Του Γιώργου Λαμπράκου
Ο στοχασμός πάνω σε κάθε αντικείμενο προϋποθέτει τον στοχασμό πάνω στο υποκείμενο που το εξετάζει, δηλαδή τον αναστοχασμό του υποκειμένου.
Το ίδιο ισχύει ασφαλώς στην περίπτωση του αισθητικού αντικειμένου, δηλαδή του έργου τέχνης, όπως τονίζει ο σύγχρονος γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Luc Ferry στο εμπεριστατωμένο βιβλίο του με τον γοητευτικό τίτλο Homoaestheticus: η επινόηση της καλαισθησίας στη δημοκρατική εποχή, που μεταφέρθηκε στη γλώσσα μας με ιδιαίτερη αισθητική και εννοιολογική μέριμνα (μτφρ. Χαρά Μπακονικόλα, Φώτης Σιατίτσας, επιμ. Αθηνά Μιράσγεζη, Ευρυδίκη, 2011).
Η γέννηση του αισθητικού ανθρώπου
Ο Ferry καταγίνεται με το δύσκολο έργο να εντοπίσει και να αναλύσει τα κύρια σημεία της γέννησης –κατά τους Νέους Χρόνους– του επονομαζόμενου «αισθητικού ανθρώπου», δηλαδή του ανθρώπου που αφού πρώτα έρθει σε επαφή με τα έργα τέχνης και τα απολαύσει, στη συνέχεια αναλαμβάνει να κρίνει τη σημασία και την αξία τους. Με άλλα λόγια, ο Ferry ασχολείται με το πώς κινήθηκε στη νεότερη ιστορία ο άνθρωπος από το πρωταρχικό επίπεδο του αμιγώς υποκειμενικού γούστου ως το εξελιγμένο επίπεδο μιας δυνάμει αντικειμενικής θεώρησης της τέχνης. Προτού ανασυγκροτήσουμε την ιστορικοφιλοσοφική θεώρηση του Ferry, ας επισημάνουμε ότι η λέξη «γούστο» (αγγλ. taste, γαλλ. goût, γερμ. Geschmack, ιταλ. gusto: στο βιβλίο μεταφράζεται εναλλάξ ως «καλαισθησία» και «γούστο») προέρχεται από τη λατινική λέξη για τη γεύση (gustus), η οποία με τη σειρά της ενδέχεται να έχει κοινή ρίζα με την αρχαιοελληνική λέξη «γεύσις», υποδηλώνοντας έτσι τη συνάφεια ανάμεσα στη δοκιμή ενός φαγητού και στη «δοκιμή» ενός έργου τέχνης, καθώς και τη συνεπακόλουθη κρίση επί αυτών.
Ο Ferry διακρίνει τη σχέση των ανθρώπων με το ωραίο καταρχάς από ιστορική άποψη: στους Αρχαίους, το έργο είναι ένας μικρόκοσμος, και το πόσο ωραίο ήταν κρινόταν βάσει μιας αντικειμενικής ιδέας, που το συσχέτιζε υποχρεωτικά με τον ελεγχόμενο από τους θεούς μακρόκοσμο. Στους Νεότερους συμβαίνει η λεγόμενη «επανάσταση της καλαισθησίας»: το έργο συσχετίζεται σταδιακά με την υποκειμενικότητα που το προσλαμβάνει και τέρπεται από αυτό, και το πρόβλημα έγκειται στο πώς θα συμβιβαστεί η υποκειμενική κρίση με αντικειμενικά (αλλά ανθρώπινα, πλέον, και όχι θεϊκά) κριτήρια. Στους δε Συγχρόνους το έργο εκφράζει αποκλειστικά την ατομικότητα του δημιουργού (που έχει πάρει εν πολλοίς τη θέση του Θεού), αποτελώντας τη δεδηλωμένη προέκταση του εαυτού ενός εξατομικευμένου καλλιτέχνη. Η «εξυποκειμένιση» του κόσμου (ή εξατομίκευση, αν και ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει τις έννοιες «υποκείμενο» και «άτομο»), με αρχή την καρτεσιανή φιλοσοφία, συνιστά για τον Ferry το κύριο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας και σταδιακά, με εξαίρεση την επιστήμη που αξιώνει ακόμα την αντικειμενικότητα, η αισθητική καθίσταται «ο προνομιακός τόπος» αυτής της εξυποκειμένισης. Στόχος της νεότερης αισθητικής γίνεται η εύρεση κριτηρίων για το πώς το καλλιτεχνικό έργο που έχει γίνει «για όλους εμάς» δεν θα καταλήξει (όπως σε μεγάλο βαθμό εντέλει κατέληξε στη μετανεωτερικότητα) να έχει νόημα «μόνο για μένα». Με τους φιλοσοφικούς όρους του Ferry, το κεντρικό ζήτημα της σκέψης θα γίνει το πώς να θεμελιώσουμε «την υπερβατικότητα των αξιών μέσα στη ριζική τους εμμένεια».
Η αισθητική εμφανίζεται ως όρος για πρώτη φορά το 1750 στο ομώνυμο έργο του γερμανού φιλοσόφου Αλεξάντερ Μπαουμγκάρτεν (δύο κεφάλαια αυτού του έργου μεταφράζονται μάλιστα για πρώτη φορά στο Παράρτημα του ανά χείρας τόμου). Σύμφωνα με τον Ferry, «η γέννηση της αισθητικής ως φιλοσοφικού κλάδου συνδέεται άρρηκτα με τη ριζική μεταβολή που παρεμβαίνει στην παράσταση του ωραίου, όταν αυτό το τελευταίο νοείται με όρους καλαισθησίας, και άρα, με αφετηρία αυτό που στον άνθρωπο σύντομα θα παρουσιαστεί ως η ουσία καθαυτήν της υποκειμενικότητας, ως το πιο υποκειμενικό στοιχείο του υποκειμένου» (σ. 42). Η αισθητική θεμελιώνεται με την «εξυποκειμένιση» του κόσμου, ή με αυτό που σε άλλο σημείο ο Ferry ονομάζει «απόσυρση του κόσμου», δηλαδή την απόσυρση ενός μεγάκοσμου ενόψει των δυνάμει άπειρων μικρόκοσμων, που είναι οι εξατομικευμένες οπτικές γωνίες της μετανεωτερικότητας.
Τα τρία θεμελιώδη προβλήματα της αισθητικής, σύμφωνα με τον γάλλο φιλόσοφο, είναι, πρώτον, η «ανορθολογικότητα του ωραίου», που σχετίζεται με την ανατίμηση του αισθητού κόσμου έναντι του νοητού κόσμου, με αποτέλεσμα η αισθητική να αυτονομείται ως στοχαστικός κλάδος, καθώς καλείται να μελετήσει την (ανορθολογική) αισθητικότητα του ανθρώπου. Δεύτερον, «η γέννηση της κριτικής» ως αποτέλεσμα της λιγότερο ή περισσότερο επιτυχούς ρήξης με την παράδοση και, στην περίπτωση της αισθητικής, με την ακαδημαϊκή τέχνη. Ο καλλιτέχνης γίνεται ιστορικό υποκείμενο, επιδιώκει να είναι «πρωτότυπος δημιουργός», και η επιδιωκόμενη πρωτοτυπία του μετριέται πλέον με γνώμονες την ιστορία και την κριτική τέχνης. Τρίτον, «το κοινό αίσθημα και η επικοινωνία», αφού μπροστά στον κίνδυνο του απόλυτου σχετικισμού, που ελλοχεύει ιδίως στην αισθητική λόγω της «ισχυρότερης έντασης ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό», οι άνθρωποι συζητούν και αναζητούν κοινά κριτήρια αξιολόγησης του ωραίου.
Τη γέννηση της αισθητικής ως αυτόνομου κλάδου, καθώς και την ιστορία της ως τις μέρες μας, θα μας τις δείξει εμπεριστατωμένα ο Ferry μέσα από πέντε «στιγμές»: τη διαμάχη στο πλαίσιο των νεότερων φιλοσοφικών θεωριών «ανάμεσα στην καρδιά και το λογικό» ως προς τα πρωτεία της θέασης της τέχνης (και όχι μόνο), την «καντιανή στιγμή» όπου ο αναστοχασμός αξιώνει να προσφέρει κριτήρια μιας δυνάμει διυποκειμενικής συμφωνίας ως προς το ωραίο, την «εγελιανή στιγμή» σύμφωνα με την οποία η τέχνη πεθαίνει επειδή δεν έχει κατορθώσει να αυτονομηθεί από (και πόσο μάλλον να επιτύχει) την εύρεση της απόλυτης αλήθειας, τη «νιτσεϊκή στιγμή» στην οποία το υποκείμενο εμφανίζεται κατακερματισμένο και ο δυτικός πολιτισμός αισθητικοποιείται στον βαθμό που φαίνεται να χάνει τα ορθολογικά σημεία στήριξής του, τέλος την έλευση και την παρακμή των αισθητικών πρωτοποριών του μοντερνισμού, που ανοίγουν διάπλατα την πόρτα για τον πλήρη αισθητικό σχετικισμό της μεταμοντέρνας εποχής. Ας παρακολουθήσουμε εντελώς σχηματικά αυτές τις πέντε κορυφαίες στιγμές της νεότερης αισθητικής, προτού καταλήξουμε σε μια σύντομη κριτική τοποθέτηση για το συνολικό αισθητικό διακύβευμα στις μέρες μας.
17ος αιώνας: μάχη μεταξύ ορθολογισμού και εμπειρισμού
Στην Ευρώπη του 17ου αιώνα μαίνεται η πνευματική μάχη μεταξύ ορθολογισμού και εμπειρισμού. Από τη μία ο (ορθός) λόγος και η νόηση χρησιμοποιούνται ως τα κατεξοχήν θεωρητικά εργαλεία για την υποστήριξη της κλασικής ιδέας του ωραίου ως αναπόσπαστου τμήματος της (ανέκαθεν ανώτερης) αλήθειας. Από την άλλη, η καρδιά και το αίσθημα αξιοποιούνται για να ασκήσουν κριτική στην παραδοσιακή αντίληψη, δείχνοντας ότι η καλαισθητική κρίση, και συνολικά η κριτική της τέχνης, είναι εν πολλοίς ζήτημα συναισθημάτων. Από τη μία, διακηρύσσεται ότι η τέχνη εξακολουθεί να είναι μίμηση της φύσης, ιδίως «μίμηση αυτού που αποκαλύπτει ο λόγος ως ουσία της φύσης». Από την άλλη, προκρίνεται η συγκίνηση, έναντι της νόησης, ως βασικό εργαλείο για την πρόσληψη της τέχνης, παρότι κι εδώ η τέχνη εκλαμβάνεται επίσης ως μίμηση της φύσης. Η αισθητική λογοκρατία επιμένει στους λογικούς κανόνες της κλασικής τέχνης και στην πρωταρχική έννοια της τελειότητας, σε αντίθεση με την αισθητική του συναισθήματος, που προτάσσει πιο υποκειμενικά μορφικά στοιχεία.
Η σύγκρουση θα συνεχιστεί για τα καλά κατά τον 18ο αιώνα, π.χ. στο έργο του Ντέιβιντ Χιουμ, ο οποίος, παρότι ακραιφνώς εμπειριστής, δεν θα καταλήξει στον σχετικισμό του κατ’ ανάγκην υποκειμενικού συναισθήματος, αλλά θα προσπαθήσει να θεμελιώσει αντικειμενικά την αισθητική πάνω στο συναίσθημα, το οποίο θεωρεί κοινή κληρονομιά των (καλλιεργημένων) ανθρώπων. Πάντως, οι «δύο πρώτες αυτόνομες θεωρίες της αισθητικότητας» θα είναι η Αισθητική του Μπαουμγκάρτεν (1750) και η Φαινομενολογία του μαθηματικού Γιόχαν Χάινριχ Λάμπερτ (1764, δύο κεφάλαια της οποίας επίσης μεταφράζονται για πρώτη φορά στο Παράρτημα). Ιδίως στο έργο του Μπαουμγκάρτεν, όπου η αισθητική ορίζεται εξαρχής ως «επιστήμη της αισθητηριακής γνώσης», το αισθητό εν πολλοίς θα αυτονομηθεί από το νοητό, ενώ το ατομικό στοιχείο θα εξυψωθεί, επιτρέποντας στον καλλιτέχνη να δείξει ότι το έργο του δεν ανάγεται πλέον υποχρεωτικά στις παραδεδεγμένες έννοιες της λογικής, αλλά μπορεί και εισέρχεται στον εκτός λογικής χώρο του «μυστηρίου», της «ευαισθησίας» και του «δεν-ξέρω-τι» (σ. 121). Να προσθέσουμε ότι η ίδια η γερμανική γλώσσα συνέβαλε σε αυτή την αλλαγή σκέψης, καθώς η λέξη για την «αίσθηση» (Sinn) είναι η ίδια με τη λέξη για το «νόημα».
Για τον Ferry, ο Καντ είναι η επαναστατική εκείνη μορφή της σκέψης που στα τέλη του 18ου αιώνα συνύφανε τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό σε ένα νέο φιλοσοφικό σχήμα, το οποίο αξιώνει να επιλύσει (ή έστω να διατυπώσει οριστικά) την «αντινομία της καλαισθησίας»: πώς μπορώ να διατηρώ και να προάγω την ιδέα της πανανθρώπινης καθολικότητας της καλαισθησίας, χωρίς συνάμα να περιορίζεται η ατομική αισθητική εμπειρία; Ο Καντ πρότεινε την ιδέα της καλαισθητικής κρίσης ως «αναστοχαστικής» κρίσης, δηλαδή μιας κρίσης την οποία εκφράζουμε όχι ως μια γνωστική κρίση με την οποία συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τους άλλους στη βάση της επιστημονικής αντικειμενικότητας, αλλά ως μια αισθητική λογομαχία που εξελίσσεται πάνω σε μια βάση διυποκειμενικότητας, «ώστε να διευρύνουμε τη σφαίρα της καθαρής υποκειμενικότητας, προκειμένου να επιδιώξουμε μια μη δογματική “μοιρασιά” της αισθητικής εμπειρίας με τον άλλον, καθόσον είναι ένας άλλος άνθρωπος» (σ. 141).
Η καλαισθητική κρίση κινείται πλέον ανάμεσα σε δύο πόλους: ο ένας είναι η «τυχαιότητα του κάλλους», ο άλλος είναι η «καθολικότητα του ορίζοντα προσδοκίας», ενώ η επιτυχία της οφείλεται, σύμφωνα με τα λόγια του Καντ, στο «να σκεφτόμαστε από τη θέση του άλλου». Στην Κριτική της κριτικής δύναμης ο Καντ θα αναλύσει μεταξύ άλλων την περίπλοκη έννοια του «υψηλού», συνδυάζοντας τρεις όρους της νέας αισθητικής: το αντικείμενο της φύσης, τη φαντασία και τις Ιδέες του λογικού. Η καντιανή στιγμή συνιστά το «ρήγμα» στη νεότερη αισθητική, σύμφωνα με τον Ferry, καθώς συνδυάζει τρία βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, ο ορθός λόγος, ακόμα και στο πλαίσιο της αισθητικής, δεν μπορεί πια να εγκαθιδρύσει «μια για πάντα τα αλάθητα κριτήρια της καλαισθησίας». Δεύτερον, η αισθητικότητα ανατιμάται σε τέτοιο βαθμό, ώστε πλέον η λογική και η αισθητική διαχωρίζονται, «χωρίς τη δυνατότητα αναγωγής του ενός από τους δύο χώρους στον άλλο». Τρίτον, στο ωραίο αναγνωρίζεται ο ακανόνιστος και τυχαίος χαρακτήρας του, κι έτσι το ωραίο απελευθερώνεται από το να οφείλει να αναζητά κατ’ ανάγκην την αλήθεια, ακόμα κι αν αξιώνει να μιμείται την ουσία της φύσης, όπως η επιστήμη.
Στον Χέγκελ, απεναντίας, το ωραίο έχει πάντα ως αίτημα την αλήθεια, όπως επισημαίνει ο Ferry. Η «εγελιανή στιγμή» αποτελεί, από αυτή την άποψη, μια κάποια πλατωνικού τύπου οπισθοδρόμηση σε σχέση με τον Καντ, αφού, παρότι το ωραίο ιστορικοποιείται (βρισκόμαστε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα), ο αισθητός κόσμος παραμένει υπόδουλος στον νοητό κόσμο. Όπως το θέτει ο Ferry, για τον Χέγκελ «η τέχνη δεν μπορεί παρά να είναι ένα μέσο, κι αυτό επίσης κατώτερο, για να συλλαμβάνουμε την αλήθεια της ιδέας» (σ. 186). Κι ενώ για τον Καντ το ωραίο χαρακτηρίζει, εκτός από την τέχνη, και την ίδια τη φύση (και μάλιστα σε μια σχέση όπου η μία εμφανίζεται «ως εάν» να είναι η άλλη), στον Χέγκελ η αισθητική αφορά το ωραίο αποκλειστικά στην ανθρώπινη έντεχνη παραγωγή. Αν με τη θέση του Χέγκελ ότι «η τέχνη έχει ως αντικείμενο την [αισθητή] παρουσίαση της αλήθειας» η τέχνη μπαίνει στο ίδιο επίπεδο με τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, τότε στην καθεμία από τις τρεις δραστηριότητες απομένει να δείξει πόσο «αληθινή» είναι.
Μέσα από τις τρεις μεγάλες μορφές τέχνης, τη συμβολική, την κλασική και τη ρομαντική, ο Χέγκελ κατασκευάζει ένα ιστορικιστικό σχήμα στο οποίο εντέλει η τέχνη, σύμφωνα με τον Ferry, «αυτοδιαλύεται μέσα στη θρησκεία και κατόπιν μέσα στη φιλοσοφία». Υποβιβάζοντας την αισθητικότητα της τέχνης, ο Χέγκελ προκρίνει τις τέχνες που είναι κατεξοχήν «πνευματικές», «εσωτερικές», «χρονικές», με αποκορύφωμα τη μουσική και την ποίηση. Αλλά ακόμα και τότε, σύμφωνα με τον Χέγκελ, την αλήθεια προσεγγίζει καλύτερα η θρησκεία και εντέλει η (δική του) φιλοσοφική σκέψη. Η εγελιανή αισθητική, σύμφωνα με τον Ferry, είναι ένας «ιστορικοποιημένος κλασικισμός» που κορυφώνεται αλλά και ολοκληρώνεται στο «απόλυτο υποκείμενο» της εγελιανής φιλοσοφίας, και όχι στον κατά Καντ ιδιοφυή καλλιτέχνη, που με το έργο του αξιώνει (ίσως μάταια, αλλά δεν έχει σημασία) να αγγίξει την αχρονικότητα της φύσης.
Γιατί όμως η δυτική φιλοσοφία υποτιμούσε ανέκαθεν τον αισθητό κόσμο, σε σύγκριση με τον νοητό; Μια απάντηση δίνει ο Νίτσε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, χτυπώντας τη μεταφυσική με το βαρύ σφυρί της ειρωνείας του: φιλόσοφοι και θεολόγοι, αυτοί οι διαλεκτικοί που κατά τον Νίτσε πάσχουν από βούληση για αλήθεια, φοβούνταν ανέκαθεν τη συνύφανση της αισθητικότητας με την «αισθησιακότητα». Ο καλλιτέχνης, απεναντίας, συλλαμβάνοντας έναν κόσμο στον οποίον η αντιπαράθεση φαινομενικότητας και πραγματικότητας δεν έχει ως εκ των προτέρων νικητή την πραγματικότητα, προάγει μια τέχνη η οποία συνδιαλέγεται με το «γίγνεσθαι», το αληθινό «είναι» του κόσμου. Η τέχνη στη «νιτσεϊκή» στιγμή γίνεται «η καλύτερη έκφραση της ζωής», όπως επισημαίνει ο Ferry, ο οποίος υπογραμμίζει καίρια μια διπλή χειρονομία στη σκέψη του Νίτσε: από τη μία τον «υπερατομικισμό» του, στον οποίον τα άτομα κατακερματίζονται εσωτερικά αλλά και σε σχέση με τον κόσμο στον οποίον έβρισκαν τα ερείσματά τους. Αυτό καταλήγει στον προοπτικισμό, δηλαδή την αδυναμία θέασης του κόσμου από ένα αρχιμήδειο σημείο, συνεπώς τη ριζική του πολλαπλότητα και ετερογένεια. Όπως γράφει ο Νίτσε, προαναγγέλλοντας τον Φρόιντ, «η αισθητική δεν είναι τίποτε άλλο από μια εφαρμοσμένη φυσιολογία», οπότε (και) στον κόσμο της τέχνης θα επικρατήσει εντέλει η ισχυρότερη βούληση (για μια φυσιοκρατική ερμηνεία όλης της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, παραπέμπουμε στη μετάφρασή μας του βιβλίου του Brian Leiter, Νίτσε και ηθική).
Από την άλλη, ο Ferry υπογραμμίζει τον «υπερκλασικισμό» του Νίτσε, ο οποίος αφήνει την αλήθεια στο βάθρο, ωστόσο ως καταλληλότερη δραστηριότητα για να την προσεγγίσουμε θεωρεί την τέχνη. Ο νιτσεϊκός τύπος του καλλιτέχνη είναι ένας αριστοκράτης, μα όχι με την κοινωνική έννοια, καθώς και ένας υπερατομικιστής, μα όχι με τη νεωτερική έννοια: διότι στη νεωτερικότητα, όπως «κατάλαβε» περίφημα ο Νίτσε διαλαλώντας αυτή του την κατανόηση, το άτομο είναι αρκούντως διακριτό ώστε να φωνασκεί για την ατομικότητά του, αλλά και αρκούντως διασπασμένο και τρωτό ώστε να τρομάζει απέναντι στα άλλα άτομα και να διεκδικεί την ισότητα με αυτά. Όπως τονίζει εύστοχα ο Ferry: «πρόκειται για βαθμό μηδέν της ζωής, αφού αυτή η απελευθέρωση από τα πάντα συντελείται με βάση την εξίσωση με τους πάντες» (σ. 246). Μέσα στον φιλόσοφο (γενεαλόγο των αξιών) Νίτσε ενυπήρχε ωστόσο και ο καλλιτέχνης (ποιητής και συνθέτης), έτσι στο έργο του δυσκολευόμαστε να βρούμε μία ξεκάθαρη αισθητική αντίληψη. Σύμφωνα με τον Ferry, αν κάτι ενοποιεί τις νιτσεϊκές ιδέες, είναι η αντίληψη για τον σπαραγμό και την αποδόμηση του νεωτερικού και σύγχρονου υποκειμένου. Έτσι ο Νίτσε γίνεται «ο αυθεντικός στοχαστής της πρωτοπορίας» τον οποίον οικειοποιούνται τα περισσότερα μεγάλα πνεύματα του μοντερνισμού, ακόμα και για να τον πολεμήσουν.
Πρωτοπορία: εκκωφαντική εμφάνιση και εκκωφαντική εξαφάνιση
Ο Ferry δεν θέλει να σταθεί τόσο στην εκκωφαντική εμφάνιση των πρωτοπόρων καλλιτεχνών στις αρχές του 20ού αιώνα, όσο στην ακόμα πιο εκκωφαντική παρακμή τους μετά τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η μαζική κουλτούρα ήρθε και ισοπέδωσε τις αισθητικές διακρίσεις του παρελθόντος (ασχέτως αν αυτές οι διακρίσεις διακρίνονταν επίσης μεταξύ τους) και έφερε στο προσκήνιο το μαζικοδημοκρατικό άτομο. Το άτομο αυτό, ναι μεν εξακολουθεί να έχει αισθητικές εμπειρίες, ωστόσο ούτε μπορεί ούτε και θέλει ιδιαίτερα να συναντηθεί με το κάθε άλλο άτομο στη βάση μιας αισθητικής διυποκειμενικότητας. Ο Ferry τονίζει ορθά ότι στις αισθητικές πρωτοπορίες των τελών του 19ου αιώνα κι εξής οφείλεται ένα παράδοξο: η αισθητική (και συχνά πολιτική) ρήξη με όλες τις συμβάσεις του παρελθόντος δημιούργησε μεν ένα νέο κίνημα τέχνης, τον μοντερνισμό, είχε δε ως συνειδητή ή υποσυνείδητη παράπλευρη απώλεια την ισοπέδωση των διακρίσεων μεταξύ «υποκουλτούρας» και «υψηλής κουλτούρας». Ο μοντερνιστής καλλιτέχνης, αφού έκανε πρώτα την αισθητική του επανάσταση, ήθελε στη συνέχεια να αποδείξει ότι αυτή είναι αισθητικά «υψηλή» (ακόμα κι αν, για ιδεολογικούς λόγους, δεν το ονόμαζε έτσι), αφού ο καλλιτεχνικός ναρκισσισμός του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με οτιδήποτε λιγότερο. Ο Ferry πραγματεύεται αυτή τη διπλή κίνηση με τους όρους του «ιστορικισμού» και του «ελιτισμού», οι οποίοι θεμελιώνουν μια και καλή τον σύγχρονο αισθητικό υπερατομικισμό, όπου το παν είναι «η έκφραση του Εγώ». Η μερική ή ολική εγκατάλειψη της μιμητικής αναπαραστατικότητας για χάρη της έκφρασης αποτελεί πιθανόν τη μείζων αισθητική διαδικασία του 20ού αιώνα.
Οι πρωτοπόρες καλλιτεχνικές κινήσεις αναστατώνουν, αλλά εντέλει δεν κλονίζουν την αστική κοινωνία, η οποία αργά ή γρήγορα τις αποδέχεται και τις μεταστρέφει στη βασική ιδεολογία του μεταμοντέρνου κόσμου μας, τον «καταναλωτισμό» (με τα λόγια του Ντάνιελ Μπελ: «Πρέπει κανείς να είναι ευσυνείδητος τη μέρα και γλεντζές τη νύχτα»…). Οι ιδέες του κάλλους και της αισθητικής απόλαυσης, ωστόσο, κλονίζονται συθέμελα, και σε πολλές περιπτώσεις καταρρέουν υπό το βάρος της μανίας του υπερατομικιστή καλλιτέχνη για καινοτομία και αυτοπραγμάτωση. Ο Ferry αναλύει επί μακρόν την επανάσταση στη γεωμετρία, που είχε ξεκινήσει τον 19ο αιώνα, και τη συνακόλουθη εισαγωγή της έννοιας της «τέταρτης διάστασης» στην τέχνη, επισημαίνοντας ένα δεύτερο, βασικό (και ίσως αντιφατικό με το πρώτο) χαρακτηριστικό των πρωτοποριών: τον «υπερκλασικισμό», δηλαδή την ιδέα των πρωτοπόρων καλλιτεχνών ότι αυτοί είναι που αγγίζουν τη βαθύτερη αλήθεια, μια αλήθεια μη νατουραλιστική, αλλά περισσότερο διανοητική.
Όσο για το μεταμοντέρνο, σύμφωνα με τον Ferry, αυτό ορίζεται από τρεις συνιστώσες: ως «αποκορύφωμα του μοντερνισμού», ως «επιστροφή στην παράδοση ενάντια στη νεωτερικότητα» και ως «υπέρβαση του μοντερνισμού» προς μια κατεύθυνση εντελώς εκλεκτικιστική, που από τον υπέρμετρο πλουραλισμό της καταλήγει ωστόσο σε ένα αχαλίνωτο και ανερμάτιστο «οτιδήποτε». Το κεφάλαιο για την παρακμή των πρωτοποριών ολοκληρώνεται με τον Καστοριάδη και τις καίριες παρατηρήσεις του για την παρακμή και ισοπέδωση των αξιών στον μεταμοντέρνο καπιταλιστικό κόσμο: θα συμφωνήσουμε μάλιστα με τον Έλληνα στοχαστή ότι η μοντέρνα τέχνη και λογοτεχνία είναι μακράν σημαντικότερη από τη μεταμοντέρνα. Ωστόσο, όπως δεν παραλείπει να δηλώσει ο Ferry, οι ιδέες του Καστοριάδη περί μελλοντικής «αυτονομίας» είναι μάλλον wishful thinking («ευσεβής πόθος», η αγγλική έκφραση είναι του Ferry) παρά «αληθινή διαπίστωση».
Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Ferry εισάγει τον στοχασμό της ηθικής σε συνάρτηση με την αισθητική. Από την ηθική των Αρχαίων, που ήταν η αριστοκρατική ηθική της υπεροχής και της τελειότητας, περνάμε στη δημοκρατική αρετή της «καλής θέλησης» των Νεότερων, όπου σημασία έχει «η ανιδιοτελής πρόθεση και η καθολικότητα του επιλεγόμενου στόχου» (σ. 381). Στη σύγχρονη εποχή ο Ferry, επηρεασμένος και από τον Χάιντεγκερ, διαπιστώνει (και εν πολλοίς προκρίνει) την ηθική της «αυθεντικότητας», που συνίσταται σε μία διπλή κίνηση αυτοπραγμάτωσης του ατόμου και ταυτόχρονης ανοχής της ετερότητας, του Άλλου. Για τον Ferry, αυτή είναι η μόνη επιθυμητή λύση απέναντι στη ναρκισσιστική και ηδονιστική κουλτούρα της καπιταλιστικής Δύσης. Αυτό το πρόταγμα, παρότι φαντάζει στα μάτια μας αρεστό και για κάποια άτομα είναι όντως ρεαλιστικό, αποτελεί για μεγάλο ποσοστό του δυτικού πληθυσμού μάλλον με τη σειρά του wishful thinking.
Όπως κι αν έχει, το έργο του Luc Ferry Homo Aestheticus: η επινόηση της καλαισθησίας στη δημοκρατική εποχή είναι μια εμβριθέστατη μελέτη των κεντρικών στιγμών της νεότερης αισθητικής, από τον 17ο αιώνα έως την εποχή μας. Ο Ferry δεν έχει γράψει μια ιστορική εγκυκλοπαίδεια των αισθητικών θεωριών, και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις του (σ. 52 – επ’ αυτού, ο αναγνώστης αξίζει να μελετήσει την κλασική Ιστορία των αισθητικών θεωριών του M.C. Beardsley, η οποία ξεκινά από την αρχαιότητα). Το βιβλίο του Ferry είναι μια συστηματική ερμηνεία της ιστορίας της νεότερης υποκειμενικότητας, έτσι όπως αυτή καλείται να αισθανθεί και να συλλάβει το έργο τέχνης, καθώς επίσης να διερευνήσει το κάλλος που απολαμβάνει σε αυτό και να προβεί σε εύλογες καλαισθητικές κρίσεις. Επομένως, παρότι ομολογουμένως μας έλειψε π.χ. μια ερμηνεία της αισθητικής του Σοπενχάουερ (που αποτελεί τον μεγάλο αντίποδα του Χέγκελ στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, προετοιμάζοντας παράλληλα τον Νίτσε), το σημαντικό βιβλίο του Ferry αξίζει την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη που επιθυμεί να κατανοήσει ποιες ήταν οι θεμελιώδεις πνευματικές διαδρομές της αισθητικής, με ελπιδοφόρα αρχή την αυτονομία της από τους άλλους κλάδους της σκέψης και ατυχή κατάληξη την αποδόμησή της μες στη χαοτική ρευστότητα του μεταμοντέρνου κόσμου μας.
Το «σύνδρομο του ταξιτζή»
Ολοκληρώνουμε με κάποιες προσωπικές σκέψεις. Σήμερα, οι καλαισθητικές κρίσεις δεν καλούνται οπωσδήποτε να έχουν στιβαρή γνωστική θεμελίωση, αφού ο καθένας μας έχει το γούστο του και το καπέλο του, έχει τη γνώμη του που (για τον ίδιον) είναι ισάξια (ή, εν πάση περιπτώσει, ασύμβατη) με του οποιουδήποτε άλλου. Σε μια πρόσφατη φιλική παρέα, δύο άνθρωποι κατά τα άλλα ευφυείς, αλλά με ελλιπέστατες γνώσεις περί τέχνης, ανάλωσαν το ενενήντα τοις εκατό του χρόνου των παρευρισκόμενων για να τις εκθέσουν, χωρίς να αντιληφθούν ότι ανάμεσά τους βρισκόταν ένας από τους σημαντικότερους επαΐοντες στον τομέα. Αν το αντιλαμβάνονταν, δε, το πιθανότερο θα ήταν να αναλώσουν και το υπόλοιπο δέκα τοις εκατό του χρόνου, μη τυχόν και φανούν ανενημέρωτοι μπροστά του. Αυτό το συνηθισμένο περιστατικό, που είναι τραγικά γενικευμένο και σε άλλους τομείς και το οποίο θα θέλαμε να ονομάσουμε «σύνδρομο του ταξιτζή», φανερώνει απλά και απτά την αλλαγή παραδείγματος που έχει συμβεί (και) στον χώρο της αισθητικής.
Στη νεότερη εποχή «επινοείται» λοιπόν ο homo aestheticus, ο αισθητικός άνθρωπος, ο οποίος αφενός αναγνωρίζει και αξιοδοτεί την αυτόνομη αισθητική του εμπειρία, αφετέρου πασχίζει να καλλιεργήσει την καλαισθητική του κρίση ώστε να συναντήσει την αισθητική των συνανθρώπων του στη βάση μιας διυποκειμενικότητας. Στη μαζικοδημοκρατική πλέον εποχή, ο αισθητικός άνθρωπος ταυτίζει ως επί το πλείστον την καλαισθησία με τις απολύτως εξατομικευμένες αισθήσεις του, χωρίς να μπορεί εύκολα να βρει σε ποιο διυποκειμενικό αισθητικό επίπεδο θα συναντήσει τον άλλον. Αυτή είναι η αισθητική μοναδολογία της μεταμοντέρνας εποχής, όπου ο καθένας μας, ως μονάδα σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από εξωτερικές συμβάσεις και διασπασμένη εσωτερικά, πασχίζει να συγκολλήσει τα κομμάτια της ώστε να τα αντιπαραθέσει στα συγκολλημένα κομμάτια των άλλων μονάδων. Αν έχει ακόμα κάποιο νόημα και στόχο η τέχνη, είναι μάλλον να ξεφύγει όσο μπορεί από την καταθλιπτική αλήθεια του προοπτικιστικού μηδενισμού, φανερώνοντας τα αιτήματα του 21ου αιώνα, και πάντα, ας το ελπίσουμε, με καλαισθητικά μέσα.
Η επινόηση της καλαισθησίας στη δημοκρατική εποχή
Luc Ferry
Μτφρ: Χαρά Γεωργοπούλου - Μπακονικόλα, Φώτης Σιατίτσας
Επιμέλεια: Χαρά Γεωργοπούλου - Μπακονικόλα, Αθηνά Δ. Μιράσγεζη
Εκδόσεις Ευρυδίκη, 2011
Τιμή: € 26,00, σελ. 480
Ο Γιώργος Λαμπράκος είναι συγγραφέας και μεταφραστής.