Του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου*
Περιπλάνηση στο χώρο και στο χρόνο
Η νέα έκδοση του βιβλίου της Έλενας Χουζούρη Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, Περιπλάνηση στο χώρο και στο χρόνο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό έργο της κριτικής της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Ένας σπουδαίος λογοτέχνης ο Ιωάννου. Μία πολύ αξιόλογη συγγραφέας και μελετήτρια η Έλενα Χουζούρη. Ένας άνθρωπος του πολιτισμού που σέβεται τον αναγνώστη της και δεν τον αντιμετωπίζει ως καταναλωτή εύπεπτων εκφάνσεων της ποπ κουλτούρας, ούτε ως αδιάφορο και απερίσκεπτο περιηγητή του χώρου της Λογοτεχνίας, αλλά ως κριτικά σκεπτόμενο πολίτη. Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο ανασημασιοδοτεί τη σχέση του αναγνώστη με την πόλη μέσα από το έργο του δημιουργού. Η Χουζούρη αναλαμβάνει να μετατρέψει τον αναγνώστη σε περιπατητή και προθυμοποιείται να αναλάβει μία διπλή ξενάγησή του: στους χώρους της Θεσσαλονίκης και στα κείμενα του Ιωάννου. Άρρηκτα συνδεδεμένα και τα δύο ούτως ή άλλως.
Βιβλιογραφική πηγή για μελετητές και πλατύ κοινό
Η διαχρονική του αξία αποτελεί μία σημαντική προσφορά τόσο για την Θεσσαλονίκη και τη λογοτεχνία της, όσο και το ίδιο το έργο του Ιωάννου.
Μου δόθηκε η ευκαιρία να πρωτοδιαβάσω το βιβλίο 15 χρόνια περίπου πριν, στην πρώτη του έκδοση, κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής, που σχετίζεται με την πεζογραφία της Θεσσαλονίκης, και πρέπει να τονίσω πως ωφελήθηκα τα μέγιστα από αυτήν την συνάντηση. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα, υιοθέτησα την οπτική του σε πολλά σημεία της δικής μου δουλειάς και συνομίλησα δημιουργικά μαζί του. Η διαχρονική του αξία αποτελεί μία σημαντική προσφορά τόσο για την Θεσσαλονίκη και τη λογοτεχνία της, όσο και το ίδιο το έργο του Ιωάννου. Αποτέλεσε και θα εξακολουθήσει να αποτελεί πρωταρχική βιβλιογραφική πηγή για τους νεότερους μελετητές της λογοτεχνικής παράδοσης της πόλης.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα χρηστικό βιβλίο που έρχεται να συμβάλλει στην επιστημονική έρευνα της Θεωρίας της Λογοτεχνίας της Πόλης, όπου θεμελιώδεις απορίες ή και συγχύσεις εξακολουθούν να ταλανίζουν το χώρο. Η μελέτη δεν εξαντλείται στη διακρίβωση θεωρητικών προβλημάτων. Παρακινεί τον αναγνώστη να εμβαθύνει ο ίδιος, χαρίζοντάς του ταυτόχρονα την απόλαυση της μύησής του στην πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου. Άρτιο έργο. Και πρέπει εδώ να εξάρω μερικές από τις επιστημονικές του αρετές, για όσους δεν το έχουν διαβάσει, καθώς διαθέτει μέθοδο ανάλυσης των κειμένων, σωστή χρήση και αντιμετώπιση των βιβλιογραφικών του πηγών αλλά κυρίως των παραθεμάτων και εξαιρετική ελληνική γλώσσα. Στρωτή και κατανοητή. Σκέτη. Γιατί έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να συναγωνιζόμαστε σε μία χρήση της γλώσσας, που όσο πιο δυσνόητη είναι για τους αναγνώστες, τόσο θεωρείται επιστημονικότερη και προτιμητέα.
Από την πρώτη έκδοση του βιβλίου απουσίαζε μία σελίδα περιεχομένων και το πολύ χρήσιμο ευρετήριο. Στην εμπλουτισμένη επανέκδοση της μελέτης η συγγραφέας μας τα παρέχει, ενώ έχει φροντίσει να ενσωματώσει και νεότερες εργασίες που αφορούν τη Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης και της πόλης γενικότερα. Γύρω από τη Θεσσαλονίκη και τη Λογοτεχνία της ενέσκηψαν τα τελευταία χρόνια πολλοί επαΐοντες και ειδήμονες, οι οποίοι κατόρθωσαν με χαρακτηριστική ευκολία να μετατρέψουν το ήδη θολό τοπίο της σε ένα ωκεανό χαοτικών θεωρητικών προσωπικών προτάσεων και απόψεων. Αρκετά τέτοια τυποποιημένα εγχειρίδια κοσμούν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, κοντά φυσικά στα άλλα, τα αξιόλογα, μην προκαλώντας θυμηδία στους ανυποψίαστους αναγνώστες, αλλά οπωσδήποτε διαρκείς στρεβλώσεις στην οπτική τους για την πόλη και τους λογοτέχνες της.
"... οι συγγραφείς δεν γράφουν μέσα σε κενό".
Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου μπορεί να διαβαστεί όχι μόνο υποψιασμένους μελετητές, αλλά και από απλούς αναγνώστες που θέλουν να γνωρίσουν τον Ιωάννου ή τη Θεσσαλονίκη και μπορούν να χρονοτριβήσουν και να φλυαρήσουν μαζί τους, χωρίς επιστημονικές διαστροφές. Αυτή θαρρώ είναι η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου και εδώ ακριβώς έγκειται η αξία της προσωπικής ικανότητας της Χουζούρη. Αποκρυσταλλώνοντας τις επιστημονικές και ερευνητικές της αναζητήσεις, κατόρθωσε να μας παραδώσει ένα πόνημα που λειτουργεί ως αφετηρία για περαιτέρω σκέψεις και προβληματισμούς. Η συγγραφέας αποτυπώνει μία αναπαράσταση του σύγχρονου αλλά και του παρελθόντος συλλογικού πλαισίου της πόλης και των συμφραζομένων της μέσα από τη ματιά του Γιώργου Ιωάννου. Ο τελευταίος ως γνωστόν αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική συνισταμένη της λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης και οι επιρροές των κειμένων του είναι ευδιάκριτες σε πολλούς κατοπινούς συγγραφείς. Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει επιλέξει τη Θεσσαλονίκη ως το σκηνικό πολλών έργων του, αλλά και ως οργανικό στοιχείο της πλοκής τους. Στα περισσότερα από αυτά είναι ο τόπος και ο χρόνος τους. Ο Κάντ είχε πει πως για την καλύτερη κατανόηση των γεγονότων πρέπει πάντα να φοράμε γυαλιά, όπου ο ένας ο φακός θα δείχνει το χρόνο και ο άλλος τον τόπο. Την όποια σχετική μυωπική μας ατροφία θεραπεύει το έργο της Χουζούρη, το οποίο συγκαταλέγεται στα κορυφαία του είδους και αποδεικνύεται ταυτόχρονα ιδιαίτερα χρηστικό.
Η Θεσσαλονίκη λειτουργεί συχνά στο έργο του Ιωάννου ως το όχημα αποδόμησης των κυρίαρχων αξιών και «κανονικοτήτων» μέσα στη μυθοπλασία. Αν μάλιστα υιοθετήσουμε την άποψη ότι ο λογοτέχνης έχει την ταυτότητα του «προβληματικού ατόμου» (σύμφωνα με τον Goldmann), τότε ο Ιωάννου μάλλον βλέπει «σωστά», μέσα από τη «λοξή» του ματιά, την ήδη παραμορφωμένη πραγματικότητα της εποχής του (Lowenthal), ενώ την ίδια στιγμή η Χουζούρη αναγορεύεται σε διαμεσολαβητή της έκφρασής του, αναδεικνύοντας τόσο την ιστορική ύλη, που αξιοποιείται στη μυθοπλασία με τις όποιες επιλεκτικές και αποσπασματικές μεταγραφές της, όσο και τη συμβολή της πόλης στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας. «Έχω σχέσεις με τον τόπο. Και οι τόποι, ξέρετε, επηρεάζουν. Δε γράφουμε μέσα στο κενό, οι συγγραφείς δε γράφουν μέσα σε κενό» διευκρινίζει ο Ιωάννου. «Ο Γ.Ι. δεν πιστεύει στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο» συμπληρώνει η Χουζούρη.
Το έργο προσεγγίζει συστηματικά όλους σχεδόν τους βασικούς εννοιολογικούς άξονες της του έργου του Ιωάννου που σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη και συγκροτεί μία πρωτότυπη σύνθεση με ορθολογική δομή, έναν ολοκληρωμένο οδηγό για την κατανόησή του. Ο τρόπος γραφής των κεφαλαίων και η μεθοδολογική τους οργάνωση επιτρέπουν τόσο τη διατήρηση της αυτονομίας τους, όσο και τη δομική τους σύνδεση, ενώ ταυτόχρονα βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει τη φύση και τα χαρακτηριστικά μιας διακριτής επιστημονικής περιοχής και να αντιληφθεί τις λειτουργικές παραμέτρους της εμπλοκής της πόλης σε μια ζώσα λογοτεχνική εμπειρία.
Στο πρώτο κεφάλαιο, «Η πόλη ως κείμενο. Η Θεσσαλονίκη ως πόλη της λογοτεχνίας», αξιοποιούνται και ταυτόχρονα διασαφηνίζονται θεωρητικές έννοιες, όπως πόλεις της λογοτεχνίας, λογοτεχνία της πόλης, ενώ παράλληλα παρατίθενται πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες της ιστορίας της Θεσσαλονίκης και του ρόλου της στη λογοτεχνική παραγωγή της Ελλάδας. Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο, «Ο Γιώργος Ιωάννου και η Θεσσαλονίκη» και «Η Θεσσαλονίκη ως πόλη της περιπλάνησης. Από το Εγώ στο Εμείς», μας παρέχεται η δυνατότητα να μορφώσουμε μια συνολική εικόνα για την Θεσσαλονίκη στο έργο του Ιωάννου. Εντοπίζουμε την επεξεργασία των δύο βασικών και αλληλοϋποστηριζόμενων κατευθυντήριων γραμμών, της πόλης και του συγγραφέα, που η διάκριση και η συνεξέτασή τους συγκροτεί την προβληματική που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Κοσμοπολιτισμός, επαρχιωτισμός μαζί και ανατολική ραθυμία κι ανάμεσά τους η συγγραφική ενηλικίωση του Ιωάννου, περπάτημα, ερωτικό στοιχείο, βιωματική λογοτεχνία. Στο τελευταίο τέλος κεφάλαιο, «Η Μυθολογία της πόλης, επιχειρείται η αποτύπωση του μύθου της πόλης μέσα από το έργο του Ιωάννου». Σελίδες που θα τροφοδοτήσουν σκέψεις και προβληματισμούς σε κάθε νεότερο μελετητή της Θεσσαλονίκης και του Γιώργου Ιωάννου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο «Επίλογος» ή «Μια νέα εισαγωγή», όπως προτείνει η Χουζούρη καθώς και το «Φωτογραφικό Παράρτημα». Η συγγραφέας απαντά με ευρηματικότητα σ’ ένα κεντρικό ερώτημα και της αφηγηματικής θεωρίας, το «πώς» τα έργα αφηγούνται την ιστορία τους (ένα βήμα πέρα από κλασικό «τι» αφηγούνται) και με πιο τρόπο αντικατοπτρίζονται σ’ αυτά ο χρόνος, το κοινωνικό περιβάλλον που γράφτηκαν και τα αξιακά συστήματα των δημιουργών τους. Σκηνικό, χαρακτήρες και αφηγητές, πλοκή: η Χουζούρη τα συνεξετάζει και βοηθά τους αναγνώστες της ποικιλότροπα. Είναι δεδομένο ότι ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα νομοτελειακά δεν μπορεί να στερείται αδυναμιών. Η ασημαντότητά τους όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι σε θέση να μειώσει από το πόνημα τη σημαντικότητα που του αναλογεί.
Θα μπορούσε κανείς εν κατακλείδι να συνοψίσει πως η Χουζούρη επιτυγχάνει τελικά μία εξαιρετικά γόνιμη και πρωτότυπη σύνθεση με δομική αρτιότητα και εννοιολογική επάρκεια, που επιτρέπει την ασφαλή προσέγγιση και συστηματική διερεύνηση της Λογοτεχνίας της Πόλης ή της Θεσσαλονίκης του Γιώργου Ιωάννου, μιας πόλης της μνήμης, ενός παλίμψηστου κειμένου – από τον χρόνο της βίωσης, της γραφής και της ανάγνωσης. Και μαζί και της δικής μας ανάγνωσης. Όμως ένας νέος προβληματισμός, στοιχείο δομικό για τα μεγάλα δημιουργήματα, προκύπτει, καθώς το έργο συνεχίζει έναν γόνιμο και ανανεωτικό επιστημονικό διάλογο γύρω από τις θεωρητικές αναζητήσεις και τα ερευνητικά δεδομένα που προκύπτουν διαρκώς για την Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης και επεκτείνουν τους προβληματισμούς και τη διατύπωση νέων ερωτημάτων. Μήπως πέρα από τα συγχαρητήρια που δικαιωματικά θα εισπράξει η συγγραφέας θα πρέπει να προσανατολίζεται μελλοντικά στη συγγραφή ενός ανάλογου πολύτιμου και ολοκληρωμένου συγγράμματος για την Λογοτεχνία της πόλης της Θεσσαλονίκης γενικότερα;
Περιπλάνηση στο χώρο και στο χρόνο
Έλενα Χουζούρη
Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2012
Τιμή: € 14,00, σελ. 220
*Ο Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημιουργικής Γραφής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.