Του Νίκου Ξένιου
Τα Γράμματα σ’ ένα φίλο Γερμανό δημοσιεύθηκαν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι είχαν αρχίσει να γράφονται το 1943. Πρόκειται για μια καταγγελία της βίας από τον Αλμπέρ Καμύ που, καθώς προηγήθηκε της Πανούκλας, έδωσε το προανάκρουσμα της πνευματικής σύλληψης του μεγάλου συγγραφέα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη και τις ενδιάθετες τάσεις της. Τα Γράμματα ενθάρρυναν τους Γάλλους να παραμείνουν πιστοί στη διανόηση, ενάντια στον πραγματισμό και τη χυδαία «ηθική της αποτελεσματικότητας» του γερμανικού μιλιταρισμού.
Ο μικρός pied-noir
Στην ημιτελή αυτοβιογραφική του νουβέλα Ο πρώτος άνθρωπος, που δημοσιεύτηκε τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του[1], ο Καμύ αναφερόταν στη μητέρα του, φτωχή κόρη ισπανών μεταναστών, και στο σπίτι όπου μεγάλωσε, ένα διαμέρισμα χωρίς μπάνιο σε υποβαθμισμένο προάστειο στο Αλγέρι. «Γεννήθηκα φτωχός και δίχως θρησκεία, κάτω από ένα χαρούμενο ουρανό, νοιώθοντας την αρμονία και όχι την εχθρότητα μέσα στη φύση», έγραψε το 1948. Γράφοντας τη διπλωματική του εργασία στον Πλωτίνο και τον Άγιο Αυγουστίνο ο Καμύ είχε διαμορφώσει τη μεταφυσική του τοποθέτηση, θεμελιώνοντάς την στην κοινωνική εμπειρία. Η αποποίηση της θρησκείας μπορεί κάλλιστα να συνυπάρξει με ένα όραμα λύτρωσης. Η μηδενιστική τάση του στην ουσία είναι μια νέα αντίληψη περί δικαίου, το αποκύημα μιας ευφυούς συνείδησης κοσμοπολίτη Γάλλου υπό το πρίσμα του οποίου κάθε μορφή βίας είναι καταδικαστέα[2]. Στη διάρκεια του Πολέμου της Αλγερίας (1954-1962) ο συγγραφέας είχε ταχθεί με την πλευρά των συμπατριωτών του, πεπεισμένος τότε για τις βίαιες προθέσεις των εθνικιστών Αράβων. Στη διάρκεια της απονομής του βραβείου Νόμπελ, πολύ αργότερα, θα δηλώσει: «Πιστεύω στη Δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μητέρα μου πριν από αυτήν».
Ο Καμύ είχε διαμορφώσει τη μεταφυσική του τοποθέτηση, θεμελιώνοντάς την στην κοινωνική εμπειρία
Αντίστοιχο ηθικής τάξεως δίλημμα θα απασχολήσει και τον Σαρτρ στον Εγκαταλελειμμένο Άνθρωπο: εκεί ένας νεαρός φοιτητής φιλοσοφίας οδηγείται από τον φιλόσοφο στο να διεξέλθει απορριπτικά όλες τις υπάρχουσες φιλοσοφικές θεωρίες προκειμένου να αποφασίσει μεταξύ της στράτευσής του στην Πατρίδα και της αγάπης του για την άρρωστη μητέρα του. Πρόκειται για το κλασικό δίλημμα των άθεων Γάλλων υπαρξιστών της δεκαετίας του σαράντα, που κατ’ ουσίαν θεσπίζει την πρωτοκαθεδρία μιας ασθμαίνουσας, έωλης συνείδησης παράλληλα με την αίσθηση της τυχαιότητας και ηθικής ερήμωσης που ταλανίζει τους Ευρωπαίους μετά την οδυνηρή εμπειρία του πολέμου. Η αδικία του ισχύοντος νομικού συστήματος καταγγέλλεται από τους γάλλους διανοητές της εποχής. Και, μαζί με αυτήν, καταγγέλλονται η μικρόνοια και η απανθρωπία που διέπει τη θανατική ποινή.
Στρατευμένη λογοτεχνία με τους Συμμάχους ante portas
Κομβικό σημείο πριν από τις οριστικές διατυπώσεις του Καμύ περί του παράλογου χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής αποτέλεσε η συλλογή των τεσσάρων Γραμμάτων σ’ ένα φίλο Γερμανό: η πρώτη επιστολή δημοσιεύθηκε στην RevueLibre το 1943, η δεύτερη στα CahiersdeLibération το 1944 και η τρίτη στην εφημερίδα Libertés, το 1945. Τα Γράμματα σ' ένα φίλο Γερμανό εκδόθηκαν συγκεντρωμένα το 1945 από τις εκδόσεις «Γκαλιμάρ» και περιλήφθηκαν στη συλλογή Resistance, Rebellion and Death. Χαρακτηριστικά στρατευμένο κείμενο, τα Γράμματα απευθύνονται σε δεύτερο πρόσωπο σε κάποιον επινοημένο αποδέκτη, που λίγο ως πολύ ενσαρκώνει τον μέσο Γερμανό της εποχής.
Στην πρώτη επιστολή, υπογεγραμμένη τον Ιούλιο του 1943, ο Καμύ απαντά στη κατηγορία που υποτίθεται ότι δέχτηκε από τον «φίλο Γερμανό»[3] πως «δεν αγαπά την πατρίδα του» και του έδωσε εφαλτήριο για να ορίσει την πραγματική «αγάπη για την Πατρίδα». Στην επιστολή αυτήν ο Άνθρωπος και η Ευτυχία του βαρύνουν πολύ περισσότερο από οποιανδήποτε «πατρίδα». Δεν πρόκειται για τη δήλωση ενός απάτριδος, αλλά για την ακλόνητη πεποίθηση ενός ανθρωπιστή. Στη δεύτερη επιστολή (Δεκέμβριος 1943) υπερασπίζεται την Πνευματικότητα ενάντια στην Ισχύ. Στην τρίτη (Απρίλιος 1944) μιλά για το Θάρρος, αντιπαραβάλλοντας την αλόγιστη τόλμη του φανατικού Γερμανού στη συνειδητή, εμποτισμένη στο Πνεύμα τόλμη του αντιστασιακού Ευρωπαίου[4]. Ο «φίλος Γερμανός» πρέπει να πάρει το μήνυμα πως η Δικαιοσύνη υπερέχει του γερμανικού «μεγαλείου», όποιο κι αν είναι το τίμημα σε αίμα αυτής της πρωθιεράρχησης. Εννοείται πως ο Καμύ αναιρεί τις πρότερες πεποιθήσεις όλων για την ύπαρξη ενός υπερβατολογικού ορθολογικού πνεύματος που θα κυριαρχούσε στην ευρωπαϊκή συνείδηση της Ιστορίας εάν ο παραλογισμός του πολέμου δεν είχε ανατρέψει παρόμοιες βεβαιότητες. Η τέταρτη επιστολή είναι γράμμα «συμφιλίωσης», πάνω σε μια νέα βάση: η Ευρώπη έχει ανάγκη τη Γερμανία, όπως και κάθε άλλο ευρωπαϊκό έθνος. Όμως η Γερμανία πρέπει να λυτρωθεί από τους «δαίμονες» που την κατατρύχουν. Ο άνθρωπος πρέπει να προσδώσει νόημα στην ανέστια ζωή του. Αρνούμενος την απελπισία του μεταφυσικά άστεγου, ο Καμύ νοηματοδοτεί τον κόσμο γύρω του με όργανο τη βούληση.
Ο έφηβος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα
Κείμενο ιδιαίτερα δραστικό, που διαμορφώνει τη στάση του νέου πολίτη στην κατεύθυνση της εναντίωσης στη θανατική ποινή και των ανθρωπιστικών επιλογών, χωρίς απαραίτητα να προϋποθέτει τον αφελή χριστιανικό ανθρωπισμό
Το εμβόλιμο ανεκδοτολογικό επεισόδιο με το φορτηγό που οδηγεί, μεταξύ άλλων Γάλλων αγωνιστών, ένα δεκαεξάχρονο αθώο παιδί στον χώρο της εκτέλεσής του, είναι χαρακτηριστικά οικείο σε όλες τις γενεές που ακολούθησαν: το θέμα του αποσπάσματος είναι η νηφαλιότητα του επαναστάτη ενάντια στο εξηρμένο θυμικό του δημίου του. Παράλληλα, ασκείται έντονη κριτική για τον ρόλο που διαδραμάτισε ο προτεσταντικός κλήρος στο έγκλημα της Γερμανίας σε βάρος της ανθρωπότητας[5].
Στα μεταφρασμένα κείμενα κλασικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας γενικής παιδείας της τρίτης Λυκείου, όλα τα ελληνόπουλα διδάσκονται αυτό το κείμενο, που απευθύνεται στο εφηβικό συναίσθημα μπροστά στο φάσμα του ολέθρου και της αδικίας. Πρόκειται για κείμενο ιδιαίτερα δραστικό, που ως εκπαιδευτικός μπορώ να διαβεβαιώσω ότι διαμορφώνει τη στάση του νέου πολίτη στην κατεύθυνση της εναντίωσής του στη θανατική ποινή και της υιοθέτησης ανθρωπιστικών επιλογών, χωρίς απαραίτητα να προϋποθέτει τον αφελή χριστιανικό ανθρωπισμό. Η μορφή του ιερέα εξομολογητή φέρεται να συνεργεί στο έγκλημα και ο επίγειος εκπρόσωπος του Θείου δεν πείθει τον καταδικασμένο έφηβο για την υποτιθέμενη γαλήνη που υπάρχει στην προοπτική της αιωνιότητας. Ο συγγραφέας, διαλεγόμενος με την παράλογη μεταφυσική των Ναζί, εξηγεί τους λόγους που τον έκαναν να διαχωρίζει τη θέση του από τη δική τους. Η δίψα για Δικαιοσύνη που τον βασάνιζε από τα παιδικά του χρόνια θα βρει κι εδώ την έκφρασή της, ενώ η απελπισία που πηγάζει από το κενό της δημιουργίας θα ξεπεραστεί "με την πίστη του ανθρώπου στη γη"[6]. Η πίστη στον άνθρωπο ως απόλυτη αξία ζωής είναι η μόνη δικαίωση σ' αυτόν τον κόσμο, και η προσήλωση στη Δικαιοσύνη δεν είναι παρά το παράγωγο αυτής της πίστης σε επίπεδο ηθικής.
Με το ένθερμο και σκωπτικό ύφος τους τα Γράμματα σ’ ένα φίλο Γερμανό καταδεικνύουν το βαθύ διανοητικό χάσμα που χώριζε τους Γερμανούς εκείνης της εποχής από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Καμύ είναι τόσο οικουμενικός όσο κάθε μεγάλος διανοητής, γι’ αυτό και η παιδαγωγική αξία των κειμένων του είναι ανυπολόγιστη. Στην τελευταία επιστολή (Ιούλιος 1944) ο συγγραφέας ρίχνει φως ελπίδας στο γενικευμένο σκότος που σκέπασε την Ευρώπη με τη ναζιστική θηριωδία. Μια απροκάλυπτη κριτική του ναζιστικού καθεστώτος που απευθύνεται «όχι σ’ ένα έθνος», αλλά σ’ ένα καθεστώς δημίων.
Γράμματα σ' έναν φίλο Γερμανό
Albert Camus
Μτφρ.: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Τιμή € 5,50, σελ.96