Για το δοκίμιο της Μπαρμπαρά Κασσέν Η νοσταλγία (μτφρ. Σέσιλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Μελάνι).
Του Νίκου Ξένιου
«Ρίζωμα και ξερίζωμα: να τι είναι η νοσταλγία».
Barbara Cassin
Η φιλόλογος, φιλόσοφος, ανθρωπολόγος και διευθύντρια σπουδών του CNRS Μπάρμπαρα Κασσέν, καταγωγής ουγγροεβραϊκής από την Τεργέστη, διερωτάται γιατί την καταλαμβάνει το συναίσθημα της νοσταλγίας κάθε φορά που βρίσκεται στην Κορσική, παρά το γεγονός ότι οι ρίζες της δεν είναι εκεί. Ίσως γιατί η Κορσική βρίσκεται στη Μεσόγειο, τη θάλασσα όπου ο Οδυσσέας περιπλανήθηκε αδυνατώντας να βρει τον δρόμο για την πατρίδα του. Στο στοχαστικό της δοκίμιο Νοσταλγία (σε εξαιρετική μετάφραση της Σέσιλ Ιγγλέση Μαργέλλου), ταξιδεύοντας στην Κορσική ή στην Ιθάκη, η συγγραφέας αποπειράται να διερευνήσει το αίσθημα της νοσταλγίας που δεν κατευνάζεται, αναλύοντάς το στα συστατικά του στοιχεία.
Η απουσία από τη γενέθλια γη που εγκαταλείπει ο ξενιτεμένος, η απομάκρυνση από τον τόπο καθεαυτήν παράγει το μαρτυρικό συναίσθημα πως κανείς βρίσκεται πολύ μακριά από οποιοδήποτε «ανήκειν» (Unheimlich), τον πόνο (άλγος) της απώλειας του «σπιτιού» (heim), την υπαρξιακή ναυτία που σχετίζεται με τη μελαγχολία και δεν βρίσκει παρηγοριά (στην κεντρική φωτογραφία, πλάνο από την ταινία Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι).
Το θέμα της λέξης «νοσταλγία» δεν ανευρίσκεται στον Όμηρο, μήτε σε κάποιο άλλο ελληνικό κείμενο. Παρά την απόλυτα ελληνική του ετυμολογία, ο όρος επινοήθηκε στην Ελβετία το 1678 από τον γιατρό Jean-Jacques Harder για ν’ αποδώσει τη γερμανική λέξη Heimweh, αυτό το συναίσθημα που ένιωθαν οι ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου XIV που ήσαν ασθενείς του.
Ο ολόξενος Οδυσσέας της Αναγέννησης
Η Οδύσσεια ενσαρκώνει, ως έπος, την πεμπτουσία της νοσταλγίας, κυριολεκτώντας ως προς την έννοια των «ριζών». Αναζητώντας το «νόστιμον ήμαρ» και το ανεκρίζωτο σημείο του ανήκειν κάπου, ο πολύπαθος, πολύπλαγκτος, τυχοθήρας Οδυσσέας θα φτάσει λίγο έξω από τον καταγωγικό του τόπο, αλλά ο θυμός του Ποσειδώνα θα παρασύρει το καράβι του μακριά για μιαν ακόμη φορά. Στο τέλος του επικού κύκλου θα ξαναβρεί την Ιθάκη, θα εκδικηθεί τους μνηστήρες και θα υποχρεωθεί να ξαναφύγει εντός ενός εικοσιτετραώρου, για να περιπλανηθεί εκ νέου. Το θέμα της λέξης «νοσταλγία» δεν ανευρίσκεται στον Όμηρο, μήτε σε κάποιο άλλο ελληνικό κείμενο. Παρά την απόλυτα ελληνική του ετυμολογία, ο όρος επινοήθηκε στην Ελβετία το 1678 από τον γιατρό Jean-Jacques Harder για ν’ αποδώσει τη γερμανική λέξη Heimweh, αυτό το συναίσθημα που ένιωθαν οι ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου XIV που ήσαν ασθενείς του. Η λέξη πολιτογραφήθηκε άμεσα στις δυτικές γλώσσες για να περιγράψει τη μυθική, ποιητική και αλληγορική διάσταση του συναισθήματος στέρησης και αποξένωσης που σηματοδοτεί τον μισεμό από τον γενέθλιο τόπο. Έτσι, ο Οδυσσέας κατά την Αναγέννηση παραμένει το σύμβολο της πανταχόθεν αποξένωσης, του πλάνητα που δεν αναγνωρίζεται από κανέναν, ούτε καν από το ίδιο του το παιδί και την ίδια του τη σύζυγο. Ο τρόμος της «μη αναγνώρισης» είναι ταυτόσημος με τον τρόμο του θανάτου και του τέλους του ταξιδιού. Στον Κάτω Κόσμο ο Τειρεσίας τού έχει προφητέψει πως θα χρειαστεί, μετά τη μέρα της επιστροφής, να αναχωρήσει και πάλι, μέχρι να φτάσει σ’ εκείνον εκεί τον τόπο οι κάτοικοι του οποίου δεν θ’ αναγνωρίσουν το κουπί που θα βαστά στον ώμο του και θα το περάσουν για «λιχνιστήρι», μέχρι ν’ αγγίξει τις εσχατιές του τότε γνωστού κόσμου και να φτάσει στους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν ποτέ δει τη θάλασσα και τα καράβια της.
Η Νοσταλγία, πέραν της κλινικής της διάστασης, είναι και μια λέξη συγκρουσιακή: εγκυμονεί το κίνητρο για την ανάκτηση της πατρίδας, το συναίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας και τον πόνο για την απώλεια της πολιτιστικής ταυτότητας.
Η νοσταλγία είναι ταυτόσημη με τον ξεριζωμό από τα πάτρια εδάφη και απαλύνεται μόνο με την «αναγνώρισιν» του βαθιά ριζωμένου συζυγικού κρεβατιού. Αυτό το «έμπεδον», η «εμμένεια» της νυφικής παστάδας έχει επιτύχει, ενάντια σε κάθε προσπάθεια αποδόμησης του έπους, την απόλυτη κυριολεξία του ριζώματος και της παράδοσης, αλλά και της πίστης και της αναγνώρισης του «αιώνος» εκείνου που σημαίνει ζωή, σφρίγος, νιάτα, εξουσία, κατάκτηση, τεκνοποιία, πολιτισμό. «Εμπεδόφυλλον, εμπεδόκαρπόν τ’ άρουρα», που έλεγαν οι Προσωκρατικοί. Ο βασιλιάς της Ιθάκης έχει πλανίσει μια γέρικη ελιά, έχει σφιχτοδέσει μια βάση κρεβατιού κι έχει θεμελιώσει, τρόπον τινά, τον χρόνο της επιστροφής του. Η νοσταλγία, πέραν της κλινικής της διάστασης, είναι και μια λέξη συγκρουσιακή: εγκυμονεί το κίνητρο για την ανάκτηση της πατρίδας, το συναίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας και τον πόνο για την απώλεια της πολιτιστικής ταυτότητας. Η επιστροφή του Οδυσσέα μετά την εικοσαετή του περιπλάνηση στη Μεσόγειο δεν είναι παρά η ιστορία του ανθρώπου που αναζητά την ψυχική του πατρίδα και εμμένει στη δική του Πηνελόπη κωφεύοντας, βάζοντας βουλοκέρι στ’ αυτιά του ενάντια στα τέρατα, στην αποπλάνηση της Κίρκης, στις Σειρήνες.
Σήμερα ζούμε μια νοσταλγική εποχή, αποζητούμε το στιλ vintage και το σπίτι της γιαγιάς, εντρυφούμε στο γενεαλογικό μας δέντρο, επιδιδόμεθα σε ρετροσπεκτίβες της εποχής του παλιού Χόλιγουντ, συγκρίνουμε με τα αγνά ήθη άλλων εποχών, μιλάμε με αξιολογικά επιφωνήματα για τη δεκαετία του ροκ εν ρολ και της χειραφέτησης, αναπολούμε τα χαμένα μας εργασιακά δικαιώματα, αυτά που αποκτήθηκαν με οδύσσειες πολλών δεκαετιών. Όμως, συνεχίζει η συγγραφέας, η αφήγηση της ανθρώπινης Ιστορίας είναι ταυτόσημη με την κατασκευή ενός κάποιου παρελθόντος με τα υλικά της γνώσης του παρόντος. Αρκεί κανείς ν’ αναλογισθεί τους αναχρονισμούς στα ομηρικά έπη και θ’ αντιληφθεί πως η προσέγγιση της Κασσέν δεν είναι απλώς εύστοχη: καθώς η εξορία «αποπολιτογραφεί» τη μητρικη γλώσσα, η ξενιτιά εντάσσει την ετερότητα στο πολιτιστικό γίγνεσθαι ως σε διηνεκές, εφιαλτικό παρόν. Αυτή η alienété inclue έρχεται να ενισχυθεί από τη μυθοπλασία περί ιθαγένειας του Front National που η γαλλική ανθρωπολογική σχολή αμφισβήτησε, ήδη με τις μελέτες του Μαρσέλ Ντετιέν: η Μπάρμπαρα Κασσέν έρχεται ν’ αρθρώσει τον πολιτικό της λόγο, του μύθου επιτρέποντος, στα θεμέλια μιας ουσιαστικής ανάγνωσης των κλασικών επών και συνιστά την επανεπίσκεψη στον πνευματικό πολιτισμό της Ευρώπης ως μοναδική σωτηρία από τον ξύλινο λόγο του αυταρχισμού.
Η Barbara Cassin
|
Το δέντρο/παστάδα, η γενεαλογία και η Μνήμη
Αλλά και ο Αινείας, το πολιτιστικό σύστοιχο του Οδυσσέα στην ποίηση του Βιργίλιου, διωγμένος από τη φλεγόμενη Τροία και κουβαλώντας τον πατέρα του Αγχίση στους ώμους, θα μεταφέρει στο Λάτιο τα όσια και τα ιερά της ασιατικής του πατρίδας, θα εγκαταλείψει την ελληνική του γλώσσα και θα εγκαινιάσει την εποχή της εξορίας, μαζί με τη μυθική ίδρυση της Ρώμης. Η νοσταλγία του Αινεία είναι, για μιαν ακόμη φορά, ο πόνος της επιστροφής που δεν θα συντελεσθεί. Πατρίδα, εξορία, μητρική γλώσσα: ένα τρίπτυχο που δεν είναι παρά πολιτική αλληγορία. Η γλώσσα συνιστά η ίδια την πατρίδα καθενός, λέει η Μπάρμπαρα Κασσέν. Ο καημός του νόστου είναι μόνον πρωτοτυπικά ελληνικός, στην ουσία ανακινείται, ως «ποθοπατριδαλγία», σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ξενιτεμού και αλλαγής γλώσσας. Η Αινειάδα και οι ιδρυτικές τελετές στα «πάτρια» της «Νέας Τροίας» που συνιστά η Ρώμη θα εισαγάγουν ένα ηθικό σύστημα αναφορών: “Home, sweet home”, που κατ’ άλλους είναι πολιτισμικό δεδομένο: η «αιώνια επιστροφή», το ανθρώπινο ριζικό. Η Μελαγχολία, το μπωντλαιρικό spleen, τα blues, το πορτογαλικό συναίσθημα της saudade, το γερμανικό Sehnsucht, δεν είναι παρά διαφορετικές λεκτικές διατυπώσεις του ίδιου πράγματος. Ωστόσο, η νοσταλγία δεν είναι μόνο μνημείο των νεκρών και των απολεσθέντων παντός τύπου. Εϊναι, επίσης, ένα μέσο ενδυνάμωσης της ζωής μας, ένας παράγοντας δημιουργίας και κινητικότητας. Ζώντας σε ένα χαοτικό, σκοτεινό ή υπερφωτισμένο τοπίο αγγλοσαξονικής ισοπέδωσης, υποφέρουμε πλανώμενοι σε μια γλώσσα που δεν μπορεί να αποδώσει τα ιδιαίτερα στοιχεία του εγνωσμένου συναισθήματος, του γνώριμου χιούμορ, των λεπτών υποδηλώσεων και της εξωλεκτικής, εξόχως συμβολικής επικοινωνίας, που συνιστούν το αλατοπίπερο της έκφρασης και το ιδιόλεκτο της Τέχνης. Προδίδοντας τη γλώσσα του κανείς προδίδει την ίδια του την πατρίδα, λέει η Μπάρμπαρα Κασσέν. Γι’ αυτό και η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση μας γεμίζει με νοσταλγία, γιατί είμαστε ήδη μακριά από την ψυχική και πολιτιστική μας γενέτειρα. «Αδειασμένοι» από νόημα, πάσχουμε από αυτό το χαρακτηριστικό mal du pays που είναι η έλλειψη μνήμης, ταυτότητας και αναγνώρισης των οικείων.
Ξεκινώντας από τη νοσταλγία, αυτήν τη νεόκοπη ευρωπαϊκή ιδέα, η φιλόσοφος χαρτογραφεί με πάθος τον περίπλου του ομηρικού ήρωα, συνεχίζει με την καταγραφή των εθνοτικών χαρακτηριστικών που παράγουν τα κακέκτυπα της «ιθαγένειας», της εντοπιότητας και του εθνικισμού και ολοκληρώνει με την ψυχογράφηση του ευρωπαίου νοσταλγού.
Ξεκινώντας από τη νοσταλγία, αυτήν τη νεόκοπη ευρωπαϊκή ιδέα, η φιλόσοφος χαρτογραφεί με πάθος τον περίπλου του ομηρικού ήρωα που δαμάζεται από την απουσία των αγαπημένων του προσώπων για πολλά χρόνια, συνεχίζει με την καταγραφή των εθνοτικών χαρακτηριστικών που παράγουν τα κακέκτυπα της «ιθαγένειας», της εντοπιότητας και του εθνικισμού και ολοκληρώνει με την ψυχογράφηση του ευρωπαίου νοσταλγού: τι νοσταλγούμε ακριβώς; Μια πατρίδα πραγματική ή μια πατρίδα μυθική; Η φιλόσοφος καταλήγει πως το συναίσθημα της νοσταλγίας δεν έχει να κάνει τόσο με τον τόπο, όσο με τη γλώσσα. Το παράδειγμα που επιστρατεύει είναι αυτό της Χάνα Άρεντ, που, κυνηγημένη από τους Ναζί, νοστάλγησε τη γερμανική γλώσσα στην Αμερική, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Αινείας έφτασε στο Λάτιο νοσταλγώντας την παντοτινά χαμένη ελληνική γλώσσα, που στη δομή της είναι φιλοσοφική. Πού βρίσκεται αυτή η πατρίδα, αν όχι στις καρδιές μας; Αυτήν τη μετάθεση σε συγκεκριμένο πολιτισμικό μητρώο επιτυγχάνει να κρίνει με γλαφυρό ύφος αυτό το δοκίμιο, και η μετάφραση της Σέσιλ Ιγγλέση Μαργέλλου είναι τόσο λεπταίσθητη και αριστοτεχνικά προσεγμένη που θα ’λεγε κανείς πως καθιερώνει νέα σχολή στην ελληνική απόδοση του φιλοσοφικού ύφους της γαλλικής ανθρωπολογικής σχολής.
Παρμενίδης και αλλότριον φως στη γαλλική σκέψη
Γεννημένη το 1947, η Μπάρμπαρα Κασσέν εναντιώνεται στην κυρίαρχη ιδεολογία και στις αξιολογήσεις της σύγχρονης, δυτικού τύπου ζωής. Μεταφράστρια του Ποιήματος του Παρμενίδη και των Ηθικών Νικομαχείων του Αριστοτέλη, προḯσταται του περιοδικού «Περιοδικό Γυναικών Φιλοσόφων» και θεωρεί πως ο τίτλος της φιλοσόφου της έχει αποδοθεί από το ακαδημαϊκό κύκλωμα, ενώ η ίδια νοιώθει ανέκαθεν ποιήτρια. Ευαισθητοποιημένη στην ιδιαίτερη μουσικότητα των κλασικών γλωσσών, η γαλλίδα συγγραφέας πετυχαίνει τη θαυμαστή έκδοση του Ευρωπαϊκού λεξιλογίου των φιλοσόφων/Λεξικού των Αμετάφραστων Όρων (Seuil, 2004) που, κατά οξύμωρο τρόπο, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Μαθήτρια του Ζαν Μποφρέ, του γάλλου φίλου του Μάρτιν Χάιντεγκερ, παίρνει το πτυχίο Φιλοσοφίας της Σορβόννης το 1968 και μετά τον Μάη του '68 εργάζεται ως μεταφράστρια στον Gallimard, για την οποία και μεταφράζει την Κρίση του Πολιτισμού της Χάνα Άρεντ και το Πολιτικές ζωές, που αναζητά το ναζιστικό παρελθόν του Χάιντεγκερ. Συνεχίζει τις σπουδές της στα Ελληνικά στο πανεπιστήμιο της Λιλ και εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή το 1974 με θέμα το Ψευδοαριστοτελικό κείμενο Περὶ Μελίσσου, Ξενοφάνους καὶ Γοργίου. Από το 1975 έως το 1979 διευθύνει το Τμήμα Ψυχαναλυτικής έρευνας του πανεπιστημίου της Βανσέν/ Σαιν Ντενί. Το 1976 συνεχίζει τις γερμανικές της σπουδές στο Φράιμπουργκ και το 1978 στη Χαϊδελβέργη. Διδάσκει Φιλοσοφία στο Λύκειο Φρανσουά Βιγιόν του Παρισιού, στο Λύκειο «Γιούρι Γκαγκάριν» στο Σωμόν σιρ Μάρν, στο λύκειο Σαλέγκρο της Αβιόν, στο λύκειο Λαμάρκ στην Αβέλ της Πικαρδίας και στο Λύκειο Φενελόν του Καμπραί. Διεξάγει έρευνα στο πανεπιστήμιο Λεόν Ρομπέν και στο Ciph (1984-1992). Μαζί με τον Μισέλ Ναρσί μεταφράζει και εκδίδει, το 1989, το βιβλίο Γ του έργου του Αριστοτέλη: Μετά τα Φυσικά. Το 1990 οι εκδότες του περιοδικού 34 Letras Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουαταρί της ζητούν να οργανώσει στο Σάο Πάολο τις εκδόσεις Editora 34. Τον ίδιο χρόνο συμμετέχει στο συνέδριο «Οι σύγχρονες στρατηγικές ιδιοποίησης της Αρχαιότητας», όπου παρίστανται φυσιογνωμίες όπως η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ, ο Πιέρ Ομπανκ, ο Ζακ Μπρουνσβίκ, ο Ζιλ Ντελέζ, ο Ζακ Ντεριντά, ο Ουμπέρτο Έκο και ο Πωλ Ρικέρ. Ένα χρόνο μετά, μαζί με τον Αλαίν Μπαντιού εγκαινιάζει τις δίγλωσσες εκδόσεις Points-Essais στον Seuil. Στη διατριβή του Doctorat d’Etat που θα υποστηρίξει δυο χρόνια αργότερα θα αντιπαραθέσει τον Όμηρο, τον Παρμενίδη, τον Γοργία, τον Αντιφώντα και τον Αριστοτέλη στον Χάιντεγκερ, στην Άρεντ, στον Λακάν και στον Χάμπερμπας. Θα ιδρύσει στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν μια σχολή Ρητορικής μετά την εκλογή του Νέλσον Μαντέλα. Αποκηρύσσει τις εκδόσεις Seuil το 2007, μαζί με τον Αλαίν Μπαντιού και εγκαινιάζει τη συλλογή Ouvertures στην Fayard, με τα φαινομενολογικά κείμενα που επιθυμεί να δημοσιεύσει. Εναντιώνεται δημοσίως στις πολιτιστικές επιλογές του Νικολά Σαρκοζί και το 2010 γίνεται διευθύντρια του Διεθνούς Κολλεγίου Φιλοσοφίας και των εκδόσεών του «Οδός Ντεκάρτ» Ειδικευμένη στην ελληνική Ρητορική και στη Σοφιστική, επιμελείται σημαντικών εκδόσεων της Fayard. Το 2012 τής απονέμεται το ύψιστο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για το σύνολο του πνευματικού της έργου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Η νοσταλγία
Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;
Μπαρμπαρά Κασσέν
Μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
Μελάνι 2015
Σελ. 144, τιμή εκδότη €12,00