Για το βιβλίο του Matt Ridley «Ορθολογική Αισιοδοξία – Πώς αναδύεται εξελικτικά η ευημερία» (μτφρ. Έλσα Βιδάλη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Βρετανός Ματτ Ρίντλεϋ είναι δημοσιογράφος, επιστημονικός αρχισυντάκτης του «Economist», συγγραφέας πολλών βιβλίων. Τα ενδιαφέροντα και οι γνώσεις του εκτείνονται τόσο σε ζητήματα οικονομίας, πολιτικής και κοινωνιολογίας όσο και σε θέματα ανθρωπολογίας, βιολογίας και φυσικών επιστημών. Είναι όμως και επιχειρηματίας. Μάλιστα το 2008, από τη θέση του μη εκτελεστικού προέδρου της τράπεζας Northern Rock, η οποία αντιμετώπισε τότε μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας, βρέθηκε και ο ίδιος στην καρδιά του τυφώνα της οικονομικής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στον πρόλογό του μάλιστα αναγνωρίζει πως οι αγορές περιουσιακών στοιχείων, σε αντίθεση με αυτές υπηρεσιών και προϊόντων, οδηγούν σε φούσκες και κραχ.
Πεσιμιστές versus οπτιμιστών;
Ο φανατικός της μιας πλευράς θα σπεύσει να τοποθετήσει τον συγγραφέα στους «νεοφιλελεύθερους απολογητές» του καπιταλισμού ή ο φανατικός της άλλης θα παραβλέψει ένα σωρό κενά στην ανάλυσή του, απλά και μόνο επειδή ο Ρίντλεϋ εκθειάζει τον κόσμο της επιχειρηματικότητας. Δεν θα συνιστούσα να διαβαστεί με κανέναν από τους δύο τρόπους.
Ο φανατικός της μιας πλευράς θα σπεύσει να τοποθετήσει τον συγγραφέα στους απολογητές του «νεοφιλελευθερισμού», ενώ ο φανατικός της άλλης θα παραβλέψει ένα σωρό κενά στην ανάλυσή του, απλώς και μόνο επειδή ο Ρίντλεϋ εκθειάζει τον κόσμο της επιχειρηματικότητας. Δεν θα συνιστούσα να διαβαστεί με κανέναν από τους δύο τρόπους. Θα αδικήσει τον συγγραφέα, αλλά και θα επιτρέψει στις προκαταλήψεις, ένθεν κακείθεν, να στερήσουν από τον αναγνώστη τη δυνατότητα να μάθει πολλά πράγματα. Γιατί με αυτό το βιβλίο μαθαίνεις, πράγματι, πολλά πράγματα. Ακόμη και αν δεν συμφωνείς, στο τέλος, με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο συγγραφέας.
Ο ίδιος θεωρεί ότι με το βιβλίο αυτό ανοίγει ένα τριπλό μέτωπο κατά των αντιδραστικών: των γαλάζιων, που αντιπαθούν την πολιτισμική αλλαγή, των κόκκινων, που τα βάζουν με την οικονομική αλλαγή, και των πράσινων, που εχθρεύονται τις τεχνολογικές καινοτομίες. Υποστηρίζει πως εδώ και διακόσια χρόνια κυριαρχούν αυτοί οι οποίοι διατρανώνουν ότι τα πράγματα θα γίνουν αύριο πολύ χειρότερα απ’ όσο είναι σήμερα. Καταθέτει μάλιστα πολλά στοιχεία, επιμελημένα με επιστημονική ακρίβεια και επάρκεια, για να υποστηρίξει ότι η ζωή βελτιώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Πράγματα σπάνια παλαιότερα, όπως η πρόσβαση σε τροφή, σε κατοικία, σε μόνιμο εισόδημα, αλλά και η άνοδος του προσδόκιμου της ζωής, επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. Επιπλέον, οι αρρώστιες, η παιδική θνησιμότητα, αλλά και η βία μειώνονται σε όλη την υφήλιο. Μεγάλα τμήματα της Ασίας, πρώτα, και της Αφρικής, στη συνέχεια, βγαίνουν από την απόλυτη φτώχεια. Για τον Ρίντλεϋ, ο σημερινός κόσμος είναι πολύ καλύτερος –παρά τα μύρια όσα προβλήματα– από τον κόσμο των προηγούμενων αιώνων. Το δε μέλλον –αν δεν καταστρέψουμε οι ίδιοι τις βάσεις του σημερινού κόσμου– προβλέπεται ακόμη καλύτερο, και μάλιστα για τους πολλούς, όχι για τους λίγους.
Συλλογικός εγκέφαλος και αντιπραγματισμός
Δεν μένει όμως μόνο στα γεγονότα που σηματοδοτούν την πρόοδο, αλλά επιχειρεί να εξηγήσει και το γιατί, κι ας μην πρωτοτυπεί – η πρωτοτυπία δεν είναι ο πρώτος στόχος του. Το όπλο για την ανθρώπινη πρόοδο –ισχυρίζεται– είναι η ορθολογική χρήση του «συλλογικού εγκεφάλου». Αυτή τη χρήση κάνει έκκληση να προασπίσουμε. Γιατί αυτή και μόνο αυτή αναδεικνύει την «Ορθολογική Αισιοδοξία».
Ο Ρίντλεϋ υποστηρίζει –και καλά κάνει κατά την άποψή μου– το προφανές: Σήμερα οι άνθρωποι ζουν καλύτερα.
Ο Ρίντλεϋ προσφέρει πολλαπλά επιχειρήματα υπέρ των θέσεων του Διαφωτισμού, για μια συνεχή, με οπισθοχωρήσεις και σκαμπανεβάσματα, πρόοδο. Μια πρόοδο που θα σταματήσει μόνο αν οι άνθρωποι σταματήσουν να αναζητούν τον εαυτό τους στην καινοτομία, την αλλαγή, την κίνηση. Ό,τι ακριβώς ισχυριζόταν στο Σχεδίασμα για ένα ιστορικό πίνακα των προόδων του ανθρώπινου πνεύματος και ο αδίκως κατηγορηθείς για υπερβολική και μονομερή αισιοδοξία Κοντορσέ.
Για τον συγγραφέα, οι σημερινοί άνθρωποι απολαμβάνουν μεγαλύτερη αφθονία, φτηνό φως και περισσότερο χρόνο για τον εαυτό τους, αφού αυξάνουν την ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που έχουν με την ίδια ποσότητα εργασίας. Πώς όμως έφτασε ο άνθρωπος ως εκεί; Θιασώτης του Άνταμ Σμιθ και του Φρίντριχ Χάγιεκ (φυσικά την ίδια άποψη είχε και ο Μαρξ), ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι είναι το κάλεσμα της καινοτομίας και όχι ο μεγαλύτερος δήθεν εγκέφαλος, ο καταμερισμός της εργασίας και όχι βιολογικοί παράγοντες αυτά που διαχώρισαν τους όρθιους ανθρωπίδες από τους χιμπαντζήδες και στη συνέχεια έκαναν αυτούς τους ανθρωπίδες ανθρώπους.
Ο καταμερισμός της εργασίας, η ανταλλαγή και η εξειδίκευση μαζί συνθέτουν αυτό που ονομάζεται «συλλογικός εγκέφαλος». Έτσι οδηγούμαστε στην τεχνολογική πρόοδο. Πώς, όμως; Μα φυσικά με τον αντιπραγματισμό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Και αντιπραγματισμός γι’ αυτόν είναι η στιγμή κατά την οποία δυο άτομα δεν προσφέρουν ο ένας στον άλλο ίσες, αλλά άνισες αξίες. Ναι, μη σας φανεί παράξενο. Ο επιχειρηματίας Ρίντλεϋ θεωρεί ότι το εμπόριο είναι μια άνιση ανταλλαγή, που τελικά αποβαίνει χρήσιμη για κάθε πλευρά.
“Τι λες, εμπορευόμαστε;” είπε ο ένας άνθρωπος στον άλλο και έτσι ξέφυγε από τον άνθρωπο-κυνηγό και έφτασε στον γεωργό, τον κτηνοτρόφο και τον έμπορο.
«Τι λες, εμπορευόμαστε;» είπε ο ένας άνθρωπος στον άλλο και έτσι πέρασαν από τον άνθρωπο-κυνηγό στον γεωργό, κι από εκεί στον κτηνοτρόφο και στη συνέχεια στον έμπορο. Μόνο που χαλούσε πάντα τις ισορροπίες το κράτος, οι άνθρωποι της εξουσίας, οι γραφειοκράτες, λέει ο Ρίντλεϋ. Η πολιτική, με άλλα λόγια. Εδώ έγκειται το μείζον: Απόψεις όπως αυτές του Ρίντλεϋ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όσο λιγότερο πολιτική, όσο λιγότερη διακυβέρνηση υπάρχει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανθρώπινη πρόοδος. Έτσι, η συμφωνία μου με την κριτική του στους αντιδραστικούς που αρνούνται την πρόοδο σταματά όταν αυτός ούτε για μια στιγμή δεν μας επιτρέπει να δούμε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό (βλ. Το βιβλίο του Καρλ Πολάνυι) στην κρατική παρέμβαση. Εδώ αναφέρομαι στην κρατική παρέμβαση, όχι στον κρατισμό ούτε στην κρατικοποίηση. Και φυσικά αρνείται αυτό που η Μαριάνα Ματζουκάτο (στο βιβλίο της Το επιχειρηματικό κράτος, εκδ. Κριτική) υποστηρίζει για κράτη όπως οι ΗΠΑ, που αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών όπως η Apple ή η Google. Ο συγγραφέας δεν τοποθετεί στην εξίσωση του «συλλογικού εγκεφάλου» συλλογικότητες όπως το κράτος και η πολιτική διακυβέρνηση. Επίσης, ειρωνεύεται ως ανυπόστατες τις κατηγορίες για τις Μεγάλες Εταιρείες που είναι too-big-to-fail. Ίσως ως μεγαλοτραπεζίτης –αν και κριτικάρει την κερδοσκοπία και τον αγελαίο ενθουσιασμό των χρηματιστικών προϊόντων– αποφεύγει να αναγνωρίσει ότι η κρίση του 2008 οδήγησε σε μια ιδεολογία σύμφωνα με την οποία το μείζον ήταν να έχουμε αγορές όπου υπάρχουν κέρδη και κρατικοποίηση εκεί όπου προέκυπταν ζημιές (βλ. και το βιβλίο του Κόλιν Κράουτς, Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού, εκδ. Εκκρεμές).
Όλοι οι παράγοντες της προόδου και της ανάπτυξης που εξασφάλισαν τροφή για εννιά δισεκατομμύρια ανθρώπους, ο θρίαμβος των πόλεων εδώ και 5.000 χρόνια, η επικράτηση του εμπορίου, η διάψευση των θεωριών του Μάλθους, η απελευθέρωση των σκλάβων μετά το 1700, οι συνεχείς αύξουσες αποδόσεις μετά το 1800 που στηρίχθηκαν στις εφευρέσεις –αν και εδώ του «διαφεύγει» η εργασία των «μη εφευρετών»–, η χρήση των ορυκτών καυσίμων, να οι παράγοντες που πιστοποιούν και διαβεβαιώνουν τη συνέχιση της προόδου.
Μα δεν υπάρχουν άσχημα νέα; Βεβαίως και υπάρχουν. Είναι το κυκλοφοριακό και η παχυσαρκία.
Μα δεν υπάρχουν άσχημα νέα; Βεβαίως και υπάρχουν. Είναι το κυκλοφοριακό και η παχυσαρκία. Όχι, δεν αστειεύομαι. Αυτά θεωρεί ο συγγραφέας τα μεγαλύτερα σημερινά προβλήματα. Συνεχίζει όμως υποβάλλοντας σε κριτική τον πεσιμισμό ως μια θεωρία επωφελή για τη δόξα και το βαλάντιο πολλών. Οι «αντιδραστικοί» όσο και οι «ριζοσπάστες» πεσιμιστές «συμφωνούν ότι η υπερπροσφορά επιλογών συνιστά μια σοβαρή και άμεση απειλή [....] όμως όταν πηγαίνω στο κοντινό μου πολυκατάστημα, δεν βλέπω ποτέ ανθρώπους δυστυχισμένους, επειδή τους είναι αδύνατον να επιλέξουν. Βλέπω ανθρώπους που επιλέγουν». Έχει δίκιο όσον αφορά τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο κατάστημα, αλλά του «διαφεύγουν» πάλι αυτοί που δεν μπορούν να μπουν σ’ αυτό.
Γράφει, λίγο παρακάτω, πως «η υπερκόπωση και οι αρρώστιες ήταν πολύ χειρότερες για τα μικρά παιδιά στο βιομηχανικό, φεουδαρχικό, αγροτικό, νεολιθικό ή κυνηγετικό-τροφοσυλλεκτικό παρελθόν παρά στη σημερινή εποχή της ελεύθερης αγοράς». Και εδώ δίκιο έχει. Μόνο που ξανά του «διαφεύγει» αυτό που ισχυρίζεται μια έκθεση του ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία η αναδιανομή και όχι ο αντιπραγματισμός είναι οι κυριότερος παράγοντας για την ανάπτυξη.
Το Κεφάλαιο 10 ίσως προκαλέσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, γιατί εκεί, αναλύοντας τις προοπτικές της Αφρικής, υποστηρίζει τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, των γαιανθράκων και των γενετικά τροποποιημένων τροφών έναντι των καταστροφικών, κατ’ αυτόν, βιοκαλλιεργειών και της ασήμαντης, ως προς τη δυναμική της, χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πρέπει όμως να διαβαστεί προσεκτικά απ’ όλους, γιατί εδώ υπάρχει μια πολύτιμη κριτική ματιά στην άρνηση των τεχνολογικών καινοτομιών και του ρόλου της εκβιομηχάνισης και του εξαστισμού από πολλούς οικολόγους.
Δεν αρνείται βεβαίως ότι υπάρχει όριο στη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Εδώ –ισχυρίζεται– έχουν δίκιο οι πεσιμιστές. Μόνο που «ο κόσμος δεν θα συνεχίσει όπως είναι σήμερα. Εκεί βρίσκεται όλη η ουσία της ανθρώπινης προόδου, όλο το νόημα της πολιτισμικής εξέλιξης, όλο το περιεχόμενο της δυναμικής αλλαγής – και αυτό ακριβώς είναι το μήνυμα του συγκεκριμένου βιβλίου». Το μήνυμά του είναι η «καταλλαξία» που στηρίζει την ορθολογική αισιοδοξία στο «αόρατο χέρι ιδιωτικών συναλλαγών, και δεν απορρέει από κάποιον άνωθεν ντετερμινισμό» ή –κατά τον Χάγιεκ– «η αυθόρμητη τάξη που δημιουργείται μέσω της ανταλλαγής και της εξειδίκευσης».
Διανοούμενοι και αγορά
Δεν αρνείται ότι υπάρχει μεγάλη δυστυχία στον κόσμο. Η «ορθολογική αισιοδοξία» του όμως συνίσταται στο ότι έχουμε τα εργαλεία για να ξεπεράσουμε τη δυστυχία και την ανέχεια στον πλανήτη Γη. Ο Ρίντλεϋ κατηγορεί τους διανοούμενους ότι τάσσονται κατά της αγοράς επειδή η «αόρατος χειρ» τους κάνει αχρείαστους. Οι διανοούμενοι έχουν ρόλο μόνο στις σχεδιαζόμενες κοινωνίες, όχι στις αυθόρμητες, τονίζει. Εδώ ο υπερασπιστής της γνώσης, της επιστήμης, ο κατήγορος αντιδραστικών και ριζοσπαστών, καταντάει ο ίδιος ένας ριζοσπάστης αντιδραστικός.
Η διαφωνία μου με τον Ρίντλεϋ πηγάζει και από ένα ακόμη γεγονός: Αυτός μέμφεται κάποιες πλευρές του καπιταλισμού ως παρενέργειες της καταλλαξίας, ενώ αυτές είναι αποτέλεσμα της απολυτοποίησής της. Αυτές οι παρενέργειες εντοπίζονται στον πυρήνα της απολυτοποίησης της «αόρατης χειρός». Το ίδιο ισχύει με κάθε απολυτοποίηση, όπως και αυτή της αναδιανομής επιδομάτων χωρίς παραγωγή.
Όπως η δημοκρατία είναι το καλύτερο από τα κακά πολιτεύματα, έτσι και ο καπιταλισμός είναι το καλύτερο από τα κακά συστήματα που γνωρίζουμε [....] Αλλά αυτό το καλό δεν το λες και ό,τι καλύτερο. Δεν το λες και δίκαιο. Μπορείς να το πεις δικαιότερο από το πιο άδικο, αλλά δεν το λες σκέτα δικαιότερο.
Δεν μπορώ εδώ να μην υποκύψω στον πειρασμό να σχολιάσω την άποψή του ότι «οι πλούσιοι έχουν γίνει πλουσιότεροι, αλλά οι φτωχοί τα έχουν πάει ακόμη καλύτερα». Αν έλεγε ότι οι σημερινοί φτωχοί ζουν πολύ καλύτερα από τους φτωχούς μόλις λίγων ετών πριν, τότε δεν θα υπήρχε λόγος για διαφωνία. Αλλά όμως οι πλούσιοι δεν έχουν γίνει μόνο πλουσιότεροι, όπως ισχυρίζεται, αλλά έχει ανοίξει και η «ψαλίδα» των πλουσίων με τους φτωχούς.
Όπως η δημοκρατία είναι το καλύτερο από τα κακά πολιτεύματα, έτσι και ο καπιταλισμός είναι το καλύτερο από τα κακά συστήματα που γνωρίζουμε. Το ότι το 10% συγκεντρώνει το 90% του πλούτου είναι πολύ καλύτερο από τα προκαπιταλιστικά συστήματα που το 90% του πλούτου συγκεντρωνόταν στους Μονάρχες. Αλλά, και πάλι: δεν το λες και ό,τι καλύτερο. Δεν το λες καν δίκαιο.
Η μετάφραση της Έλσας Βιδάλη είχε να κάνει με μια σειρά όρων που εκτείνονται σ’ όλο το φάσμα των επιστημών και ανταποκρίθηκε επαρκέστατα. Το Ευρετήριο όρων και ονομάτων είναι πολύ χρήσιμο. Αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους. Δυστυχώς όμως δεν θα το διαβάσουν πολιτικοί, γιατί όπως γράφει ο Πορτογάλος συγγραφέας Γκονσάλο Μ. Ταβάρες (Η Γειτονιά) «ο πολιτικός δεν διαβάζει βιβλία, το πολύ-πολύ να διαβάζει τίτλους».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ Κοινωνιολογίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πιστεύω λοιπόν ότι τον 21ο αιώνα θα βιώσουμε τη συνεχή εξάπλωση της καταλλαξίας που είναι –σύμφωνα με τον εισηγητή του όρου Χάγιεκ– η αυθόρμητη τάξη που δημιουργείται μέσω της ανταλλαγής και της εξειδίκευσης. Η νοημοσύνη θα γίνεται όλο και πιο συλλογική· η καινοτομία και η τάξη θα γεννιούνται όλο και πιο πολύ από τα κάτω· η εργασία θα γίνεται όλο και πιο εξειδικευμένη, η αναψυχή όλο και πιο ποικιλόμορφη. Οι μεγάλες εταιρείες, τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνητικές γραφειοκρατίες θα αποδιαρθρωθούν και θα κατακερματιστούν, όπως συνέβη στο παρελθόν με τους φορείς κεντρικού σχεδιασμού».