Για το βιβλίο «Αντισημιτισμό», τον πρώτο από τους τρεις τόμους του έργου της Χάννα Άρεντ «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» (μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες).
Του Βαγγέλη Γραμματικόπουλου
Το 2017 ευτυχήσαμε να διαβάσουμε για πρώτη φορά, εξολοκλήρου μεταφρασμένο στα ελληνικά, ένα σπουδαίο έργο πολιτικής θεωρίας του προηγούμενου αιώνα. Πρόκειται για το τρίτομο έργο της Χάννα Άρεντ: Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού (Elemente und Ursprünge totaler Herrschaft, 1951). Από τις τρεις ευρύτερες ενότητες που περιλαμβάνει η εκτενής μελέτη της Γερμανοεβραίας πολιτικού φιλοσόφου: Αντισημιτισμός, Ιμπεριαλισμός και Ολοκληρωτισμός, μόνον η τελευταία είχε μέχρι πέρσι κυκλοφορήσει στη χώρα μας (Το Ολοκληρωτικό Σύστημα, εκδ. Ευρυαλός). Χωρίς αμφιβολία, τόσο η εξοικείωση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια με το έργο και τη φιγούρα της Άρεντ όσο και ο σύγχρονος χαρακτήρας της σκέψης της συνέβαλαν στο να ωριμάσουν οι συνθήκες για μια τέτοια έκδοση.
Η Άρεντ, έχοντας βιώσει τη ναζιστική θηριωδία, δεν αρκείται απλώς και μόνο σε μία ανασκόπηση του φαινομένου όπως αυτό εμφανίστηκε ιστορικά αλλά ερευνά τα αίτια, τις απαρχές του ολοκληρωτισμού, αξιολογώντας την έντονη συμβολή του αντισημιτισμού και του ιμπεριαλισμού ως καταστατικών συνθηκών για την εμφάνιση αυτής της ολέθριας μορφής διακυβέρνησης.
Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού είναι η αριστοτεχνική διερεύνηση της φύσης και της ανόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Ο όρος ολοκληρωτικός –νεοσύστατος εκείνη την εποχή του μεταπολέμου– χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα πολιτικά καθεστώτα που δεν προσδιορίζονται απλώς ως τυραννικά ή δικτατορικά αλλά στο πλαίσιο των σύγχρονων εθνών-κρατών διαθέτουν συγκεκριμένες απόλυτες μεθόδους επιβολής, όπως ο απόλυτος έλεγχος κάθε πτυχής της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των πολιτών και η απαίτηση για συνταύτιση όλων ανεξαιρέτως με την επίσημη κρατική ιδεολογία. Η Άρεντ, έχοντας βιώσει τη ναζιστική θηριωδία, παρ’ ολίγον μάλιστα ως θύμα, δεν αρκείται απλώς και μόνο σε μια ανασκόπηση του φαινομένου όπως αυτό εμφανίστηκε ιστορικά αλλά ερευνά τα αίτια, τις απαρχές του ολοκληρωτισμού, αξιολογώντας την έντονη συμβολή του αντισημιτισμού και του ιμπεριαλισμού (όροι που, σύμφωνα με την Άρεντ, δεν ερμηνεύονται ως απλώς το μίσος για τους εβραίους ή η επεκτατική κατάκτηση) ως καταστατικών συνθηκών για την εμφάνιση αυτής της ολέθριας μορφής διακυβέρνησης κατά τη διάρκεια του αιώνα που πέρασε.
Κλειδί στην αντιμετώπιση των παραπάνω φαινομένων είναι η κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας και επ’ ουδενί λόγω η άρνηση και η δαιμονοποίησή της ή η άκριτη υπαγωγή της σε πρότερες ιστορικές εμπειρίες και σε κοινότοπα γενικά ιστορικά σχήματα. Κατανόηση, όπως επισημαίνει η Άρεντ, σημαίνει «να κουβαλούμε συνειδητά το βάρος που μας έχει φορτώσει ο αιώνας μας – ούτε να αρνούμαστε την ύπαρξή του ούτε να υποτασσόμαστε πειθήνια στο βάρος του». Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα η Άρεντ μας καλεί να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο το εβραϊκό ζήτημα και ο αντισημιτισμός, ένα δευτερεύον ζήτημα για την παγκόσμια πολιτική σκηνή, κατόρθωσε να τεθεί στον πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας και να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα πυροδότησης ενός παγκόσμιου καταστροφικού πολέμου και ενός τρομακτικού μηχανισμού ανθρώπινης εξολόθρευσης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Γιατί όμως από όλους τους λαούς οι εβραίοι; Σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει τους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες ανάπτυξης του αντισημιτισμού στην Ευρώπη και την αναπόσπαστη ενσωμάτωσή του στην ιδεολογική σκευή του ναζιστικού κινήματος, η Άρεντ κατά πρώτον απορρίπτει τη θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου (το παντελώς αθώο και ασύνδετο θύμα, αίρον όλες τις αμαρτίες του κόσμου) για την ερμηνεία της επιλογής των εβραίων ως θυμάτων. Η στοχοποίηση του εβραϊκού λαού δεν ήταν τυφλή και αυθαίρετη ούτε, από την άλλη, ήταν βασισμένη στο αφήγημα του «αιώνιου αντισημιτισμού» που θυματοποιεί τους εβραίους εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Για τη φιλόσοφο οι παραπάνω ερμηνείες αποκρύπτουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εβραϊκού λαού που τον έκαναν τόσο ταιριαστό για τον ρόλο και τον απαλλάσσουν από τις οποιεσδήποτε ευθύνες του σχετικά με τη μη συνειδητοποίηση της δυσμενούς θέσης στην οποία είχε περιέλθει μέχρι το 1930.
Η Hannah Arendt |
Στις σελίδες αυτού του πρώτου τόμου γίνεται φανερό πως η πορεία του σύγχρονου αντισημιτισμού ακολουθεί την πορεία ανάπτυξης και παρακμής του εθνικού κράτους στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ οι πηγές του μπορούν να αναζητηθούν στην εβραϊκή ιστορία των προηγούμενων αιώνων. Οι εβραίοι, με τη μακραίωνη παράδοση ως πιστωτές χρημάτων, μετά την κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήματος και τη σύσταση των εθνικών κρατών εκμεταλλεύθηκαν το χρηματοπιστωτικό κενό και αναδείχθηκαν στους κατεξοχήν κρατικούς τραπεζίτες των ευρωπαϊκών ηγεμονιών. Στις αυλές των Ευρωπαίων μοναρχών εγκαταστάθηκαν εύποροι εβραίοι και κραταιοί οίκοι εβραϊκών οικογενειών, όπως οι Ρότσιλντ, απέκτησαν υψηλό αριθμό ευρωπαϊκών διασυνδέσεων. Ταυτόχρονα, έλαβαν ιδιαίτερα προνόμια από τις κυβερνήσεις και τις μοναρχίες δίχως όμως να καταφέρουν ποτέ, εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς τους, να ενσωματωθούν κοινωνικά και πολιτικά, αποτελώντας κατά αυτόν τον τρόπο πάντα «ένα έθνος μέσα στο έθνος».
Το γεγονός ότι [οι εβραίοι] συνιστούσαν πλέον μια ομάδα που διέθετε αφενός μεν πλούτο αφετέρου όμως δεν έφερε καμία εξουσία και λειτουργία ήταν μη ανεκτό από τους μη εβραίους και εξέθρεψε σφοδρό μίσος εναντίον τους, ενώ οι ίδιοι λόγω της πολιτικής αθωότητας και άγνοιάς τους απέτυχαν να εκτιμήσουν σωστά το εναντίον τους κλίμα.
Η πτώση επήλθε στην καμπή του 18ου αιώνα έπειτα από τη Γαλλική Επανάσταση και την εγκαθίδρυση των αστικών δημοκρατιών με τις οποίες προωθήθηκαν η ισότητα και η ισονομία όλων των πολιτών του κράτους. Ως συνέπεια, οι εβραίοι απώλεσαν κάθε προηγούμενο προνόμιο και τις δημόσιες λειτουργίες που κατείχαν. Το γεγονός ότι συνιστούσαν πλέον μια ομάδα που διέθετε αφενός μεν πλούτο αφετέρου όμως δεν έφερε καμία εξουσία και λειτουργία ήταν μη ανεκτό από τους μη εβραίους και εξέθρεψε σφοδρό μίσος εναντίον τους, ενώ οι ίδιοι οι εβραίοι λόγω της πολιτικής αθωότητας και άγνοιάς τους απέτυχαν να εκτιμήσουν σωστά το εναντίον τους κλίμα. Πρόκειται για την περίοδο που ο αντισημιτισμός φτάνει σταδιακά στο απόγειό του στα κράτη της κεντρικής Ευρώπης και εμφανίζονται τα πρώτα αντισημιτικά κόμματα. Η Άρεντ, πιστή στη βαθιά κατανόηση της ιστορίας, ερευνά τις συνθήκες επώασης του πολιτικού αντισημιτισμού διακρίνοντας τον σοβινιστικό γαλλικό αντισημιτισμό από αυτόν των κομμάτων σε Γερμανία και Αυστρία, η ρητορική των οποίων δεν βασιζόταν απλώς στη μνησικακία της εβραϊκής κερδοσκοπίας και στη φαντασίωση μιας μυστικής πολιτικής χειραγώγησης των ευρωπαϊκών κρατών από τους εβραίους, αλλά λαμβάνει υπερ-εθνικές τάσεις και υπερβαίνει κάθε εθνικιστική προπαγάνδα αναδεικνύοντας τις ιμπεριαλιστικές προθέσεις της.
Παρότι η Άρεντ είναι σαφής στη θέση της ότι ο αντισημιτισμός είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα, δεν παραλείπει να αναφέρει τα αίτια και τις προεκτάσεις του κοινωνικού φαινομένου. Η ξέφρενη πορεία των αντισημιτικών κομμάτων ανακόπηκε κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα, την οποία ο Στέφαν Τσβάιχ ονομάζει «χρυσή εποχή της ασφάλειας». Εντός των νέων συνθηκών, κατά τις οποίες επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση και η χειραφέτηση των εβραίων με όρους επιβεβλημένης ισότητας, αναπτύχθηκε μια δυσμενής κοινωνική διάκριση και παράλληλα μια ιδιάζουσα έλξη απέναντί τους. Έτσι, εμφανίζεται για πρώτη φορά μια νέα γενιά μορφωμένων εβραίων στους οποίους παραχωρείται κοινωνική ισότητα και γίνονται δεκτοί στα σαλόνια της «υψηλής κοινωνίας» ως «εξαιρετικοί εβραίοι» ακριβώς και μόνο εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς τους «να είναι και εν τούτοις να μην είναι εβραίοι», ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζουν να ζουν ως παρίες στα γκέτο της εβραϊκής κοινότητας. Μάλιστα η έλξη των ανώτερων κύκλων της εποχής προς τους «εξαιρετικούς εβραίους», που προσομοιάζεται με την αντίστοιχη προς τους ομοφυλόφιλους, ήταν για την Άρεντ ιδιαίτερα πλασματική και δεν επιδίωκε την ειλικρινή αποδοχή και την ουσιαστική ενσωμάτωσή τους αλλά οφείλεται σε μια αρρωστημένη τάση, ενάντια στην ανία και την κούραση του 19ου αιώνα, προς οτιδήποτε θεωρείται γοητευτικό ως «διαστροφή» και «έγκλημα». Και αυτό ακριβώς εξηγεί το γεγονός πως οι «θαυμαστές» τους μετατράπηκαν λίγα χρόνια αργότερα σε «φονιάδες» τους.
Η εβραϊκότητά (όλο και πιο απογυμνωμένη από κάθε θρησκευτική, εθνική και κοινωνικο-οικονομική σημασία) αποτελούσε συνεχώς το διακριτικό τους στοιχείο για το οποίο οι εβραίοι γίνονταν αποδεκτοί ή υφίσταντο διακρίσεις εναντίον τους και από το οποίο προέκυψε το ψυχολογικό σύμπλεγμα μεταξύ αισχύνης και υπερηφάνειας σχετικά με την καταγωγή τους.
Η εβραϊκότητα (όλο και πιο απογυμνωμένη από κάθε θρησκευτική, εθνική και κοινωνικο-οικονομική σημασία) αποτελούσε συνεχώς το διακριτικό τους στοιχείο για το οποίο οι εβραίοι γίνονταν αποδεκτοί ή υφίσταντο διακρίσεις εναντίον τους και από το οποίο προέκυψε το ψυχολογικό σύμπλεγμα μεταξύ αισχύνης και υπερηφάνειας σχετικά με την καταγωγή τους. Το ενδεικτικότερο παράδειγμα «εξαιρετικού εβραίου» για την Άρεντ είναι ο Μπέτζαμιν Ντισραέλι, ο οποίος κατάφερε να αναρριχηθεί δύο φορές στον πρωθυπουργικό θώκο της Μεγάλης Βρετανίας (1868 και 1874-1880) και προέβαλε την εβραϊκή του καταγωγή φτάνοντας στο σημείο μάλιστα να αναπτύξει μια φυλετική θεωρία για την καταπολέμηση του αισθήματος κοινωνικής κατωτερότητας των εκκοσμικευμένων εβραίων. Πέρα όμως από τις φυλετικές θεωρίες και τον κίνδυνο που υπέκρυπταν, τα νέα κοινωνικά στρώματα εξετράφησαν στο πλαίσιο ενός θολού πολιτικού και κοινωνικού τοπίου, όπου υποτιθέμενες μηχανορραφίες και μυστικές εταιρείες κλήθηκαν να δώσουν χιμαιρικές εξηγήσεις στο γεγονός ότι είχαν να αντιμετωπίσουν «μια ομάδα χωρίς εξωστρεφή πολιτική οργάνωση, που τα μέλη της συνδέονταν ακόμη με εμφανώς άπειρους οικογενειακούς και επιχειρηματικούς δεσμούς».
Από αυτό το αδιόρατο πλέγμα πολιτικών και κοινωνικών συνισταμένων και αιτιών παρήχθησαν όλα τα στοιχεία που συνέστησαν τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό και για την Άρεντ εμφανίζεται εναργέστερα από οπουδήποτε αλλού με την Υπόθεση Ντρέυφους στη Γαλλία στο τέλος του 19ου αιώνα. Ολοκληρώνεται έτσι απογοητευτικά, με τη δίκη-παρωδία του αξιωματικού Άλφρεντ Ντρέυφους, ο οποίος κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε εξαιτίας της εβραϊκής του καταγωγής για εγκλήματα που ουδέποτε διέπραξε, ένας αιώνας που ξεκίνησε με τις υψηλές πολιτικές προσδοκίες της Γαλλικής Επανάστασης και την πίστη στο έθνος-κράτος που προωθούσε την πολιτική ισότητα. Σε αυτή τη σκευωρία εναντίον του ο Ντρέυφους έτυχε ελάχιστης υποστήριξης, κυρίως από τον Ζολά και τον Κλεμανσώ, ενώ ο αντισημιτικός όχλος των αντι-ντρεϋφουσικών αποτελούνταν από ένα ετερόκλητο πλήθος υποστηρικτών τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών κομμάτων. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα να γίνει ο αντισημιτισμός προϊόν πολιτικής εκμετάλλευσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και η πρώτη φορά που αποκαλύφθηκε η πραγματική δυναμική του να συμπαρασύρει τις μάζες. Στην επόμενη παρόμοια προσπάθεια η αντισημιτική ιδεολογία διετέλεσε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο και στην οργανωτική δομή του πλέον ολοκληρωτικού καθεστώτος του 20ού αιώνα, με τις ολέθριες συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε.
* Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι φιλόλογος.