«Ανάθεμα: 1α) ως κατάρα, για να εκφράσουμε την έντονη αγανάκτησή μας για κάτι που μας έχει συμβεί ή για κάποιον που είναι ο αίτιος της δυστυχίας μας, 1β) η ποινή της αποβολής από την εκκλησιαστική κοινωνία, ο αφορισμός». (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, ΙΝΣ). Για το φιλοσοφικό έργο «Ο Αντίχριστος του Φρ. Νίτσε» (εκδ. Gutenberg).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Για πάνω από μιάμιση χιλιετία, το δικαίωμα και την εξουσία του αναθέματος κατείχε και εφάρμοζε η χριστιανική Εκκλησία. Ώσπου, από τους Νέους Χρόνους και εξής, διάφοροι φιλόσοφοι, λόγιοι και καλλιτέχνες άρχισαν με δειλά βήματα (που εκείνη την εποχή ήταν κάθε άλλο από «δειλά»), να αντιδρούν. Τον 18ο αιώνα, την περίοδο του Διαφωτισμού, ολοένα περισσότεροι στοχαστές, κυρίως Γάλλοι υλιστές και φυσιοκράτες, ανέλαβαν το δύσκολο έργο της υπονόμευσης των χριστιανικών θεμελίων και το έφεραν εις πέρας με επιτυχία, πληρώνοντας συχνά ένα τεράστιο προσωπικό τίμημα. Από τις αρχές του επόμενου αιώνα, το ίδιο έργο ανέλαβαν και εκπλήρωσαν με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία αρκετοί Γερμανοί φιλόσοφοι, με πρωτεργάτες τους Σοπενχάουερ, Φόιερμπαχ, Μαρξ, Μπάουερ, Στίρνερ κ.ά., ενώ και το επιστημονικό έργο του Δαρβίνου επέφερε σοβαρά πλήγματα στη χριστιανική κοσμοεικόνα.
Κανείς, ωστόσο, δεν εξαπέλυσε ένα τόσο διάτορο ανάθεμα κατά του ίδιου του αναθέματος και των άλλων χριστιανικών πρακτικών, όσο ο Φρίντριχ Νίτσε. Το 1888, έναν μόλις χρόνο προτού ο νους του περάσει οριστικά το κατώφλι της άνοιας εξαιτίας της σύφιλης από την οποία είχε προσβληθεί νέος, ο Νίτσε γράφει το πασίγνωστο πια βιβλίο του Ο Αντίχριστος: ανάθεμα κατά του Χριστιανισμού. Στη νέα μετάφραση του Βαγγέλη Δουβαλέρη, με φιλολογική επιμέλεια του Ήρκου Ρ. Αποστολίδη, που συνοδεύεται από εξονυχιστικές υποσημειώσεις, ένα παράρτημα με κατάλοιπα της ίδιας περιόδου και συναφή νιτσεϊκά κείμενα, και την οποία θα χαρακτηρίζαμε οριστική (μολονότι ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι παρακινδυνευμένος όταν μιλάμε για το νιτσεϊκό έργο), μπορούμε να απολαύσουμε εκ νέου αυτό το πόνημα, αλλά και να σκεφτούμε πιο προσεκτικά τις αδυναμίες του.
Ο Νίτσε έχει αποφασίσει ποιος είναι ο βασικός εχθρός του, έχει φορέσει τη διανοητική πανοπλία του και έχει αρχίσει να εξαπολύει την ανηλεή επίθεσή του.
Ήδη το κατακόκκινο εξώφυλλο και η κατάμαυρη πίσω πλευρά του μας προϊδεάζουν για το φλογερό περιεχόμενο του έργου, καθώς και για την επερχόμενη κατάρρευση του συγγραφέα του, αντίστοιχα. Ο Νίτσε έχει αποφασίσει (αρκετά χρόνια προτού το γράψει) ποιος είναι ο βασικός εχθρός του, έχει φορέσει τη διανοητική πανοπλία του και έχει αρχίσει να εξαπολύει την ανηλεή επίθεσή του. Μετά το πέρας της ανάγνωσης του Αντίχριστου, κανείς δεν θα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με πριν. Αυτό δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας θα πείσει τους πάντες (άλλωστε, από την πρώτη κιόλας πρόταση: «Αυτό το βιβλίο είναι για τους ολίγιστους» έχει αποφασίσει πως δεν τον νοιάζει κάτι τέτοιο)· σημαίνει όμως πως θα έχει οπωσδήποτε φυτέψει στο μυαλό του ανοιχτόμυαλου αναγνώστη ορισμένες νάρκες που μπορεί σε κάποια μελλοντική στιγμή, ανάλογα με την ηλικία, την προδιάθεση και την ανατροφή του (όσο μικρότερος, τόσο καλύτερα...), να αποβούν καθοριστικές.
Ο φιλόσοφος των αξιών Νίτσε, ιδιαζόντως κανονιστικός σε αυτό το έργο, ορίζει εξαρχής τι είναι καλό και κακό. Καλό είναι ό,τι «κορυφώνει το αίσθημα της δύναμης, τη βούληση για δύναμη», ενώ κακό είναι ό,τι «προέρχεται από την αδυναμία». Με βάση αυτό τον δυισμό, θα ορίσει ως αξίες τη φύση, την αλήθεια, την επιστήμη, την ελευθεροφροσύνη, την ομορφιά, την τέχνη, τις αισθήσεις, τη διανοητική εντιμότητα, τον υγιή σκεπτικισμό, τη ζωντάνια, την ιεραρχία, την υπερηφάνεια. Αυτές είναι οι βασικές «ευγενείς αξίες» τις οποίες αποδίδει στον αγαπημένο του τύπο ανθρώπου (και φυσικά στον εαυτό του). Απεναντίας, θα ορίσει ως απαξίες την ταπεινότητα, την παρακμή, την απαισιοδοξία, τη συμπόνια, τον οικουμενικό Λόγο, την ισότητα, τη μνησικακία, την ελπίδα του επέκεινα, το «μη ερεύνα», τη «μοραλίνη», απαξίες τις οποίες αποδίδει στον αντίπαλο τύπο του χριστιανού και τις οποίες χαρακτηρίζει «μηδενιστικές».
Οι ευγενείς αξίες ανατράπηκαν, σύμφωνα με τον Νίτσε, καταρχάς με τους Εβραίους και στη συνέχεια με τους χριστιανούς που μαθήτευσαν στον ηθικισμό των πρώτων. Με στόχο να προσποριστούν ισχύ και εξουσία, οι ίδιοι οι ιερείς, κατόπιν και οι θεολόγοι, όρισαν τι είναι καλό και τι κακό, τι αμαρτία και τι σωτηρία, και απαρνήθηκαν κάθε φυσικό ένστικτο της ζωής εντεύθεν αυτού του κόσμου, για χάρη μιας δήθεν παραδείσιας ζωής εκείθεν. «Απ' τη στιγμή που η έννοια "Φύση" καθιερώθηκε ως αντίθετη του "θεού", το "φυσιολογικός" έγινε αναγκαστικά συνώνυμο του "απορριπτέος"», υποστηρίζει καίρια ο Νίτσε, ενώ σε άλλο σημείο θα τονίσει ορθά: «ίδιον χριστιανικό το μίσος κατά των αισθήσεων, κατά της χαράς των αισθήσεων, κατά της χαράς αυτής καθεαυτής...» Ο Νίτσε, ως ούτως ειπείν γιατρός του πολιτισμού, αναλαμβάνει στον Αντίχριστο, και φυσικά στα άλλα έργα του, να επαναξιολογήσει τις αξίες της χριστιανικής Δύσης, ενώ όσα λέει ισχύουν ασφαλώς και για τη χριστιανική Ανατολή.
Ο θεός, από υποστηρικτής της ανθρώπινης ψυχής στα ατέλειωτα βάσανά της, μετατράπηκε σε τιμωρό και αρνητή της φυσικής ζωής. Οι ιερείς παριστάνουν τους δίκαιους και ταπεινούς, μα είναι εξουσιομανείς, αλαζόνες και προπαντός ψεύτες: «ο ιερέας ζει από τις αμαρτίες, τού είναι αναγκαίο να διαπράττονται αμαρτίες...» γράφει ο Νίτσε με το ψυχολογικό βάθος που τον διακρίνει. Οι φιλόσοφοι παριστάνουν τους οικουμενικούς, μα ουσιαστικά εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα (ο Καντ στο στόχαστρο, ακόμα και ο πάλαι ποτέ λατρεμένος «παιδαγωγός» Σοπενχάουερ). Όσο για τον Χριστό, αυτός ξεσήκωσε «τους τσαντάλα του Ιουδαϊσμού εναντίον της άρχουσας τάξης», οπότε προφανώς «πέθανε για τις δικές του "αμαρτίες"», σημειώνει ο Νίτσε με τον αμείλικτο ειρωνικό τόνο που είναι διάχυτος στο έργο του, το οποίο κατά τα άλλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «Αντιπαύλος».
«Σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, κι ούτε ένας καινούργιος θεός!», πέρα από τον «ελεεινό θεό του χριστιανικού μονοτονο-θεϊσμού!», αναφωνεί ο Νίτσε, και θέτει ως στόχο να εξαλείψει μια και καλή τον χριστιανικό Θεό και να βάλει στη θέση του, με σπινοζικό τρόπο, τη Φύση. Και, όπως στη Φύση υπάρχει ιεραρχία, έτσι πρέπει να υπάρχει και στον πολιτισμό, και μάλιστα μια ιεραρχία που, για να διατηρηθεί, χρειάζεται μιαν «υγιή και γερά εδραιωμένη Μετριότητα». Συνεπώς ο Νίτσε, ακολουθώντας εδώ τους περισσότερους αρχαίους Έλληνες στοχαστές, δεν απευθύνει σε όλους τις ευγενείς αξίες του, αφού δεν είναι όλοι ικανοί να τις πραγματώνουν – χωρίς αυτό να σημαίνει (το τονίζει) πως όσοι δεν τις πραγματώνουν είναι δυστυχείς. Η σύγχρονη εποχή έχει ανάγκη μια νέα ιεραρχία μετά την αντιστροφή των αξιών που προκάλεσε ο χριστιανισμός. Πρώτη κίνηση στη δημιουργία της νέας ιεραρχίας: η καταστροφή του θρησκευτικού ενστίκτου που έχει εμποτίσει τον άνθρωπο.
Το εκρηκτικό αφοριστικό ύφος του, οι απότομες μεταβάσεις του από τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τη λογοτεχνία στην ιστορία, την πολιτική και τη θεολογία, ο μορφικός συγκερασμός των επιχειρημάτων με την ακατασίγαστη οργή του, δημιουργούν έναν γλωσσικό χείμαρρο που παρασύρει ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.
Κάθε απόπειρα να συνοψίσουμε τον νιτσεϊκό πόλεμο κατά του χριστιανισμού είναι καταδικασμένη σε μερική έως ολική αποτυχία. Κι αυτό γιατί το εκρηκτικό αφοριστικό ύφος του, οι απότομες μεταβάσεις του από τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τη λογοτεχνία (ο Ντοστογιέφσκι έχει την τιμητική του) στην ιστορία, την πολιτική και τη θεολογία, ο μορφικός συγκερασμός των επιχειρημάτων με την ακατασίγαστη οργή του, δημιουργούν έναν γλωσσικό χείμαρρο που παρασύρει ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη. Θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες για να αναφερθούμε στο γιατί το Ευαγγέλιο είναι ουσιαστικά «Δυσαγγέλιο», στις διαφορές ανάμεσα σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη, στο πώς ο Νίτσε προεικάζει τη φροϋδική θεωρία για τη θρησκεία ως επιδημική νεύρωση (ενότητα 51) και σε τόσα άλλα. Σε κάθε περίπτωση, η νιτσεϊκή πολεμική κατά των δεινών που επέφερε ο χριστιανισμός στην ψυχή και κυρίως στο σώμα των ανθρώπων είναι με το μέρος της αλήθειας, της υγείας και της ευτυχίας.
Από την άλλη, διατυπώνονται κάποιες θέσεις στον Αντίχριστο που είναι αρκετά προβληματικές: μαζί με τα ξερά, ο Νίτσε καίει καμιά φορά και τα χλωρά. Μια ματιά στην παγκόσμια πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική σκηνή αναιρεί εύκολα τη νιτσεϊκή ιδέα πως η γυναίκα είναι, μεταξύ άλλων, «ο πιο αδύναμος βουλητικά άνθρωπος» (ξέρουμε πως ο Νίτσε υπέφερε από τις γυναίκες της ζωής του, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί τη συγκεκριμένη αστοχία του). Συνάμα, όσα εντοπίζει στους βραχμανικούς «νόμους του Μανού» δεν μας προσφέρουν απολύτως τίποτα: πώς είναι δυνατόν να δεχτούμε πως η «ανώτερη κάστα» των Βραχμάνων φέρει εκ γενετής και «ενσαρκώνει την ευτυχία, την ομορφιά, την καλοσύνη επί γης»; Εξίσου αχρείαστες είναι και οι θετικές αναφορές στο Ισλάμ.
Πέραν τούτου, κατακριτέα και παρακμιακά (κατά Νίτσε) συναισθήματα, όπως η αγάπη και η συμπόνια, δεν είναι υποχρεωτικό να τα εκλαμβάνουμε ως αποκλειστικώς χριστιανικά. Απεναντίας, τούτα και παρεμφερή συναισθήματα είναι απολύτως φυσικά και μάλιστα στάθηκαν απαραίτητα, από εξελικτική άποψη, για την επιβίωση του είδους μας, ενώ ασφαλώς τα παρατηρούμε και σε άλλους ανώτερους οργανισμούς – να προσθέσουμε, βέβαια, πως η αιχμές του Νίτσε κατά της υπέρμετρης συμπόνιας, που κινδυνεύει να γίνει μεταδοτική και να καταστρέψει τη ζωή του ανθρώπου που συμπονά, είναι εύστοχες. Τέλος (για να ασκήσουμε μια νιτσεϊκή κριτική στον Νίτσε), έννοιες όπως η αιτιότητα, η αντικειμενικότητα, η αλήθεια, τις οποίες επαναλαμβάνει κατά κόρον στον Αντίχριστο, σε άλλα πιο σκεπτικιστικά κείμενά του τις κατεδαφίζει, θεωρώντας τες μεταφυσικές (αυτή είναι η φιλοσοφία του προοπτικισμού). Στον Αντίχριστο, δηλαδή, γίνεται μια ρητορική κατάχρηση αυτών των εννοιών με στόχο να χτυπηθούν οι κατά τα άλλα εξόφθαλμες αντιφάσεις του χριστιανισμού.
Ο Νίτσε, στα 1861, σε ηλικία 16 χρονών.
|
Σε ένα σημείο θα θέλαμε να σταθούμε κάπως περισσότερο: ο Νίτσε κατανοεί τη νοσηρή γοητεία που άσκησε ανά τους αιώνες ο χριστιανισμός. Ωστόσο, θεωρεί πως αυτή η γοητεία θα έπρεπε στη σύγχρονη εποχή να έχει εξαλειφθεί. «Η εποχή μας γνωρίζει καλά... Ό,τι ήταν κάποτε απλώς και μόνο νοσηρό, σήμερα πια είν' ανάρμοστο· είναι ανάρμοστο νάναι κανείς σήμερα χριστιανός. Κ' εδώ ξεκινάει η αηδία μου» [ενν. για τον σύγχρονο άνθρωπο]. Την αηδία του συμμερίζεται εύκολα κάθε άθεος που αδυνατεί να πιστέψει πόση προκατάληψη, πόση δεισιδαιμονία, πόση αυταπάτη εξακολουθούν να κυριαρχούν στον κόσμο των πιστών. Πέραν τούτου, κατακριτέα και παρακμιακά (κατά Νίτσε) συναισθήματα, όπως η αγάπη και η συμπόνια, δεν είναι υποχρεωτικό να τα εκλαμβάνουμε ως αποκλειστικώς χριστιανικά. Απεναντίας, τούτα και παρεμφερή συναισθήματα είναι απολύτως φυσικά και μάλιστα στάθηκαν απαραίτητα, από εξελικτική άποψη, για την επιβίωση του είδους μας, ενώ ασφαλώς τα παρατηρούμε και σε άλλους ανώτερους οργανισμούς – να προσθέσουμε, βέβαια, πως η αιχμές του Νίτσε κατά της υπέρμετρης συμπόνιας, που κινδυνεύει να γίνει μεταδοτική και να καταστρέψει τη ζωή του ανθρώπου που συμπονά, είναι εύστοχες. Τέλος (για να ασκήσουμε μια νιτσεϊκή κριτική στον Νίτσε), έννοιες όπως η αιτιότητα, η αντικειμενικότητα, η αλήθεια, τις οποίες επαναλαμβάνει κατά κόρον στον Αντίχριστο, σε άλλα πιο σκεπτικιστικά κείμενά του τις κατεδαφίζει, θεωρώντας τες μεταφυσικές (αυτή είναι η φιλοσοφία του προοπτικισμού). Στον Αντίχριστο, δηλαδή, γίνεται μια ρητορική κατάχρηση αυτών των εννοιών με στόχο να χτυπηθούν οι κατά τα άλλα εξόφθαλμες αντιφάσεις του χριστιανισμού.
Ωστόσο, είναι αδύνατο να μη δούμε ότι η επιστημονική γνώση και η θρησκευτική πίστη συχνά συνυπάρχουν ακόμα και σε ανθρώπους τους οποίους ποτέ δεν θα θεωρούσαμε προκατειλημμένους ή ηλίθιους. Η πίστη των άθεων υλιστών πως η επιστήμη θα εξαλείψει κάθε ίχνος θρησκευτικότητας και πρόληψης από τον κόσμο και πως με τον ορθολογισμό της θα σαρώσει κάθε ανορθολογική υπερβατικότητα έγινε πράξη σε έναν βαθμό μάλλον μικρό για την τόσο ραγδαίως επιταχυνόμενη εξέλιξή της. Οι περισσότεροι άνθρωποι, έξυπνοι και ανόητοι, δυνατοί και αδύναμοι (διότι μια άλλης μορφής προκατάληψη είναι να θεωρούμε πως μόνο οι ανόητοι και οι αδύναμοι πιστεύουν σε θεούς), εξακολουθούν να στηρίζονται σε εξωκοσμικές δυνάμεις για να αντέξουν την πραγματικότητα. Σε ένα επεισόδιο του «Dr House», ο επικεφαλής γιατρός απαντά στην ερώτηση «αν πιστεύει στον θεό» με τη φράση «ναι, πίστευα, αλλά μετά έβγαλα τρίχες»: φράση αστεία, ειρωνική, που μας βρίσκει σύμφωνους, μα που συνάμα υπονοεί πως κάθε θρήσκος είναι «αμούστακος», ανώριμος, πράγμα που δεν ισχύει.
Ωστόσο, οι εν πολλοίς άθεοι δικτάτορες του 20ού αιώνα δεν αποτέλεσαν μικρότερη συμφορά για την ανθρωπότητα.
Συμφωνούμε λοιπόν με τον Νίτσε ότι «ο Χριστιανισμός υπήρξε μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη συμφορά της Ανθρωπότητας», όχι μόνο από ψυχολογική άποψη (αυτή δηλαδή που κεντρίζει τον Νίτσε), αλλά και από ιστορική άποψη: στον νου μας έρχονται πρόχειρα τα χριστιανικά αναθέματα κατά των «αιρέσεων» και η βία που τα συνόδευε, η Ιερά Εξέταση με το κυνήγι «μαγισσών» και «απίστων», οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι με τις ευλογίες πατριαρχών και παπών που έσπευδαν να αποκομίσουν τα δικά τους (υλικά) οφέλη κ.α. Ωστόσο, οι εν πολλοίς άθεοι δικτάτορες του 20ού αιώνα δεν αποτέλεσαν μικρότερη συμφορά για την ανθρωπότητα. Ναι μεν η ισχύς πέταξε το ράσο, αλλά από κάτω φορούσε πανοπλία με σβάστικα ή σφυροδρέπανο ή, πιο πρόσφατα, την ετικέτα «πόλεμος για την εξάπλωση της δημοκρατίας».
Πρώτο ερώτημα προς στοχασμό: ποια θα ήταν η στάση του Νίτσε απέναντι στην τεράστια βούληση για δύναμη όπως εκφράστηκε από αυτούς τους δικτάτορες; Εικάζουμε, απορριπτική: Χίτλερ, Στάλιν, Μάο κ.ά. δεν διακρίνονταν για τις «ευγενείς αξίες» τους. Δεύτερο ερώτημα: είναι βέβαιο πως θα άρεσε στον Νίτσε ο κόσμος στον οποίο θα υλοποιούνταν πλήρως οι αξίες του; Ενίοτε ευχόμαστε πράγματα που δεν θα μας άρεσε πραγματικά να συμβούν. Τρίτο (συναφές) ερώτημα: είναι εύλογος ο τρόμος του Νίτσε μπροστά στην εξαφάνιση της μεγαλοφυΐας μες στον κόσμο της εξισωτικής δημοκρατίας; Ναι, είναι πιθανόν εύλογος, αν και το τι εστί «μεγαλοφυΐα» είναι μεγάλο ζήτημα.
Λίγο καιρό πριν από το θάνατό του, στα 1899.
|
Ο Αντίχριστος παραμένει ένα σπουδαίο και επίκαιρο κείμενο για τους παραπάνω λόγους, αλλά και για μερικούς ακόμα. Δεν είναι μόνο η πρόσφατη απαράδεκτη λεκτική επίθεση του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ κατά του Στίβεν Χόκινγκ («Η "πίστη" ως προσταγή είναι το βέτο κατά της Επιστήμης», γράφει ο Νίτσε από το δικό του παρόν για το δικό μας). Δεν είναι μόνο η σύγχρονη αξίωση για εξίσωση των πάντων με τα πάντα (ο «δημοκρατικός μηδενισμός», όπως γράφει κάπου ο Μποντριγιάρ), όπου κάθε έννοια αξίας ισοπεδώνεται (κάθε αξία έχει νόημα μόνο όταν υπάρχει ιεραρχία) και όλοι μας, ωσάν εγωκεντρικά αυτόματα, νιώθουμε ισάξιοι σε όλα και ικανοί για όλα.
Είναι η συνεχιζόμενη προκλητική υποκρισία της πάμπλουτης Εκκλησίας (Ορθόδοξης και Καθολικής) σε σχέση με ζητήματα όπως η ένδεια («Η κατάργηση της ένδειας αντιβαίνει στη βαθύτερη χρησιμότητα της Εκκλησίας: η Εκκλησία έζησε ακριβώς απ' την ένδεια, δημιούργησε καταστάσεις ένδειας για να διαιωνίσει τον εαυτό της...» διαβάζουμε, σε άλλη μια αξιομνημόνευτη φράση του Αντίχριστου). Γενικότερα, η ισχύς των θεών ισοδυναμεί με την εξουσία που έχουν τα επίγεια φερέφωνά τους, οι ιερείς· η δε εξουσία των ιερέων ισοδυναμεί με την εξουσία την οποία τους χαρίζουν οι πιστοί και την οποία οι ιερείς κάνουν ό,τι μπορούν για να την επιβάλλουν και στους άθρησκους. Αυτή η εξουσία παραμένει και στον αιώνα μας. Ανάθεμά τους.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.