Για την ανθολογία από τις Διατριβές του Επίκτητου «Η ελευθερία και άλλα κείμενα» (μτφρ. και επίμ. Θάνος Σαμαρτζής, εκδ. Δώμα).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ο Επίκτητος (περίπου 50-130 μ.Χ.) γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας και ήταν γιος σκλάβας. Στη συνέχεια κατέληξε στη Ρώμη, όπου κάποια στιγμή ελευθερώθηκε και άρχισε να διδάσκει τη Στωική φιλοσοφία επηρεασμένος από τον Στωικό Μουσώνιο Ρούφο, ενώ αργότερα ίδρυσε σχολή στη Νικόπολη της Ηπείρου. Κορυφαίος εκπρόσωπος της όψιμης ή «ρωμαϊκής» περιόδου του Στωικισμού, είχε πολλούς μαθητές, ένας από τους οποίους, ο ιστορικός Φλάβιος Αρριανός, κατέγραψε τις απόψεις του δασκάλου του (ο οποίος, σαν τον Σωκράτη, δεν έγραφε) σε μια σειρά βιβλίων που ονομάστηκαν Διατριβές, καθώς και στο Εγχειρίδιον. Η επιρροή της σκέψης του Επίκτητου, τόσο στην εποχή του όσο και τους επόμενους αιώνες, υπήρξε πολύ μεγάλη. Σύμφωνα με μια θρυλική ιστορία που θα μπορούσε να γίνει το κατεξοχήν μάθημα Στωικισμού (και στωικισμού), ο αφέντης του, που τον βασάνιζε, άκουγε τον Επίκτητο να του λέει ήρεμα, «Αν συνεχίσεις έτσι, θα μου σπάσεις το πόδι», κι όταν τελικά του το έσπασε, ο Επίκτητος απεφάνθη: «Εγώ στο είπα».
Τι είναι αυτό που με κάνει ή δεν με κάνει ελεύθερο άνθρωπο; Ποια είναι τα εξωτερικά και ποια τα εσωτερικά δεσμά που αυξάνουν ή μειώνουν την ελευθερία μου και με ποια αξίζει να ασχολούμαι; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο άτομο και στην πολιτεία όσον αφορά τις κοινωνικές ελευθερίες του;
Ένα από τα κεντρικά ζητήματα της σκέψης του Επίκτητου ήταν η ελευθερία. Τι είναι αυτό που με κάνει ή δεν με κάνει ελεύθερο άνθρωπο; Ποια είναι τα εξωτερικά και ποια τα εσωτερικά δεσμά που αυξάνουν ή μειώνουν την ελευθερία μου και με ποια αξίζει να ασχολούμαι; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο άτομο και στην πολιτεία όσον αφορά τις κοινωνικές ελευθερίες του; Τέτοιου τύπου ερωτήματα, που απασχόλησαν από νωρίς την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, διατήρησαν τη σημασία τους στη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ προφανώς και δεν την έχουν χάσει σήμερα. Έτσι, οι εκδόσεις Δώμα αποφάσισαν να εγκαινιάσουν την πορεία τους στον χώρο του βιβλίου με μια ωραία ανθολογία από τις Διατριβές του Επίκτητου στην οποία δόθηκε ο γενικός τίτλος Η ελευθερία (μετάφραση και επίμετρο: Θάνος Σαμαρτζής) και ανήκει στη σειρά «Τα στοιχειώδη».
Διαρθρωμένο σε έξι ενότητες, το βιβλίο ξεκινά με τη μεγαλύτερη από αυτές, την «Ελευθερία». Η διαλογική μορφή του κειμένου διευκολύνει την ανάγνωση, καθώς με τις ερωταποκρίσεις μπαίνουμε απευθείας στο νόημα και τους στόχους του φιλοσόφου. Ένα άμεσο, ευθύβολο ύφος με ειρωνικές πινελιές είναι πανταχού παρών: ο Επίκτητος πραγματεύεται την (υποτιθέμενη) ελευθερία ενός αξιωματούχου σε σύγκριση με αυτή ενός δούλου ή έστω κοινωνικά κατώτερου, δείχνοντας με το ξεκάθαρο ερώτημα «Πώς όμως ένας άνθρωπος που δεν έμαθε να απαλλάσσεται απ’ τον πόθο κι απ’ τον φόβο, πώς μπορεί να είχε ποτέ του ελευθερία;» τι πραγματικά έχει σημασία προκειμένου να αισθάνεται κανείς ελεύθερος. Έτσι, ακόμα κι ένας δούλος που ελευθερώνεται δεν γίνεται να αισθανθεί ουσιαστικά ελεύθερος απλώς και μόνο επειδή απαλλάχτηκε από τις αλυσίδες του, αφού, όπως λέει ειρωνικά ο Επίκτητος, ακόμα κι αν φτάσει να γίνει συγκλητικός, «πέφτει στη δουλεία την πλέον φινετσάτη και την πιο αστραφτερή». Αλίμονό του, μάλιστα, αν γίνει φίλος ή σύμβουλος του Καίσαρα: θα φοβάται ακόμα περισσότερο, θα πρέπει να ελέγχει τι θα λέει και τι θα κάνει ακόμα περισσότερο, θα τον κατατρέχουν περισσότερες έγνοιες από ποτέ.
Η απάντηση στο πρόβλημα της ελευθερίας βρίσκεται στον έλεγχο της επιθυμίας: αυτός δύναται να αφορά, συνεπώς πρέπει να αφορά, μόνο τα πράγματα που είναι δικά μας, δηλαδή στη σφαίρα της εξουσίας μας, και όχι ξένα: «Γιατί εκείνο που δεν είναι στον έλεγχό σου αν θα τ’ αποκτήσεις ή αν θα το κρατήσεις όποτε το θελήσεις, αυτό δεν είναι κάτι δικό σου, αλλά κάτι ξένο. Και κράτα μακριά απ’ αυτό όχι μονάχα τα χέρια σου, αλλά πολύ βασικότερα την επιθυμία σου». Ο δρόμος για την ελευθερία ξεκινά από την παραπάνω διάκριση και συνεχίζεται με την έγνοια μόνο για όσα είναι δικά μας (εφ’ ημίν): όλα τα άλλα είναι ξένα (ουκ εφ’ ημίν), ακόμα και το σώμα μας. Σύμφωνα με μια εξαιρετική μεταφορά, πρέπει να κατακτήσουμε το «εσωτερικό κάστρο» μας: μόνο όταν γίνει κανείς «γνώστης συνολικά της επιστήμης της ζωής» και επιτύχει την «ακύρωση της λαχτάρας» θα έχει τον έλεγχο της ζωής του, εν πάση περιπτώσει των πραγμάτων που είναι στο χέρι του να ελέγχει.
Ποιο είναι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται πιο συχνά ο Επίκτητος; Ο Διογένης ο Κυνικός, κι όχι τυχαία. Ο ιδρυτής του Στωικισμού, Ζήνων ο Κιτιεύς, υπήρξε μαθητής του Κράτη, του τρίτου κατά σειρά Κυνικού μετά τον Αντισθένη και τον Διογένη, και έμαθε πολλά από αυτόν και τη φιλοσοφία του (ή, θα έλεγα καλύτερα, τη βιοσοφία του, μια και οι Κυνικοί δεν ίδρυσαν σχολή με την παραδοσιακή σημασία, ενώ και η φιλοσοφία τους εστίαζε σχεδόν αποκλειστικά στα ηθικά και πρακτικά ζητήματα του βίου). Ο Επίκτητος δεν φείδεται επαίνων για τον Διογένη: ήταν «ένας άνδρας ελεύθερος, που εξέτασε σοβαρά το ζήτημα και που προφανώς βρήκε τη λύση του», ένας άνθρωπος που δεν είπε κανέναν αφέντη και δεν ένιωσε κανέναν ως τέτοιο, που «ό,τι είχε, μπορούσε εύκολα να τ’ αφήσει». Τον Σωκράτη, τον Διογένη και τον Επίκτητο (και μερικούς ακόμα στοχαστές) ενώνουν αρετές κι αξίες που ο τελευταίος αναφέρει εγκωμιαστικά: εντιμότητα, ακεραιότητα, θάρρος, αρχοντιά, αταραξία. Στα υπόλοιπα κείμενα του τόμου, που αφορούν την αγάπη και τη λογική, τις κοινωνικές συναναστροφές, την αντιμετώπιση των δυσκολιών και τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειας, το ζήτημα της ελευθερίας (πάντα με βάση τον Στωικό προβληματισμό τού τι βρίσκεται στη σφαίρα του ατομικού ελέγχου, δηλαδή «της δύναμης, της ισχύος, της εξουσίας», όπως εξηγεί ο μεταφραστής) εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο.
Παρότι ο Επίκτητος θεωρεί πως ο Διογένης (όπως και Στωικοί σαν τον ίδιον) έλυσαν το πρόβλημα της ελευθερίας, προφανώς το πρόβλημα δεν λύνεται. Δεν είναι απλό, ούτε καν φυσικό, να πειστεί ένας άνθρωπος να αδιαφορεί αν υπόκειται σε βασανιστήρια ή αν θανατώνεται, ή για το αν είναι έγκλειστος ή δούλος.
Παρότι ο Επίκτητος θεωρεί πως ο Διογένης (όπως και Στωικοί σαν τον ίδιον) έλυσαν το πρόβλημα της ελευθερίας, προφανώς το πρόβλημα δεν λύνεται. Δεν είναι απλό, ούτε καν φυσικό, να πειστεί ένας άνθρωπος να αδιαφορεί αν υπόκειται σε βασανιστήρια ή αν θανατώνεται, ή για το αν είναι έγκλειστος ή δούλος. Αυτό είναι ακόμα δυσκολότερο όταν λάβουμε υπόψη τις πολιτικές/κοινωνικές ελευθερίες που έχουν κατοχυρωθεί σε πολλά μέρη του κόσμου στη νεότερη και σύγχρονη εποχή, ελευθερίες που δεν θα άξιζε σε καμία περίπτωση να απεμποληθούν με το Στωικό επιχείρημα πως ένα είδος εσώτερης ελευθερίας πρέπει να αρκεί σε κάθε άνθρωπο: αν η ιδέα της εσώτερης ελευθερίας φτάσει στα άκρα, αυτό συνεπάγεται πως το πολίτευμα είναι εν πολλοίς αδιάφορο. Συνάμα, η Στωική διάσταση ανάμεσα στην ψυχή/στον νου μας (που μπορούμε να τα ελέγχουμε) και στο σώμα μας (που είναι ξένο) φαντάζει αρκετά ριζική ώστε να γίνει αποδεκτή σύμφωνα με τα πορίσματα της σύγχρονης βιολογίας και ψυχολογίας. Η ατομοκεντρική θεώρηση του Επίκτητου, η έμφασή του στα ψυχονοητικά φαινόμενα του εκάστοτε ατόμου (αντίληψη, ιδέα, εντύπωση κλπ., και το πώς αυτά οδηγούν στον αυτοστοχασμό και την αυτογνωσία, όπως επίσης στην αταραξία και την απάθεια) είναι προφανώς σπουδαία και υπήρξε δικαίως επιδραστική, αρκεί να μη θεωρείται η ψυχή/ο νους κάτι εξωσωματικό, κάτι το οποίο το σώμα απλώς φέρει χωρίς να το επηρεάζει. Τέλος, η πλήρης «ακύρωση της λαχτάρας» οδηγεί στο έσχατο άκρο κατά το οποίο ο άνθρωπος αδιαφορεί για πράγματα που κάνουν τη ζωή του άξια να τη ζει. Ο έρωτας και η αγάπη μπορούν κάλλιστα να προκαλούν πόνο και αγωνία, ωστόσο πληρούν τη ζωή με τρόπους που δεν συγκρίνονται με τίποτα: το να συμβουλεύει ο Επίκτητος να αγαπάμε μια γυναίκα ή ένα παιδί, όπως κάνει στο Εγχειρίδιον, και συγχρόνως να μην ταραχθούμε αν πεθάνουν είναι αδύνατον (αν δεν ταραχθούμε, δεν αγαπούσαμε αληθινά). Εδώ υπάρχει μια μεγάλη κι ενδιαφέρουσα συζήτηση για το κατά πόσο διαφέρει η αταραξία από την απάθεια, για το ως πού πρέπει να μειώνεται η ένταση των συναισθημάτων σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Επίκτητου και γενικά του Στωικισμού.
Όπως κι αν έχει, ο Στωικισμός (και ο Κυνισμός, όπως και άλλες αρχαίες φιλοσοφίες) είναι εφ’ όρου ζωής στόχοι παρά οριστικές καταστάσεις, είναι ευφυείς διανοητικοί τρόποι να μάθει κανείς να αποδέχεται ή ακόμα και να αγαπά τη μοίρα του, είναι μεθοδικά μαθήματα για μια λιτή και γαλήνια ζωή που πρέπει να δοκιμάζονται καθημερινά, όχι «υπόθεση της μιας ώρας ή της μιας μέρας», όπως λέει ο Επίκτητος. Εδώ, η συνεχής δοκιμασία την οποία προτείνει πηγάζει από την Κυνική άσκηση για τη σκληραγώγηση ψυχής τε και σώματος, μια άσκηση που με τη σειρά της φτάνει πίσω, μέσω Αντισθένη, στον πρωτεργάτη των περισσότερων από αυτές τις ιδέες, τον Σωκράτη. Εντέλει, ακόμα κι αν τίποτα δεν πηγαίνει καλά, ακόμα κι αν όλες οι προσπάθειες αποτυγχάνουν και οι στεναγμοί δεν έχουν τελειωμό, υπάρχει λύση: «Να θυμάσαι ότι η πόρτα είναι ανοιχτή», λέει με νόημα ο Επίκτητος, πάντα έτοιμος να εγκαταλείψει το σπίτι της ζωής μια και καλή.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Πώς γίνεται και, την ώρα που το λιοντάρι επιτίθεται, ένας και μόνος ταύρος αντιλαμβάνεται την ετοιμότητά του και μπαίνει μπροστά να υπερασπιστεί ολόκληρο το κοπάδι; Το βλέπεις άραγε ότι την ίδια στιγμή που υπάρχει η ετοιμότητα υπάρχει και η συναίσθηση της ετοιμότητας αυτής; Έτσι και σ’ εμάς, όποιος την έχει την ετοιμότητα αυτή δεν γίνεται να μην το γνωρίζει. Όπως όμως ο ταύρος δεν γίνεται ταύρος μονομιάς, έτσι κι ο άνθρωπος ο αρχοντικός δεν γίνεται μονομιάς τέτοιος. Απαιτείται αντοχή στις κακουχίες, απαιτείται προετοιμασία και να μην ορμάς απερίσκεπτα στα πράγματα που δεν σου αρμόζουν.
Αυτό και μόνο, άνθρωπε, πρέπει να αναλογιστείς: πόσο την πουλάς την ψυχή σου. Κι ακόμα κι αν τα μεγάλα, τα έξοχα κατορθώματα είναι για τον Σωκράτη και τους ομοίους του, μην την πουλήσεις την ψυχή σου φτηνά».