Για το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη Ο στεναγμός των πενήτων. Δοκίμια για τον Παπαδιαμάντη (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στα δοκίμια «Το προοίμιο του “Λαμπριάτικου ψάλτη” και ο κόσμος των διηγημάτων» και «Παπαδιαμάντης και Δημαράς, το νόημα μιας απόρριψης», από τη συλλογή δοκιμίων Ο στεναγμός των πενήτων του Σταύρου Ζουμπουλάκη, διάβασα για τη γνωστή απαξίωση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από τη μεριά του Κ. Θ. Δημαρά, μα και για την απαξίωσή του από τον Ν.Γ. Πολίτη, και για ποιο λόγο; απλούστατα, διότι ο Παπαδιαμάντης ήταν χριστιανός.
Ο Πολίτης είχε προτείνει στην κυβέρνηση Τρικούπη την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στο σχολείο, «Ου μόνον ο προς διδασκαλίαν και εκμάθησιν αυτών δαπανώμενος χρόνος ηδύνατο να χρησιμοποιηθή τελεσφορώτερον εις διδασκαλίαν χρησιμωτέρων μαθημάτων, αλλά και τ’ αποτελέσματα της διδασκαλίας αυτών εισίν όλως αντίθετα των σκοπουμένων. Ο αγνοών τα στοιχειωδέστατα καθήκοντα αυτού προς την πολιτείαν και τους συμπολίτας του αναγκάζεται να εκμάθη την αρνητικήν ηθικήν του δεκαλόγου, και μιαίνεται η αγνή ψυχή του παιδός…» Ένα θέμα πέρα για πέρα επίκαιρο, σαν να μην πέρασε μία μέρα μέσα σ’ αυτά τα εκατό τριάντα χρόνια. Και τώρα ακόμα, τυφλωμένοι σε τούτη τη χώρα από το συντηρητισμό μας –τον αριστερό ή τον εκκλησιαστικό ή τον «αρχαιολατρικό», ή όποιον άλλον– βλέπουμε μονάχα το δέντρο που από πίσω του είμαστε κρυμμένοι και χάνουμε το δάσος.
«Δεν ανήκε στους προνομιούχους που επέλεγαν οι ίδιοι τι θα μεταφράσουν και οι μεταφράσεις τους αποτελούν έτσι προέκταση του έργου τους. Μετέφραζε ό,τι του δίνανε, για να βγάζει το ψωμί του».
Ο πρώτος και κύριος λόγος για ν’ αγαπήσουμε τον Παπαδιαμάντη, είναι πως με τη ματιά της πένας του αγκάλιασε όλο αυτό το δάσος που ’ναι, πέρα από τις λογής λογής ιδεοληψίες, ο πάσχων άνθρωπος, απροφύλαχτος και βροτός, μα επίσης δυνατός παρά την αδυναμία του. «Ο κόσμος των πενήτων είναι ο κόσμος του. Οι φτωχοί και κατατρεγμένοι, οι αδύναμοι και ευάλωτοι άνθρωποι. Ξέρει να ακούει τον στεναγμό τους. Ο στεναγμός αυτός στα διηγήματά του δεν μένει απαρηγόρητος», γράφει στο προλόγισμά του ο κ. Ζουμπουλάκης, και βάζει τον Παπαδιαμάντη πλάι στον Τσέχωφ, νομίζω καταρχάς χάρη σε τούτη την έγνοια για τον άνθρωπο, και δευτερευόντως για μια ομοιότητα που υπάρχει στον συγγραφικό τρόπο των δύο – «το διήγημά του μεγαλώνει ασύμμετρα όπως το δέντρο, χωρίς αυστηρό σχέδιο, χωρίς ανέλιξη συχνά, και τελειώνει αθόρυβα («σ’ ένα πουφ, κατά τη ρήση του Παλαμά)», γράφει για τον τρόπο του Παπαδιαμάντη στο δοκίμιο «Τριανδρία».
Από τούτη την άποψη, η θεώρηση του Ζήσιμου Λορεντζάτου (που κάπως την αναίρεσε αργότερα), και άλλων, για τον Παπαδιαμάντη, στενεύει τελικά τη σημασία του έργου του, όταν για παράδειγμα ο Λορεντζάτος προτρέπει «να πάρομε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης ως τις ακρότατες συνέπειές του». Η ανθρωπιά και η συγγραφική μεγαλοσύνη του Παπαδιαμάντη υπάρχουν μέσ’ από την πίστη του κι όχι χάρη στην πίστη του· όπως εντέλει η ανθρωπιά και η συγγραφική μεγαλοσύνη του Τσέχωφ υπάρχουν μέσ’ από την αθρησκία του κι όχι χάρη σ’ αυτήν.
Ίσως ο Μένης Κουμανταρέας να είχε δίκιο όταν, υπερασπιζόμενος τη μεταφορά στη νέα ελληνική του διηγήματος «Ο έρωτας στα χιόνια» (Βήμα, 27.7.1997), έγραφε: «Δεν είναι ενδιαφέρον, έστω και πειραματικά, να δούμε πόσα νέα ελληνικά σηκώνουν τα ελληνικά του Παπαδιαμάντη, να δούμε δηλαδή αν η γλώσσα στην οποία γράφουμε σήμερα είναι ικανή να σηκώσει την ποίηση και την ομορφιά ενός μεγάλου πεζογράφου;».
Ο Παπαδιαμάντης είχε μεταφράσει τέσσερα διηγήματα του Τσέχωφ («Οι Οικότροφοι», «Γέννησις δράματος», «Το παράκαμε», «Πόνος βαθύς», Δόμος, 2002). Ίσως η μετάφραση του Τσέχωφ να αποτελούσε εξαίρεση, γενόμενη κατ’ επιλογήν. «Βιοποριζόταν ως μεταφραστής», γράφει ο κ. Ζουμπουλάκης στο «Μετά από εκατόν έντεκα χρόνια, Θωμά Γόρδωνος Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (με αφορμή την έκδοση της συγκεκριμένης μετάφρασης μόλις το 2015). «Δεν ανήκε στους προνομιούχους που επέλεγαν οι ίδιοι τι θα μεταφράσουν και οι μεταφράσεις τους αποτελούν έτσι προέκταση του έργου τους. Μετέφραζε ό,τι του δίνανε, για να βγάζει το ψωμί του». Μ’ άλλα λόγια, ήταν ένας χειρώνακτας της γραφής (μια εικόνα που, προσωπικά, με συγκινεί πολύ βαθύτερα από κείνη του «εστέτ» καλλιτέχνη στην παρνασσιακή κορυφή της μεγαλειώδους δημιουργίας του).
Εκτός από τα τέσσερα διηγήματα του Τσέχωφ, ο Παπαδιαμάντης είχε μεταφράσει τη νουβέλα Η κληρονομία του Γκυ ντε Μωπασσάν, και για τον κ. Ζουμπουλάκη οι τρεις αυτοί –Παπαδιαμάντης, Τσέχωφ, ντε Μωπασσάν– «συγκροτούν την τριανδρία των κορυφαίων διηγηματογράφων της Ευρώπης». Ο Παπαδιαμάντης, κορυφαίος ερήμην της Ευρώπης, παντελώς άγνωστος στους Ευρωπαίους αναγνώστες. Όμως εντέλει τι μεταφράζεται, και πώς, από τον Παπαδιαμάντη, ώστε να παραμείνουν όλες εκείνες οι λεπτές αποχρώσεις που κάνουν το έργο του να μην είναι στενή ηθογραφία; Από τούτη την άποψη ίσως ο Μένης Κουμανταρέας να είχε δίκιο όταν, υπερασπιζόμενος τη μεταφορά στη νέα ελληνική του διηγήματος «Ο έρωτας στα χιόνια» (Βήμα, 27.7.1997), έγραφε: «Δεν είναι ενδιαφέρον, έστω και πειραματικά, να δούμε πόσα νέα ελληνικά σηκώνουν τα ελληνικά του Παπαδιαμάντη, να δούμε δηλαδή αν η γλώσσα στην οποία γράφουμε σήμερα είναι ικανή να σηκώσει την ποίηση και την ομορφιά ενός μεγάλου πεζογράφου;». Ό,τι είναι αμετάφερτο από τη μια ελληνική στην άλλην, πιθανώς είναι κι αμετάφραστο από την ελληνική σ’ άλλη γλώσσα. Ό,τι επιζεί, αυτό είναι όχι ο Ευρωπαίος, μα ο παγκόσμιος Παπαδιαμάντης.
Παραπάνω, διέτρεξα μερικά από τα θέματα σ’ αυτά τα δοκίμια που δεν είναι επ’ ουδενί φιλολογικά υπό στενή έννοια. Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον γερό φιλόλογο και στον βαθύ δοκιμιογράφο, τον γνήσιο. Ο πρώτος μας φανερώνει πολλά για το θέμα του. Ο δεύτερος μας δείχνει κάτι από τον εαυτό του μέσ’ από το θέμα του. Ο κ. Ζουμπουλάκης αναμφίβολα είναι ένας ατόφιος δοκιμιογράφος. Στο δοκίμιό του «Αναπάντεχα Χριστούγεννα» γράφει: «Παρέλειψα την “Υπηρέτρα”, επειδή θέλω να πω δυο λόγια περισσότερο για τούτο το διήγημα, το οποίο διαβάζω πάντοτε, από παιδί σχεδόν που το πρωτοδιάβασα, στα γυμνασιακά Νεοελληνικά Αναγνώσματα, ως σήμερα, με την ίδια αμείωτη συγκίνηση. Παραδέχομαι ότι δεν είναι το καλύτερο από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αναγνωρίζω και εγώ ότι δεν συγκρίνεται αίφνης με το “Στο Χριστό στο Κάστρο”, που είναι, χωρίς καμία επιφύλαξη, ατόφιο αριστούργημα, εμένα ωστόσο η “Υπηρέτρα” με συγκινεί ξεχωριστά και αδιάπτωτα […] Ξέρω γιατί με συγκινεί το διήγημα – για ποιο λόγο με συγκινούσε όταν το πρωτοδιάβασα δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς: ο μέγας φόβος ενός παιδιού είναι ο φόβος του θανάτου των γονιών του. Με συγκινεί για εκείνη την αρχετυπική μορφή του πατέρα που δεν έχει να φέρει τίποτε πάρεξ τον εαυτό του, που δεν χρειάζεται να φέρει τίποτε, επειδή ακριβώς προσφέρει τον εαυτό του…»
Και, ξανά, για το διήγημα «Πατέρα στο σπίτι!», στο δοκίμιό του «Το προοίμιο του “Λαμπριάτικου ψάλτη” και ο κόσμος των διηγημάτων»: «Κλείνοντας τούτο τον τόμο με τις τόσες αριστουργηματικές σελίδες, εξακολουθεί να βουίζει στα αυτιά μου η σπαραχτική φωνή του μικρού αγοριού: “Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!”. Έχω συχνά την εντύπωση πως όλο το διηγηματογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη προσπαθεί να απαντήσει στη φωνή αυτή».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Ο στεναγμός των πενήτων
Δοκίμια για τον Παπαδιαμάντη
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2016
Σελ. 192, τιμή εκδότη €14,00