Του Γιώργου Λαμπράκου
Η γνωστή τάση των Βρετανών να θεωρούν πως δεν ανήκουν τόσο πολύ στην Ευρώπη δεν φαίνεται μόνο από τη συνήθη πολιτική στάση τους απέναντι στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν ενίοτε τη λέξη continent, «ήπειρος». Οι Βρετανοί ονομάζουν την υπόλοιπη Ευρώπη «the Continent», αποκλείοντας δηλαδή τη δική τους χώρα, ωσάν αυτή να μην ανήκει στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτή η σημασία διαφαίνεται στον χαρακτηρισμό «ηπειρωτική φιλοσοφία» (continental philosophy), που επιφυλάσσεται για την (κυρίως) γαλλική και γερμανική φιλοσοφία, σε αντίθεση με την αγγλοσαξονική (αγγλική και αμερικανική) φιλοσοφία που, κάποια στιγμή μες στον 20ό αιώνα, ονομάστηκε «αναλυτική».
Η πολυτάραχη σχέση ανάμεσα στην αναλυτική και την ηπειρωτική παράδοση ξεκινά από τον διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των φιλοσοφικών ζητημάτων. Εντελώς σχηματικά, μπορούμε να πούμε πως, παρότι και οι δύο παραδόσεις επηρεάστηκαν από τη γλωσσική στροφή στη φιλοσοφία και από τις ριζικές εξελίξεις στη γλωσσολογία κατά την περίοδο του fin de siècle, η μεν αναλυτική παράδοση έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην «ανάλυση» της φιλοσοφικής σκέψης μέσω ανάλυσης της γλώσσας (της), η δε ηπειρωτική παράδοση εστίασε σε μια φιλοσοφία κατά την οποία ο στοχασμός πάνω στη γλώσσα είναι μεν σημαντικός, αλλά όχι κατ’ ανάγκην πρωτεύων.
Αναλυτικοί vesrus «ηπειρωτικών» φιλοσόφων
Παρότι στη φιλοσοφία οι επιδράσεις είναι ανάμεικτες, αμφίσημες και πολυεπίπεδες, μπορούμε να πούμε πως, οι «αναλυτικοί» συνήθως πίνουν στην υγειά του Καντ, ενώ οι «ηπειρωτικοί» συνήθως ομνύουν στον μεγάλο αντίποδα του Καντ, τον Χέγκελ
Θεμελιωτές της αναλυτικής παράδοσης είναι ο Ράσελ, ο Μουρ και ο Βίτγκενσταϊν, ενώ οι σημαντικότεροι στοχαστές της ηπειρωτικής παράδοσης είναι ο Μπεργκσόν, ο Χούσερλ, ο Χάιντεγκερ και ο Αντόρνο. Παρότι στη φιλοσοφία οι επιδράσεις είναι ανάμεικτες, αμφίσημες και πολυεπίπεδες, μπορούμε να πούμε πως, σε σχέση με τον γερμανικό ιδεαλισμό, που καθόρισε τις σύγχρονες φιλοσοφικές εξελίξεις, οι «αναλυτικοί» συνήθως πίνουν στην υγειά του Καντ, ενώ οι «ηπειρωτικοί» συνήθως ομνύουν στον μεγάλο αντίποδα του Καντ, τον Χέγκελ. Ορισμένοι φιλόσοφοι, ιδίως της ηπειρωτικής παράδοσης, έχουν επηρεαστεί από τον (δικό μας αγαπημένο) Σοπενχάουερ, και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τους επονομαζόμενους στοχαστές της «υποψίας» (Μαρξ, Νίτσε, Φρόιντ). Μεταπολεμικά, και οι δύο παραδόσεις συνέχισαν με ιδιαίτερη ορμή το έργο τους, αναδεικνύοντας πολλούς και σημαντικούς θεωρητικούς: π.χ. νεοπραγματιστές στην αναλυτική φιλοσοφία, μεταδομιστές στην ηπειρωτική.
Οι διαφορές των δύο παραδόσεων είναι άλλοτε σημαίνουσες (π.χ. η αναλυτική παράδοση συνδέεται στενά με τις θετικές επιστήμες, ενώ η ηπειρωτική παράδοση με τις κοινωνικές επιστήμες και τις τέχνες), κι άλλοτε ασήμαντες ή και αποπροσανατολιστικές (π.χ. αξίωση για σαφήνεια και επιχειρηματολογία, την οποία έχουν οπωσδήποτε οι «αναλυτικοί», έχουν και οι «ηπειρωτικοί», εννοώντας την όμως με τρόπο τον οποίο οι πρώτοι συνήθως δεν αποδέχονται). Σε κάθε περίπτωση, εδώ δεν γίνεται να υπεισέλθουμε σε αυτό το ακανθώδες θέμα: η εισαγωγή αυτή είχε ως μοναδικό σκοπό να μας βοηθήσει κάπως στην ακόλουθη συντομότατη και εντελώς σχηματική παρουσίαση ενός σπουδαίου φιλοσοφικού έργου που μεταφράστηκε πρόσφατα και που με διάφορους τρόπους δοκιμάζει να γεφυρώσει τις δύο παραδόσεις. Πρόκειται για το Ο νους και ο κόσμος του Τζον Μακντάουελ (γεν. 1942), καθηγητή φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ. Η πρώτη έκδοση, το 1994, χαιρετίστηκε από τον φιλοσοφικό κόσμο με ιδιαίτερη θέρμη, και δικαίως. Ας δούμε γιατί.
Το πρόβλημα της «εμπειρίας»
Wittgenstein
|
Το κυρίως σώμα του βιβλίου αποτελείται από έξι διαλέξεις και από τα μακροσκελή επιλεγόμενα σε κάποιες από αυτές: το ύφος είναι καθαρό και στιβαρό, και μόνο ορισμένες αναγκαίες επαναλήψεις και συνόψεις αποπνέουν έναν κάποιο προφορικό χαρακτήρα. Ο Μακντάουελ θέτει ως στόχο να αναλύσει τη θέση του ανθρώπου ως αναζητητή της γνώσης, ως γνωστικού υποκειμένου, μες στον κόσμο. Βασικό θεμέλιο για τη γνώση του κόσμου και του εαυτού μας είναι η εμπειρία, μια κατεξοχήν πολύσημη έννοια, την οποία όλοι μας επικαλούμαστε καθημερινά και ασταμάτητα, χωρίς όμως να μπορούμε να την προσδιορίσουμε εύκολα και συνεκτικά. Ό,τι έλεγε ο Αυγουστίνος για τον χρόνο, ισχύει και για την εμπειρία: νιώθουμε τι σημαίνει, αλλά αν μας ζητήσουν να την ορίσουμε, αδυνατούμε. Ο Μακντάουελ θα προσπαθήσει λοιπόν να κατοχυρώσει την έννοια της εμπειρίας βασισμένος πρωτίστως στον Καντ και δευτερευόντως σε «αναλυτικούς» στοχαστές του 20ού αιώνα, όπως ο Βίτγκενσταϊν, ο Σέλλαρς, ο Ντέιβιντσον, ο Κουάιν κ.ά., ενώ παράλληλα θα ανοίξει έναν σύντομο διάλογο με Γερμανούς φιλοσόφους όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ, ο Βέμπερ και ο Γκάνταμερ.
Η εμπειρία, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, «πρέπει να λειτουργεί ως ένα δικαστήριο, το οποίο ενεργεί μεσολαβητικά επιτρέποντας στη σκέψη μας να λογοδοτεί στο πώς έχουν τα πράγματα». Αν θεωρήσουμε πως η εμπειρία είναι κάτι «φυσικό», χωρίς να κάνουμε καμιά άλλη διάκριση, τότε κινδυνεύουμε να περιπέσουμε στην ερμηνευτική κατάσταση την οποία ονομάζει «ωμή φυσιοκρατία» (θα την αποκαλούσαμε επίσης «ωμό ή σκληροπυρηνικό υλισμό»): στην κατάσταση όπου ο άνθρωπος λειτουργεί αποκλειστικά μέσα στον «λογικό χώρο της φύσης» (θα μπορούσαμε να το γράφουμε και με κεφαλαίο, «της Φύσης») και όχι μέσα (και) στον «λογικό χώρο των λόγων», που ορίζεται ως ο χώρος της ανθρώπινης ελευθερίας και αυτενέργειας, καθώς και της δικαιολόγησης των πεποιθήσεων. Ο Μακντάουελ επιθυμεί να δείξει ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε την εμπειρία ως φυσική και συγχρόνως ως ανήκουσα σε έναν χώρο, ναι μεν εντός του Φυσικού, αλλά συνάμα εκτός αυτού, υπό μία έννοια την οποία θέλουμε να αξιώνουμε για έναν ελεύθερο κι αυτενεργό άνθρωπο.
Η «δεύτερη φύση» του ανθρώπου
Χάρη στον πολιτισμό, οι άνθρωποι «αποκτούν μια δεύτερη φύση εν μέρει χάρη στη μύησή τους σε εννοιακές ικανότητες των οποίων οι σχέσεις ανήκουν στον λογικό χώρο των λόγων
Αυτή τη φύση εντός της Φύσης ο Μακντάουελ θα την ονομάσει, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, «δεύτερη φύση»: χάρη στον πολιτισμό, οι άνθρωποι «αποκτούν μια δεύτερη φύση εν μέρει χάρη στη μύησή τους σε εννοιακές ικανότητες των οποίων οι σχέσεις ανήκουν στον λογικό χώρο των λόγων». Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με αυτές τις εννοιακές ικανότητες, αλλά γεννιούνται με τη δυνατότητα να τις αναπτύξουν, δυνατότητα που πραγματώνεται με την κληρονομιά της γλώσσας (την οποία αποκαλεί «ταμιευτήρα της παράδοσης») και των άλλων πολιτισμικών αγαθών (σε αυτό το πλαίσιο ο Μακντάουελ χρησιμοποιεί συχνά τη γερμανική λέξη Bildung, την ανατροφή/εκπαίδευση/παιδεία μας). Ο νους και ο κόσμος είναι η στοχαστική απόπειρα να κατανοηθεί «ο μεσολαβητικός ρόλος των εννοιών στη σχέση ανάμεσα στους νόες και στον κόσμο».
Η εμπειρία δεν είναι μια ενεργητική, αλλά μια παθητική δραστηριότητα. Ενέχει «δεκτικότητα», τη δυνατότητα του νου μας να προσλαμβάνει με τις αισθήσεις του τον εξωτερικό κόσμο: με άλλα λόγια, να έχει «εντυπώσεις», δηλαδή «προσπτώσεις του κόσμου πάνω σε έναν κάτοχο αισθητηριακών ικανοτήτων». Σύμφωνα με τον Μακντάουελ, ωστόσο, η δεκτικότητα αφ’ εαυτού της δεν αρκεί για να προσδιοριστεί το γνωστικό υποκείμενο, αφού είναι προφανές πως αισθητηριακά όντα είναι και τα άλλα ζώα. Ο άνθρωπος διακρίνεται από τα άλλα ζώα κατά το ότι η εμπειρία του, αν και παθητική, «επιστρατεύει ικανότητες οι οποίες, γνησίως, ανήκουν στην αυτενέργεια».
Adorno
|
Ο Μακντάουελ, σε όλες τις διαλέξεις, θα προσπαθήσει να περάσει σώος και αβλαβής από τη Σκύλλα που ονομάζεται «Δεδομένο» και από τη Χάρυβδη που ονομάζεται «συνεκτικισμός». Σύμφωνα με τον μύθο του Δεδομένου, τον οποίο ανέλυσε ο Σέλλαρς, ο χώρος των λόγων «εκτείνεται σε μεγαλύτερο εύρος από τη σφαίρα των εννοιών», με αποτέλεσμα ο αντικειμενικός κόσμος, ως έσχατος κριτής της γνώσης μας, να αποδεικνύεται εντέλει «ατελέσφορος» και «άχρηστος» για τη δικαιολόγησή της. Από την άλλη, σύμφωνα με τον συνεκτικισμό, τη φιλοσοφική θεωρία του Ντέιβιντσον, η εμπειρία δεν μπορεί να μας βοηθά να δικαιολογούμε τις πεποιθήσεις μας, συνεπώς δεν μπορεί να οριστεί ως θεμέλιο της γνώσης μας. Τότε όμως, σύμφωνα με τον Μακντάουελ, εγκλωβιζόμαστε μέσα στη σφαίρα της σκέψης μας, αφού έχει διαρραγεί διαπαντός η σύνδεση σκέψης και πραγματικότητας.
Για να ξεφύγει από αυτό το επικίνδυνο δίπολο, ο Μακντάουελ θα δείξει ότι «οι εντυπώσεις του κόσμου πάνω στις αισθήσεις μας», η εμπειρία μας, «διαθέτουν ήδη εννοιακό περιεχόμενο». Ακολουθώντας αυτόν τον ούτως ειπείν τρίτο δρόμο, μπορούμε «να αναγνωρίσουμε πως η ανεξάρτητη πραγματικότητα ασκεί έναν έλλογης φύσεως έλεγχο πάνω στη σκέψη μας». Αυτή είναι η «σύνθεση ιδεαλισμού και πραγματισμού» στον Μακντάουελ, για την οποία κάνει λόγο ο μεταφραστής Θάνος Σαμαρτζής στην Εισαγωγή του. Με αυτήν, αφενός αποκαθίστανται τα «δίκαια του κοινού νου», αφού ο κοινός μας νους θεωρεί πως υπάρχει μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από εμάς. Αφετέρου, ο άνθρωπος τοποθετείται «ως ελεύθερο αλλά και ταυτόχρονα φυσικό πλάσμα, μέσα σε έναν νομοκρατούμενο κόσμο».
«Αναστοχασμός στο διηνεκές»
Ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο βασισμένος στην εμπειρία του, που ωστόσο είναι διαποτισμένη από εννοιακό περιεχόμενο, δεν είναι δηλαδή αμιγής αισθητικότητα: είναι, καντιανά μιλώντας, η «σύμπραξη αισθητικότητας και νόησης»
Ο άνθρωπος, λοιπόν, γνωρίζει τον κόσμο βασισμένος στην εμπειρία του, που ωστόσο είναι διαποτισμένη από εννοιακό περιεχόμενο, δεν είναι δηλαδή αμιγής αισθητικότητα: είναι, καντιανά μιλώντας, η «σύμπραξη αισθητικότητας και νόησης». Η εμπειρία αυτή, βέβαια, δεν μας προσφέρει άμεσα και άκοπα την αλήθεια: για την εύρεση της αλήθειας (της ορθής και δικαιολογημένης ανταπόκρισης μιας γλωσσικά εκπεφρασμένης πεποίθησής μας στο πώς έχουν τα πράγματα) χρειάζεται «αναστοχασμός στο διηνεκές», σύμφωνα με τον Μακντάουελ. Ειδικά στο πλαίσιο αυτής της διαρκούς εμπειρικής έρευνας με στόχο τη γνώση του κόσμου δύναται ο άνθρωπος να «ασκεί μια υπεύθυνη ελευθερία».
Επομένως, ο Μακντάουελ θέτει μεν τον άνθρωπο εντός της φύσης, αλλά βρίσκει για αυτόν έναν «λογικό χώρο των λόγων» ο οποίος είναι «ιδιότυπος σε σύγκριση με την επικράτεια του νόμου», και στον οποίο ο άνθρωπος ασκεί την αυτενέργειά του και βρίσκει το «νόημα». Όπως το θέτει ο φιλόσοφος: «οι πράξεις ενάσκησης της αυτενέργειάς μας ανήκουν στον τρόπο που πραγματώνουμε τους εαυτούς μας ως ζώα», των οποίων «το ζωικό είναι είναι διαποτισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη από την ορθολογικότητα». Ο Μακντάουελ, πασχίζοντας να απορρίψει τον δυισμό Λόγου και φύσης, χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του «μετριασμένη φυσιοκρατία» ή «φυσιοποιημένο πλατωνισμό».
Στην έκτη και τελευταία του διάλεξη ο Μακντάουελ θα οριστικοποιήσει αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από τα «άλογα ζώα». Είναι η αυτενέργεια, η νόηση, το κατανοείν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μακντάουελ αξιοποιεί τη διάκριση του Γκάνταμερ ανάμεσα στη ζωή στον κόσμο (που διάγει το έλλογο ζώο) και στη ζωή στο περιβάλλον (που ζουν τα άλογα ζώα), μια ιδιαζόντως προβληματική διάκριση που εν πολλοίς προέρχεται (χωρίς να αναφέρεται) από τον δάσκαλο του Γκάνταμερ, τον Χάιντεγκερ, σύμφωνα με τον οποίο τα ζώα έχουν «φτωχό κόσμο», σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Παρότι και το έλλογο ζώο και τα άλογα ζώα διαθέτουν «αντιληπτική ευαισθησία» ως προς τον εξωτερικό κόσμο, εμείς οι άνθρωποι διαφέρουμε από τα άλλα ζώα, σύμφωνα με τον Μακντάουελ, επειδή «η δομή της ζωής μας έχει πάψει να καθορίζεται από άμεσες βιολογικές δυνάμεις».
John McDowell
|
Δεν διαθέτουμε ούτε τον χώρο ούτε τις ειδικές γνώσεις για να προβούμε σε κριτική της σύνθετης φιλοσοφίας του Μακντάουελ, για την οποία έχουν γραφτεί, και γράφονται, πολλές μελέτες και διδακτορικά ανά τον κόσμο. Η επαρκής κατανόηση του έργου του προϋποθέτει στιβαρή γνώση των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων στο πλαίσιο της αναλυτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα. Θα σταθούμε απλώς για λίγο στο ζήτημα που θέτει η τελευταία διάλεξη. Στην προσπάθειά του να διαχωρίσει τον άνθρωπο από τα άλογα ζώα, ο Μακντάουελ περιπίπτει σε κάπως προβληματικές διατυπώσεις τις οποίες σε άλλα σημεία, και για άλλα ζητήματα, αποφεύγει με χαρακτηριστική ευφυΐα και λεπτότητα. Γράφει, π.χ., ότι σε αντίθεση με τον κόσμο στον οποίο ζει ο άνθρωπος, μια «αμιγώς ζωική ζωή» ζει σε ένα περιβάλλον το οποίο «είναι για ένα πλάσμα που ζει μέσα σ’ αυτό κατά την ουσία του κάτι το ξένο». Κατά τη γνώμη μας, η ανθρώπινη εμπειρία δείχνει απεναντίας πως «ξένος» είναι ο κόσμος μόνο για τον ίδιο τον άνθρωπο, που νιώθει μια ανυπέρβλητη αλλοτρίωση τόσο από τον εαυτό του, όσο και από το περιβάλλον του. Τα άλογα ζώα δεν φαίνεται να βιώνουν καθόλου ως «ξένο» το περιβάλλον τους. Αν κάτι έχει συμβάλλει στην αποξένωση του ανθρώπου από τον κόσμο, αυτό είναι ο ανθρώπινος Λόγος (και λόγος). Εξού και ο άνθρωπος συχνά φθονεί τη σιωπή των ζώων.
Το πρόβλημα του ανθρωποκεντρισμού
Σε άλλο σημείο της ίδιας διάλεξης, ο Μακντάουελ συνεχίζει την ίδια ανθρωποκεντρική θεώρηση σημειώνοντας πως «ένα απλό ζώο […] δεν θα μπορούσε να χειραφετηθεί από μόνο του και ν’ αποκτήσει νόηση». Ωστόσο, η «χειραφέτηση», μια έννοια με θετικές αξιολογικές συμπαραδηλώσεις για τον ανθρώπινο κόσμο, είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να πάθει ένα απλό ζώο. Ο «χειραφετημένος» άνθρωπος, όταν καθίσει και σκεφτεί σοβαρά την ύπαρξή του, συχνά οικτίρει τη μοίρα του για την απόκτηση «νόησης». Αυτός ο ανθρωποκεντρισμός, που διαφαίνεται σε φράσεις όπως «ο Λόγος – ο οποίος είναι αυτό που διαφοροποιεί τα έλλογα ζώα από τα υπόλοιπα ζώα» (από τον «Πρόλογο στην ελληνική έκδοση» του Μακντάουελ), είναι εμφανώς ταυτολογικός και κάπως ενοχλητικός. Δεν λέμε πολλά όταν πούμε π.χ. ότι αυτό που διαφοροποιεί τους ψηλούς από τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι το ύψος.
Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος θέτει τα κριτήρια για αυτό που (ο ίδιος αξιώνει να) τον διακρίνει από τα ζώα, και στη συνέχεια, ω τι ευτυχής σύμπτωση, εντοπίζει και επιβεβαιώνει στον εαυτό του την ύπαρξη αυτών ακριβώς των διακρίσεων. Αυτό είναι το γενικότερο πρόβλημα του ανθρωποκεντρισμού, και ασφαλώς δεν αφορά μόνο τον Μακντάουελ που, υποστηρίζοντας εξάλλου τη φυσιοκρατία, είναι με το μέρος της αλήθειας. Ευτυχώς, ο ίδιος συνειδητοποίησε αυτές τις προβληματικές διατυπώσεις και στα «Επιλεγόμενα στην έκτη διάλεξη» κατορθώνει να τις αμβλύνει. Γράφει ορθά ότι «κι εμείς είμαστε ζώα, και όχι όντα που ταυτόχρονα πατούν κάπου έξω από το ζωικό βασίλειο. Από ορισμένες απόψεις, οι ζωές των ώριμων ανθρώπινων όντων είναι ακριβώς ίδιες με τις ζωές των απλών ζώων», και είναι προς τιμήν του που σε αυτό το σημείο επικαλείται, έστω για μία και μοναδική φορά, τον Φρόιντ.
Το Επίμετρο του Αριστείδη Μπαλτά, τοποθετεί τον Μακντάουελ στο πλαίσιο της ελληνικής φιλοσοφικής σκηνής και πρόσληψης, ενώ κάνει και την αναγκαία γεφύρωση με την ηπειρωτική παράδοση, την οποία γνωρίζει καλά ο Έλληνας καθηγητής
Έχει λοιπόν δίκιο ο φιλόσοφος όταν γράφει πως «τα άλογα ζώα δεν διαθέτουν καντιανή ελευθερία», αλλά αν τυχόν υπονοεί πως αυτό είναι κάτι άξιο καθ’ εαυτό, θα προσθέταμε πως η ελευθερία, καλώς ή κακώς, δεν φαίνεται να λείπει στα άλλα ζώα (τουλάχιστον η «καντιανή ελευθερία», γιατί η ελευθερία γενικότερα τους λείπει, όπως μας δείχνουν όταν τα φυλακίζουμε). Αν ο Μακντάουελ έβαζε στο παιχνίδι την «εξελικτική αφήγηση» (την οποία αναφέρει, χωρίς όμως να επιμένει), ίσως απέφευγε κάποιες παρόμοιες δυσκολίες, ίσως όμως αντιμετώπιζε νέα, και άλλης φύσης, προβλήματα. Για παράδειγμα, με περισσότερη φυσιοκρατία, ο φιλόσοφος θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατασταθεί από έναν κοινωνιοβιολόγο.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης αξίζουν συγχαρητήρια για αυτό το άρτιο, για μία ακόμα φορά, εκδοτικό τους εγχείρημα στη σειρά «Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη». Ειδική μνεία αξίζει ο Θάνος Σαμαρτζής, όχι μόνο για την άψογη μετάφραση (που συνοδεύεται από το απαραίτητο γλωσσάρι), αλλά και για την τόσο κατατοπιστική Εισαγωγή του σε αυτό το δύσβατο, σε αρκετά σημεία, κείμενο. Παρόμοια βοήθεια προσφέρει και το Επίμετρο του Αριστείδη Μπαλτά, που τοποθετεί τον Μακντάουελ στο πλαίσιο της ελληνικής φιλοσοφικής σκηνής και πρόσληψης, ενώ κάνει και την αναγκαία γεφύρωση με την ηπειρωτική παράδοση, την οποία γνωρίζει καλά ο Έλληνας καθηγητής. Ο επίμονος και προσεκτικός αναγνώστης έχει λοιπόν να κερδίσει πολλά από τη γοητευτική φιλοσοφική σκέψη του Τζον Μακντάουελ, όπως αυτή ξεδιπλώνεται στο Ο νους και ο κόσμος. Όποιος ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία κυρίως ως γνωσιολογία, βρίσκεται στα καλύτερα χέρια. Από την άλλη, όποιος αναζητά στη φιλοσοφία περισσότερο έναν στοχασμό πάνω στην ύπαρξη, τη βούληση, τον ψυχισμό, θα πρέπει να ακολουθήσει άλλα μονοπάτια.
Ο Νους και ο Κόσμος
Τζων ΜακΝτάουελ
Μτφρ-Εισαγωγή: Θάνος Σαμαρτζής
Επίμετρο: Αριστείδης Μπαλτάς
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2013
Σελ. 432, τιμή € 20,00