Για το μυθιστόρημα του Χρήστου Χαρτοματσίδη «Ρίο Γκράντε» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Υπάρχουν ήρωες με κακή μοίρα. Φευ, είναι αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είναι χαμένοι από χέρι ό,τι και να κάνουν. Όσες στροφές κι αν κάνει η τύχη τους, όσες βόλτες κι αν φέρει το ριζικό τους, το αποτέλεσμα θα είναι πάντα οικτρό γι’ αυτούς.
Ο Μπίλης του νέου μυθιστορήματος του Χρήστου Χαρτοματσίδη, είναι μια τέτοια περίπτωση. Λες και κάποιος τον έχει σημαδέψει εξαρχής και δεν μπορεί να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη πορεία του. Πιτσιρικάς αποφασίζει να κάνει μια ληστεία για να δείξει ότι έχει τα κουράγια να το κάνει, αλλά και για να εντυπωσιάσει την γειτόνισσά του, Ανθούλα, που την πολιορκεί, αλλά βρίσκει εμπόδιο τους γονείς της. Άλλο αν στη συνέχεια την αφήνει έγκυο και εξαφανίζεται.
Αγκάθι στα πλευρά
Τη φυλακή του θα την κάνει, αλλά αυτό δεν ηρεμεί τα δαιμόνια που τον κυνηγούν σε όλη του τη ζωή. Καταρχάς έχει ένα αγκάθι στα πλευρά του: αυτή που τον κατέδωσε στην αστυνομία ήταν η μητέρα της Ανθούλας και στη συνέχεια πεθερά του. Ναι, θα παντρευτεί, τελικά, τον νεανικό του έρωτα, θα κάνει μαζί της δύο παιδιά, θα στρωθεί και σε ένα τσιπουράδικο που άνοιξε και, θεωρητικά, όλα θα μπορούσαν να πάνε στη ζωή του πρίμα. Να, όμως, που το παρελθόν δεν λέει να φύγει από την πλάτη του. Είναι πολλά τα γεγονότα που συνέβησαν πριν από είκοσι χρόνια και καθορίζουν τώρα το παρόν του.
Καταρχάς, ο ταξίαρχος Βελέγκας που τον συνέλαβε, με αποτέλεσμα να γίνει τρανό όνομα στην αστυνομία. Ένας αχρείος μπάτσος, διεφθαρμένος έως το κόκαλο και επικίνδυνος όσο δεν πάει, καθώς έχει στήσει ένα κανονικό παραμάγαζο μέσα στο Σώμα πουλώντας προστασία έναντι υψηλού κόστους.
Μόνο που ο Βελέγκας είχε συνδεθεί με την Ανθούλα όσο ο Μπίλης την είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού και με την κοιλιά της να μεγαλώνει. Επίσης, ο Βελέγκας συνδέθηκε και με την Βάσια, άλλη γυναίκα της πρότερης ζωής του Μπίλη, μια τραγουδιάρα της πίστας, που, ενώ θα μπορούσε να βοηθήσει τον Μπίλη προτίμησε την καριέρα της.
Το Φαρ Ουέστ
Μύλος; Ναι, αλλά ολοκάθαρα εναντίον του πρωταγωνιστή, ο οποίος δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη από ένα τσιράκι του Βελέγκα που του λέει ορθά κοφτά ότι πρέπει να τα σκάσει για να μην γίνει το μαγαζί του παρανάλωμα του πυρός. Από αυτό το σημείο και μετά αρχίζει η κάθοδος σε ένα αστικό Φαρ Ουέστ στη Θεσσαλονίκη (πόλη που αναπτύσσεται η δράση).
Ο Βελέγκας (φυσικά), τα τσιράκια του, ένας υφιστάμενος που ανήκει στο Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας και προσπαθεί να παραμείνει αδιάφθορος και ο θείος του Μπίλη, πρώην ταξιτζής, νυν μαγαζάτορας της Κόπακαμπανα, πρώην εραστής της Βάσιας και τώρα άνθρωπος της νύχτας που κάνει διάφορες βρομοδουλειές.
Αυτοί που μετέχουν είναι πολλοί: ο Βελέγκας (φυσικά), τα τσιράκια του, ένας υφιστάμενος που ανήκει στο Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας και προσπαθεί να παραμείνει αδιάφθορος και ο θείος του Μπίλη, πρώην ταξιτζής, νυν μαγαζάτορας της Κόπακαμπανα, πρώην εραστής της Βάσιας και τώρα άνθρωπος της νύχτας που κάνει διάφορες βρομοδουλειές.
Άμαχος πληθυσμός
Ο Μπίλης, η γυναίκα του, τα παιδιά του και η Βάσια είναι ο άμαχος πληθυσμός ή, άλλως πως, οι παράπλευρες απώλειες. Όμως, σε κάθε πόλεμο (ακόμη και σ’ αυτούς της νύχτας) πάντα θα υπάρχουν θύματα που δεν έφταιξαν. Η επανεμφάνιση της Βάλιας, που αυτή τη φορά θέλει να κάνει το καλό και να σώσει τον Μπίλη, ανακατεύει αρκετά την τράπουλα της ιστορίας. Όπως και η είσοδος του Βελέγκα στη ζωή της Ανθούλας.
Τη στιγμή που το ζευγάρι Μπίλης-Ανθούλα δεν διάγει και τις καλύτερες μέρες του, οι εξωγενείς παράγοντες (Βάσια, Βελέγκας) θα πυροδοτήσουν περαιτέρω εξελίξεις. Ο Μπίλης, θέλοντας και μη, μπαίνει στο παιχνίδι των σκιών που παίζεται τη νύχτα από μπράβους και εξωνημένους αστυνομικούς. Δεν θέλει και πολύ για να δει τη ζωή του να διαλύεται. Το μαγαζί του, όντως, θα γίνει στόχος, αυτός θα καταντήσει ένας κυνηγημένος, ενώ η Ανθούλα θα τον διώξει από το σπίτι.
Τι άλλο μπορεί να συμβεί σ’ αυτόν τον άνθρωπο που πληρώνει ακόμη μια εφηβική αμέλεια; Ίσως, μια τελευταία ελπίδα. Μια έξοδος από το «μαντρί», μια ηρωική –πλην αναγκαία– αποχώρηση από το σκηνικό. Κάπου εκεί στο βάθος υπάρχει το Ρίο Γκράντε για εκείνον και την Βάσια. Αν θα τα καταφέρει; Ας το αφήσουμε αυτό επί του παρόντος.
Αληθινοί ήρωες
Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης γράφει ένα μυθιστόρημα που σε κάνει να πιστέψεις ότι μπορεί να συμβεί ή να έχει ήδη συμβεί. Οι ήρωες είναι αληθινοί και όχι χάρτινοι. Σφύζουν από ζωή, αποτυχία, πονηριά, έρωτα, μίσος και απάτη.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι άμεση, τραχιά και άγρια όταν πρέπει.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι άμεση, τραχιά και άγρια όταν πρέπει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με λαϊκούς ανθρώπους (αν και κάποιοι εξ αυτών έχουν γνώση της ρωσικής λογοτεχνίας), επομένως η φωνή τους είναι αυτή που έχει «πιάσει» ο συγγραφέας. Τούτο βοηθάει περαιτέρω στην αληθοφάνεια της ιστορίας.
Αν συμβαίνουν αυτά στα μέρη μας; Αν μαγαζιά καίγονται επειδή δεν πλήρωσαν προστασία; Αν αστυνομικοί μετέχουν σε παράνομες πράξεις; Αν αθώοι πολίτες πέφτουν θύματα της μοίρας; Τι να απαντήσει κανείς σε όλα αυτά τα ρητορικά ερωτήματα; Τα προφανή δεν χρειάζονται απάντηση.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αυτή η καριόλα η Βάσια με κάρφωσε! Ποιος άλλος; Κι ας μου παρίστανε την αθώα. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ δεν με γνώριζε, ούτε κάποιο απ’ τα γκαρσόνια. Άρα μόνο αυτή μένει». Ο Νάσος άναψε πουράκι και κούνησε το κεφάλι.
«Μετά με κάλσε στο γραφείο του ο Βελέγκας. Αυτός που συνέλαβε τότε. Έχει γίνει στρατηγός, ταξίαρχος, δεν ξέρω. Φορούσε τη στολή του, όχι τα πολιτικά. Όπα, λέω από μέσα μου. Θέλει να με τρομάξει με τα γαλόνια, ο μαλάκας! Κρατούσε και τη γραμματέα του, εκείνη την αγγούρω, τη φροϊλάιν, κι αυτή ένστολη. Ντεμέκ η συζήτησή μας είναι επίσημη, μπροστά σε μάρτυρες και μ’ έχει πιάσει απ’ τα αρχίδια». (σελ. 165)