Το δεύτερο μέρος του μεγάλου έργου της φιλοσόφου Χάννα Άρεντ Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού είναι αφιερωμένο στον ιμπεριαλισμό και στις συνθήκες ανάπτυξής του. Αποτελούμενο από πέντε κεφάλαια, καθένα από τα οποία ερευνά μια διαφορετική πτυχή του πολιτικού φαινομένου του ιμπεριαλισμού, αυτός ο δεύτερος τόμος αποσκοπεί στη σκιαγράφηση της σκοτεινής περιόδου του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού (1884 έως την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου), φαινομένου που από κοινού με τον αντισημιτισμό, όπως παρουσιάστηκε στον πρώτο τόμο, αποτέλεσαν τους κύριους πυλώνες της ιδεολογίας του ολοκληρωτισμού κατά τον 20ό αιώνα. Αυτή η λησμονημένη εποχή, κατά την οποία ταυτίστηκε ο ευρωπαϊκός αποικιακός ιμπεριαλισμός με την αποσύνθεση του εθνικού κράτους, αξίζει να γίνει αντικείμενο έρευνας, σύμφωνα με τη φιλόσοφο, διότι, εκτός από το γεγονός ότι προοιωνίστηκε τον ολοκληρωτισμό, η επήρειά της γίνεται εμφανής ακόμα και στη νέα εποχή των παγκόσμιων υπερδυνάμεων με την απότοκο μορφή της ανάγκης των τελευταίων για αδιάλειπτη επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτή η λησμονημένη εποχή, κατά την οποία ταυτίστηκε ο ευρωπαϊκός αποικιακός ιμπεριαλισμός με την αποσύνθεση του εθνικού κράτους, αξίζει να γίνει αντικείμενο έρευνας, σύμφωνα με τη φιλόσοφο, διότι, εκτός από το γεγονός ότι προοιωνίστηκε τον ολοκληρωτισμό, η επήρειά της γίνεται εμφανής ακόμα και στη νέα εποχή των παγκόσμιων υπερδυνάμεων με την απότοκο μορφή της ανάγκης των τελευταίων για αδιάλειπτη επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο ιμπεριαλισμός, ήδη από τη γέννησή του, είχε μια άρρηκτη σύνδεση με την πολιτική χειραφέτηση της αστικής τάξης και το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Η έννοια μάλιστα ως τέτοια δεν είχε πολιτική αφετηρία αλλά πιθανότερο προήλθε από τους κόλπους της επιχειρηματικής κερδοσκοπίας. Σημείο έναρξης αποτέλεσε η εσωτερική οικονομική κρίση που προκλήθηκε από τα αδιάθετα πλεονάζοντα κεφάλαια και την υπεραποταμίευση των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οικονομιών (Αγγλίας, Γαλλίας, Ολλανδίας κ.ά.) και ώθησε σε επικερδείς πλην ριψοκίνδυνες επενδύσεις σε μακρινές ηπείρους, με την επέμβαση του κράτους για την εξασφάλιση των ιδιωτικών επενδύσεων και την ελαχιστοποίηση των ζημιών από τους απροσδιόριστους παράγοντες στις νέες χώρες να κρίνεται αναγκαία. Πρόκειται για ένα είδος εξαγωγής εξουσίας, μια ιδιάζουσα μορφή πολιτικής δράσης, ουσία της οποίας έγινε η ισχύς –ισχύς/εξουσία ως αυτοσκοπός– μια καταστρεπτική αρχή που μετατράπηκε σε τυφλή εξουσία όταν αποσπάστηκε από το σώμα των πολιτών του έθνους. Η ως άνω πολιτική ανταποκρινόταν πλήρως στα συμφέροντα και τις απαιτήσεις της κοινωνικά και οικονομικά κυρίαρχης αστικής τάξης, που μέχρι τότε αφηνόταν στην ιδιωτικότητά της και αδιαφορούσε για τη δημόσια σφαίρα. Συνεπώς, για την Άρεντ, σε αντίθεση με τον Λένιν, «ο ιμπεριαλισμός πρέπει μάλλον να θεωρηθεί το πρώτο στάδιο στην κυριαρχία της αστικής τάξης και όχι το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού».
Ο ιδεολογικός προκάτοχος της θεωρίας της ισχύος για την Άρεντ είναι ο Τόμας Χόμπς, «ο πρώτος φιλόσοφος της αστικής τάξης», που διέβλεψε μια πολιτική κατάσταση στην οποία το κοινό καλό πορίζεται από το ιδιωτικό συμφέρον. Ο Λεβιάθαν του είναι μια πολιτική κοινότητα με προσωρινό χαρακτήρα, χωρίς παραχώρηση δικαιωμάτων και με μόνο σκοπό της την εγγυημένη και απρόσκοπτη απόκτηση περιουσίας. Τα άτομα, σύμφωνα με τον Χομπς, τον «ειδωλολάτρη της επιτυχίας», χάνονται στην ιδιωτικότητά τους και στις μεταξύ τους ανταγωνιστικές σχέσεις, επιδεικνύοντας παράλληλα έναν τυφλό κομφορμισμό στην ανώτατη εξουσία (κυρίαρχος) που παρέχει μια δικαιολόγηση της τυραννίας. Ο ιμπεριαλισμός, άλλωστε, δεν είναι η απλή επένδυση στο εξωτερικό, είναι η παράλληλη αποξένωση από το σώμα των πολιτών, που περιορίζεται στον ρόλο του προστάτη των ιδιωτικών επενδύσεων στο εξωτερικό. Κι ενώ σε μία τέτοια κατάσταση η διάσταση ιμπεριαλισμού και εθνικισμού είναι τεράστια, στην πράξη οι δύο θεωρίες μοιράζονται το κοινό όπλο του φυλετικού ρατσισμού. Πρόκειται για κάτι που διαφαίνεται ήδη στο πολιτικό όραμα του Χομπς, το οποίο παράγει φυλετικές θεωρίες, καθώς μεταξύ των διαφόρων εθνών που βρίσκονται σε μια «κατάσταση διαρκούς πολέμου» δεν υπάρχει δυνατότητα σύναψης συμβολαίου. Για την Άρεντ η έννοια της φυλής εικονίζει το τέλος της ανθρωπότητας και όχι την αρχή της.
Πριν φτάσουμε ωστόσο στις θηριωδίες του ναζισμού, ο ρατσισμός είχε κατακτήσει την κοινή γνώμη παντού. Η ίδια η ιδεολογία του ιμπεριαλισμού προήλθε από φυλετικές θεωρίες δίχως καμία επιστημονική ή ιστορική βάση που έγιναν εθνικοπολιτικό δόγμα. Η πρώτη φάση της φυλετικής σκέψης αναπτύχθηκε στη Γαλλία και προετοίμασε τις μετέπειτα φυσιοκρατικές θεωρήσεις. Προέβαλε το δίκαιο της κατάκτησης και την ανωτερότητα του κατακτητή για να αντικρούσει την νέα εθνική ιδέα, ερμηνεύοντας τη Γαλλική Επανάσταση ως τη σύγκρουση δύο διαφορετικών εθνών (Φράγκοι/αριστοκράτες – Γαλάτες/παρίες, [Boulainvillers]). Η δεύτερη φάση έλαβε χώρα στη Γερμανία, προετοιμάζοντας τη φυλετική σκέψη στη χώρα και δεν προήλθε από τους αριστοκράτες. Αφενός αναπτύχθηκε από τους πατριώτες που, απουσία γεωγραφικών συνόρων, αποσκοπούσαν στη συνένωση των γερμανικών λαών υπό μία συνείδηση κοινής προέλευσης και αφετέρου από τη συμβολή του πολιτικού ρομαντισμού για τον οποίο η λατρεία της εγγενούς προσωπικότητας ως φυσικό υποκατάστατο μίας ματαιωμένης πολιτικής πραγματικότητας θεωρήθηκε αυτοσκοπός, προτάσσοντας πως «ο καθένας είναι ελεύθερος να δημιουργεί για τον εαυτό του την ιδεολογία του». Από τις δύο παραπάνω θέσεις προέκυψε η θεωρία της ιστορίας που στηρίζεται στους φυσικούς νόμους και η θεωρία του υπερανθρώπου, ο συνδυασμός των οποίων για την Άρεντ αποτέλεσε τη βάση για τον ρατσισμό ως ιδεολογία.
Η Χάννα Άρεντ |
Με τον Κόμη Αρτούρ ντε Γκομπινώ έχουμε για πρώτη φορά τη συνένωση όλων των προηγούμενων παραγόντων σε ένα πρότυπο έργο ρατσιστικής θεωρίας (Essai sur l'inégalité des races humaines). Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκερασμού της παρακμής (décadence) με τη φυλετική σκέψη, από την οποία η φιλόσοφος συμπεραίνει ότι προέκυψε ο ρατσισμός εντελώς τυχαία και οπορτουνιστικά. Ο Γκομπινώ ταύτισε την παρακμή της αριστοκρατικής κάστας με την παρακμή της Γαλλίας, του δυτικού πολιτισμού και του ανθρώπινου είδους εν συνόλω, αποδίδοντάς την στον εκφυλισμό της φυλής και στην «ανάμειξη» του αίματος. Αναζήτησε μια νέα ελίτ πέραν των ηττημένων αριστοκρατών, μια φυλή ηγεμόνων: τους Αρίους. Αντιθέτως, στην Αγγλία η φυλετική σκέψη συμπορεύτηκε από την αρχή με την εθνική γραμμή καθώς στον αγγλικό εθνικισμό η ελευθερία είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητας, καθιστώντας τους Άγγλους μία αριστοκρατία μεταξύ των άλλων λαών. Η παράλληλη εμφάνιση θεωριών ευγονικής, πολυγενετισμού και του πολιτικού δαρβινισμού, όπου συνδυάζονται η φυλή και η ταξική κυριαρχία και η φυσική επιλογή αποτελεί ένα τεχνικό εργαλείο, εγκαινιάζει την εποχή που τα πολιτικά ζητήματα ερμηνεύονται με όρους βιολογίας και ζωολογίας. Η επικράτηση του ρατσισμού δεν ήταν προκαθορισμένη αλλά βασίστηκε στην επικύρωση, μέσω μιας επινοημένης παράδοσης, των πράξεων του ιμπεριαλισμού που έρχονταν σε σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Η Άρεντ καταδεικνύει ότι στις αφρικανικές κτήσεις έγινε για πρώτη φορά σαφές αυτό που η ελίτ των Ναζί θα χρησιμοποιούσε ως κύριο όπλο της: το γεγονός ότι οι λαοί μπορούν να μετατραπούν σε φυλές, διότι οπισθοχωρώντας στο επίπεδο των φυλών (όπως οι Μπόερς) θα αιτιολογούσαν την κυριαρχία τους πάνω στους άλλους.
Στο παιχνίδι της μεγάλης επέκτασης, όπου τα όρια του εθνικού κράτους ξεπεράστηκαν, το έθνος υποκαταστάθηκε από τη φυλή και το κράτος από τη γραφειοκρατία. Σε ενδεικτικότερο θέατρο φυλετικής κοινωνίας αναδείχθηκε η Νότιος Αφρική, στα ορυχεία χρυσού της οποίας προσελκύστηκε το πλεόνασμα ανθρώπινου δυναμικού της Ευρώπης που ήρθε αντιμέτωπο με τις μαύρες φυλές, ένα είδος ανθρώπου που δεν μπορούσε να το δεχθεί ως συνάνθρωπό του. Ο ρατσισμός εντούτοις ως μέθοδος διακυβέρνησης, πριν ακόμα από τον ιμπεριαλισμό, είχε εφαρμοστεί από τους Ολλανδούς Μπόερς, οι οποίοι αιώνες πριν είχαν εγκατασταθεί σε αυτή τη γη, όχι κατακτώντας αλλά παρασιτώντας σε ένα φυλετικό σύστημα όπου οι ίδιοι θεωρούνταν οιονεί θεοί, η ανώτατη μορφή φυλετικής ηγεσίας. Βάση για αυτή την κοινωνία δεν ήταν μόνο η δουλεία και η περιφρόνηση για την εργασία, αλλά και η σύγκρουση με έναν κόσμο οικοδομημένο από τον άνθρωπο και γενικά με τον Δυτικό πολιτισμό εν συνόλω. Η σύγκρουση Μποερς και Βρετανών για τη Ν. Αφρική μπορεί να ανέδειξε νικητές τους δεύτερους όμως οι νέοι κυρίαρχοι προτίμησαν τη διατήρηση της φυλετικής κοινωνίας ακόμα και εις βάρος της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η Άρεντ καταδεικνύει ότι στις αφρικανικές κτήσεις έγινε για πρώτη φορά σαφές αυτό που η ελίτ των Ναζί θα χρησιμοποιούσε ως κύριο όπλο της: το γεγονός ότι οι λαοί μπορούν να μετατραπούν σε φυλές, διότι οπισθοχωρώντας στο επίπεδο των φυλών (όπως οι Μπόερς) θα αιτιολογούσαν την κυριαρχία τους πάνω στους άλλους.
Και ενώ η φυλετική κοινωνία ανακαλύφθηκε στη Ν. Αφρική, η γραφειοκρατία ως διακυβέρνηση κατώτερων ξένων λαών ανακαλύφθηκε στο βόρειο τμήμα της αφρικανικής ηπείρου (Αλγερία, Αίγυπτος). Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας εξυφάνθηκε μέσα από παλιούς (ιπποτισμός) ή νεότερους βρετανικούς θρύλους (Κίπλινγκ) και από διοικητικές πρακτικές όπως του Βρετανού Γενικού Πρόξενου στην Αίγυπτο Λόρδου Κρόμερ ή του αναδεδειγμένου από τον όχλο Σέσιλ Ρόουντς. Η φιλόσοφος αναγνωρίζει τη γραφειοκρατία ως μια απρόσιτη και απάνθρωπη υβριδική μορφή διακυβέρνησης που δεν προσδιορίζεται από τη σχέση κατακτητή-κατεκτημένου αλλά από μία αδιαφορία και αποστασιοποίηση του τοπικού διοικητή προς υπηκόους, όπου η χώρα δεν αντιμετωπίζεται ως αυτοσκοπός αλλά απλώς σαν ένα σκαλοπάτι για μία ανώτερη επιδίωξη επέκτασης. Οι δύο κύριες μέθοδοι της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, η φυλή και η γραφειοκρατία, γεννημένες στη Μαύρη Ήπειρο, αποτέλεσαν «έναν πρωτοφανή τρόπο ζωής και μια πρωτοφανή διακυβέρνηση».
Η ιμπεριαλιστική κυριαρχία, όμως, εκτός από την υπερπόντια μορφή της εμφανίστηκε επίσης υπό τη μορφή της ηπειρωτικής επέκτασης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη με τα κινήματα Παν-. Ο Παν-γερμανισμός και ο Παν-σλαβισμός αναδείχθηκαν μέσα από ένα νέο είδος εθνικισμού εδραιωμένου αποκλειστικά στη φυλετική συνείδηση, σύμφωνα με την οποία οι γενικές ιδιότητες του έθνους ενσαρκώνονται στην ψυχή του ατόμου και όχι σε κάποια ορατή πολιτιστική ή ιστορική έκφανση του έθνους. Αυτός ο εθνοφυλετικός εθνικισμός, εντελώς διαφοροποιημένος από τον εθνικισμό των δυτικών εθνικών κρατών, όπου εθνότητα, κράτος και επικράτεια συνέπιπταν συντελώντας στην εθνική χειραφέτηση, διαδόθηκε σε λαούς που διέθεταν διασκορπισμένες αλύτρωτες κοινότητες στο εξωτερικό σε συνδυασμό με μια εθνική πάτρια χώρα (Ρωσία, Γερμανία). Τα κινήματα Παν- μετέδωσαν μια ψευδομυστικιστική ατμόσφαιρα, σύμφωνα με την οποία η εθνικότητα από τη μοίρα της ήταν περιβεβλημένη με μια αύρα θεϊκής προέλευσης και εθνικής αποστολής που αυτόματα την έθετε υπεράνω και απέναντι από όλα τα άλλα έθνη. Ταυτόχρονα, έτρεφαν συγκεκριμένο μίσος για το κράτος και δεν δέχονταν βοήθεια από τις εθνικές κυβερνήσεις με στήριξη στην πεποίθηση ότι ο μόνος διαρκής παράγοντας στην ιστορία είναι αποκλειστικά ο λαός («οι Ρώσοι είναι ένας λαός δίχως κράτος»). Δεν είναι συνεπώς τυχαίος ο φθόνος απέναντι στον μόνο λαό μέχρι τότε με εθνοφυλετική έννοια, τον Εβραϊκό, που συνδύαζε έθνος χωρίς κράτος με το χρίσμα του εκλεκτού του Θεού.
Η απολυτότητα της ιδεολογικής πολιτικής –παραφράζοντας εσκεμμένα τον Χέγκελ και τον Μαρξ– αναγνώρισε τις χώρες ως ενσαρκωμένες ιδέες εξαρθρώνοντας την ατομική συνείδηση και την προσωπικότητα για να συγκαλύψει την ανηθικότητά της με ένα “υψηλό” συλλογικό περίβλημα.
Σε όλα τα κινήματα η Άρεντ διακρίνει στοιχεία που τα έφεραν σε ρήξη με την υπάρχουσα πολιτική παράδοση και τα έκαναν να λειτουργούν ελκυστικά στον όχλο. Η περιφρόνηση του νόμου, των κοινοβουλίων και των κομμάτων, η διακυβέρνηση μέσω μιας αυθαίρετης και μυστικοπαθούς αλλά πανταχού παρούσας γραφειοκρατίας (βλ. Κάφκα), και όχι μέσω υπερδιογκωμένων δημόσιων θεσμών, διαμόρφωσε ένα μοντέλο οργάνωσης στο οποίο ολόκληρα έθνη έμοιαζαν με «μια κολοσσιαία ορδή, υπάκουη στην αυθαίρετη βούληση ενός ανθρώπου». Η διαφοροποίηση των κινημάτων από τον δεσποτισμό έγινε διακριτή με την ενσωμάτωση της προπαγάνδας και κυρίως της ιδεολογίας ως βασικών οργανωτικών αρχών τους. Η απολυτότητα της ιδεολογικής πολιτικής –παραφράζοντας εσκεμμένα τον Χέγκελ και τον Μαρξ– αναγνώρισε τις χώρες ως ενσαρκωμένες ιδέες εξαρθρώνοντας την ατομική συνείδηση και την προσωπικότητα για να συγκαλύψει την ανηθικότητά της με ένα «υψηλό» συλλογικό περίβλημα. Ο φασισμός και ο ναζισμός εφάρμοσαν τις παραπάνω τακτικές θέτοντας εαυτούς υπεράνω κομμάτων για την κατάληψη της εξουσίας με σκοπό τη διάλυση του εθνικού κράτους.
Η άνοδος του ιμπεριαλισμού και των κινημάτων επέφερε την παρακμή του εθνικού κράτους, το οποίο αποσυντέθηκε τελείως τη στιγμή που από όργανο δικαίου μετατράπηκε σε αποκλειστικό όργανο του έθνους και το εθνικό συμφέρον επισκίασε το δίκαιο. Η εγκαθίδρυση εθνικών κρατών με ανομοιογενή πληθυσμό στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η αναγνώριση του δικαιώματος του εθνικού αυτοκαθορισμού οδήγησε τους εθνικά ματαιωμένους πληθυσμούς να θέσουν τα εθνικά συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα των κυβερνήσεων με την απόλυτη πίστη ότι αληθινή χειραφέτηση είναι η εθνική χειραφέτηση. Παράλληλα η ισχύς των μεταπολεμικών Συνθηκών και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαψεύστηκε διότι απέτυχαν να προστατεύσουν τους πολίτες που δεν διέθεταν την ιθαγένεια του κράτους και την ιδιότητα του πολίτη από την αυθαιρεσία των κρατών τους. Ως συνέπεια, κατά τις μεγάλες μετακινήσεις αλύτρωτων και ανεπιθύμητων πληθυσμών εμφανίστηκε για πρώτη φορά, σύμφωνα με την Άρεντ, ένα ενδεικτικό δείγμα του εκφυλισμού της σύγχρονης πολιτικής, το φαινόμενο των προσώπων δίχως κράτος. Το πρόβλημα των απάτριδων, που παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, αγνοήθηκε και απέτυχε να επιλυθεί μέσω επαναπατρισμού ή πολιτογράφησης με αποτέλεσμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης να υποκαταστήσουν την πατρίδα τους και μια εκτός νόμου ζωή τη νομική καταστατική τους θέση.
Ο 20ός αιώνας έκανε ιστορικά σαφές ότι άνθρωποι που δεν εκπροσωπούνται από δική τους κυβέρνηση στερούνται αυτόματα τα δικαιώματά τους, ότι η απώλεια των εθνικών δικαιωμάτων σημαίνει την ταυτόχρονη απώλεια των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Το άκρως επικίνδυνο αυτό φαινόμενο, όπου η ισότητα απέναντι στον νόμο καταλύεται, σηματοδοτεί για την Άρεντ τη διάλυση του εθνικού κράτους, ιδίως τη στιγμή που το τελευταίο μπαίνει σε πειρασμό να στερήσει από όποιον επιθυμεί την ιδιότητα του πολίτη. Η μόνη διασφάλιση της νέας εκκοσμικευμένης κοινωνίας απέναντι σε αυτή την αυθαιρεσία του κράτους, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, θεσπισμένα ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, υποβαθμίστηκαν και απέτυχαν να εφαρμοστούν στην πράξη διότι ήταν εδραιωμένα στην ανθρώπινη φύση, στο παράδοξο όραμα ενός αφηρημένου και απομονωμένου ανθρώπινου όντος, και όχι στην ανθρωπότητα, όπου ο άνθρωπος θεωρείται μέρος ενός λαού. Ο 20ός αιώνας έκανε ιστορικά σαφές ότι άνθρωποι που δεν εκπροσωπούνται από δική τους κυβέρνηση στερούνται αυτόματα τα δικαιώματά τους, ότι η απώλεια των εθνικών δικαιωμάτων σημαίνει την ταυτόχρονη απώλεια των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Άρεντ υποστηρίζει ότι τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν είναι μια αφαίρεση, απορρέουν από το εσωτερικό ενός έθνους, ειδάλλως οι άνθρωποι δίχως δικαιώματα επιστρέφουν στην ιδιάζουσα φυσική τους κατάσταση, στην ατομικότητά τους, ορίζονται ως ανθρώπινα όντα γενικώς δίχως να εντάσσονται σε καμία κοινωνία ή νόμο, δεν τους διεκδικεί κανείς και η περιττή ύπαρξή τους απειλείται. Ο αυξανόμενος αριθμός των απάτριδων, των ανθρώπων δίχως δικαιώματα, είναι ένα πρόβλημα που προήλθε από τον ίδιο τον πολιτισμό μας και θέτει ακόμα και σήμερα σε σοβαρότατο κίνδυνο την πολιτική μας ζωή και τον κοινό ανθρώπινο κόσμο τρέφοντας το τέρας του ολοκληρωτισμού.
* Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι φιλόλογος.