταίρος μαθαίνει το γεγονός μετά τη θανάτωση του εμπόρου. Γράφει αμέσως αυτό το κείμενο προς υπεράσπιση του θύματος, των συγγενών του, που και αυτοί είχαν καταδικαστεί σε φυλακίσεις και διωγμούς, αλλά κυρίως για να υπερασπιστεί την υπέρτατη αρχή της θρησκευτικής και όχι μόνο ανοχής. Η πραγματεία περί ανεκτικότητας γράφηκε εβδομήντα οκτώ χρόνια μετά την περίφημη Επιστολή για την ανεξιθρησκία (1685) του Λοκ. Εξαιτίας όμως του φόβου από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά και σκοπιμοτήτων συνδεόμενων με την υπόθεση της μεταθανάτιας αθώωσης του Καλάς, το δοκίμιο σε πολλά σημεία είναι ιδιαιτέρως σκοτεινό. Γενικότερα το ύφος του Βολταίρου, αν και φαίνεται εύκολα προσβάσιμο, δεν παύει σε πολλά σημεία να συνδυάζει μια λεπτή αυτοσαρκαστική ειρωνεία με ένα απύθμενο βάθος γνώσεων ιστορικών λεπτομερειών. Φυσικά, σε κανένα σημείο ο Βολταίρος δεν διστάζει να τα βάζει με τον σκοταδισμό της εποχής του. Είναι όμως πολύ πιο προσεκτικός απ’ ό,τι ήταν μόνο έναν χρόνο αργότερα, όταν γράφει το Φιλοσοφικό Λεξικό. Στην Πραγματεία ο φανατισμός καταδικάζεται καθαρά, αλλά ο ένοχος που τον «τρέφει», η κατά Βολταίρο επίπλαστη θρησκεία, μάλλον καταφέρνει να τον πάρουν ξώφαλτσα τα πυρά της κριτικής του. Η φιλοσοφία μάλιστα «συστήνεται» ως αδελφή της θρησκείας. Εδώ ο φιλόσοφος αναζητεί επιχειρήματα υπέρ της ανεκτικότητας στην Παλαιά Διαθήκη, όσο και αν φυσικά δεν παραλείπει να αναφέρεται και στις άγριες σφαγές που συμβαίνουν εκεί. «Αν και υπάρχουν εκατό παραδείγματα ανεκτικότητας στην Παλαιά Διαθήκη, υπάρχουν επίσης παραδείγματα και νόμοι αυστηρότητας». Έναν χρόνο μετά, στο Φιλοσοφικό Λεξικό, ο φιλόσοφος καταδικάζει πλέον καθαρά τη λεγόμενη «επίπλαστη» θρησκεία που οδηγεί στον φανατισμό.
Στην Πραγματεία ως εμπειριστής ξεκινά την υπεράσπιση του Καλάς όχι από τις αξίες, αλλά από τα γεγονότα. Και μόνο αφού δείξει την αντιφατικότητα των γεγονότων που κατέθεσαν οι δικαστές της Τουλούζης, προχωρά στη ανάδειξη των αρχών της ανεκτικότητας. Στη συνέχεια εκφράζει τον σεβασμό του προς τον «ηθικοπλαστικό ρόλο» όλων των αδελφοτήτων, με σκοπό όμως να αποδομήσει τον φανατισμό τους. Ενώ –τονίζει– από την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη μέχρι την Ινδία, την Περσία, την Ταρταρία, την Κίνα και την Ιαπωνία συναντούσαμε «την ίδια ανεκτικότητα και την ίδια γαλήνη», σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο να «έχουμε αρκετή θρησκεία για να μισούμε και να διώκουμε, όχι όμως αρκετή για να αγαπάμε και να συντρέχουμε». «Η μανία που προκαλούν το δογματικό πνεύμα και η κατάχρηση της κακώς εννοούμενης χριστιανικής θρησκείας έχει φέρει τόσο αίμα, έχει οδηγήσει σε τόσες καταστροφές, στη Γερμανία, στην Αγγλία, ακόμη και στην Ολλανδία, όσες και στη Γαλλία». Αντιθέτως με κάποιους σημερινούς ισλαμοφάγους ψευτοδιαφωτιστές, στον Αιώνα των Φώτων ήταν κοινός τόπος για τους πραγματικούς διαφωτιστές πως στην εποχή τους η Ανατολή ήταν πιο ανεκτική από τη Δύση (βλ. και Περσικές Επιστολές του Μοντεσκιέ).
Παρόλο τον εμφανή σε πάρα πολλά σημεία αντι-εβραϊσμό του, υποστηρίζει ότι στον κόσμο των εβραίων υπήρχε «ακραία ανεκτικότητα. Οι αντιφάσεις του δείχνουν πως ένας μεγάλος στοχαστής όχι μόνο φαίνεται, αλλά και είναι μεγάλος.
Έτσι καταλήγει σε μια θέση που είναι προάγγελος της εποχής των πλουραλιστικών ιδεωδών. Γι’ αυτόν όσο περισσότερες «αιρέσεις» (ιδεολογίες δηλαδή) υπάρχουν, τόσο λιγότερο επικίνδυνες είναι αυτές. Γιατί η μια εξουδετερώνει την άλλη. «Η πολλαπλότητα τις αδυνατίζει». Ο Βολταίρος δεν στοχάζεται την ανεκτικότητα αυτή καθαυτή, αλλά σε σχέση με τον μεγάλο εχθρό της, τη μισαλλοδοξία. Αλλά μήπως όμως η τελευταία είναι τέκνο του φυσικού ή του θετού δικαίου; Τι είναι όμως φυσικό και θετό δίκαιο; Το ευαγγελικό «μην κάνεις ότι δεν θα ήθελες να σου κάνουν» ή το μισαλλόδοξο «τέρας, δεν έχεις τη δική μου θρησκεία, άρα δεν έχεις καθόλου θρησκεία»; Το πρώτο φυσικά. Το δεύτερο είναι μια μισαλλόδοξη, παράλογη σκέψη. Γι’ αυτό και «το δίκαιο της μισαλλοδοξίας είναι παράλογο και βάρβαρο: είναι το δίκαιο των τίγρεων». Μια τέτοια μισαλλοδοξία ήταν άγνωστη στον αρχαιοελληνικό κόσμο αλλά και στη Ρώμη. Η τελευταία, αντίθετα με τους θρύλους των χριστιανών, ήταν απέναντί τους πολύ ανεκτική, εν αντιθέσει με το τι έκαναν οι χριστιανοί όταν έγιναν κυρίαρχη θρησκεία. Οι όποιοι διωγμοί κατά των χριστιανών –υποστηρίζει– ήταν αποτέλεσμα αντίδρασης απέναντι στη δική τους μισαλλοδοξία και στις πολιτικές τους διεκδικήσεις και όχι αντίδραση στον χριστιανισμό τους. Οι πολυθεϊστές δεν φοβόντουσαν μία ακόμη θρησκεία. «Ιδιοτελή μίση, με την υποστήριξη της κρατικής σκοπιμότητας, πρέπει να έχυσαν το αίμα των χριστιανών». Κι όμως, αν και βαθύς γνώστης της Αγίας Γραφής, δεν πείθει όταν αναζητεί σ’ αυτήν παραδείγματα ανεκτικότητας και αρνείται την ύπαρξη μισαλλοδοξίας στον ιουδαϊσμό. Παρόλο τον εμφανή σε πάρα πολλά σημεία αντι-εβραϊσμό του, υποστηρίζει ότι στον κόσμο των εβραίων υπήρχε «ακραία ανεκτικότητα. Οι αντιφάσεις του δείχνουν πως ένας μεγάλος στοχαστής όχι μόνο φαίνεται, αλλά και είναι μεγάλος.
Ο Βολταίρος ζητά να αντιταχθούμε σε κάθε κακό, ακόμη κι αν αυτό μπορεί στο μέλλον να φέρει καλά αποτελέσματα. Ο σκοπός γι’ αυτόν δεν αγιάζει τα μέσα.
Υπάρχουν όμως όρια στη μισαλλοδοξία; Αυτός ανοίγει εδώ μια συζήτηση που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Μπορεί η λογική να επιτρέπει στην πλανημένη λογική να είναι ελεύθερη; Με άλλα λόγια, μπορεί η ανεκτικότητα να αφορά την ίδια τη μισαλλοδοξία και τους μισαλλόδοξους; Η απάντηση που δίνει είναι πως κατ’ αρχήν μια «θεόπνευστη θρησκεία» δεν έχει ανάγκη να στηρίζεται στη μισαλλοδοξία, ούτε στις δεισιδαιμονίες. «Τα ψεύτικα θαύματα σβήνουν τη θρησκεία στις καρδιές». Μια θρησκεία «αν την έφτιαξε ο Θεός, ο Θεός θα τη διαφυλάξει και χωρίς εσάς» (την Ιεραρχία). «Ξέρετε ότι η μισαλλοδοξία μόνο υποκριτές ή στασιαστές γεννά». «Πρέπει επομένως οι άνθρωποι να ξεκινούν με το να μην είναι φανατικοί για να αξίζουν την ανεκτικότητα». Αν οι φανατικοί καλούν σε σφαγές, τότε καμία ανεκτικότητα δεν χωρά γι’ αυτούς. Και γεννάται εδώ το «εύλογο» ερώτημα, ποιος θα χαρακτηρίσει μια άποψη φανατική; Μια απόδειξη υπάρχει εδώ: Αν αυτή χωρίζει τον κόσμο σε «εμείς» και «αυτοί» κι αν συνεχίζοντας καλεί σε εκκαθάριση «αυτών», τότε η ανεκτικότητα και η δημοκρατία καλούνται να προστατέψουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους. Ο Βολταίρος ζητά να αντιταχθούμε σε κάθε κακό, ακόμη κι αν αυτό μπορεί στο μέλλον να φέρει καλά αποτελέσματα. Ο σκοπός γι’ αυτόν δεν αγιάζει τα μέσα. Αυτός κάνει έκκληση για μια «οικουμενική ανεκτικότητα», η οποία σημαίνει ότι δεν μπορεί να υποστηρίζεις πως «υπάρχουν εννιακόσια εκατομμύρια μικρά μυρμήγκια σαν εμάς στη γη, αλλά μόνο η δική μου μυρμηγκοφωλιά είναι αγαπητή στον Θεό. Όλες οι άλλες του προκαλούν απέχθεια εις τους αιώνας των αιώνων. Μόνο αυτή θα είναι ευτυχισμένη, ενώ όλες οι άλλες θα είναι δυστυχισμένες στην αιωνιότητα».
Ο Βολταίρος πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί σε ένα ενδιάμεσο και κυμαινόμενο σημείο μεταξύ ντεϊσμού και θεϊσμού: ντεϊστής απέναντι στους ευλαβείς θεϊστές τύπου Ρουσσό, φανατικός θεϊστής απέναντι στον ντεϊσμό των εγκυκλοπαιδιστών που είναι απλώς συγκαλυμμένος αθεϊσμός.
Ο Θανάσης Γιαλκέτσης στην εισαγωγή του όχι μόνο αναφέρεται στους προπάτορες της άποψης περί ανοχής (Ζαν Μποντέν, Μπαρούχ Σπινόζα, Τζον Λοκ, Πιέρ Μπελ), όχι μόνο κάνει μια ιδιαιτέρως διεισδυτική ανάλυση τόσο της Πραγματείας όσο και του συνολικότερου έργου του Βολταίρου, αλλά προχωρεί και στην επικαιροποίηση του αιτήματος για ανεκτικότητα σήμερα, σε πείσμα των ισλαμοφάγων. Κρατώ όμως και την παρατήρησή του πως «μολονότι δήλωνε θεϊστής, ο Βολταίρος πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί σε ένα ενδιάμεσο και κυμαινόμενο σημείο μεταξύ ντεϊσμού και θεϊσμού: ντεϊστής απέναντι στους ευλαβείς θεϊστές τύπου Ρουσσό, φανατικός θεϊστής απέναντι στον ντεϊσμό των εγκυκλοπαιδιστών που είναι απλώς συγκαλυμμένος αθεϊσμός». Τόσο ο Βολταίρος όσο και ο Λοκ θεωρούσαν τον αθεϊσμό μορφή μισαλλοδοξίας και επικίνδυνο για την κοινωνική συνοχή. Ο Λοκ, μάλιστα, αν και τάσσεται υπέρ της ανεξιθρησκίας, εξαιρεί από αυτήν το δόγμα της αθεΐας, επειδή αυτό υποσκάπτει τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής. Αλλά θεωρώ ότι ο ντεϊσμός των εγκυκλοπαιδιστών στόχευε στην εξασφάλιση της γνωσιοθεωρητικής αυτοτέλειας του λογικού απέναντι στην Αποκάλυψη, χωρίς να αμφισβητείται η ύπαρξη ενός ανώτατου όντος (Βολταίρος) ή έστω η ανάγκη ύπαρξής του (Καντ). Η ύπαρξη του Θεού ακολουθεί τον δρόμο της λογικής αναζήτησής του, όπως αυτός χαράχτηκε από τον Ντεκάρτ και τον Λοκ. Από όλους αυτούς όμως πνευματικό θεμέλιο της Ευρώπης δεν θεωρείται το Ευαγγέλιο, αλλά ο Λόγος και ο σεβασμός της ατομικής ελευθερίας και συνείδησης, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής. Αυτό σημαίνει πως δεν αμφισβητείται η πίστη, αλλά πως στο καπιταλιστικό περιβάλλον των «πολλαπλών επιλογών» η συγκρότηση της εμπράγματης πραγματικότητας γίνεται χωρίς την αναγκαία παρουσία του Θεού.
Ο μεταφραστής Γιώργος Καράμπελας ανταποκρίθηκε με γλωσσική και φιλοσοφική επάρκεια, αλλά και με ακρίβεια απέναντι σ’ ένα κείμενο που το δυσκολεύουν αφάνταστα τα πολλά ονόματα, οι γεωγραφικές τοποθεσίες και οι πολλαπλές παραπομπές στη Βίβλο.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Προσευχή στον Θεό
Κάνε οι μικροδιαφορές ανάμεσα στα ρούχα που σκεπάζουν τα ασθενικά μας σώματα, ανάμεσα σε όλες τις ανεπαρκείς μας γλώσσες, ανάμεσα σε όλα τα γελοία έθιμά μας, ανάμεσα σε όλους τους ατελείς νόμους μας, ανάμεσα σε όλες τις άφρονες απόψεις μας, ανάμεσα σε όλες τις καταστάσεις μας, τις τόσο άνισες στα μάτια μας και τόσο ίσες ενώπιόν σου, όλες αυτές οι λεπτές αποχρώσεις που διακρίνουν τα σωματίδια που λέγονται άνθρωποι να μην είναι σημάδια μίσους και διωγμού. Κάνε όσοι ανάβουν κεριά μέρα μεσημέρι για να σε υμνήσουν να ανέχονται όσους αρκούνται στο φως του ήλιου σου. Κάνε όσους καλύπτουν τα ρούχα τους με λευκό ύφασμα για να πουν ότι πρέπει να σε αγαπούμε να μην σιχαίνονται όσους λένε το ίδιο πράγμα φορώντας μαύρο λινό πανωφόρι. Κάνε να είναι το ίδιο να σε λατρεύουμε σε μια διάλεκτο αρχαία και σε μια διάλεκτο νεότερη… γιατί ξέρεις ότι σ’ αυτές τις ματαιότητες δεν υπάρχει τίποτα άξιο ούτε φθόνου ούτε έπαρσης».