
Για το δοκίμιο του Πολ Λαφάργκ (Paul Lafargue) «Μητριαρχία – Η μοιχεία» (μτφρ. Χρήστος Κεφαλής, Αντώνης Παντίδης, εκδ. Αργοναύτης). Εικόνα: Ο Πολ Λαφάργκ και η Λόρα Μαρξ.
Γράφει ο Χρήστος Κεφαλής
Τι θα λέγατε αν ένας ρηξικέλευθος στοχαστής υποστήριζε ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι περήφανες για τις απιστίες των ανδρών τους – όπως και οι άνδρες πιθανώς για εκείνες των γυναικών τους; Αυτή ήταν πράγματι μια από τις πρωτότυπες, για την εποχή, απόψεις που είχαν υποστηριχτεί στη δεκαετία του 1880 σε μια έρευνα της Le Figaro για το θέμα της μοιχείας. Αν ένας άνδρας απατά τη γυναίκα του με κάμποσες άλλες, η γυναίκα θα μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει την προτίμηση ενός άνδρα με πολλές επιτυχίες στο αντίθετο φύλο. Αν όμως της είναι αποκλειστικά πιστός, αυτό θα την υποβιβάζει στα μάτια της, ως σύζυγο κάποιου που τον περιφρονούν γενικά οι γυναίκες...
Τη συγκεκριμένη άποψη παραθέτει και συζητά, μαζί με μια πλειάδα άλλων, ο Πολ Λαφάργκ στο δεύτερο, αφιερωμένο στη μοιχεία δοκίμιο της συλλογής Μητριαρχία – Η μοιχεία, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αργοναύτης. Το άλλο δοκίμιο, όπως το καθιστά πρόδηλο ο τίτλος της έκδοσης, πραγματεύεται το ζήτημα της μητριαρχίας. Και τα δυο δοκίμια γράφτηκαν στη δεκαετία του 1880 και δημοσιεύθηκαν σε έγκυρα περιοδικά της εποχής.
Ο αναγνώστης θα βρει, ειδικά στο δοκίμιο για τη μοιχεία, αρκετές ακόμη ευτράπελες απόψεις, που αν μη τι άλλο, αναδεικνύουν το πόσο διαφορετικά μπορεί να δουν ένα και το αυτό θέμα, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, το ταμπεραμέντο και τις κοινωνικές επιρροές τους, διαφορετικοί άνθρωποι. Ο τονισμός αυτής της διάστασης είναι μια από τις προτεραιότητες του Λαφάργκ και στα δυο κείμενα. Ξεκινά εκείνο για τη μοιχεία με μια ισπανική παροιμία: «Από τα πιο ασφαλή πράγματα, το πιο ασφαλές πράγμα είναι η αμφιβολία». Και παραθέτει επίσης ευμενώς το απόφθεγμα του Λα Μοτ λε Βεγιέ, ενός λησμονημένου ελευθεριακού Γάλλου στοχαστή του 17ου αιώνα: «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει σε ένα μέρος τόσο σταθερό, αδιαμφισβήτητο και καθορισμένο χαρακτήρα, που το αντίθετό του δεν θα μπορούσε να βρει την ίδια επίμονη προστασία σε ένα άλλο» (σελ. 81, 96).
Ωστόσο, απέχει πολύ από τις προθέσεις του Λαφάργκ να καλλιεργήσει έναν άμετρο σχετικισμό, που θα απέδιδε ένα ίσο στοιχείο αλήθειας σε όλες τις απόψεις. Ο Λαφάργκ, ένας από τους σημαντικούς μαρξιστές της εποχής της Δεύτερης, Σοσιαλιστικής Διεθνούς, γαμπρός του Μαρξ, πολιτικός ακτιβιστής και θεωρητικός στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, συμμεριζόταν την άποψη ότι η ιστορία είναι μια προοδευτική διαδικασία που οδηγεί, όχι ευθύγραμμα, στην κοινωνική ισότητα, σε μια αύξουσα κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Αυτή δε η διαδικασία περιλαμβάνει στη μαρξιστική οπτική όχι μόνο την κατάργηση της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας, αλλά επίσης την υπέρβαση όλων των παράγωγων διακρίσεων, όπως η ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα.
Ο αληθινός στόχος του Λαφάργκ και στα δυο δοκίμια είναι, μέσα από την κατάδειξη της ευμεταβλητότητας των κοινωνικών θεσμών, όπως η οικογένεια και ο γάμος, και των απόψεων για θέματα που σχετίζονται με αυτούς, να προσφέρει υποστήριξη σε αυτήν ακριβώς τη θεώρηση της ιστορικής κίνησης. Ταυτόχρονα, γράφοντας σε μια συντηρητική εποχή, όταν η πατριαρχία θεωρούνταν η φυσική, αιώνια μορφή της οικογένειας και η μοιχεία μια ποινικά κολάσιμη αμαρτία της γυναίκας και ένα δικαίωμα του άνδρα, επιδιώκει να αμφισβητήσει και να κλονίσει τις κρατούσες σχετικά απόψεις.
Η ιστορική θεώρηση του Λαφάργκ και των μαρξιστών
Και τα δυο δοκίμια πραγματεύονται το θέμα τους με την επιστημονική, βαθιά ιστορική θεώρηση που διέκρινε τον Λαφάργκ σε όλη τη θεωρητική του εργασία. Αντλεί από τις πρωτοπόρες έρευνες των κορυφαίων ανθρωπολόγων της εποχής, όπως ο Μπαχόφεν, ο Τάιλορ, ο Μόργκαν κ.ά., και από τις προηγούμενες μαρξιστικές επισκοπήσεις αυτής της φιλολογίας, ιδιαίτερα από τον Ένγκελς, για να προωθήσει παραπέρα, με νέα στοιχεία και αναλύσεις, την κατανόησή μας της εξέλιξης των κοινωνικών θεσμών.
Αυτή η πολύ διαφορετική, βασισμένη στις φυλές κοινωνική οργάνωση, άρχισε να διαλύεται στην αυγή του πολιτισμού, όταν με την ανάπτυξη της γεωργίας δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ένα παραγωγικό πλεόνασμα, που μπορούσε να γίνει αντικείμενο λεηλασίας ή ταξικής εκμετάλλευσης.
Η σύγχρονη κατανόηση της μητριαρχίας, η οποία εξακολουθεί βασικά να ισχύει ως σήμερα, διαμορφώθηκε κυρίως από τα έργα των Μπαχόφεν και Μόργκαν. Βασισμένοι στη μελέτη των πρωτόγονων φυλών της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Αφρικής (Ινδιάνοι, Αβορίγινες, κ.ά.), οι θεωρητικοί αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πριν από την πατριαρχική κοινωνία, καθολικά κυρίαρχη όχι μόνο στη σύγχρονη εποχή αλλά και στις αρχαίες δουλοκτητικές κοινωνίες, είχε προηγηθεί μια εποχή στην οποία συνυπήρχε η κοινοκτημοσύνη των αγαθών με την ανώτερη ή τουλάχιστον ίση θέση της γυναίκας. Αυτή η πολύ διαφορετική, βασισμένη στις φυλές κοινωνική οργάνωση, άρχισε να διαλύεται στην αυγή του πολιτισμού, όταν με την ανάπτυξη της γεωργίας δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ένα παραγωγικό πλεόνασμα, που μπορούσε να γίνει αντικείμενο λεηλασίας ή ταξικής εκμετάλλευσης. Η ταξική διαίρεση της κοινωνίας προχώρησε παράλληλα με το πέρασμα από τη μητριαρχία στην πατριαρχία, με το τελευταίο να προηγείται μάλλον χρονικά.
Η παραπάνω εικόνα των πρωτόγονων κοινωνιών έγινε αναμενόμενα ευμενώς δεκτή από τους μαρξιστές, καθώς κλόνιζε την εδραιωμένη στη διάρκεια του 19ου αιώνα πεποίθηση ότι η πατριαρχία και η ατομική ιδιοκτησία είναι φυσικοί, αιώνιοι θεσμοί. Ο Ένγκελς αφιέρωσε ένα από τα πιο σημαντικά έργα του, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, στη συζήτησή της. Τα δυο δοκίμια του Λαφάργκ, όπως και πολλά άλλα γραπτά του αφιερωμένα στις αρχαίες μυθολογίες, προεκτείνουν αυτήν ακριβώς τη γραμμή επιχειρηματολογίας.
Στην πραγματικότητα, οι σχετικές έρευνες του Λαφάργκ, μπορεί να χωριστούν σε δυο αλληλένδετα μέρη. Μια σειρά δοκιμίων του, στα οποία πραγματεύεται τους βιβλικούς και αρχαίους ελληνικούς μύθους, του Αδάμ και της Εύας, του Προμηθέα, της Αθηνάς, κ.ά., εστιάζουν κυρίως στην εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, ερμηνεύοντας σε αυτό το φως την εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας1. Στα δοκίμια για τη μητριαρχία και τη μοιχεία αντίθετα δίνει έμφαση στην εναλλαγή της μητρικής και πατρικής κυριαρχίας ως τέτοιας.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη τους είναι η εκτενής συζήτηση με θέμα την Ορέστεια του Αισχύλου στο πρώτο δοκίμιο (σελ. 53-76).
Στα δοκίμια της συλλογής ο Λαφάργκ φέρνει αρκετά παραδείγματα από σύγχρονους, ανεπτυγμένους πολιτιστικά λαούς, όπως οι Ναγιάρ της Ινδίας, οι Τουαρέγκ, οι Ιάπωνες, αλλά και από το ιστορικό παρελθόν, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι οι σύγχρονες απόψεις για τη μητριαρχία και τη μοιχεία κυριάρχησαν τελικά μόνο στην Ευρώπη, όπου επίσης υπέστησαν στο διάβα των χρόνων ουσιώδεις μεταλλαγές.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη τους είναι η εκτενής συζήτηση με θέμα την Ορέστεια του Αισχύλου στο πρώτο δοκίμιο (σελ. 53-76). Ακολουθώντας την παράδοση του Μπαχόφεν, που πρώτος ερμήνευσε το μύθο ως ένα δείκτη της μετάβασης από τη μητριαρχία στην πατριαρχία, ο Λαφάργκ παραθέτει και συζητά αρκετά αποσπάσματα από τα τρία μέρη της τραγωδίας. Σε αυτές τις συζητήσεις δείχνει πώς το κεντρικό του θέμα, η αντιπαράθεση του μητροκτόνου Ορέστη στη συζυγοκτόνα (και πατροκτόνα για τον Ορέστη) Κλυταιμνήστρα, και των παλιών (Ευμενίδες) και νέων θεών (Απόλλων, Αθηνά) που στηρίζουν την κάθε πλευρά, αντανακλά τη διαμάχη του πατρικού και του μητρικού δικαίου.
Αναφέρει, για παράδειγμα, την κατάργηση της βεντέτας και το πέρασμα της απονομής της δικαιοσύνης από τα άτομα στην πόλη, την οποία συμπυκνώνει στο μύθο η ίδρυση, με πρωτοβουλία της Αθηνάς, του Άρειου Πάγου.
Στις αναλύσεις του ο Λαφάργκ δεν εμφορείται από μια ρομαντική επιθυμία να παρουσιάσει τους παλιότερους θεσμούς σαν ανώτερους· απεναντίας, αναγνωρίζει ότι το πέρασμα από τη μητριαρχία στην πατριαρχία ήταν μια ιστορικά αναγκαία εξέλιξη, που μαζί με τα δεινά της περιείχε και αναμφισβήτητες προόδους. Αναφέρει, για παράδειγμα, την κατάργηση της βεντέτας και το πέρασμα της απονομής της δικαιοσύνης από τα άτομα στην πόλη, την οποία συμπυκνώνει στο μύθο η ίδρυση, με πρωτοβουλία της Αθηνάς, του Άρειου Πάγου. Αλλά παρουσιάζοντας αυτή τη διαδοχή, επιχειρεί ταυτόχρονα να ενδυναμώσει στον αναγνώστη την αίσθηση της ιστορικότητας όλων των θεσμών, την αναγνώριση ότι όπως ένα πλήθος θεσμοί και παραδόσεις, που μας φαίνονται σήμερα αυτονόητοι, άλλαξαν δραστικά σε προηγούμενα στάδια, έτσι μπορεί να αλλάξουν και στο μέλλον.
Ο Λαφάργκ συνοψίζει ως εξής τις υποκείμενες αντιθέσεις των αρχαίων κοινωνιών που αποτύπωσε λογοτεχνικά η Ορέστεια, φέρνοντας μια σύνδεση και με το θέμα της μοιχείας:
«Τα υπερφυσικά φαινόμενα και η παρέμβαση ενός θεού ήταν απαραίτητα για να κάνουν τις γυναίκες της Αθήνας να απαρνηθούν τα προνόμια που τις έκαναν ελεύθερους πολίτες. Άλλοι θρύλοι αναφέρουν ότι αιματηρά εγκλήματα διέλυσαν οικογένειες πριν οι γυναίκες στερηθούν τα δικαιώματα που τις έκαναν σεβαστές στην κοινότητα και στη φυλή. Οι θρύλοι του Ομήρου είναι η ιστορία των διαιρέσεων, των άγριων επιθυμιών, της βεντέτας και των ανταγωνισμών, που φούντωσαν στη σύγκρουση μεταξύ γονέων και παιδιών και μεταξύ αδελφών, ωσότου τα αγαθά και η κοινωνική τάξη άρχισαν να κληρονομούνται όχι από τη μητέρα, αλλά από τον πατέρα. Στην Ορέστεια, την επιβλητική τριλογία του Αισχύλου, αντηχούν ακόμα τα τρομερά πάθη που πυροδότησαν αυτοί οι αγώνες στους ανθρώπους και τους θεούς της εποχής του Ομήρου…
Να αρνηθείς το αίμα της μητέρας! Οι Ερυθρόδερμοι θα προτιμούσαν να υποστούν τα χειρότερα βασανιστήρια παρά να γίνουν δεκτοί σε μια νέα φυλή, αρνούμενοι το αίμα της μητέρας τους. Αλλά ο Ορέστης είναι η ενσάρκωση της ανατροπής που ποδοπατά όλα τα έθιμα της μητρικής οικογένειας. Χύνει το αίμα της μητέρας του και το αρνείται… Οι Ευμενίδες… έχουν παίξει προ πολλού τον ιστορικό τους ρόλο. Η γυναίκα έχει απωλέσει πια την ανώτερη θέση της. Ο γιος δεν ανήκει πλέον στη μητέρα του. Ο πατέρας είναι ο κύρης του σπιτιού, όπως εξηγεί η Αθηνά, ο γιος προστάζει τη μητέρα. Ο Τηλέμαχος διατάζει τη μητέρα του Πηνελόπη να φύγει από την αίθουσα δεξιώσεων και να πάει στον γυναικωνίτη. Έτσι ο Ιησούς (σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη) λέει στη μητέρα του: “Τι θέλεις από μένα, γυναίκα;” και προσθέτει ότι ήρθε στη γη για να εκπληρώσει τις εντολές του πατέρα του και όχι για να ασχοληθεί με τις μέριμνες της μητέρας του… Από εκεί και πέρα, η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως ανήλικη. Υπόκειται στον πατέρα της, στον σύζυγό της και μετά το θάνατό του στους συγγενείς του: οι άνδρες και οι απόγονοι των ανδρών αποκλείουν τις γυναίκες και τους απογόνους των γυναικών από την κληρονομιά της οικογενειακής περιουσίας… Ένα νέο έγκλημα γεννήθηκε: η μοιχεία».2
Αλλά ακόμη και στο πλαίσιο της πατριαρχικής δουλοκτητικής κοινωνίας ο θεσμός της οικογένειας και οι απόψεις για τη μοιχεία γνώρισαν ουσιαστική εξέλιξη. Έτσι, σύμφωνα με τον Λαφάργκ, από την αρχική της καταδίκη συχνά ακόμη και με τη θανατική ποινή, η μοιχεία έφτασε να θεωρείται στην ύστερη Ρώμη, στην εποχή της αποσύνθεσης του αρχαίου κόσμου, σχεδόν σαν κάτι φυσιολογικό. Ο ίδιος συνδυάζει αυτές τις παρατηρήσεις του με μια αναφορά στα ανάλογα μεταβατικά γνωρίσματα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας:
«Οι αντιφάσεις και το χάος που αποκάλυψε το ερωτηματολόγιο της Φιγκαρό σε αυτό το ζήτημα [της μοιχείας]», γράφει, «στο οποίο δινόταν προηγουμένως μια τόσο ξεκάθαρη και αποφασιστική απάντηση, δεν δείχνουν ότι ζούμε σε μια εποχή παρόμοια με την εποχή της κατάρρευσης του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, όταν τα κληρονομικά ήθη, οι θεσμοί και οι ιδέες βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης και προμήνυαν έναν νέο κόσμο; Η γυναίκα του αιώνα μας είναι απελευθερωμένη στον οικονομικό τομέα. Αποκτά περιουσία με τον ίδιο τρόπο όπως ένας άνδρας. Αποκτά πρόσβαση στα ελεύθερα επαγγέλματα που προηγουμένως ήταν μονοπώλιο του ανδρικού φύλου. Βρίσκει δουλειά σε σύγχρονες επιχειρήσεις, σε τράπεζες, εμπορικούς οίκους, μεγάλα καταστήματα, σε εργαστήρια και εργοστάσια, όπου αναγκάζεται να ενεργεί ως ανταγωνιστής του αδελφού, του συζύγου και του γιου της. Οι οικονομικές συνθήκες γίνονται ολοένα και πιο ίσες για τους άνδρες και τις γυναίκες. Αυτή η αλλαγή στην οικονομική της θέση συνεπάγεται αναγκαστικά και μια αλλαγή στην κοινωνική θέση της γυναίκας. Αρχίζει να θέτει τρομερές ερωτήσεις στον εαυτό της. Γιατί υπάρχουν δύο είδη ηθικής; “Αυτή που επιτρέπει σε έναν άνδρα να αγαπά πολλές γυναίκες. Η άλλη, που επιτρέπει σε μια γυναίκα, με αντάλλαγμα τη χαμένη για πάντα ελευθερία της, να αγαπά μόνο τον άνδρα της”. Και ο Αλέξανδρος Δουμάς προσθέτει σε αυτό: “Με ποια επιχειρήματα θα εναντιωθείτε στις γυναίκες όταν σας ζητούν ελευθερία; Ο πολιτισμός έχει μετατρέψει σε σκόνη όλα τα επιχειρήματα που έχετε προβάλει μέχρι τώρα”».
*Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗΣ είναι αρθρογράφος και συγγραφέας.
1Για τα δοκίμια αυτά ο αναγνώστης μπορεί να δει τη συλλογή Πωλ Λαφάργκ. Ο μύθος του Προμηθέα και άλλα δοκίμια, εκδ. Εύμαρος, Αθήνα 2024.
2Βλέπε σελ. 54, 70, 72-74· η πρώτη πρόταση σχολιάζει το μύθο για τις Αθηναίες, σύμφωνα με τον οποίο στερήθηκαν ως τιμωρία όλα τους τα δικαιώματα όταν ο Ποσειδώνας εξοργίστηκε γιατί ψήφισαν την Αθηνά ως προστάτιδα της πόλης, σε αντίθεση με τους άνδρες, που είχαν ψηφίσει τον Ποσειδώνα.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Πολ Λαφάργκ γεννήθηκε το 1842 στο Σαντιάγο της Κούβας από εύπορους γαλλοεβραίους γονείς, που ασχολούνταν με την καλλιέργεια του καφέ. Τελείωσε το 1859 το γυμνάσιο της Τουλούζης και γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Παρισιού. Το κλίμα της εποχής ευνοεί τη μελέτη και τη ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του αντιλήψεων. Ο Λαφάργκ ασπάζεται τις απόψεις του Προυντόν για τον σοσιαλισμό και στρατεύεται στο σοσιαλιστικό κίνημα.

Τον Φεβρουάριο του 1865 γνωρίζει στο Λονδίνο τον Καρλ Μαρξ, που τον εντυπωσιάζει. Αποτέλεσμα της συνάντησής του με τον Μαρξ είναι και η γνωριμία του με τη θυγατέρα του Λώρα, την οποία παντρεύεται το 1868, με κουμπάρο τον Ένγκελς. Την ίδια χρονιά αποκτούν έναν φιλάσθενο γιό που, μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, χάνουν το 1872. Στο μεταξύ, το 1867 γίνεται μέλος της διεθνούς και ορίζεται γραμματέας της για τις ισπανικές υποθέσεις. Με την κήρυξη του γαλλοπρωσικού πολέμου, το 1870, ο αντιβοναπαρτισμός του γίνεται πιο έντονος και οι σοσιαλιστικές του ιδέες πολύ πιο ριζοσπαστικές. Μετά την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, ο Λαφάργκ καταφεύγει στην Ισπανία, όπου μαίνεται η μάχη μεταξύ μαρξιστών και αναρχικών στους κόλπους της διεθνούς.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Λαφάργκ ζει στο χωριό Ντραβέιλ, στα προάστια του Παρισιού, και περιορίζεται στη συγγραφή άρθρων και δοκιμίων, καθώς και σε συχνές συναντήσεις με μερικούς από τους πιο γνωστούς σοσιαλιστές της εποχής. Αυτοκτονεί με τη Λώρα στις 26 Νοεμβρίου 1911 με ένεση υδροκυανίου.























