Για το δοκίμιο του Enzo Traverso «Αριστερή μελαγχολία – Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης» (μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Στο εξαιρετικό βιβλίο του Οι Αριστερές της Γαλλίας, ο Ζακ Ζυλιάρ υποστηρίζει πώς υπάρχουν πολλές και όχι μια Αριστερά. Γι’ αυτόν υπάρχουν τέσσερις Αριστερές: η φιλελεύθερη, η ιακωβίνικη, η ελευθεριακή και η κολεκτιβιστική. Μια άλλη διάκριση όμως –κατ’ εμέ– που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε είναι μεταξύ της Αριστεράς που ζει στο παρόν και για το παρόν και της Αριστεράς που ζει στο μέλλον και για το μέλλον. Η πρώτη είναι η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά ή (με τα λόγια του Τόνι Τζαντ) η Αριστερά που ενδιαφέρεται να κάνει τη ζωή των ανθρώπων λίγο πιο αξιοπρεπή στο παρόν. Η δεύτερη είναι η αριστερά του Μέλλοντος. Αυτή ζει για το μέλλον και στο μέλλον. Είναι η επαναστατική ριζοσπαστική και δευτερευόντως η κομμουνιστική Αριστερά. Ο Τραβέρσο ασχολείται μόνο με τη δεύτερη, με την Αριστερά της ουτοπίας, και μόνο κριτική αφιερώνει στην πρώτη, τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά.
Η Αριστερή Μελαγχολία εστιάζει στην Αριστερά του μέλλοντος, η οποία, όταν το 1989 είδε το μέλλον αυτό να καταρρέει, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο Τραβέρσο δεν τρέφει καμία συμπάθεια για την ανυπόληπτη, όπως την αποκαλεί, ιστορία του κομμουνισμού. Αλλά την ίδια στιγμή πιστεύει ότι μαζί της κατέρρευσε και η υπόσχεση της απελευθέρωσης.
O Έντσο Τραβέρσο είναι Ιταλός φιλόσοφος και κοινωνικός επιστήμονας, καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου έχουν εκδοθεί και κυκλοφορούν στα ελληνικά άλλα τέσσερα έργα. Η Αριστερή Μελαγχολία εστιάζει στην Αριστερά του μέλλοντος, η οποία, όταν το 1989 είδε το μέλλον αυτό να καταρρέει, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο Τραβέρσο δεν τρέφει καμία συμπάθεια για την ανυπόληπτη, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, ιστορία του κομμουνισμού. Αλλά την ίδια στιγμή πιστεύει ότι μαζί της κατέρρευσε και η υπόσχεση της απελευθέρωσης. Έτσι, «αντί να απελευθερώσει δυνάμεις, το τέλος του κρατικού σοσιαλισμού εξάντλησε τη δυναμική του ίδιου του σοσιαλισμού». Αυτή η κατάρρευση τον βασανίζει. Τον μελαγχολεί. Και τη μελαγχολία του τη μετατρέπει σ’ ένα σημαντικό βιβλίο.
Ήττα και μελαγχολία
Η έννοια της «Αριστερής Μελαγχολίας» δεν είναι ανακάλυψη του Τραβέρσο. Την έφερε στο προσκήνιο το 1989, αλλά δεν τη δημιούργησε, όπως τονίζει ο συγγραφέας. Η μελαγχολία είναι η «κρυφή παράδοση» που ο συγγραφέας εντοπίζει όχι στο επίσημο αφήγημα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Αυτή εμπεριέχεται σε έναν κύκλο ηττών της επαναστατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι η μελαγχολία του Μπλανκί και της Λουίζ Μισέλ μετά την ήττα της Κομμούνας, της Ρόζα Λούξεμπουργκ για αυτό που αυτή χαρακτήριζε «συνθηκολόγηση του γερμανικού σοσιαλισμού», η μελαγχολία του Γκράμσι από τα Τετράδια της Φυλακής, του εξόριστου Τρότσκι, του αυτόχειρα Μπένγιαμιν, της μαύρης Αριστεράς του Σίριλ Λάιονελ Ρόμπερτ Τζέιμς, του Τσε Γκεβάρα, του Γάλλου τροτσκιστή Ντανιέλ Μπενσαίντ και πολλών άλλων. Ειδικά οι σελίδες που αφιερώνει στον Σ.Λ.Ρ. Τζέιμς, ο οποίος δημοσίευσε την πρώτη μαρξιστική ιστορία της Αϊτής (Οι μαύροι Ιακωβίνοι) είναι ιδιαίτερα συγκινητικές. Μας φέρνει επίσης ο συγγραφέας σ’ επαφή με έναν λιγότερο γνωστό μαρξισμό, τον «μαύρο μαρξισμό» ή τον μαρξισμό της αντιαποικιοκρατικής σκέψης, ο οποίος όμως δεν εμπεριεχόταν στον πυρήνα της σκέψης του ίδιου του Μαρξ.
Βεβαίως, αν κοιτούσε τα πράγματα όπως ο Τόνι Τζαντ από την πλευρά της Αριστεράς του σοσιαλδημοκρατικού παρόντος, θα μπορούσε να τα δει λιγότερο μελαγχολικά. Η σοσιαλδημοκρατία του Τζαντ προσέφερε –στο όνομα μάλιστα μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης Αριστεράς– μια «ζωή με αξιοπρέπεια» στους πολίτες. Δεν θα ήθελα όμως να αδικήσω τον συγγραφέα. Βλέπει και αυτός κάπου τη σοσιαλδημοκρατική αφήγηση και γράφει και για τη δική της μελαγχολία, προερχόμενη –παραδόξως;– και αυτή από την ήττα του κρατικού σοσιαλισμού.
Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά της ήττας του ’89 από τις τόσες άλλες ήττες της Αριστεράς του 19ου και 20ού αιώνα; Οι προηγούμενες ήττες, το μαρτυρολόγιο, οι θυσίες και οι απογοητεύσεις έδιναν το λίπασμα για να μιλά ο Μπλοχ για την ελπίδα της μελλοντικής ουτοπίας. Όμως «το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού παράλυσε και κατά κάποιο τρόπο απαγόρεψε την ουτοπική φαντασία». Και δεν είναι μόνο αυτό. Προκάλεσε και την κυριαρχία της καπιταλιστικής ουτοπίας. Μετέτρεψε την κομμουνιστική εσχατολογία σε καπιταλιστική εσχατολογία (βλ. Φουκουγιάμα).
Η ήττα του ’89 “ήταν διαφορετικής φύσης: δεν ήρθε μετά από κάποια λυσσώδη μάχη και δεν γέννησε καμιά υπερηφάνεια – έβαλε τέλος στον 20ό αιώνα και, πέρα από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήρθε να κλείσει έναν κύκλο επαναστάσεων που είχε ανοίξει το 1917”.
Κατά τον συγγραφέα, η ιστορία του σοσιαλισμού συντίθεται από μια πληθώρα ηττών που συσσωρεύτηκαν σε δύο αιώνες. Αντί όμως αυτές οι ήττες «να αφανίσουν τις ιδέες του και τις προσδοκίες του, αυτές οι τραγικές και συνήθως αιματοβαμμένες πανωλεθρίες τις ενίσχυσαν και τις νομιμοποίησαν». Αντιθέτως η ήττα του ’89 «ήταν διαφορετικής φύσης: δεν ήρθε μετά από κάποια λυσσώδη μάχη και δεν γέννησε καμιά υπερηφάνεια – έβαλε τέλος στον 20ό αιώνα και, πέρα από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήρθε να κλείσει έναν κύκλο επαναστάσεων που είχε ανοίξει το 1917». Ο Τραβέρσο εξάγει τη μελαγχολία από την ήττα της Επανάστασης. Ακριβέστερα γι’ αυτόν «μελαγχολία κι επανάσταση συμβαδίζουν».
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας μιας αμφιλεγόμενης άποψης. Είναι η άποψη που θέλει την Αριστερά να ταυτίζεται με την Επανάσταση. Όταν όμως η Επανάσταση ηττάται, τότε μελαγχολεί η Αριστερά. Της απομένει να κοιτά παλιές φωτογραφίες και να κραδαίνει σημαίες. Για τον Τραβέρσο η Αριστερά ή είναι επαναστατική ή δεν είναι Αριστερά. Δεν εκθειάζει όμως κάθε επαναστατική Αριστερά. Καμία συμπάθεια δεν νιώθει για την Αριστερά του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και για τον Μαρξ όμως έχει κριτικές επισημάνσεις στη φαρέτρα του. Μιλάει για έναν μαρξιστικό τελεολογικό μεσσιανισμό. «Στην κομμουνιστική παράδοση παραμένει πάντα μια θρησκευτική παρόρμηση που συνυπάρχει με το διακηρυγμένο ανθρωπισμό της». Ο μαρξιστικός «αθεϊσμός εκκοσμίκευε αυτές τις επαγγελίες». Βεβαίως, παρακάτω, στηριγμένος στις θεωρητικές ανησυχίες του τροτσκιστή Ντανιέλ Μπενσαΐντ, κάνει και μια άλλη προσέγγιση στον Μαρξ. Αναφέρεται στον Μαρξ ως «θεωρητικό του φετιχισμού του εμπορεύματος, πρώιμο αναλυτή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης». Αλλά, παρόλα αυτά ο μαρξισμός πάσκιζε πάντα, κατά τον Τραβέρσο, να κρύψει τη μελαγχολία του πίσω από μεσσιανικές ελπίδες.
Η μεγάλη συμπάθεια του Τραβέρσο είναι ο Μπένγιαμιν και η αντιαποικιοκρατική σκέψη. Οι αντιφάσεις στο έργο και στη ζωή του Μπένγιαμιν χρησιμεύουν ως όπλο τόσο κατά του ιστορικισμού της μηχανικής προόδου όσο και ως όπλο κατά της παθητικότητας και της μοιρολατρικής αποδοχής της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων. Μάχη κατά της μοιρολατρίας που συνοδεύεται από μια αυτοκτονία; Αποτελεί αυτό μια πραγματικά μεγάλη αντίφαση; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.
Εκτενέστερα επίσης προσεγγίζει το ζήτημα της αποτυχημένης προσπάθειας σύνδεσης του μαρξισμού αλλά και της κριτικής σχολής του Αντόρνο με την αντιαποικιοκρατική σκέψη.
Η αριστερή μελαγχολία είναι στενά συνδεδεμένη με αγώνες και ελπίδες, ουτοπίες και επαναστάσεις, αλλά και με μεγάλες αποτυχίες. Η πτώση του κομμουνισμού έθαψε αφενός την απλοϊκή τελεολογία της εξασφαλισμένης προόδου, αλλά κυρίως καταπλάκωσε τις αφηγήσεις της χειραφέτησης που συνδέονταν μαζί του.
Τέχνη και μελαγχολία
Διαβάζουμε όμως και ένα βιβλίο που από τους πίνακες του Κουρμπέ μάς ξεναγεί στις σοβιετικές αφίσες κι από εκεί μας τοποθετεί σε κινηματογραφικές αίθουσες για να παρακολουθήσουμε ταινίες του Αϊζενστάιν (Οκτώβρης και Θωρηκτό Ποτέμκιν), των Ταβιάνι (Σαν Μικέλε), του Κρις Μάρκερ (Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο), της Κάρμεν Καστίγιο (Οδός Σάντα Φε), του Αγγελόπουλου (Το βλέμμα του Οδυσσέα), του Ποντεκόρβο (Κεϊμάντα), του Βισκόντι (Η γη τρέμει) και το Γη και ελευθερία του Κεν Λόουτς.
Η πτώση του κομμουνισμού έθαψε αφενός την απλοϊκή τελεολογία της εξασφαλισμένης προόδου, αλλά κυρίως καταπλάκωσε τις αφηγήσεις της χειραφέτησης που συνδέονταν μαζί του.
Παρατηρούμε τη μελαγχολία στο Βλέμμα του Οδυσσέα του Αγγελόπουλου, όταν πολίτες της κατεστραμμένης Γιουγκοσλαβίας κοιτούν στις όχθες του Δούναβη να μεταφέρεται το διαλυμένο άγαλμα του Λένιν σ’ ένα ποταμόπλοιο ή εκείνης της εγγονής στο Γη και ελευθερία του Λόουτς, η οποία ανακαλύπτει την άγνωστη ιστορία του παππού της που στα νιάτα του εγκατέλειψε τη Μεγάλη Βρετανία για να συστρατευτεί –τυχαία– με το PUM. Αυτή η εγγονή κοιτά μελαγχολικά τις φωτογραφίες και τα αποκόμματα από τις εφημερίδες της εποχής. Όλα αυτά τα δημιουργήματα κατά τον Τραβέρσο αποτυπώνουν με ιδιαίτερο τρόπο και κινηματογραφικές εικόνες τη «μελαγχολία» των νικημένων επαναστάσεων.
Δεν χρησιμοποιεί όμως μόνο το κινηματογράφο για να δείξει αυτή τη μελαγχολία, αλλά και την εικαστική τέχνη. Οι πίνακες «Πορτέλα ντέλα Τζινέστρα» του Ρενάτο Γκουτούζο, «Το σημερινό και το αυριανό Μεξικό» του Ντιέγκο Ριβιέρα, «Ο Πύργος της εργασίας» του Ογκύστ Ροντέν αλλά και οι πίνακες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που μας απεικονίζουν έναν Λένιν ο οποίος, όπως ο «Μωυσής κατεβαίνει από το όρος Σινά» του Γκιστάβ Ντορέ, μας δείχνει με το δάχτυλό του το κομμουνιστικό μέλλον.
Εδώ όμως θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στον πίνακα «Μανιφέστο» (1983) του σοβιετικού Αλεξάντερ Κοσολάποφ. Αυτός, έξι χρόνια πριν την κατάρρευση του «υπαρκτού», προέβλεπε αυτό που θα δείξει το Βλέμμα του Οδυσσέα έξι χρόνια μετά την κατάρρευση. Ο Κοσολάποφ απεικόνιζε ένα κεφάλι του Λένιν ακουμπισμένο στο έδαφος, πλάι στο βάθρο του κατεστραμμένου ανδριάντα του και τρία αγγελούδια που διαβάζουν μια εφημερίδα με τίτλο «Το Μανιφέστο» και δείχνουν έκπληκτα να μην κατανοούν το περιεχόμενό της.
Αυτό το βιβλίο –σε εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου και με το απαραίτητο Ευρετήριο– δεν θα μπορούσε να είναι αδιάφορο για όποιον ενδιαφέρεται για την Αριστερά και τις Αριστερές. Αλλά και η Δεξιά θα είχε πολλά να μάθει για τον αντίπαλο δέος της.
Στον Τραβέρσο σίγουρα θα άρεσαν οι στίχοι του Αναγνωστάκη «ήθελε πολύ φως να ξημερώσει, όμως εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα». Αν και ο Αναγνωστάκης είχε εντελώς διαφορετικό σκεπτικό από αυτό του Τραβέρσο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μελαγχολία για την οποία γίνεται λόγος σε τούτο το βιβλίο είναι η μελαγχολία μιας κουλτούρας που δεν συμπονάει απλώς τα θύματα αλλά προσπαθεί να τα λυτρώσει, που βλέπει τους σκλάβους σαν εξεγερμένα υποκείμενα και όχι σαν αντικείμενα του οίκτου... Πρώτα απωθημένη από την ίδια την αριστερά και έπειτα στιγματισμένη στην εποχή της «μεταϊδεολογικής» παλινόρθωσης, αυτή η εξεγερμένη μελαγχολία χρειάζεται να ανακαλυφθεί, απαιτεί να αναγνωριστεί. Ωστόσο μελαγχολία και επανάσταση συμβαδίζουν».