Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ολοκληρώνεται σιγά σιγά το έτος Καβάφη κι ο ποιητής δεόντως επανήλθε στο προσκήνιο –από το οποίο ποτέ δεν είχε λείψει-, δεόντως προβλήθηκε στα μέσα συγκοινωνίας και δεόντως εξυμνήθηκε και κατηγορήθηκε. Μέσα στο 2013 επανεκδόθηκαν ποιήματά του, κυκλοφόρησαν επιστολές του, εκδόθηκαν συλλογικοί τόμοι και μελέτες που αποσκοπούσαν να επικαιροποιήσουν και να επανεξετάσουν θέματα της καβαφικής ποιητικής, δημοσιεύτηκαν άρθρα και μελέτες.
Μένει λοιπόν να διερευνήσουμε πόσο άλλαξε η εικόνα που είχαμε για τον Αλεξανδρινό, πόσο καταλάβαμε καλύτερα το έργο του και πώς τον είδε το ευρύ κοινό που τον διάβαζε καθημερινά καθώς μετακινούνταν στην Αθήνα. Θα σταθώ σε δύο γεγονότα, που απασχόλησαν ιδιαίτερα το –αναγνωστικό και κριτικό- κοινό το φθινόπωρο, καθώς το πρώτο, το δοκίμιο του Κώστα Κουτσουρέλη τάραξε τα λιμνάζοντα νερά, ενώ το δεύτερο, η δημοσίευση στίχων του ποιητή στα Μέσα Μαζικής Συγκοινωνίας, αξιολογήθηκε και συζητήθηκε επί μακρόν.
Μια αιρετική αλλά γόνιμη αναθεώρηση
Έχει δικαίωμα κανείς να αποκαθηλώνει καταξιωμένες μορφές των γραμμάτων από το βάθρο τους; Προφανώς ναι...
Ξεκινώ με το δοκίμιο του Κ. Κουτσουρέλη Κ.Π. Καβάφης, το οποίο επιχείρησε να κατεβάσει τον ποιητή από το βάθρο του, όχι επειδή αυτός δεν είναι σπουδαίος αλλά επειδή είναι λιγότερο μεγάλος (με την κλασική έννοια του μεγέθους) απ' όσο μέχρι τώρα νομίζαμε. Κατά τον Κ. Κουτσουρέλη, ο Κωνσταντίνος Καβάφης κινείται στο πλαίσιο της φαναριώτικης, καθαρευουσιάνικης, μικτής καλύτερα, παράδοσης, που δεν ανοικειώνει την ποίηση σε σχέση με πολλούς άλλους ατάλαντους ποιητές των τελών του 19ου αιώνα, χρησιμοποιεί άτεχνα τη στιχουργική, δίνοντας πολύ περισσότερο έμφαση στο περιεχόμενο, στήνει θεατρικές πρόζες με επιτήδευση και άχαρη ηθοποιία.
Έχει δικαίωμα κανείς να αποκαθηλώνει καταξιωμένες μορφές των γραμμάτων από το βάθρο τους; Προφανώς ναι, αν μπορέσει να πείσει για το δίκιο των θέσεών του και να εξηγήσει, γραμματολογικά, φιλολογικά ή ποιητικά, το λάθος τής έως τώρα πρόσληψης (κάθε εποχή ξαναδιαβάζει τους κλασικούς με τον δικό της τρόπο). Κι ο Κ. Κουτσουρέλης το πετυχαίνει στο εξής σημείο. Ξαναφέρνει στο προσκήνιο μια θέση που δεν έπρεπε ποτέ να ξεχνιέται: ο καλός, μεγάλος, σπουδαίος, άριστος ποιητής δεν μπορεί να είναι άριστος σε όλα του τα έργα και ως εκ τούτου ο Αλεξανδρινός έχει γράψει πολλά μέτρια ποιήματα. Κάθε ποιητής έχει τα ανεπαρκή του κείμενα, τα οποία σε μια παραγωγή, όσο μικρή κι αν είναι, μπορούν να δεχτούν εύλογα πυρά.
Από εκεί και πέρα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μερικά σημεία που υπονομεύουν την όλη πρακτική τού Κ. Κουτσουρέλη, καθώς παρουσιάζει μονόπλευρα τη μετριότητα μερικών από τα ποιήματα του Καβάφη ως το πραγματικό στίγμα του ποιητή. Μα η αξία ενός λογοτέχνη φαίνεται πρώτιστα από τις κορυφές του, στις οποίες ο λογοτέχνης δείχνει το ύψος του, ύψος το οποίο εντέλει τον καθιερώνει. Ο δοκιμιογράφος αντίθετα –σκοπίμως– παραγκώνισε τις ιδιαίτερα σημαντικές συνθέσεις του Αλεξανδρινού και εστίασε σε στίχους ή σε αποσπάσματα, τα οποία –πολλοί θα συμφωνούσαν– υστερούν σε στιχουργική, ρυθμό ή ιδεολογία.
Το βασικότερο πρόβλημα του δοκιμίου είναι ότι, ενώ φαινομενικά είναι πλήρες επιχειρημάτων, στην ουσία εκφράζει μια ad hoc γνώμη που δεν πείθει με συλλογισμούς και λογικές εξαγωγές συμπερασμάτων. Τα ίδια τα επιχειρήματά του θα μπορούσαν να ιδωθούν από την ακριβώς αντίθετη σκοπιά και να αποδείξουν την ιδιαίτερη θέση που έχει ο Καβάφης στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Τα μεγάλα έργα προεκτείνουν τον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού και αλλάζουν με την παρουσία τους τα κριτήρια ανάγνωσης της τέχνης...
Όταν λ.χ. ο Κ. Κουτσουρέλης εκφράζει την άποψη ότι ο Καβάφης στοιχίζεται στη γραμμή των σατιρικών ποιητών του 19ου αιώνα που έγραφαν σε μικτή γλώσσα, με ποζάτο ύφος και θεατρικότητα, για να καταδείξει τη χαμηλή στάθμη της ποιητικής αλυσίδας στην οποία ανήκει ο ποιητής, τότε ο καθένας με τα ίδια στοιχεία θα μπορούσε να αποδείξει ότι ο Αλεξανδρινός, χρησιμοποιώντας φθαρμένα όπλα, κατόρθωσε να ανυψώσει την ευτελή ποίηση σε ανώτερα επίπεδα. Κι όταν ο Κ. Κουτσουρέλης θεωρεί τον διανοουμενισμό το βασικό έως μοναδικό χαρακτηριστικό των ποιημάτων του Καβάφη, γεγονός που αντιστρέφει την ποιητική ιεραρχία ως προς τα βασικά συστατικά, τότε κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει ότι πλέον αυτό το γνώρισμα είναι το κριτήριο μιας νέας πρόσληψης που έδωσε την υπεροχή στο έργο του.
Ο Nάσος Βαγενάς επισήμανε πολύ σωστά ότι δεν είναι δυνατόν να παίρνουμε ως κανόνα τις προδιαγραφές που έθεσε ο W.H. Auden το 1966 για την ποίηση του 19ου αιώνα και να τις εφαρμόζουμε ες αεί, λες και δεν αλλάζουν τα κριτήρια της τέχνης. Τα μεγάλα έργα, θα συμπλήρωνα εγώ μέσω της θεωρίας της πρόσληψης, προεκτείνουν τον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού και αλλάζουν με την παρουσία τους τα κριτήρια ανάγνωσης της τέχνης. Τα κριτήρια του Ώντεν προφανώς δεν έχουν «αντικειμενικό» χαρακτήρα, όπως θέλει να πιστεύει ο δοκιμιογράφος, και αγνοούν συν τοις άλλοις τον παράγοντα αναγνώστη και πρόσληψή τους, σαν η αξία των ποιητών να είναι ες αεί η ίδια, εξαρτώμενη μόνο από το πρόσωπο του δημιουργού τους.
Το δοκίμιο του Κ. Κουτσουρέλη ήταν η πέτρα που έκανε πολέμιους και φίλους του Καβάφη να ξαναδούν την ποίηση του τελευταίου∙ να ψάξουν να βρουν επιχειρήματα συνηγορίας ή ψόγου∙ να μετακινήσουν το ένα πόδι τους, ώστε να ξαναπατήσουν πιο συνειδητά στο ίδιο ή σε άλλο σημείο. Έτσι ο δοκιμιογράφος μάς πρόσφερε τη δυνατότητα να ελέγξουμε τις βεβαιότητές μας και να προβούμε, με συνεχή επανέλεγχο, σε νέες αναγνώσεις.
Στίχοι καθημερινοί αλλά κοινότοποι
Όσο για την προβολή του Αλεξανδρινού στα μέσα συγκοινωνίας, νομίζω ότι κανείς δεν είναι αντίθετος –καταρχήν- με την «κάθοδο» της ποίησης στην κοινωνία. Η ανάλογη πρωτοβουλία που έφερε προ καιρού ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη στο μετρό ήταν σίγουρα ένα μέσο, ώστε ο καθημερινός άνθρωπος να προσεγγίσει την ποίηση, και απέδειξε πως δεν είναι η τελευταία προϊόν μιας ελίτ ομάδας, ούτε αγαθό για κουλτουριάρηδες και φευγάτους.
Τα προβλήματα που προέκυψαν (και εντοπίστηκαν από κριτικούς και πανεπιστημιακούς) αφορούν στο τι επιλέγεται και πώς αυτό μπορεί να ιδωθεί ως μήνυμα. Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι οι βασικές αστοχίες του εγχειρήματος.
Οι στίχοι που επιλέχθηκαν είναι «αντιποιητικοί».
Αφενός, ο Καβάφης –νομίζω– δεν είναι τόσο αποφθεγματικός ποιητής, όσο νομίζουμε. Η μαγεία του έγκειται στην ιστορία (που δένεται συχνά πάνω στην Ιστορία) και δημιουργεί ένα κλίμα γεμάτο ειρωνεία και λοξές ματιές. Η αναθεώρηση, η ατμόσφαιρα, η ειρωνική ανατροπή, η πολυσημία δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε ένα ή δύο φράσεις, όσο κι αν έχουμε όλοι στο μυαλό μας μερικούς στίχους του Αλεξανδρινού ως μότο. Αυτοί προέρχονται από ένα ολόκληρο ποιητικό τοπίο, το οποίο και γεννά τη γνωμική τους επιφάνεια. Αν απομονωθούν, πέρα από τα λάθη ερμηνείας όπως αυτό με τη «βία» που εμφανίστηκε, χάνουν όλο το περικείμενο, όλα εκείνα τα συμφραζόμενα που τους στηρίζουν, χάνουν την τούρτα και μένουν ξερά κερασάκια.
Αφετέρου, οι στίχοι που επιλέχθηκαν είναι «αντιποιητικοί». Ο Καβάφης δεν διαθέτει λεκτική γοητεία, δεν σαγηνεύει με τα σχήματα λόγου, δεν χαστουκίζει με έναν στίχο-θέαμα, δεν λογχίζει με μια φράση-ποίημα. Γι' αυτό το λόγο πρέπει να ψάξει κανείς να βρει στίχους που εκφράζουν πυκνά και καίρια μια φιλοσοφική θέση, χωρίς διδακτισμό, αλλά με τον τόνο της σκεπτόμενης συνείδησης. Οι στίχοι αντίθετα που επιλέχθηκαν μοιάζουν τόσο καθημερινοί, τόσο βγαλμένοι από τον καθένα, που δεν παραπέμπουν σε ποίηση, δεν ωθούν σε μια περαιτέρω αναζήτηση του ποιήματος. Ο αναγνώστης πιστεύει ότι κι αυτός μπορεί να γράψει τέτοιες "κοινοτοπίες" και γι' αυτό τους προσπερνά, χωρίς να εμπεδώνεται μέσα του η αξία της ποιητικής γραφής.
Κ. Π. Καβάφης
Δοκίμιο
Κώστας Κουτσουρέλης
Εκδόσεις Μελάνι, 2013
Τιμή € 10,00, σελ.138