Μικρό σχόλιο για τα Συμπληρωματικά, τα κριτικά σημειώματα του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Της Άννας Αφεντουλίδου
Για τον συστηματικό αναγνώστη της ποίησης του Μ. Αναγνωστάκη η αγωνία του σχετικά με την εποχή και τον χρόνο και ο σχεδόν τελεολογικός αγώνας της ποιητικής διαδρομής είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Και εάν απλώς ανατρέξουμε στην τιτλοφόρηση των έργων του μπορούμε να το διαπιστώσουμε.
Ξεκινώντας με το περιοδικό Ξεκίνημα, συνεχίζει με τις ποιητικές συλλογές Εποχές σε τρία μέρη, παρεμβάλλονται οι Παρενθέσεις ενώ εν-τίθενται οι τρεις Συνέχειες στις οποίες επιτάσσεται ο Στόχος. Δεν είναι τυχαίο ότι συμβάλλει συστηματικά στα περιοδικά Εποχές και Συνέχεια, ενώ το περιοδικό με το οποίο κυρίως συνδέεται το όνομά του είναι η Κριτική. Τα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα τα εκδίδει με τους τίτλους: Αντιδογματικά (προηγούμενος τίτλος των πρώτων εξ αυτών κειμένων Υπέρ και Κατά∙ ας μην ξεχνάμε πώς ένα από τα κύρια πεδία ιδεολογικής αντιπαράθεσης της εποχής είναι το αριστερό δόγμα, καθώς και η διάκριση συμφωνούντες - διαφωνούντες στους κόλπους του αριστερού κινήματος). Κάποιους σημαντικούς του «σχολιασμούς» θα τους εκδώσει με το χαρακτηριστικό τίτλο Το περιθώριο ‘68-’69. Και αφού παρεμβληθεί η παρέκβαση του Μανούσου Φάσση ο κύκλος θα κλείσει με το στερνό Υ.Γ. Και μετά, για 13 χρόνια περίπου η σιωπή∙ που θα σφραγίσει οριστικά η απουσία του το 2005.
Αλλά αυτά λίγο πολύ είναι γνωστά. Ας έρθω στα κριτικά του σημειώματα που συγκεντρώνει σε έναν τόμο το 1985 με τίτλο Τα Συμπληρωματικά[1], ο οποίος εκδοτικά είναι ο επίλογός του πριν από το Υστερόγραφο (Υ.Γ., 1992). Τα τρία τελευταία κείμενα εξ αυτών είναι τα μόνα σύγχρονα της έκδοσης του τόμου (1984, 1985, 1985). Το πιο κοντινό σ’ αυτά απέχει μια 9ετία (1973), το πιο μακρινό 4 δεκαετίες (1944). Ο ίδιος δίνει κάποιαν εξήγηση γι’ αυτό, στον Πρόλογο[2] του βιβλίου. Ωστόσο υπάρχει κάτι αξιοπαρατήρητο στα τρία τελευταία. Εξηγούμαι. Τα κείμενα αυτά -όπως εξάλλου και τα προηγούμενα- είναι κατά κάποιον τρόπο αφορμώμενα από ένα γεγονός της επικαιρότητας. Το κείμενο για τον Γιάννη Σκαρίμπα είχε ως πρόσχημα τον θάνατό του το 1984. Το κείμενο για τον Άνθο Φιλητά την επανέκδοση της πρώτης και μοναδικής ποιητικής του συλλογής. Για το τελευταίο, δεν είμαστε βέβαιοι, ίσως την παρέλευση μιας πενταετίας από τον θάνατο του Στρατή Τσίρκα, ή ίσως και την έκδοση του χρονολογίου του Σ. Τσίρκα από την Χρύσα Προκοπάκη το 1985. Ως εδώ καλά. Όμως ένα υπόγειο νήμα τα συνδέει με έναν αντιφατικό όπως και περίεργο τρόπο, που καθώς προχωρούμε από τον Σκαρίμπα στον Φιλητά και στον Τσίρκα πλέκεται σε ένα πιο σφιχτό δίχτυ.
Γιάννης Σκαρίμπας - Στρατής Τσίρκας: ποίηση # πεζογραφία
Ο Μ.Α. αναφέρεται στην ποίηση του Σκαρίμπα χαρακτηρίζοντάς τον ως τον πιο αντιπροσωπευτικό φανταιζίστα έλληνα ποιητή[3], αναγνωρίζοντας ταυτοχρόνως την αξία και του πεζογραφικού του έργου – αρνούμενος ωστόσο την ιστοριογραφική του ικανότητα: Δεν είναι μια ποίηση μεγάλη. Αλλά είναι μια ποίηση αληθινή και στα όριά της αυστηρά προσωπική, γοητευτική (ό.π., σ.149).
Όσον αφορά στον Τσίρκα, όμως, εστιάζει στο πρώιμο ποιητικό του έργο, κι ενώ υπογραμμίζει την ελάσσονα σημασία του, τονίζει ως σημαντικούς δύο εξωποιητικούς της δείκτες: θεωρεί σημαίνοντος ερμηνευτικού βάρους τα νεανικά του ποιήματα για την αποκρυπτογράφηση των πυρήνων του πεζογραφικού του έργου, παρόλης της μικρής αισθητικής τους αξίας. Αναγάγει το αξιολογικό χάσμα ανάμεσα στο ποιητικό και πεζογραφικό του έργο στις ιδεολογικές δεσμεύσεις του Τσίρκα στα νεανικά του χρόνια, τονίζοντας ταυτοχρόνως πως η ιστορία της λογοτεχνίας -με ελάχιστες εξαιρέσεις- έχει αποδείξει πως δεν μπορεί κάποιος να είναι και σημαντικός ποιητής και πεζογράφος.[4] Και εκείνο στο οποίο εμμένει είναι ότι το μεγάλο του έργο ο Τσίρκας το δίνει σε ώριμη πια ηλικία[5]: Ωρίμασεν αργά… καθυστερημένη κυοφορία… Μια που το πεζογραφικό του έργο ήρθε αργά, ως προϊόν ωριμότητας και σε ηλικία πια προχωρημένη για τα δεδομένα της γενιάς του, η πλειοψηφία της οποίας πρωτοδημοσιεύει ή και εκδίδει βιβλία ήδη σε ηλικία 15-20 ετών. Εκτός του ότι εστιάζει στο γεγονός πως άργησε να στραφεί και να εμπιστευθεί την πεζογραφία, εμμένει στη σημασία της πρώιμης ποίησης ως αποκαλυπτικής των βαθύτερων βιωματικών πυρήνων ενός αφηγητή που την Ιστορία την χρησιμοποίησε, έστω και αργά, για να φτιάξει τον μύθο της εποχής και της γενιάς του[6]∙ και το σημείο το οποίο φαίνεται ιδιαιτέρως να συγκινεί τον Μ.Α. είναι η φράση του Σ.Τ. εκείνη η πρώτη μου φωνή που γρήγορα χάθηκε, καθώς και η τρυφερότητα, που ο ίδιος διαπίστωσε ως αυτήκοος μάρτυς, να αισθάνεται, όταν αναφερόταν στα ποιήματά του ο πεζογράφος, παραλληλίζοντας την μάλιστα, αναρωτώμενος για τη στάση αυτή, με το σύνδρομο του βιολιού του Ένγκρ.[7]
Άνθος Φιλητάς: θνησιγένεια ή νεκρανάσταση;
Αλλά το ενδιάμεσο, των τριών, κείμενο, ίσως, είναι και το πιο ενδιαφέρον∙ είναι αυτό που ως σανίδα γεφυρώνει την ιδιόμορφη αυτή συναισθηματική σκαλωσιά, ίσως και το ερμηνευτικό κλειδί της τριάδας. Τον Άνθο Φιλητά είναι γνωστό πως ο Μ.Α. τον θεώρησε ως τον ποιητή που τον επηρέασε –μαζί με τον Ρεμπώ– το περισσότερο. Αλλά με ποιον τρόπο;
Στο «κριτικό» του κείμενο αφηγείται το πώς έγινε, αυτή την φορά, ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας, σε ένα βιβλιοπωλείο, του τρόπου που ο νέος αυτός ποιητής αφιέρωσε το βιβλίο του, γράφοντας κάτι ιδιοχείρως σε μια κοπέλα, ταυτίζοντάς τον με τον «ιδεώδη ποιητή» στο φαντασιακό του: Έναν άντρα εντυπωσιακής εμφάνισης, με μακριά, ίσια, λουστραρισμένα μαλλιά (ό.π., σ.151). Έτσι πρέπει να είναι οι ποιητές! Η ακτινοβολούσα φιγούρα που΄βλεπα μπροστά μου ανταποκρινόταν απόλυτα στον ιδεότυπο που είχα φορμάρει στο μυαλό μου για το ζηλευτό γένος των ποιητών (ό.π., σ.152).
Ο 15χρονος Μ.Α. εντυπωσιάζεται από την φιγούρα αυτή, ενός λίγο μεγαλύτερού του ποιητή και «ιδεώδους επαναστάτη»[8], συγκρίνοντάς τον μάλιστα με τον ήρωα του Ουγκώ από την ιουλιανή εξέγερση του Παρισιού το 1832.[9]
Όμως έχει ενδιαφέρον να δούμε τους στίχους που επιλέγει ο Μ.Α. να αναφέρει από τα ποιήματα του Α.Φ. με το σχόλιο: Ολόκληρο τον εαυτό μου έβρισκα στους στίχους: (…) «με φτάνει η εικόνα του εαυτού μου / στα απόκοσμα θολά νερά» (ό.π., σ.152) «Συμβιβάστηκε η εσπέρα / με το έπος της χαμένης ηλικίας» (ό.π., σ.154) «Λουλούδια, κύματα, ερημιές / οι καρδιές μας των είκοσι χρόνων» (ό.π., σ.156).
Και παραδόξως: «Δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν / τα άνθη που σπάρθηκαν την ώρα /του γόνιμου πάθους και της ηδονής» (ό.π., σ.156) «Μες στη σιωπή μας θάφτηκε / το παθητικό τραγούδι του συναπαντήματος» (ό.π., σ.156)
Επομένως. Δεν πρόκειται μόνο για έναν νεανικό ενθουσιασμό. Σαράντα χρόνια μετά, ο Μ.Α. εξακολουθεί να χαρακτηρίζει ως μεγάλης αισθητικής αξίας [(…που δεν ξεθώριασε από τον χρόνο (ό.π., σ.154)] και να αξιολογεί ως παραγνωρισμένα τα ποιήματα του Α.Φ., τα οποία παραμένουν ξεχασμένα με σκληρότητα ακόμη και από τον ίδιο, όπως λέει. Μια που η συλλογή Σύννεφα ήταν η πρώτη και τελευταία συλλογή του Άνθιμου Χατζηανθίμου, όπως ήταν το αληθινό όνομα του Φιλητά. Γι’ αυτό και επιχαίρει της επανέκδοσής του. Αλλά τι απέγινε ο Α.Φ.; Η προσωπική του ιστορία τον οδήγησε ακουσίως στην ποιητική σιωπή; Υπάρχει κάποια αναφορά[10] ότι χειρόγραφά του χάθηκαν στην Κατοχή. Τι απέγινε ο ίδιος; Αντάρτικο, η περιπέτεια της υπερορίας και ο νόστος στην Ελλάδα ύστερα από 30 χρόνια. Και το σκληρότερο: η 40χρονη ποιητική σιωπή.
Και για να επιβεβαιώσει πως δεν πρόκειται για προσωπική νοσταλγία της χαμένης νεότητας, βιάζεται να τονίσει εμφατικά δύο φορές: Όμως δεν θέλω να μιλήσω εδώ για εκείνα τα χρόνια τότε (ό.π.,σ.153) αλλά είπαμε: δεν θα μιλήσουμε για όλα αυτά ύστερα από σαράντα χρόνια (ό.π., σ.155).
Για να καταλήξει στη διατύπωση του αιτήματός του με έντονο τρόπο: κάποτε πρέπει ο ίδιος ο Άνθιμος (…) να μας δώσει την κατάθεσή του (…) τις συγκλονιστικές του προσωπικές περιπέτειες, που όμως τελικά είναι οι περιπέτειες και τα πάθη μιας ολόκληρης γενιάς : αυτό το βιβλίο πρέπει να το γράψει ο Άνθιμος, μας το χρωστά και του το ζητάμε (ό.π., σ.155).
Και τι ζητά από τον άγνωστο εν έτει 1985 εκείνον ποιητή; Να σπάσει τη σιωπή του. Επειδή το χρωστά στην ποίηση, στην ιστορία, στη γενιά του.
Ο Α.Φ. ήταν πολύ νέος όταν εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, σαν τον Ρεμπώ. Με «πρωτοποριακό» εκφραστικό τρόπο σαν τον Ρεμπώ: Τον ψαύει με το δαιμονικό ένστικτο του ποιητή και ιδίως με τις κεραίες του νέου μιας καινούργιας εποχής. Μην το ξεχνάμε. Βρισκόμαστε στα 1937 (ό.π., σ.154). Μίλησε μια γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει, όπως ο Ρεμπώ μίλησε για το «Μεθυσμένο Καράβι», χωρίς να έχει δει ποτέ του θάλασσα, σημειώνει ο Μ.Α. Και τι ζητά από τον άγνωστο εν έτει 1985 εκείνον ποιητή; Να σπάσει τη σιωπή του. Επειδή το χρωστά στην ποίηση, στην ιστορία, στη γενιά του. Στην αδυσώπητη πάλη της γραφής με τον χρόνο, την εποχή και την μνήμη. Ο Αναγνωστάκης είχε ήδη μιλήσει μέσα από τις τρεις Εποχές του, τις τρεις Συνέχειες, είχε θέσει τον Στόχο και είχε κλείσει τον κύκλο του. Το μόνο που του απέμενε τότε, το στερνό ΥΓ, που θα το δώσει λίγα χρόνια μετά. Και εφεξής και για εκείνον η σιωπή.
«Αυτό το βιβλίο πρέπει να το γράψει, μας το χρωστά και του το ζητάμε»
Είναι η ίδια η αγωνία της σιωπής που βασάνισε πολλούς από τους ποιητές της γενιάς αυτής, οι οποίοι πιεσμένοι από τα γεγονότα, που τους άνδρωσαν, εκφράστηκε ποιητικά πολύ νωρίς. Και αισθάνθηκαν ίσως πως ό,τι είχαν να πουν, το είχαν ήδη πει. Άλλοι καιροί επέβαλλαν άλλους ρυθμούς και ήταν αυτός ένα τρόπος πρόληψης της επανάληψης. Έτσι όφειλαν να σωπάσουν.[11] Όπως ο Μ.Α., όπως ο Θεοτόκης Ζερβός και άλλοι ομήλικοι, όσοι δεν έφυγαν νωρίς. Και ο Άρης Αλεξάνδρου εγκαταλείπει σχετικά νωρίς την ποίηση, για να σφραγίσει το έργο του με το εμβληματικό μυθιστόρημά του, το Κιβώτιο, το 1975[12]. Ας μην ξεχνάμε την αγωνία που εξέφρασε και ο Σινόπουλος στο Νυχτολόγιό του: Σπάσε λοιπόν τον φαύλο κύκλο. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς πάνω στη γλώσσα, να φτιάξεις κάτι «άλλο» με τη γλώσσα σου, και ξαφνικά πεθαίνεις.
Ενώ ο Μίλτος Σαχτούρης παλινδρομούσε με τον δικό του τρόπο: Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα […] κατάρα για τις εφτά σκιές / πάντα θα γράφω ποιήματα (Χρωμοτραύματα). Ενώ στην ίδια συλλογή υπογράμμιζε για τους ποιητές: όσο παν’ και λιγοστεύουν / λιγοστεύουν. Λιγοστεύοντας και ο ίδιος ολοένα τα ποιήματα που έγραφε μέχρι την τελική του αναχώρηση για εκεί όπου οι ποιητές δεν πεθαίνουν πια.[13]
Αλλά δεν είναι κυρίως κριτικό σημείωμα, είναι μια αφήγηση∙ η αφήγηση μιας περιπέτειας. Της περιπέτειας της γραφής. Ενός προσώπου που είπε ό,τι είχε να πει, που χάθηκε στην φθοροποιό τριβή της ιστορίας. Και σώπασε.
Το μακρύ ταξίδι ενός βιβλίου μέσα στον χρόνο είναι ο υπότιτλος του κειμένου του για τα Σύννεφα του ποιητή που τόσο, όπως ο ίδιος ομολογεί, τον επηρέασε. Και είναι το μόνο από τα κριτικά του των Συμπληρωματικών που χρησιμοποιεί μότο από το ίδιο το έργο: η θύμηση∙ η ουσία του χαίρε. Αλλά δεν είναι κυρίως κριτικό σημείωμα, είναι μια αφήγηση∙ η αφήγηση μιας περιπέτειας. Της περιπέτειας της γραφής. Ενός προσώπου που είπε ό,τι είχε να πει, που χάθηκε στην φθοροποιό τριβή της ιστορίας. Και σώπασε. Γιατί δεν είχε, ή δεν μπορούσε άλλο να μιλήσει. Αυτό το οποίο ζητά το 1985 ο Αναγνωστάκης από τον Χατζηανθίμου εναγωνίως είναι αυτό ακριβώς: να «μιλήσει». Ο Μ.Α. λοιπόν επιλέγει να γράψει στα τελευταία του κριτικά σημειώματα για το παραγνωρισμένο αλλά σημαντικό έργο ενός άγνωστου, ελάσσονος κατά αυτή την έννοια, ποιητή, και για το άγνωστο και ελάσσονος σημασίας έργο ενός μείζονος συγγραφέα, που η αξία του ωστόσο αφορά στο πεζογραφικό του έργο. Τα δύο τελευταία κριτικά σημειώματά του μιλούν για τη σιωπή και τη γραφή. Για την ενορατική διάσταση αλλά και τον «ιστορικό προορισμό» της ποίησης. Για την δικαιοσύνη του χρόνου. Για την αισιοδοξία της δικαίωσης. Για τον πόνο όσων χάνονται. Νεκρανάσταση ή θνησιγένεια; Ο ίδιος είναι ήδη -ή μόλις- 60 ετών.
Και αναρωτιέται: Τι θα προέκυπτε για τον σημερινό νέο (του 1985) από την τομή του με ποιήματα που όρισαν την εποχή τους, τι συνάψεις θα δημιουργηθούν στη νέα εποχή από αυτή την αντιμεταχώρηση; [Εμείς] Είμαστε μερικοί παλαιοί των ημερών [και] Προσπαθώ να φανταστώ το νέο παιδί του σήμερα να συνομιλεί μ’ αυτό το βιβλίο που έρχεται από το κάποτε. [και να λέει] Ετούτος ο πρωτοφανέρωτος ποιητής πρέπει να έχει μέλλον (!) (ό.π., σ.155).
Αλλά μήπως αυτός δεν είναι και ο γενικότερος προβληματισμός –για ορισμένους η βεβαιότητα– της πολύπαθης εκείνης γενιάς, ότι το προποιητικό υλικό μπορεί να συγκρατήσει την ιστορική εμπειρία και να αρμολογήσει τα προσωπικά σπαράγματα σε τοιχογραφία της εποχής; Επειδή η γλώσσα της ποίησης μπορεί και διατηρεί τις επαναστατικές της αλήθειες όσο και αν διαθλά στην επιφάνεια τα προφανή της ψέματα; Ακούγοντας τον σφυγμό της σιωπής ο Μ.Α. θέλει να τον υπερβεί, αντιφάσκοντας με τον ίδιο τον εαυτό του που παραδόξως την επιλέγει, για να υπάρξει η Συνέχεια της Εποχής και να δικαιωθεί πως η Στόχευσή της δεν έμεινε άστοχη. Θεωρώντας πως η μνήμη οφείλει να λειτουργεί όχι μόνο ως αναδρομή στο παρελθόν αλλά ως επιδρομή στο παρόν, ως προβολή στο μέλλον. Και η εφησυχαστική, η αποφευκτέα σιωπή ποτέ δεν πρέπει να δημιουργεί απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στο ποιητικό αντικείμενο και στην ιστορική εμπειρία. Μια που η Ποίηση, όπως φαίνεται πως πιστεύει, οφείλει να αγρυπνά και να νικά τον χρόνο. Στο προσκεφάλι μιας εποχής που φόρτισε όσο καμιά άλλη τους ποιητές της με το υπόκωφο άγχος του χρέους και της δικαίωσης. Ας κλείσω το σύντομό σχόλιό μου, λοιπόν, επαναλαμβάνοντας τις αγωνιώδεις ερωτήσεις του ίδιου του ποιητή: Ανάμεσα στον χρόνο και στην ποίηση ποιος είναι ο νικητής; Η ηλικία πώς μετριέται στην ποίηση, ποιους νόμους ακολουθεί ή περιφρονεί κάθε νόμο; (ό.π.,σ.157) [Και η κριτική;] Θα αποδώσει τάχα δικαιοσύνη; Ή από τη στιγμή που ένα βιβλίο διαπερνά τον χρόνο η δικαιοσύνη έχει ήδη αποδοθεί; (ό.π.,σ.158). Ή μήπως εν τέλει είναι το σύνδρομο κι εδώ «του βιολιού του Ένγκρ[14]»; (ό.π., σ.166)
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.
Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας – Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» (Εκδόσεις του Φοίνικα).