Για τη μελέτη της Μαρίας Οικονόμου «Κουπιά και Φτερά – Ο μύθος της Οδύσσειας στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο του μοντερνισμού» (εκδ. Νεφέλη).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Ο μύθος είναι ένα ανοιχτό διάγραμμα του κόσμου και της σκέψης. Ο μύθος είναι φασματικός, σκοτεινός, χωρίς περίγραμμα, χωρίς ορισμό που να μπορεί να τον παγιδεύσει πλήρως. Ο μύθος είναι αρνητικός – δηλώνει το ψέμα, την υπερβολή, το αδιανόητο ενός αφηγήματος, το αντίθετο του Λόγου, της λογικής και στοιχειοθετημένης σκέψης. Ο μύθος είναι θετικός – δηλώνει τη φαντασία, το υπερβατικό, αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί και να εξηγηθεί με την κοινή λογική. Ο μύθος είναι μια διεργασία, μια άμυνα, ένα ανάχωμα απέναντι στην πραγματικότητα (απειλητική, αποσταθεροποιητική).
Αυτό που ενδιαφέρει τη συγγραφέα είναι η ανάλυση συγκεκριμένων λογοτεχνικών και κινηματογραφικών διασκευών του οδυσσειακού μύθου στον 20ό αιώνα, επιλέγοντας ως πλαίσιο αναφοράς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Στην εξαιρετική μελέτη της Μαρίας Οικονόμου (Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης) ο μύθος είναι ο μύθος της Οδύσσειας. Αυτό που ενδιαφέρει τη συγγραφέα είναι η ανάλυση συγκεκριμένων λογοτεχνικών και κινηματογραφικών διασκευών του οδυσσειακού μύθου στον 20ό αιώνα, επιλέγοντας ως πλαίσιο αναφοράς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Η πρωτοτυπία της ανάλυσης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεθοδολογική σύνδεση με εκείνο το πεδίο [«Medienkomparastik» ή «Comparative Media Studies»] που εξετάζει τη λογοτεχνία στη σχέση της με άλλα μέσα, όπως ο κινηματογράφος, η φωτογραφία, η ζωγραφική.
Το μέσο (medium), σύμφωνα με τον ορισμό του Niklas Luhmamm, αποτελεί το «σύνολο των δυνατοτήτων από τις οποίες προκύπτει μια μορφή». Η συγγραφέας προσθέτει: «Το “μέσο” (η εικόνα, η λέξη κτλ.) είναι πάντα εκείνο το επιμέρους στοιχείο που επιτρέπει τη δημιουργία μιας μορφής, αποτελεί, θα έλεγε κανείς, τη δυνητική προϋπόθεσή της. Για την ακρίβεια, τόσο το “μέσο” όσο και η “μορφή” τελούν σε μια δυναμική σχέση, αφού το “μέσο” φανερώνεται πάντα μέσω της “μορφής” και η “μορφή”, για να φανερωθεί, χρήζει πάντα ενός “μέσου”». Από αυτή την άποψη, η συγγραφέας αναλύει τους τρόπους με τους οποίους ο μύθος συμμετέχει στη μορφοποίηση ενός έργου, εστιάζοντας στις ομοιότητες και τις διαφορές που ανακύπτουν από τη διαχείριση του μύθου στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.
Στα πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα, Τι είναι ο μύθος, παράλληλα με την εξέταση της σχέσης του μύθου με τη λογοτεχνία. Η συγγραφέας υποστηρίζει την ύπαρξη ενός δυναμικού μοτίβου επανάληψης και διαφοράς του μύθου, αρνούμενη για παράδειγμα ότι είναι σαφή τα όρια στη διάκριση που κάνει ο Hans Blumemberg ανάμεσα σε «εργασία του μύθου» (δηλαδή την «εξημέρωση» του κόσμου και τη δημιουργία της «απόστασης» μέσα από αφηγήσεις) και στην «εργασία πάνω στον μύθο» (δηλαδή της «δέσμες διασκευών του μύθου» που προκύπτουν από τις συνεχείς μεταμορφώσεις). Αυτό το μοτίβο επανάληψης και διαφοράς είναι ο βασικός μηχανισμός του μύθου: «κάθε διασκευή ταυτίζεται με τον μύθο επαναλαμβάνοντάς τον, αλλά και κάθε διασκευή αποκλίνει από τον μύθο, συμπεριφερόμενη στην επανάληψη διαφορετικά».
Το μοτίβο της επανάληψης και της διαφοράς του μύθου είναι η βασική κίνηση που ορίζει ένα πεδίο μετασχηματισμών του μύθου, ένα διάγραμμα της διασύνδεσης των διασκευών του.
Το μοτίβο της επανάληψης και της διαφοράς του μύθου είναι η βασική κίνηση που ορίζει ένα πεδίο μετασχηματισμών του μύθου, ένα διάγραμμα της διασύνδεσης των διασκευών του. Στο δεύτερο κεφάλαιο («Το οδυσσειακό μυθικό πεδίο») η συγγραφέας θα αναδείξει, μέσα από οχτώ διαφορετικές εικόνες, οχτώ διαφορετικές δυναμικές κινήσεις εντός του μυθικό πεδίου που ορίζουν οι διασκευές του «οδυσσειακού μύθου». Για παράδειγμα, η τρίτη εικόνα, «Η αναμυθοποίηση», βασίζεται στην εξέταση της Θείας Κωμωδίας και πιο συγκεκριμένα του όγδοου κύκλου της κόλασης όπου, σύμφωνα με τον Δάντη, ο Οδυσσέας τιμωρείται. Η εκδοχή της τιμωρίας του Οδυσσέα αντλεί την καταγωγή της από τον Όμηρο και την προφητεία του Τειρεσία ο οποίος κάνει λόγο για ένα δεύτερο ταξίδι του Οδυσσέα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη. Ο τρόπος με τον οποίο ο Δάντης αξιοποιεί αυτό το στοιχείο οδηγεί σε μια πράξη αναμυθοποίησης – την ανάδυση μιας επιπλέον όψης του Οδυσσέα εντός του μυθικού πεδίου, του «φυγόκεντρου» Οδυσσέα, ο οποίος σε αντίθεση με τον «κεντρομόλο» Οδυσσέα, παραιτείται οριστικά από κάθε προσπάθεια να ολοκληρώσει τον νόστο του.
Στο πλαίσιο του μοντερνισμού πλέον, η Οικονόμου θα εξετάσει διεξοδικά τον Οδυσσέα (1922) του James Joyce και θα επιχειρήσει να εντοπίσει τη θέση του μέσα στο διάγραμμα των μετασχηματισμών του οδυσσειακού μυθικού πεδίου, ανιχνεύοντας τις επιρροές στον Joyce, αλλά και την παρακαταθήκη του μέσα από τις καινοτομίες στον χειρισμό του μύθου. Παραμένοντας στο πεδίο της λογοτεχνίας, στα τελευταία δύο κεφάλαια του βιβλίου, η έμφαση είναι αφενός στις Σειρήνες και στην εξέταση της λειτουργίας τους σε σχέση με την ποίηση και την αυτοαναφορικότητα. Αφετέρου, στον Ελπήνορα και κατά προέκταση σε εκείνους τους μετασχηματισμούς και τις ανατροπές εντός του οδυσσειακού μυθικού πεδίου που συνδέονται με την ενεργοποίηση περιθωριακών μορφών και γενικότερα στοιχείων (λόγοι, φωνές, χώροι, πλοκές) που αποσιωπήθηκαν ή παρέμειναν στην αφάνεια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εκείνο το σημείο της ανάλυσης όπου η συγγραφέας αναφέρεται στην ανάδυση της «Νέκυιας» και την έντονη παρουσία της στις διασκευές του μύθου στον μοντερνισμό, αλλά και την εισαγωγή του φασματικού στοιχείου μέσα από τη χρήση νέων μέσων (φωτογραφία, κινηματόγραφος) στις απόπειρες να αναπαρασταθεί ο κάτω κόσμος.
Ο τρόπος γραφής της Οικονόμου διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την ανάγνωση του βιβλίου, ενώ παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα πληροφορίας είναι πολλά, η λογική οργάνωσης της ανάλυσης και ο βαθμός ανάπτυξης καθιστούν προσβάσιμες και κατανοητές όλες τις έννοιες και τα έργα στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας.
Τα κεφάλαια που αναφέρονται στον κινηματογράφο (4 και 5) προσθέτουν επιπλέον σημεία φυγής στην ανάλυση της Οικονόμου με αποτέλεσμα να μπορούν να συσχετιστούν λογοτεχνία και κινηματογράφος και, το κυριότερο, να μπορεί να υπάρξει μια αντιπαραβολή στους τρόπους χειρισμού του μύθου προκειμένου τελικά να φανούν οι δυνατότητες και τα όρια που έχει το κάθε μέσο ξεχωριστά αλλά και οι τρόποι με τους οποίους τα μέσα μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους. Η πρώτη ταινία που αναλύει η συγγραφέας είναι Η περιφρόνηση (1963) του Jean-Luc Godard. Στην προκειμένη περίπτωση, το οδυσσειακό μυθικό πεδίο μετασχηματίζεται σε έκταση και βάθος χάρη στη διαμεσική προσέγγιση του Godard, δηλαδή τη «διαπλοκή και συνύπαρξη διαφορετικών “μέσων” [Intermedialität / intermediality]» – εικόνα, λέξη, ήχος. Η δεύτερη ταινία, 2001: Οδύσσεια του διαστήματος (1968) του Stanley Kubrick επιτυγχάνει ένα νέο μετασχηματισμό του μύθου με τον Οδυσσέα να εμφανίζεται ως αστροναύτης και η Οδύσσεια ως ταξίδι στο διάστημα. Ο μετασχηματισμό που επιτυγχάνεται μέσω των χειρισμών του Kubrick είναι διαστρωματικός – η ίδια η ταινία του είναι μια πολυστρωματική κατασκευή με στοιχεία από τη μυθολογία, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, τη ζωγραφική.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία και ευρετήριο, ενώ μετά από κάθε κεφάλαιο παρατίθενται πολυάριθμες σημειώσεις. Ο τρόπος γραφής της Οικονόμου διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την ανάγνωση του βιβλίου, ενώ παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα πληροφορίας είναι πολλά, η λογική οργάνωσης της ανάλυσης και ο βαθμός ανάπτυξης καθιστούν προσβάσιμες και κατανοητές όλες τις έννοιες και τα έργα στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας. Αλλά και το ίδιο το βιβλίο, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα διαμεσικότητας, με τα κολάζ του Ulrich Meurer στο εξώφυλλο και στο εσωτερικό του βιβλίου να συνομιλούν με το ίδιο το κείμενο.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
** Στην κεντρική ειόνα, πλάνο από την ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «2011, Οδύσσεια του διαστήματος».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ