Σκέψεις για τη λογοτεχνική κριτική με την ευκαιρία του βιβλίου της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου Πέραν της γραφής / Δοκίμια για την ποίηση (εκδ. Κέδρος)
Της Κλεοπάτρας Λυμπέρη
«Η κριτική πρέπει να μιλάει τη γλώσσα των δεξιοτεχνιών» γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο σύντομο σημείωμά του «Η τεχνική του κριτικού σε δεκατρείς θέσεις». Σκέφτομαι: Ποιες άραγε είναι αυτές οι δεξιοτεχνίες; Η κατάρτιση; Η συγκέντρωση; Η μεθοδικότητα; Η διάκριση; Η εμβάθυνση; Η τόλμη; Η ειλικρίνεια; Η αξιολόγηση; Ο συνεπής συντονισμός με μια συγκεκριμένη ιδεολογική θέση ως προς την ίδια την εξάσκηση της κριτικής;
Η Λουκίδου δεν μελέτησε μόνο κείμενα, γλωσσικά ιδιώματα και ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες αλλά και την ίδια την ποιητική τέχνη, ως φαινόμενο που παράγει κάλλος, νόημα, ιστορία, πνευματικά ρεύματα, δυνατότητες έκφρασης και διαρκούς επικοινωνίας.
Γνωστή δεξιοτέχνης της γλώσσας, η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, η οποία μας έχει δώσει ποίηση με ουσία, βάθος και υψηλές θερμοκρασίες, παρουσιάζει εδώ το κριτικό της έργο: πρόκειται για μια σύνοψη δοκιμίων που αναφέρονται σε πρώτα μεγέθη αλλά και ελάσσονες δημιουργούς της ελληνικής ποιητικής σκηνής. Τα δοκίμια αυτά, εικοσιτρία τον αριθμό, γράφτηκαν σε διάφορες περιπτώσεις (αφιερώματα περιοδικών, ομιλίες, παρουσιάσεις βιβλίων) αποτελώντας την εργασία μιας δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας η Λουκίδου δεν μελέτησε μόνο κείμενα, γλωσσικά ιδιώματα και ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες αλλά και την ίδια την ποιητική τέχνη, ως φαινόμενο που παράγει κάλλος, νόημα, ιστορία, πνευματικά ρεύματα, δυνατότητες έκφρασης και διαρκούς επικοινωνίας.
Διαβάζοντας πιο προσεχτικά το περιεχόμενο του παρόντος τόμου, ένας υποψιασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται την έμμεση καταγραφή διαφόρων περιόδων της ελληνικής λογοτεχνίας. Η μετασυμβολιστική περίοδος, η πρώτη και η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, ο υπαρξισμός, η σχολή της Θεσ/νίκης, η γενιά της αμφισβήτησης, έτσι όπως αναδεικνύονται και παρουσιάζονται στο βιβλίο, θυμίζουν τη γνωστή φράση του Louis Aragon στις σημειώσεις του για την τέχνη: «Yπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθεί κανείς τον εικοστό αιώνα». Η Λουκίδου αφηγείται τμήματα μιας συνολικής ιστορίας μετασχηματισμών της γλώσσας, δοκιμών, πειραματισμών, ανακαλύψεων, διάλυσης και επανασυγκρότησης, επαναπρόσληψης και επαναδημιουργίας του κόσμου, μέσω των καλλιτεχνικών αισθητηρίων.
Οι παρούσες κριτικές προσεγγίσεις δεν αποτυπώνουν το στίγμα ενός κλασικού φιλολογικού βλέμματος (τη λεγόμενη «αυστηρή επιστημονικότητα»), αν και η συγγραφέας θα μπορούσε να επιλέξει αυτή την οδό, λόγω των ειδικών σπουδών της στη Φιλολογία. Αντιθέτως, μέσω της ποιητικής της ταυτότητας και με τα ίδια τα υλικά της ποίησης, δημιουργεί σχέσεις συγγενικές με τα κείμενα ενεργώντας «εκ των ένδον», καθώς συν-πλέει μαζί τους και συν-υφαίνεται με αυτά συγκινησιακά. Είναι λοιπόν η μέθοδός της καθαρά «ενδολογοτεχνική». Και επίσης, ολοφάνερα, εργάζεται χωρίς την αλαζονεία μιας αυστηρής κατάρτισης ή κάποιας θεωρητικής «γραμμής», αλλά με το τρυφερό αίσθημα του αθώου, του γοητευμένου, του συμπάσχοντος, του θαυμαστή ενός μαγικού γεγονότος που είναι η γραφή, το ποίημα.
Δεν θεωρητικολογεί· συνηχεί με το εκάστοτε έργο· αποφεύγει να υποτάξει το κριτήριό της στην «ψυχρότητα» του κριτή· και σε αυτό το αυθόρμητο πλησίασμα, προσθέτει το σεβασμό της για κάθε κείμενο.
Εν κατακλείδι, η Λουκίδου δεν θεωρητικολογεί· συνηχεί με το εκάστοτε έργο· αποφεύγει να υποτάξει το κριτήριό της στην «ψυχρότητα» του κριτή· και σε αυτό το αυθόρμητο πλησίασμα, προσθέτει το σεβασμό της για κάθε κείμενο. Αν θα ήθελα επομένως να χαρακτηρίσω την κριτική της εργασία αναφέροντας ένα κεντρικό στοιχείο, θα χρησιμοποιούσα μια λέξη: ευλάβεια. (Αυτό βέβαια, σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως αποτελεί για κείνη τροχοπέδη στο να αναδείξει τα σημεία όπου ένα έργο αποτυγχάνει.)
[Διακοπή. Ας μου επιτραπεί εδώ να παρεμβάλλω μερικές σκέψεις (όχι και τόσο πρωτότυπες, φοβάμαι) για το ζήτημα της κριτικής στην ποίηση. Ως επί το πλείστον θεωρούμε ότι η κριτική της ποίησης είναι μια τέχνη ολωσδιόλου ξεχωριστή από την ίδια την ποίηση. Αλλά τι ακριβώς εννοούμε με αυτό; Μήπως η δημιουργική φλόγα και η έμπνευση δεν είναι εξίσου αναγκαία για να γραφτεί ένα κριτικό δοκίμιο, όσο αναγκαία είναι και για να γραφτεί ένα ποίημα; Μήπως ένα ποίημα δεν εξαρτάται και από τη διάκριση του ποιητή (δηλαδή, «από όσα θα πετάξει»), όπως ακριβώς και η κριτική αποτίμηση εξαρτάται από τη διάκριση που απαιτείται για μια αξιολόγηση; Μήπως η κριτική δεν ολοκληρώνεται όταν αναπτύσσεται σε διάφορα επίπεδα, όπως και ένα ποίημα συχνά τελειοποιείται όταν ενοποιεί μέσα του διάφορους κόσμους;
Σίγουρα η κριτική έχει ως κύριο μηχανισμό τη σκέψη (κάποιος θα έλεγε ότι εργαλείο της είναι η ανάλυση και ότι οφείλει να διαθέτει συγκεκριμένες θέσεις και λογική συγκρότηση)· ενώ το ποίημα δικαιούται ακόμη και το άλογο, την αταξία, την ασάφεια και ίσως μάλιστα επιτυγχάνει τότε ακριβώς που γίνεται «ανόητο»· θα προσθέσω όμως ότι κανένας σοβαρός ποιητής δεν αφήνει ένα ποίημα ακατέργαστο μετά την πρωταρχική σύλληψη, χωρίς να το σκεφτεί, να το ελέγξει, να το επικυρώσει μέσα του, να βεβαιωθεί ότι τηρούνται οι σωστές ισορροπίες γλώσσας/φόρμας/νοήματος). Αν η κριτική διαφέρει από την ποίηση είναι γιατί αναπτύσσει απόψεις και στόχος της μοιάζει να είναι η πειθώ (απευθύνεται, λοιπόν, κυρίως, στον νου), ενώ το ποίημα ενδιαφέρεται απλώς να λάμψει με ακαριαίο λόγο, σαν ένα πυροτέχνημα (επομένως, να διατρέξει μια ψυχική έκταση και να την αναφλέξει).
Αλλά εδώ υπάρχει ένα θέμα προς συζήτηση: Η γνωστή θέση για την «αποταύτιση» του κριτικού από το κείμενο (η οποία γίνεται χάριν μιας ασφαλούς διάκρισης), προσφέρει μεν την απαραίτητη απόσταση ώστε να συλλάβει ουδέτερα το έργο, τον αποκόβει όμως από εκείνες τις πολύ βαθιές ροές της γλώσσας, από τις οποίες εκτινάσσεται η αυθεντική ζωή του ποιήματος. Η «επιστημονικότητα» (συχνά εγκεφαλική, στεγνή, προσκολλημένη στο γράμμα και όχι στην ουσία) θέτει ένα δικό της «εξωτερικό» καθεστώς, κρατώντας συνήθως για τον εαυτό της τον ρόλο της αυθεντίας που κατηγοριοποιεί την κριτική ως μια τέχνη υπεράνω της κρινόμενης. Αυτός ο ρόλος, ας μου επιτραπεί να σημειώσω, μάλλον υπηρετεί την αυτοπαρουσίαση του κριτή παρά την παρουσίαση του κρινόμενου έργου.
Η γνωστή θέση για την «αποταύτιση» του κριτικού από το κείμενο προσφέρει μεν την απαραίτητη απόσταση ώστε να συλλάβει ουδέτερα το έργο, τον αποκόβει όμως από εκείνες τις πολύ βαθιές ροές της γλώσσας, από τις οποίες εκτινάσσεται η αυθεντική ζωή του ποιήματος. Η «επιστημονικότητα» (συχνά εγκεφαλική, στεγνή, προσκολλημένη στο γράμμα και όχι στην ουσία) θέτει ένα δικό της «εξωτερικό» καθεστώς, κρατώντας συνήθως για τον εαυτό της τον ρόλο της αυθεντίας που κατηγοριοποιεί την κριτική ως μια τέχνη υπεράνω της κρινόμενης.
Στη δική μου αντίληψη (ή μήπως να πω, κατά την προτίμησή μου) ο κριτικός λόγος για την ποίηση χρειάζεται να μας συγκινεί και να μας ελκύει, όπως ακριβώς ένα ποίημα. Η θεωρητική μέθοδος δεν πρέπει να απομακρύνεται από τον σκοπό της (από την κατάθεση μιας αποφλοίωσης και μιας αξιολόγησης, που όμως αποτελεί καθαρά ατομική προσέγγιση, μια «συνάντηση» με τον συγγραφέα, όχι απόλυτη θέση). Αν δεχτώ ότι η κριτική ενδιαφέρεται να διευκολύνει την πρόσληψη ενός έργου, τότε είναι υποχρεωμένη να εντάσσει τα γνωστικά και επικοινωνιακά εργαλεία της στην υπηρεσία του αναγνώστη, και άρα να υπερασπίζεται τη διαύγεια και όχι τη νοηματική εκζήτηση, τη συγκέντρωση στο ειδικό και όχι τον θρίαμβο της ίδιας της θεωρητικολογίας. Επιπλέον, η κατάθεση αυτή (τουλάχιστον ως πρόθεση – τονίζω το «τουλάχιστον») χρειάζεται να είναι τόσο λεπτή, ώστε να μην χειραγωγεί, να μην επιβάλλεται, απλώς να προτείνει· αλλιώς κραυγάζει υπέρ της κατάργησης του αναγνώστη και της ολοκληρωτικής υποκατάστασής του από τον κριτικό· δηλαδή, φωνασκεί καθισμένη στο θρόνο της εξουσίας και της αυταρέσκειας.
(Μα, θα ρωτούσε κάποιος, ακριβώς η γνώση, η κατάρτιση, το καλλιεργημένο γούστο δεν δίνουν στον κριτικό το δικαίωμα να καθορίσει τι είναι αξία, να επιβάλει ένα κριτήριο; Και ακόμη πιο ειδικά, δεν του επιτρέπουν να διαμορφώνει αισθητικούς όρους, οδηγώντας τη λογοτεχνία προς μια κατεύθυνση; Μεγάλα ονόματα κριτικών στο παρελθόν μας έδωσαν σοβαρό θεωρητικό έργο, εμβαθύνοντας στην υπόθεση της ποίησης και συγκρότησαν «κανόνες», αναδεικνύοντας τα σημαντικά ποιητικά μεγέθη, γράφοντας έτσι, κατά κάποιο τρόπο, και την ιστορία της λογοτεχνίας. Επιπλέον, αν οι κριτικοί δεν ήταν «καθοδηγητές γούστου», πώς θα μπορούσαμε εμείς σήμερα να παρακολουθήσουμε συνολικά την εξέλιξη της ποίησης; Οι ρωτήσεις θα απαντηθούν λίγο παρακάτω.)
Αναφέρθηκα στο θέμα της ενδολογοτεχνικότητας, επειδή γνωστός συγγραφέας σε μια κριτική του για το παρόν βιβλίο της Λουκίδου χαρακτήρισε ως παρωχημένη τακτική αυτή τη μέθοδο, διατυπώνοντας την άποψη ότι ο κριτικός λόγος πρέπει να έχει άλλα εργαλεία από αυτά της ποιητικής γλώσσας (άρα δεν πρέπει να αναμειγνύεται με την ποιητική ιδιότητα;) εφαρμόζοντας αυστηρά τα ειδικά κριτήρια που τον αναδεικνύουν. (Αποσιωπώντας ότι αυτή η «εκ των έσω» δραστηριοποίηση, ο τρόπος της ενδολογοτεχνικότητας, έχει το ατού να προσλαμβάνει το λογοτεχνικό έργο κινούμενος a priori στον σφυγμό και στις πολλαπλές γκάμες της ποιητικής του συχνότητας, κοντά στην ίδια του την ουσία.)
Όμως ποια είναι αυτά τα «ειδικά κριτήρια»; Και ποιος τα θέτει; Κάθε νοήμων θεωρητικός λογοτεχνίας μπορεί να ορίσει ειδικούς κανόνες και προϋποθέσεις, σύμφωνα με την αντίληψη, την κατάρτιση, το προσωπικό του γούστο, σχηματίζοντας μια θέση, η οποία μπορεί να ακολουθηθεί από μια μερίδα ανθρώπων για καιρό, ή κάλλιστα να αναιρεθεί με σοβαρά επιχειρήματα από κάποιον άλλον, ο οποίος θα προτάξει διαφορετική αντίληψη.
Ο Παλαμάς πχ δημιούργησε στην Ελλάδα μια ολόκληρη κριτική σχολή, μέσα από τη σύνδεσή του με τις ιταλικές και τις γερμανικές θεωρίες της εποχής. Ο Τσάτσος στήριξε το κριτικό του έργο στην κλασική ιδεαλιστική παράδοση με τη συνεπικουρία της φιλοσοφίας. Ο Κάλας ακολούθησε τις τάσεις που είχε η κριτική της δεκαετίας του '30, συνοψίζοντας μαρξισμό, ψυχανάλυση, θεωρίες κινηματογράφου, εικαστικές τέχνες, υπερρεαλισμό. Ο Μπένγιαμιν έθεσε έναν ειδικό κανόνα, υποστηρίζοντας ότι ο κριτικός δεν πρέπει ποτέ να εισχωρεί στο μαγικό μέρος ενός έργου, στην «άλω» που αυτό δημιουργεί γύρω του. Ο Μπαρτ θεωρούσε ότι η κριτική δεν δικαιούται να ασχολείται με το νόημα του λογοτεχνικού κειμένου αλλά μόνο με τον τρόπο και τις μεθόδους παραγωγής του (αφήνοντας έτσι απέξω το κέντρο, από το οποίο αναβλύζει η ουσία! Για ευνόητους λόγους ο Τοντορόφ, ονόμασε τη συγκεκριμένη θέση του Μπαρτ «κριτική φτώχεια»).
Επομένως, η κριτική, ως είδος, δεν είναι (ούτε οφείλει να είναι) κάτι αυστηρά προσδιορισμένο και στατικό. Η κριτική θα συνδέεται πάντοτε με την ιδιοσυγκρασία του κρίνοντος, όπως το ποίημα με την ιδιοτυπία του ποιητή. Και ανεξάρτητα από τα ρεύματα, τις τάσεις, την ιστορική διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών ιδεών, τις εκάστοτε ειδικές προσεγγίσεις, ίσως χρειάζεται να συμφωνήσουμε ότι το ζητούμενο στον κριτικό λόγο είναι να εμβαθύνει, να συγκρίνει, να επιχειρηματολογήσει, να καταθέσει συγκροτημένη θέση, αλλά και να αναδείξει βαθύτερες συγκινησιακές συνιστώσες και ειδικές θερμοκρασίες. Όσο κι αν η ενδολογοτεχνικότητα, ως κριτική επιλογή, μπορεί να κατηγορηθεί για μεθοδολογική μονομέρεια, το συναίσθημα διά του οποίου κυρίως εκφράζεται (και που επιδεικτικά έχει αγνοηθεί από τις ρασιοναλιστικές θέσεις του θεωρητικού λόγου) είναι απολύτως αναγκαίο για την αντικειμενοποίηση και αποσαφήνιση ενός καλλιτεχνικού έργου.
Η Λουκίδου αποδεικνύεται ένας ευαίσθητος αποκωδικοποιητής συγκινήσεων, ένας αποκρυπτογράφος του Νοήματος, το οποίο και ανιχνεύει με προσοχή και περίσκεψη, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ειδική ψυχική καταγωγή των ποιητών και το πώς τα ψυχικά τους στοιχεία γίνονται διαμορφωτές έργου. Και νομίζω ότι με την «ενδολογοτεχνική» της μέθοδο, επιτυγχάνει να κάνει τα αποκαλυπτήρια ειδικών στιγμών, εικόνων, φαντασιών, κλίσεων και αποκλίσεων, νοημάτων και ευρημάτων της ελληνικής λογοτεχνίας.
Εννοώ επιτυχημένη εκείνη την κριτική μέθοδο που απεικονίζει το πεδίο σύνδεσης ορθολογισμού-συναισθήματος. Για να το πω πιο καλά: ο ορθολογισμός από μόνος του είναι ανεπαρκής να συλλάβει ένα έργο στη συνολική του διάσταση (και άρα, το ίδιο ανεπαρκής είναι ο «σκέτος» θεωρητικός λόγος)· κατ’ αντιστοιχία, η «ψυχή» του κειμένου δεν μπορεί να «παρουσιαστεί», παρά μόνον εάν ο κριτικός διαθέτει και συναισθηματική ενάργεια, μια συγκινησιακή αίσθηση του κόσμου, η οποία του δίνει πρόσβαση στα ενδότερα των πραγμάτων· όταν απουσιάζει αυτή η ιδιότητα, διαβάζουμε κριτικά κείμενα με αποστεωμένη γλώσσα, καταπλακωμένα εντελώς από θεωρητικούς παγετώνες (ή από την πόζα του κρίνοντος) και φυσικά αισθανόμαστε αφόρητη πλήξη. Ας μου επιτραπεί εδώ, να βάλω στο τραπέζι και τη σκέψη του Toντορόφ, ο οποίος στο γνωστό έργο του «Κριτική της Κριτικής», δεν απορρίπτει καμιά μέθοδο, αρκεί αυτή να είναι σε θέση να υποστηρίξει επαρκώς το αντικείμενό της.
Ο Έλιοτ, ο Βαλερύ, ο Μπωντλαίρ, οι δικοί μας Σεφέρης και Καρούζος, υπήρξαν περιπτώσεις σημαντικών ποιητών που έγραψαν σοβαρό κριτικό έργο, πράγμα που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η ποιητική ιδιοσυγκρασία διόλου δεν εμποδίζει τον ποιητή να παρέμβει και διαμέσου του κριτικού λόγου, μάλλον το αντίθετο ακριβώς. Οι δυνατότητες της καλλιτεχνικής έκφρασης και της διάκρισης (που κυρίως απαιτεί o θεωρητικός λόγος), μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά και να αλληλοτροφοδοτούνται, όπως άλλωστε μπορούν να συνυπάρχουν η γνωστική διαδικασία με την έμπνευση. Το θέμα είναι πόσο βαθιά μπορεί να πάει ο κριτικός (όπως και ο ποιητής)· και αν ο κριτικός μπορεί να δημιουργήσει γέφυρες σύνδεσης, κατανόησης, συνύπαρξης, ενσυναίσθησης, σύμπραξης με τον αναγνώστη, αντί να υπηρετεί απλώς έναν θεωρητικό προσανατολισμό, ή τις εμμονές του, οι οποίες συχνά παραμορφώνουν τη σκέψη και την κριτική του θεώρηση. Κλείνω την παρένθεση.]
Στην παρούσα σύνοψη κειμένων, η Λουκίδου αποδεικνύεται ένας ευαίσθητος αποκωδικοποιητής συγκινήσεων, ένας αποκρυπτογράφος του Νοήματος, το οποίο και ανιχνεύει με προσοχή και περίσκεψη, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ειδική ψυχική καταγωγή των ποιητών και το πώς τα ψυχικά τους στοιχεία γίνονται διαμορφωτές έργου. Και νομίζω ότι με την «ενδολογοτεχνική» της μέθοδο, επιτυγχάνει να κάνει τα αποκαλυπτήρια ειδικών στιγμών, εικόνων, φαντασιών, κλίσεων και αποκλίσεων, νοημάτων και ευρημάτων της ελληνικής λογοτεχνίας, θέτοντας εμμέσως και τις ειδικές παραμέτρους αξιολόγησης του εκάστοτε ποιητή, μέσα από χαρακτηριστικούς ορισμούς που συνθέτουν συγκεκριμένες πνευματικές ταυτότητες.
Μερικοί από τους ποιητές που παρουσιάζονται στην ανά χείρας σύνοψη : Οδυσσέας Ελύτης, Κική Δημουλά, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Γιάννης Βαρβέρης, Νίκος Καββαδίας, Γιώργος Σαραντάρης, Δ.Π. Παπαδίτσας, Άρης Αλεξάνδρου, Μαρία Αγαθοπούλου. Τα πορτραίτα αυτά οικοδομούνται χωρίς να προδίδουν τα κρινόμενα καλλιτεχνικά έργα και χωρίς να ξεφεύγουν από την ειδική κατεύθυνση που οι ίδιοι οι ποιητές έχουν υποστηρίξει.
Ο κριτικός είναι στρατηγός στη μάχη της λογοτεχνίας, ισχυρίζεται ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, με γλώσσα πλούσια, διεισδυτική, θερμή, ρίχνεται στη μάχη αυτή με συγκρότηση, οργάνωση και επινοητικότητα έχοντας ως κύριο όπλο την ποιητική της εμπειρία και το ίδιο το κάλλος που φέρει μέσα της.
* Η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ είναι συγγραφέας.
Πέραν της γραφής
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου
Κέδρος 2015
Σελ. 328, τιμή εκδότη €13,94