Για το βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου «Ατομικισμός και Φιλία – Η ταυτότητα των νέων Ελλήνων» (εκδ. Ι. Σιδέρης).
Της Μαρίας Γιαγιάννου
Η αμερικανική σειρά Friends, μεταφρασμένη ως «Τα φιλαράκια», προβλήθηκε από το 1994 έως το 2004 στην αμερικανική τηλεόραση, ενώ οι επαναλήψεις στην ελληνική τηλεόραση συνεχίζονται ακόμα. Πρόκειται χωρίς υπερβολή για τη δημοφιλέστερη κωμική σειρά όλων των εποχών, της οποίας τα αναρίθμητα βραβεία δεν είναι τίποτα μπροστά στην παγκόσμια και άκαμπτη επιδραστικότητά της. Οι έξι βασικοί χαρακτήρες (3 γυναίκες και 3 άνδρες) που ζουν μαζί και ωριμάζουν επί έντεκα συναπτά έτη ενώπιον των –εθισμένων στη στοργική φιλία τους– θεατών, καθώς τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο, συνιστούν αυτό που θα λέγαμε: μια ομάδα ουτοπικής συνύπαρξης διαφορών, μια ομάδα απολύτως εξατομικευμένων εγώ που συνυπάρχουν σε ένα πλαίσιο αληθοφανούς αρμονίας και επίλυσης των διαφορών μέσω της αγάπης και μέσω της δέσμευσης στο ιδεώδες της δεμένης ομάδας – και όλα αυτά μέσα σε αυτό που η Ιωάννα Τσιβάκου θα ονόμαζε «το ενδιαίτημα της φιλίας».
Πάντοτε με βλέμμα διαυγές και στραμμένο προς τους νέους, στους οποίους πιστεύει, παρότι οι σύγχρονες κλίσεις τους την προβληματίζουν, η Τσιβάκου αποσυσκοτίζει με παρρησία το νόημα της Φιλίας, ως ηθικής και πρακτικής κατηγορίας.
Έχετε ακούσει λοιπόν ποτέ κείμενο να ξεκινά με παρένθεση; Δεν είθισται. Ωστόσο να που μπορεί να συμβεί! Η έναρξη της σύντομης ομιλίας μου ακούγεται λιγάκι μεταμοντέρνα, τη στιγμή μάλιστα που η μελέτη που έχουμε την τύχη να κρατάμε στα χέρια μας, με τίτλο Ατομικισμός και Φιλία – η ταυτότητα των νέων Ελλήνων της καθηγήτριας Κοινωνιολογίας και Θεωρίας της Οργάνωσης Ιωάννας Τσιβάκου εστιάζει στην ελληνική περίπτωση και, μέσω της αναλυτικής παρατήρησης και του μεθοδικού στοχασμού, βασίζεται αφενός στον πυλώνα Εμπειρική Έρευνα και αφετέρου στον πυλώνα Ιστορική Αναδίφηση – και όχι βεβαίως στην αναζήτηση των αμερικανικών νεανικών προτύπων στον κόσμο της μυθοπλασίας, πόσο μάλλον του τηλεοπτικού γαλαξία. Ας αφήσουμε λοιπόν προς το παρόν στην άκρη τα αμερικανικά Φιλαράκια (που όμως είναι πιο κοντά μας απ’ ό,τι ίσως νομίζουμε), για να κοιτάξουμε λίγο τα δικά μας.
Το βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου από τον τίτλο του ακόμα κάνει αισθητή την παρουσία του, ως μια υπόσχεση δια το ηδύ και δια το αγαθόν (σύμφωνα με την αριστοτελική διάκριση), αφού οτιδήποτε σχετίζεται με τη Φιλία ανακινεί μέσα στον καθένα (ανεξαιρέτως, είμαι σίγουρη) μια προσδοκία ικανοποίησης, μαζί με αισθήματα είτε θαλπωρής και χαράς είτε νοσταλγίας είτε πόνου και απογοήτευσης είτε λαχτάρας κι επιθυμίας – σίγουρα πάντως συναισθήματα που τον αφορούν εντελώς προσωπικά. Και αποτελεί επίσης το βιβλίο υπόσχεση δια το αγαθόν αφού το συγκεκριμένο πόνημα έχει σκοπό βοηθητικό. Δεν είναι μια χείρα βοηθείας – δεν είναι αυτός ο ρόλος της συγκεκριμένης συγγραφέως, δεν γράφει εγχειρίδια. Είναι μια χειρονομία βοηθείας, μια πνευματική χειρονομία που θέλει να σκορπίσει τη θολούρα και την «ιμπρεσιονιστική» εικόνα των εννοιών, να τους αποδώσει τη φιλοσοφική τους ενάργεια και την ιστορική τους πορεία. Πάντοτε με βλέμμα διαυγές και στραμμένο προς τους νέους, στους οποίους πιστεύει, παρότι οι σύγχρονες κλίσεις τους την προβληματίζουν, η Τσιβάκου αποσυσκοτίζει με παρρησία το νόημα της Φιλίας, ως ηθικής και πρακτικής κατηγορίας.
Η κατεύθυνση της μελέτης είναι τριπλή: α) κινείται εσωτερικά, β) κινείται εξωτερικά και προς τα πίσω, γ) κινείται εξωτερικά και προς τα εμπρός. Προτού σταθώ στα τρία, μεταξύ πολλών, ζητήματα που θέτει το βιβλίο και που προσωπικά ξεχωρίζω ως τα σημαντικότερα, θα περιγράψω εν τάχει τις τρεις αυτές κατευθύνσεις. Η εσωτερική πορεία συμβαίνει ως διάνοιξη μιας σήραγγας προς την έννοια Εαυτός. Εχθές είδα στην τηλεόραση τη διαφήμιση ενός νέου κινητού τηλεφώνου, που περιέχει μια εφαρμογή επεξεργασίας φωτογραφιών selfie, και συνοδευόταν από την μπανάλ πλέον ατάκα: «Βρες τον εαυτό σου», συμπληρώνοντας όμως κατόπιν με τη λίγο πιο προχωρημένη, τη λίγο πιο απροκάλυπτη, τη λίγο πιο ας-το-παραδεχτούμε-επιτέλους ατάκα «Βρες όλους σου τους εαυτούς». Πολύ σωστά. Η θραυσματική εκδοχή του εαυτού μας, ο εαυτός μας ως βιτρώ, είναι και μόδα. Δεν βρισκόμαστε πια στο στάδιο όπου απλώς μας συμβαίνει, πλέον το συνειδητοποιούμε και επιπλέον το διαφημίζουμε! Και μαθαίνουμε σιγά σιγά πώς να χειριζόμαστε αυτό που ονομάζουμε «εαυτούς μας» σαν τις ευκίνητες μπάλες του ζογκλέρ στα φανάρια, που πηδούν ψηλά και επιστρέφουν στα χέρια μας καθώς η αδιάκοπη ροή της κίνησης μας πλαισιώνει. Ο ρευστός και αβέβαιος πυρήνας του μεταμοντέρνου ατόμου είναι πηγή ρευστών και αβέβαιων σχέσεων, όμως αυτό φαίνεται πως είναι επίσης μόδα… κι έτσι το αφήνουμε να συμβεί, ως μη συμβάν, ως «αδιάκοπη επικοινωνιακή ροή» όπως θα έλεγε και η συγγραφέας. Τις πολλές πλευρές του εαυτού μας έχουμε την τάση να αντιλαμβανόμαστε ως αυτόνομες εντός μας και άρα ως πολλαπλές εκδοχές εαυτού. Όμως τέτοιες διαπιστώσεις θα μας ρίξουν στην ψυχολογία του εγώ και κάτι τέτοιο δεν είναι η πρόθεση της συγγραφέως ούτε και η δική μας εν προκειμένω. Ωστόσο, ο τρόπος αντίληψης του εαυτού σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα σύναψης φιλίας και έτσι, ως μέρος μια διαλεκτικής, αντιμετωπίζεται εδώ. Μια εικόνα της φιλίας από τη συγγραφέα, που θα με συνοδεύει, είναι η εξής: Η φιλία ως συμβάν και ως αιφνίδια «πτύχωση» του χρόνου που διακόπτει (επιτέλους μια διακοπή!) – διακόπτει το «απρόσωπο ρεύμα του γίγνεσθαι» και της επικοινωνίας.
Ο ρευστός και αβέβαιος πυρήνας του μεταμοντέρνου ατόμου είναι πηγή ρευστών και αβέβαιων σχέσεων, όμως αυτό φαίνεται πως είναι επίσης μόδα… κι έτσι το αφήνουμε να συμβεί, ως μη συμβάν, ως «αδιάκοπη επικοινωνιακή ροή».
Η Ιωάννα Τσιβάκου δεν βγάζει ποτέ έξω από τη συζήτηση τον άλλο – τονίζει πώς το «εγώ» «συγκροτείται μέσα από τη συνεχή διαλογική αντιπαράθεσή του με τον άλλον» και την απορρόφηση του άλλου, την εσωτερίκευσή του που φέρνει το εγώ σε συνάφεια με το αλλότριο και συντελεί στην ανάδυση της Εαυτότητας. Αυτό το εγκάρσιο ταξίδι η Τσιβάκου το επεκτείνει και προς τα έξω, κάνοντας μια ενδιαφέρουσα θεολογική διάκριση δύο τύπων εαυτού: έναν τύπο βασισμένο στο δόγμα της ορθόδοξης Ανατολής και έναν τύπο βασισμένο στο δόγμα της καθολικής Δύσης. Την αρχή της εξατομίκευσης ως «αυτοσυνειδησίας» της ανθρώπινης ύπαρξης και «υπεράσπισης του αυτεξούσιου και ελεύθερου των επιλογών της» τοποθετεί η συγγραφέας στη γραμμή της δυτικής σκέψης, με την είσοδο στη νεωτερική εποχή.
Η δεύτερη κατεύθυνση του στοχασμού μας παίρνει προς τα πίσω, υιοθετώντας τη μορφή μιας καταπληκτικής ιστορικής διερεύνησης του Φιλελευθερισμού και του Κομουνιταρισμού, σε σχέση με τη δικαιοσύνη, με την αλληλεγγύη και κυρίως με την ηθική. Τη σχέση της Φιλίας με την Ηθική εξετάζει σε εννέα ιστορικές περιόδους: 1) Στην ομηρική εποχή, 2) στα χρόνια των Προσωκρατικών, 3) κατά την παρακμή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, 4) στα ελληνιστικά χρόνια, 5) στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, 6) στους αιώνες της ύστερης αρχαιότητας και της καταλυτικής έλευσης του Χριστιανισμού, 7) στη μετα-μεσαιωνική Δύση, 8) στη νεωτερική εποχή και 9) στη μετανεωτερικότητα. Στη συνέχεια, η συγγραφέας μας ξεναγεί στην εξέλιξη της φιλίας στην ελληνική κοινωνία, ανατέμνοντας τις κεντρικές για τον ελληνικό μύθο λέξεις «φιλότιμο», «φιλοξενία», «φιλεύω», χωρίς να ξεχάσει να ασκήσει κριτική στον ηθικά φορτισμένο πολιτικό λόγο, στην παραδοσιακή παραφορά των συναισθημάτων του Έλληνα και την αδυναμία ατομικής αυτογνωσίας. Παρόλα αυτά, η απαξίωση της έννοιας Ρωμιοσύνη από τους σύγχρονους Έλληνες είναι κάτι που την απασχολεί και την αντιλαμβάνεται σαν κενό, θα λέγαμε, στον τρόπο που ο νέος αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό.
Η τρίτη κατεύθυνση του στοχασμού μας εκτοξεύει μπροστά, πρώτον με την αχόρταγη ματιά της κοινωνιολόγου που σαρώνει το φαινόμενο των social media –κυρίως του facebook– και της ψηφιακής τεχνολογίας, και δεύτερον με μια δομική κίνηση εντός του βιβλίου – που προσωπικά την βρήκα ανατρεπτική. Ποιος θα περίμενε ένα βιβλίο αφιερωμένο στη Φιλία (έστω και στον Ατομικισμό) να δώσει τη λύση του προτάσσοντας τον θεσμό των περίφημων Startups –δηλαδή των Νεοφυών επιχειρήσεων– ως έναν, αν όχι ιδεώδη, τότε σίγουρα ελπιδοφόρο τόπο ανάπτυξης μιας δημιουργικής φιλίας; Θα ξεκινήσω λοιπόν από εδώ, ώστε να επισημάνω τα σημαντικότερα τρία θέματα που αναδύονται από την επίμοχθη και αγαπητική στο βάθος της αυτή μελέτη.
Πέρασμα στη συντροφία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι Ομάδες Έργου των Νεοφυών Επιχειρήσεων γίνονται για τη συγγραφέα το πεδίο όπου θα μπορέσει να υλοποιηθεί και το τρίτο είδος αριστοτελικής φιλίας, εκείνο που σχετίζεται με την κοινή δημιουργική δέσμευση εντός ενός οργανισμού, μιας ομάδας.
Η συγγραφέας στο μέσον του βιβλίου –στην καρδιά του σχεδόν– στοχάζεται πάνω στις δυνατότητες συγκρότησης φιλίας κατά την εποχή μιας, θα λέγαμε, ανελέητης ψηφιακής δικτύωσης. Αντιλαμβάνεται τη φιλία ως «αδόμητο κοινωνικό μόρφωμα», που όμως υποστηρίζεται από κοινωνικές και πολιτισμικές σταθερές όπως η γλώσσα, ο νόμος και τα ήθη, που «συγκροτεί έναν δικό της χρόνο» και που υπακούει στους συναισθηματικούς παράγοντες «αλληλεγγύη», «αμοιβαιότητα», «συμπάθεια» ως ενσυναίσθηση και «αξιακή ισότητα» (αριστοτελική προϋπόθεση της φιλίας, που αναφέρεται κυρίως στην ομοιότητα των φίλων όχι μεταξύ τους αλλά ως προς την αρετή). Ωστόσο, ένα ζιζάνιο κυκλοφορεί μέσα στο βιβλίο, τοποθετημένο φυσικά από την ίδια τη συγγραφέα: η έγνοια ότι η φιλία γίνεται αντιληπτή από τους νέους κυρίως ως μια αυθόρμητη συναισθηματική ανάγκη, χωρίς ηθικό εκτόπισμα, χωρίς έλλογη πρακτική και επιθυμία τελείωσης του εαυτού. Από την αριστοτελική φιλία (στην οποία θα επιστρέψουμε) που –όπως αποκαλύπτεται στα Ηθικά Νικομάχεια– είναι τριών ειδών: για την ευχαρίστηση, για τη χρησιμότητα και για την κοινή δέσμευση προς το αγαθό, η συγγραφέας διαπιστώνει ότι επιβιώνουν μόνο τα δύο πρώτα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον λοιπόν έχει το γεγονός ότι οι Ομάδες Έργου των Νεοφυών Επιχειρήσεων γίνονται για τη συγγραφέα το πεδίο όπου θα μπορέσει να υλοποιηθεί και το τρίτο είδος αριστοτελικής φιλίας, εκείνο που σχετίζεται με την κοινή δημιουργική δέσμευση εντός ενός οργανισμού, μιας ομάδας. Με όλους τους κινδύνους που απειλούν την ατομική ιδιαιτερότητα με απίσχναση και τις φιλικές σχέσεις με διασάλευση εξαιτίας των εργασιακών σχέσεων που τις καπελώνουν, παρά λοιπόν αυτούς τους κινδύνους, στο πλαίσιο των Startups συμβαίνει η εξής μετατόπιση: η φιλία γίνεται συντροφία, συντροφικότητα, έλλογη παρέα προς έναν κοινό στόχο. Φαίνεται πως αυτή η μετατόπιση θεωρείται πολύτιμη από τη συγγραφέα και δικαίως – αφού κατά την έρευνά της διαπίστωσε ότι απουσιάζει μεταξύ φίλων ο αναστοχασμός και η συνύπαρξη εντός μιας πιο ευγενούς προσπάθειας. Φυσικά, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, είναι πιο ευγενής η προσπάθεια να βγουν χρήματα μέσα από ένα κοινό έργο, από ό,τι είναι η προσπάθεια να διανοίξεις τους εαυτούς σου (είναι και πολλοί όπως είπαμε, πράγμα που το καθιστά πιο κοπιαστικό) σε κάποιον άλλο και να δι-ανοίξεις τα αυτιά σου για το δικό του καλό; Ίσως όχι, αλλά κατά τη γνώμη μου μια κοινή προσπάθεια με έναν φίλο (σε σχέση με το να κάθεστε στον καναπέ και να αλληλοσυμπαραστέκεστε με γέλιο – ή δυστυχώς πιο συχνά με κλάμα) εμπεριέχει δύο στοιχεία: τον δημιουργικό ενθουσιασμό και το ξεπέρασμα του ναρκισσισμού για έναν σκοπό που αποφασίζετε –ίσως και ως πρόφαση– να ονομάσετε «σημαντικό» για να δώσετε στην επικοινωνία σας ένα νέο περιεχόμενο.
Η προσωπική μου εμπειρία αγγίζει και τα δύο είδη ομάδων έργου που αναφέρει η συγγραφέας: την επιχείρηση (συγκεκριμένα τη διαφημιστική-δημιουργική εταιρεία), όπου παρερμήνευσα ως φιλία εργασιακές σχέσεις εξουσίας που τελικά μου κόστισαν σε προσωπικό επίπεδο (ενώ ταυτόχρονα έζησα την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών με ενθουσιασμό εντός της ομάδας) καθώς επίσης γνωρίζω καλά και τη λειτουργία της θεατρικής ομάδας, στην οποία η συγγραφέας εύλογα επανέρχεται καθώς είναι ένας τόπος όπου οι ατομικότητες συναντιούνται για να επιβεβαιώσουν τη διαφορετικότητά τους, αλλά και για να την υπερβούν. Μια μεγάλη διαφορά, σύμφωνα με την εμπειρία μου, είναι η εξής: η παρέμβαση στο έργο ενός καλλιτέχνη από έναν άλλο καλλιτέχνη είναι σπάνια και γίνεται με μεγάλο σεβασμό, σε αντίθεση με μια επιχείρηση όπου ο οικονομικός στόχος έχει φλέγουσα σημασία και η δημιουργικότητα οφείλει συχνά να συμβιβαστεί υποβιβαζόμενη. Βεβαίως, η ρευστότητα των σχέσεων εντός του θεάτρου είναι μεγάλη και υπόκειται στις απειλές του ναρκισσισμού, αλλά πιστεύω ότι η φιλία είναι εφικτή. Αυτή η προσωπική παρέκβαση εξυπηρετεί την επιθυμία της αγαπητής μου καθηγήτριας να μιλήσω ως εκπρόσωπος της γενιάς μου, πράγμα πολύ δύσκολο, ίσως όμως προσεγγίσιμο μέσω μιας προσωπικής αφήγησης όπως η παραπάνω.
Ψηφιακότητα και Πόλη
Προχωρώ λοιπόν στο δεύτερο σημαντικό ζήτημα που αναδύεται στο βιβλίο και είναι η Ψηφιακή εκδοχή της Φιλίας. Η ανακλαστικότητα της σκέψης (που αποτρέπει τον αναστοχασμό) και η αισθητικοποιημένη επαφή (που αναβάλλει την εις βάθος κατανόηση) είναι δύο από τα γνωρίσματα της ψηφιακής φιλίας των friends του Διαδικτύου. Οι παρατηρήσεις της Τσιβάκου είναι εύστοχες και δυσοίωνες. Αφήνει ένα παραθυράκι για τη δυνατότητα σύναψης αληθινής σχέσης με αφορμή το κοινωνικό δίκτυο, αλλά εν γένει θεωρεί ότι το τελευταίο χαρακτηρίζεται από έντονη αυτοπροβολή, ναρκισσιστική ικανοποίηση και άγνοια της ασημαντότητάς μας ως πιονιών ενός στρατηγικού σχεδιασμού. Πρέπει όμως να πω ότι πλέον, με την ψηφιακή πραγματικότητα να εμπεριέχεται στην πραγματική πραγματικότητα (για να μην πω το αντίστροφο) δεν μπορεί κανείς να μη διαπιστώσει και κάποιες θετικές όψεις, οι οποίες δεν διαφαίνονται στη μελέτη και, κατά τη γνώμη μου, έχουν να κάνουν με την συγκρότηση του εαυτού αντιστρόφως – μέσω της διαρκούς επιμέλειας του γραπτού λόγου και της προσωπικής εικόνας. Μπορούμε να το συζητήσουμε έπειτα.
Τα “Φιλαράκια” του αμερικανικού sitcom είναι α-πολιτικά. Γι’ αυτό και μπορούν να είναι φιλαράκια. Γι’ αυτό η σχέση τους είναι ανώδυνη και τα προβλήματά τους ξεπερνιούνται με το χιούμορ. Να μια λαμπρή, αγαπημένη παγίδα: το Χιούμορ και η τρύπα που κρύβει.
Το τρίτο σημείο που κρατώ προσωπικά είναι η αριστοτελική απάντηση ως προς την ιδεώδη λειτουργία της φιλίας, όπως η Τσιβάκου την αντλεί από τα Ηθικά Νικομάχεια. Η φιλία ως θεμέλιο της Πόλης. Να μια καταπληκτική απάντηση, που ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως, μιλά για το όνειρο της πολιτικής συμβίωσης σε κατάσταση ομόνοιας και… πόσο όμορφο και στιγμιαία ανακουφιστικό είναι να το διαβάζεις καθώς το βλέπεις… έμπρακτα να ξαστοχεί στη σύγχρονη πόλη. Αν υπάρχει φιλία, η δικαιοσύνη είναι δεδομένη, μας διδάσκει ο σοφός. Όπως γράφει η Τσιβάκου «η αριστοτελική έννοια της πολιτικής φιλίας δεν βρίσκει ευήκοα ώτα στις σύγχρονες πολύπλοκες και πλουραλιστικές κοινωνίες μας, όταν μάλιστα το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ο διαχωρισμός της πολιτικής σφαίρας από την κοινωνική». Δεν θα ήθελα να μπω στην τρέχουσα σημασία της πολιτικής λέξης «σύντροφος» και την ουσιαστική φθορά της, σε σχέση με την εντύπωση μιας ηθικής ανωτερότητας. Αυτό θα μας βγάλει σε άλλα χωράφια τα οποία δεν ξέρω να οργώνω.
Εγώ ανήκω στη γενιά των Friends. Η συγγραφέας διαπιστώνει την απόσταση του νέου Έλληνα από την έννοια του Ελληνισμού. Παρατηρεί ότι θέλουμε να είμαστε παιδιά της Παγκοσμιοποίησης. Δεν ξέρω αν θέλουμε. Πάντως είμαστε. Τα «Φιλαράκια» του αμερικανικού sitcom είναι α-πολιτικά. Γι’ αυτό και μπορούν να είναι φιλαράκια. Γι’ αυτό η σχέση τους είναι ανώδυνη και τα προβλήματά τους ξεπερνιούνται με το χιούμορ. Να μια λαμπρή, αγαπημένη παγίδα: το Χιούμορ και η τρύπα που κρύβει. Δυστυχώς η σημερινή πολιτική συνθήκη δεν ενώνει. Η ανάγκη υποδοχής του ξένου, η γενικευμένη επιθυμία εγκόλπωσης της ετερότητας συμβαδίζει με την πιο ακραία της απόρριψη. Είναι μια από τις αμφισημίες και αμφιθυμίες της εποχής. Ναι στον ξένο κι όμως Όχι σ’ εκείνον που δεν βλέπει τα πράγματα όπως τα βλέπω εγώ! Η εποχή της πολιτικής ορθότητας – δηλαδή της απόρριψης προς τιμήν της αποδοχής είναι εδώ. Στα κοινωνικά δίκτυα οι φίλοι είναι γεμάτοι συμπόνια και μισαλλοδοξία.
Η φιλία έχει τα στάδιά της: ξεκινά από το φλερτ και τον ενθουσιασμό ανακαλύπτοντας τις ομοιότητες. Μετά δοκιμάζει τις πρώτες απογοητεύσεις ανακαλύπτοντας τις διαφορές. Όταν η φιλία καταφέρει να επιβιώσει αυτού του σταδίου, έχει ελπίδες να δοκιμαστεί από τον χρόνο και να εκπαιδεύσει τους συντρόφους στο εκπληκτικό, ανεπανάληπτο πλεονέκτημα να καταργούν όχι την ετερότητα αλλά την απόρριψή της.
Το βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου μας δείχνει πώς μπορείς να παραμένεις έντονα εξατομικευμένος και ταυτόχρονα μέλος μιας ουσιαστικής φιλότητας. Σήμερα που οι φιλίες τσεκουρώνονται από τις πολιτικές διαφορές και από την οικονομική μιζέρια, που το εικονικό περιβάλλον μάς ενθαρρύνει να πλασάρουμε διαρκώς την εικόνα μας, που οι σχέσεις πληθαίνουν και η επικοινωνία είναι τόσο τέλεια που προσπαθούμε να φανούμε αντάξιοί της αντί να φτιάξουμε κάτι άξιο για να το κοινωνήσουμε, τώρα λοιπόν, αυτό το βιβλίο, διαυγές και γνωσιακό έρεισμα, είναι πιο αναγκαίο από ποτέ.
* Η ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ είναι συγγραφέας και θεωρητικός τέχνης.