Για την επανέκδοση του βιβλίου της Τέτας Παπαδοπούλου «Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη: “είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας”» (επιμέλεια, προλογικό σημείωμα και μετάφραση Τέτα Παπαδοπούλου, εκδ. Κριτική).
Του Νίκου Ξένιου
Ακρογωνιαίος λίθος της σκέψης του Καστοριάδη υπήρξε η έννοια της αυτονομίας. Στον βαθμό που μιλάμε για δημοκρατία, υποστήριζε πάντα ο Καστοριάδης, πρέπει να εννοούμε ένα πολίτευμα που αποβλέπει στην κοινωνική και στην ατομική αυτονομία. Το βιβλίο με τίτλο Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη: «είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας» με επιμέλεια, προλογικό σημείωμα και μετάφραση της Τέτας Παπαδοπούλου επανεκδίδεται, αναθεωρημένο, από τις εκδόσεις Κριτική. Σε μιαν ειλικρινέστατη εισαγωγή η επιμελήτρια εκφράζει την έντονη απογοήτευσή της για την επαλήθευση όσων είπε ο μεγάλος φιλόσοφος. Το βιβλίο περιλαμβάνει δύο συνεντεύξεις του στην ίδια (η ενότητα τιτλοφορείται: «Λόγος άμεσος»), κάποιες απομαγνητοφωνημένες εκπομπές και ομιλίες του (όπως το περίφημο «Post scriptum sur l’insignifiance», για παράδειγμα) που είχε δημοσιεύσει, παλαιότερα, η «Ελευθεροτυπία» (η ενότητα τιτλοφορείται: «Λόγος ίδιος») και, τέλος, μιαν ενότητα («Λόγος των άλλων») όπου γράφουν για τον Καστοριάδη διάφορες προσωπικότητες με τις οποίες διασταυρώθηκε ή συνδέθηκε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (π.χ. Πιερ Βιντάλ Νακέ, Ντανιέλ Κον Μπεντίτ κ.ά.).
Ο Καστοριάδης της δεκαετίας του ’80
Όλοι μας ακούγαμε με θαυμασμό πως, την εποχή όπου η εγχώρια Αριστερά εξυμνούσε τον Γιαρουζέλσκι, ο Καστοριάδης είχε δημοσιεύσει στη «Libération» το πολύκροτο άρθρο του με τίτλο «Κομμουνισμός και Ναζισμός είναι το ίδιο πράγμα».
Όταν τελείωσα το Πανεπιστήμιο, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στην Ελλάδα το σύνολο του έργου του Καστοριάδη. Όμως προέτρεχε η φήμη του: όλοι μας ακούγαμε με θαυμασμό πως, την εποχή όπου η εγχώρια Αριστερά εξυμνούσε τον Γιαρουζέλσκι, ο Καστοριάδης είχε δημοσιεύσει στη «Libération» το πολύκροτο άρθρο του με τίτλο «Κομμουνισμός και Ναζισμός είναι το ίδιο πράγμα». Για εμάς τους –τότε– νεολαίους κομμουνιστές ο Καστοριάδης φάνταζε ως ρεφορμιστής, ή ακόμη και ως πράκτορας του ιμπεριαλισμού. Και με μια τέτοια, καχύποπτη και διερευνητική στάση τον προσέγγισα το 1984, στο Παρίσι, ως μεταπτυχιακός φοιτητής της École des Hautes Études en Sciences Sociales, και του ζήτησα να προΐσταται στην εκπόνηση της διατριβής μου.
Οι Έλληνες φοιτητές αυτής της απαιτητικής σχολής δεν ήμασταν σε θέση να συναγωνιστούμε τους κεντροευρωπαίους του μεταπτυχιακού τμήματος. Δεν ήταν μόνο τα «γαλλικά του δρόμου» που μιλούσαμε, ήταν και η έλλειψη θεωρητικής σκευής: εμείς σημειώναμε, μόνο, όπως είχαμε εθιστεί από το ανούσιο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί, οι Ελβετοί παρενέβαιναν. Τα θέματα των παραδόσεων ήταν η αρχαία ελληνική Πόλη-Κράτος, η δημιουργία της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας – με προαπαιτούμενα τη Βίβλο, το Κοράνι, τη Μπαγκαβάντ Γκιτά, το Κεφάλαιο του Μαρξ, την Αλληλογραφία Μαρξ και Ένγκελς, τα βιβλία της Σχολής της Φρανκφούρτης, και τα κείμενα του Πλούταρχου, του Αναξιμάνδρου, του Ηρακλείτου, των τριών τραγικών ποιητών, τον Επιτάφιο του Περικλή, τον Πολιτικό του Πλάτωνος. Τότε άκουσα και για πρώτη φορά τον όρο «φαντασιακή θέσμιση».
Όπως εύστοχα επισημαίνει η κυρία Τέτα Παπαδοπούλου στο βαρυσήμαντο απάνθισμά της, ο Καστοριάδης δίδασκε πως «η αρχαία ελληνική δημοκρατία δεν αποτελεί μιμητικό πρότυπο. Είναι το γονιμοποιό σπέρμα του ελληνοδυτικού πολιτισμού». Και συμπλήρωνε, βεβαίως: «Το μοντέλο της σκέψης μου είναι ο Αριστοτέλης. Μόνο µέσα από το κίνηµα των ανθρώπινων συλλογικοτήτων μπορούν να αναδυθούν οι νέες πραγματικές απαντήσεις στα πολιτικά προβλήματα του καιρού μας». Εμείς σημειώναμε πολλά, και λίγα καταλαβαίναμε. Ο Καστοριάδης ήταν βέβαια, για όλους μας, η ενσάρκωση (για να μην πω το ζωντανό απολίθωμα) του Μάη του ’68, και υπό το κράτος αυτού του γοητευτικού απόηχου δηλώναμε ενθουσιασμένοι από τις παραδόσεις, που έφεραν τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία».
Ένας κόσμος ψευδαισθήσεων που κατέρρεε
Πέντε μόλις χρόνια πριν το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου, έλεγε πως «αυτές οι ιδεολογίες έχασαν το κύρος τους· έπαψαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, στις προσδοκίες των ανθρώπων, στην κατάσταση της κοινωνίας, στην ιστορική εμπειρία».
Όμως τι ήταν για μας ο Μάης του εξήντα οκτώ; Κάποιες σκόρπιες εικόνες από τη Ναντέρ με τον Ζαν Μποντριγιάρ και κάποιους θεωρητικούς να υποστηρίζουν πως το κλασικό προλεταριάτο, όπως είχε περιγραφεί από τον Μαρξ, δεν υπήρχε πλέον. Αυτό για μας ήταν πρωτόγνωρο, γιατί μας αποκάλυπτε τις κακοποιούς επιδράσεις του εφηρμοσμένου σοσιαλισμού. Τότε ακόμη οι περισσότεροι από τους πρωτοστατήσαντες του Μάη του ’68 δεν είχαν κάνει όλους τους απαιτούμενους ελιγμούς καριέρας ώστε να στελεχώσουν τις γραφειοκρατικές ομαδούλες των επόμενων δεκαετιών μεταστρεφόμενοι σε προασπιστές του status quo. Όταν έφυγα από το Παρίσι διατήρησα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη αλληλογραφία (τη φυλάω ακόμη, ως κόρην οφθαλμού), στην οποία μου είχε εκμυστηρευθεί πως από το 1995 ο ίδιος, ο Λεφόρ και ο Εντγκάρ Μορέν σταδιακά είχαν παραγκωνιστεί από τη «δηµοκρατία των διανοουµένων» της γαλλικής πρωτεύουσας.
Γιατί ο Καστοριάδης δίδασκε: «Η κοινωνία είναι αυτο-δημιουργία. Αυτό το οποίο δημιουργεί την κοινωνία και την ιστορία είναι η θεσμίζουσα κοινωνία όπως αυτή αντιπαρατίθεται στη θεσμισμένη κοινωνία...». Και ασκούσε (Από τότε! Σκεφτείτε!) κριτική στον homo occidentalis, λέγοντας πως «ο δυτικός άνθρωπος είναι περιορισμένος στην ιδιωτική του σφαίρα». Ήδη τότε διαπίστωνε αποσύνθεση της κουλτούρας στις δυτικές κοινωνίες και ανικανότητά τους για αυτοπροσδιορισμό και προσανατολισμό. Έλεγε πως οι «αξίες» των δυτικών ήταν η κατανάλωση, η τηλεθέαση, το κυνηγητό της εξουσίας και της οικονομικής ανόδου, το γόητρο και ο ψευδοορθολογισμός της οικονομικής δραστηριότητας. Και η αντιπρόταση; διερωτώμην εγώ ως προσφάτως αποκαρδιωθείς αριστερός. Αυτό το μοντέλο ζωής που για εβδομήντα χρόνια είχε εδραιωθεί στη Σοβιετική Ένωση, και που ο Κορνήλιος το έκανε φύλλο και φτερό μιλώντας για τη χρεωκοπία του μαρξισμού; Πέντε μόλις χρόνια πριν από το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου, έλεγε πως «αυτές οι ιδεολογίες έχασαν το κύρος τους· έπαψαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, στις προσδοκίες των ανθρώπων, στην κατάσταση της κοινωνίας, στην ιστορική εμπειρία». Κι εμείς τον κοιτούσαμε καλά καλά, σαν να ακούγαμε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ο κόσμος μας, καταλαβαίνετε, ήταν πολωμένος ανάμεσα στο καπιταλιστικό μπλοκ και στο υποτιθέμενο «αντίπαλον δέος». Βέβαια, ο τόσο προφητικός αυτός διανοητής δεν είχε προβλέψει ούτε στο ελάχιστο την ανικανότητα που εμέλλετο να επιδείξουν οι κοινωνίες αυτές, του Ανατολικού Μπλοκ, να βάλουν στη θέση του ολοκληρωτισμού κάποιες νέες, δημοκρατικές μορφές κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης. Ούτε τον σταδιακό εκφασισμό τους.
Εμείς, που δεν είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης υπήρξε η επιτομή της μεταμαρξιστικής σκέψης, γιατί εντόπισε και κατακεραύνωσε τον θεωρητικισμό και τη δεσποτεία της θεωρίας στην κοινωνία μας, που υποτίθεται ότι διέπεται από ορθολογικές διαδικασίες.
Το σοκαριστικό των θέσεών του για την «πολιτικότητα» της ελληνικής κοινωνίας ήταν η διατύπωση: «Η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.» Τώρα που το ξαναείδα μπροστά μου, στη συνέντευξή του στην κυρία Παπαδοπούλου, σκέφτηκα πως αυτή η υπερβολή περιέχει μεγάλη δόση αλήθειας. Η αντιφατική και ψυχοπαθολογική σχέση των νεοελλήνων με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και η θεμελιώδης αντινομία της ταυτόχρονης αναφοράς τους στην Αρχαία Ελλάδα και στο θεοκρατικό Βυζάντιο, σχεδόν απέκλεισαν από τον λαό μας το πρόταγμα της αυτονομίας. Διαρκώς παγιδευμένοι σε κλειστές ιδεολογίες και σε εσχατολογικές θεωρίες, όπως ο μαρξισμός και οι θρησκευτικές σωτηριολογίες, πώς θα μπορούσαμε να υλοποιήσουμε, ή έστω και να φανταστούμε, μιαν αληθή δημοκρατία; Μας έφαγαν τα σόγια, ο λαϊκισμός και η στείρα αυταρέσκεια.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης υπήρξε η επιτομή της μεταμαρξιστικής σκέψης, γιατί εντόπισε και κατακεραύνωσε τον θεωρητικισμό και τη δεσποτεία της θεωρίας στην κοινωνία μας, που υποτίθεται ότι διέπεται από ορθολογικές διαδικασίες. Κατόπιν στηλίτευσε αυτά τα ίδια τα σχήματα των ορθολογικών σχεδιασμών. Πρότεινε ένα ενιαίο και αδιαίρετο όλον, το κοινωνικό-ιστορικό. Το ’λεγε και το ξανάλεγε: «Le social-historique! Le social-historique!» Στο βιβλίο αυτό –σε μεγάλο βαθμό αυτοαναφορικό, όπως άλλωστε και το ανά χείρας κείμενο– αισθάνθηκα να ξανασυναντώ τον δάσκαλό μου της εποχής εκείνης. Αυτό το βαθιά ριζωμένο φαντασιακό που μου έμαθε ο Καστοριάδης είχε δύο μορφές: την ατομική («ριζική φαντασία») και τη συλλογική («κοινωνικό φαντασιακό») και είναι η δυνατότητα του ανθρώπου, ως ηθικού όντος, να φαντάζεται και να δημιουργεί νέα είδη, νέα οντολογικά είδη, νέους θεσμούς, αξίες και σημασίες. Το αυτοθεσμίζεσθαι φαντασιακώς ήταν, τότε, μια πρωτάκουστη έννοια για τους σπουδαστές της Πολιτικής Φιλοσοφίας.
Ο Καστοριάδης εξομολογούμενος
Την κορυφαία έκρηξη του πνεύματός του δηλώνουν και οι συνεντεύξεις του με την Τέτα Παπαδοπούλου: γιατί η ρήξη με τη θεσμισμένη ετερονομία έχει επιτελεσθεί μόνο δύο φορές στην ανθρώπινη ιστορία, σύμφωνα με τον Καστοριάδη. Η πρώτη στις αρχαίες ελληνικές πόλεις και η δεύτερη στη Δυτική Ευρώπη, λίγο πριν από το τέλος του Μεσαίωνα. Γιατί τo όραμά του ήταν ένα σκεπτόμενο συλλογικό πράττειν, μια δρώσα κοινωνία πολιτών που απαιτεί τη χειραφέτησή της από τους ειδικούς, τους κομματικούς γραφειοκράτες και τους ινστρούκτορες. Γιατί η πρότασή του στην ιστορία της σκέψης ήταν ακτιβιστική: μια διαυγασμένη συλλογική δραστηριότητα όπου οι πολίτες, μακριά από τη σπέκουλα και την απραξία, θα επινοούσαν έναν νέο τρόπο του αυτοθεσμίζεσθαι. Ωστόσο, αυτοθεσμίζεσθαι υπό όρους: «Αυτόνομος δεν σημαίνει κάνω ό,τι μου καπνίσει. Αυτόνομος σημαίνει ότι ορίζω εγώ τους νόμους μου! [...] Ποιος έλεγε ο Αριστοτέλης πως είναι πολίτης; Πολίτης, έλεγε, είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί! Στη Γαλλία, κύριοι, υπάρχουν τριάντα εκατομμύρια πολίτες. Γιατί δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν; Διότι όλη η πολιτική ζωή στοχεύει ακριβώς στο να μη μαθαίνουν οι πολίτες πώς να αποφασίζουν και, τελικά, να εμπιστεύονται στους ειδικούς το έργο της διακυβέρνησης. Υπάρχει δηλαδή μια αντι-πολιτική εκπαίδευση».
Τέλος, γιατί ο Καστοριάδης ονειρευόταν και ένα διαφορετικό σχολείο: ένα σχολείο που θα απομυθοποιούσε τη δουλική στάση απέναντι στα θρησκευτικά θέσφατα και στις εθνικές ψευδαισθήσεις, και στα βιβλία του οποίου θα αναφερόταν, για παράδειγμα, πως υπήρχαν ευνούχοι στην αυλή του βυζαντινού αυτοκράτορα, όπως ακριβώς και στην αυλή του Πεκίνου. Για να παραχθεί μια αυριανή κοινωνία πολιτών μεταρρυθμιστών. Που δεν θα λένε «Εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;». «Ναι, ρε κερατά» απαντάει ο Κορνήλιος Καστοριάδης «εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο!»
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ