
Για το δοκίμιο του Γιώργου Σιακαντάρη «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Γράφει ο Λάμπρος Α. Φλιτούρης
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μάς βομβαρδίζουν καθημερινά με ανησυχητικές εικόνες μιας δημοκρατίας που φαίνεται να απειλείται παντού: άλλοτε με βίαιους τρόπους -κυρίως σε πρώην κομμουνιστικές ή μουσουλμανικές χώρες- και άλλοτε πιο ύπουλα, ιδίως στις δυτικές φιλελεύθερες κοινωνίες. Στην πρώτη γραμμή των απειλών συναντούμε την άνοδο του εθνικισμού, την αναζωπύρωση του λαϊκισμού και την ενίσχυση της εθνοτικής ταυτότητας – στοιχεία που συνδέονται με μορφές δημαγωγίας και αποκλεισμού. Μήπως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία βρίσκεται σε φάση υποχώρησης; Πρόκειται άραγε για έναν «δημοκρατικό χειμώνα», όπως το εννοούσε ο Γκι Ερμέ (Guy Hermet) στο έργο του Ο Χειμώνας της δημοκρατίας ήδη από το 2007; Ο Γάλλος ιστορικός Μισέλ Βιβιορκά (Michel Wieviorka) έχει υποστηρίξει ότι, παρόλο που οι απειλές αυτές είναι υπαρκτές, η εικόνα που προβάλλεται είναι υπεραπλουστευμένη και μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα για την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας.
Στο πρόσφατο, διεισδυτικό του δοκίμιο Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2024), ο Γιώργος Σιακαντάρης μάς καλεί να αντισταθούμε στον κυνισμό και τη σύγχυση των εννοιών, προτείνοντας μια στοχαστική ανάγνωση των μεταλλάξεων της σύγχρονης δημοκρατίας.
Ένα από τα πολλά ζητήματα που απασχολούν τον συγγραφέα στο δοκίμιό του είναι ζήτημα της έννοιας του ακροδεξιού λαϊκισμού, της ιστορικής του διάστασης, των χρήσεων και των καταχρήσεών του, καθώς και τις νοηματοδοτήσεις του στη σημερινή συγκυρία. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο πολιτικός λαϊκισμός, τόσο σε δεξιές όσο και σε αριστερές εκφάνσεις, εκμεταλλεύεται την απογοήτευση των πολιτών από τα παραδοσιακά κόμματα και θεσμούς. Αυτό οδηγεί σε μια «προεδροποίηση» της εκτελεστικής εξουσίας και σε μια άμεση, αλλά συχνά δημαγωγική, σχέση με το εκλογικό σώμα, παρακάμπτοντας τις θεσμικές διαδικασίες και υπονομεύοντας τη λογοδοσία. Η πορεία του λαϊκισμού προς την εξουσία στηρίζεται σε μια αποσάθρωση κάθε έννοιας αντιπροσωπευτικότητας και εισάγει την ψευδαίσθηση μιας άμεσης-κάθετης δημοκρατίας που δεν προϋποθέτει την ιδεολογική συστράτευση και την υιοθέτηση ενός κοινού αξιακού-πολιτικού κώδικα.
Έτσι, ο λαϊκισμός εισάγει ένα νέο, δυσάρεστο ύφος στον καθιερωμένο πολιτικό λόγο. Προκαλεί μορφές λεκτικής και συναισθηματικής μισαλλοδοξίας στον δημόσιο χώρο απέναντι σε εκείνους που δεν θεωρούνται μέλη του «λαού». Αυτή η λογική και η γλωσσική πρακτική του αποκλεισμού συγκροτούν έναν ριζοσπαστικό πλειοψηφισμό, ο οποίος ταπεινώνει όσους ανήκουν σε πολιτισμικές, ηθικές ή πολιτικές μειονότητες. Το τοξικό αυτό κλίμα μισαλλοδοξίας καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη λειτουργία της δημοκρατίας, καθώς παρεμποδίζει τη λογική συζήτηση και τη δημόσια διαβούλευση, τις δύο δηλαδή βασικές προϋποθέσεις για την αναθεώρηση απόψεων και την οικοδόμηση συναινέσεων. Αντί να ευνοεί τη σύνθεση και την αναζήτηση κοινού εδάφους, ιδίως ανάμεσα σε όσους επιδιώκουν μια προοδευτική πολιτική κατεύθυνση, παράγει διχασμό και ανασφάλεια, περιορίζοντας τη δυνατότητα δημοκρατικής συνύπαρξης.
Υπονόμευση της δημοκρατίας εκ των έσω
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η υποχώρηση των θεσμικών αντιβάρων και η ενίσχυση του λαϊκισμού δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση αυταρχικών τάσεων. Ο Σιακαντάρης υπογραμμίζει πως η διάβρωση των θεσμών και η αποπολιτικοποίηση των κομμάτων διαμορφώνουν ένα πολιτικό κενό μέσα στο οποίο ο λαϊκισμός μπορεί να ανθίσει, επαναλαμβάνοντας μοτίβα που, στο παρελθόν, οδήγησαν σε σοβαρές κρίσεις της δημοκρατίας. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός δεν αποτελεί καινοφανές φαινόμενο· πρόκειται για αναβίωση και αναπροσαρμογή παλαιών ιδεολογικών σχημάτων, προσαρμοσμένων στις συνθήκες της σύγχρονης δημοκρατικής εποχής, της μαζικής επικοινωνίας και της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας. Στα φασιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου, η ρητορική του διχασμού ανάμεσα στον «λαό» και τις «ελίτ» υπήρξε κεντρική: αναδείχθηκε η ανάγκη κάθαρσης και «σωτηρίας» του έθνους από υποτιθέμενους «εσωτερικούς εχθρούς». Αυτά τα καθεστώτα δεν απέρριψαν τη δημοκρατία ευθέως· αντίθετα, χρησιμοποίησαν τους θεσμούς της για να την υπονομεύσουν από μέσα. Η ιστορία του Μεσοπολέμου υπενθυμίζει πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η δημοκρατία όταν διαβρωθεί θεσμικά και κοινωνικά.
Ο σύγχρονος ακροδεξιός λαϊκισμός αξιοποιεί την κουλτούρα της «μετα-αλήθειας», τροφοδοτείται από θεωρίες συνωμοσίας και ενισχύει τον σκεπτικισμό απέναντι στην επιστήμη, πατώντας στη βαθιά κοινωνική ανασφάλεια.
Στο σημερινό περιβάλλον, ο ακροδεξιός λαϊκισμός αναδύεται εκ νέου, ιδιαίτερα σε περιόδους πολυεπίπεδης κρίσης. Κερδίζει έδαφος όταν οι θεσμοί αντιπροσώπευσης αποδυναμώνονται, τα κόμματα χάνουν τη διαμεσολαβητική τους λειτουργία και η πολιτική ζωή πολώνεται. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολυπλοκότητα των κοινωνικών προβλημάτων εκφυλίζεται σε απλουστευτικά και διχαστικά σχήματα τύπου «εμείς ή οι άλλοι», ενώ παράλληλα ενισχύονται οι φόβοι απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, τη μετανάστευση και την πολιτισμική μεταβολή∙ φόβοι που ο λαϊκιστικός λόγος εκμεταλλεύεται με επιτυχία. Ο σύγχρονος ακροδεξιός λαϊκισμός αξιοποιεί την κουλτούρα της «μετα-αλήθειας», τροφοδοτείται από θεωρίες συνωμοσίας και ενισχύει τον σκεπτικισμό απέναντι στην επιστήμη, πατώντας στη βαθιά κοινωνική ανασφάλεια. Εκείνο που τον διαφοροποιεί από άλλες μορφές λαϊκισμού είναι η έντονα εθνο-ταυτοτική του ρητορική, η οποία επιμένει σε μια φαντασιακή «πολιτισμική καθαρότητα», συχνά μπολιασμένη με ρατσιστικά, ξενοφοβικά ή ομοφοβικά στοιχεία. Έτσι ο «λαός» δεν ταυτίζεται πλέον με το σύνολο των πολιτών, αλλά αναπαρίσταται ως μια «καθαρή», ηθικά και πολιτισμικά ομοιογενής ομάδα, που διεκδικεί αποκλειστικά το δικαίωμα της εκπροσώπησης.
Η πολιτική σημασία της απογοήτευσης
Ο Σιακαντάρης κάνει μια εξαιρετικά εύστοχη παρατήρηση την οποία και ασπάζομαι. Η κυρίαρχη ρητορική συχνά αντιμετωπίζει τον λαϊκισμό ως «πρωτογενή παθολογία» της δημοκρατίας, χωρίς να εξετάζει τι γεννά την ανάγκη για λαϊκισμό. Αυτή η ερμηνεία αντιμετωπίζει τον λαϊκισμό όχι ως σύμπτωμα, αλλά ως αιτία της πολιτικής κρίσης. Ο Ιταλός φιλόσοφος Francesco Callegaro θεωρεί ότι ο «λαϊκισμός» είναι πρωτίστως ένα φάντασμα που επικαλούνται τα μέσα ενημέρωσης. Πρόκειται για μια πολεμική έννοια που σκοπό έχει να απονομιμοποιήσει εκ των προτέρων κάθε εναλλακτική πρόταση. Η σημασία της, έτσι, τείνει να αποδυναμώνεται όσο περισσότερο χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ένα διαρκώς διευρυνόμενο φάσμα φαινομένων. Ο λαϊκισμός είναι συμπτωματική πολιτική μορφή που αναδύεται σε περιόδους κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Είναι μορφή αποδιάρθρωσης του δημοκρατικού λόγου: προσφέρει κενά, ρητορικά σχήματα, χωρίς πραγματική πολιτική στρατηγική ή θεσμική πρόταση.
Αυτή η καθοδική τάση διαβρώνει τη μεσαία τάξη, η οποία ήταν ο θεμέλιος λίθος της φιλελεύθερης δημοκρατίας
Στο ίδιο πνεύμα με τον Callegaro, o Σιακαντάρης αναγνωρίζει την πολιτική σημασία της απογοήτευσης και της αποσάθρωσης της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και θεωρεί προφανώς τον λαϊκισμό ανεπαρκή για την πολιτική ανανέωση. Ο λαϊκισμός, και ειδικά ο ακροδεξιός, είναι αντίδραση σε υπαρκτές δομικές μετατοπίσεις, και αυτές σχετίζονται με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Από τη δεκαετία του 1980 και ιδιαίτερα μετά το 1990, οι δυτικές κοινωνίες πέρασαν από ένα καθεστώς προσδοκίας κοινωνικής ανόδου (μέσω εκπαίδευσης, αγοράς εργασίας, πρόνοιας) σε ένα καθεστώς μαζικής ανασφάλειας και καθηλωμένης κινητικότητας, όπου οι νεότερες γενιές δεν ελπίζουν να ζήσουν καλύτερα από τις προηγούμενες. Αυτή η καθοδική τάση διαβρώνει τη μεσαία τάξη, η οποία ήταν ο θεμέλιος λίθος της φιλελεύθερης δημοκρατίας· παράγει απογοήτευση από την πολιτική, που φαίνεται να μην μπορεί να αντιστρέψει τη φθορά· δημιουργεί ανάγκη για αποδιοπομπαίους τράγους (μετανάστες, ελίτ, Ευρώπη, «συστήματα»). Ο ακροδεξιός λαϊκισμός αποτελεί πολιτική μορφή της απογοήτευσης, έκφραση μιας ταξικής παραίτησης και μιας πολιτισμικής ματαίωσης. Δεν είναι η πρωτογενής αιτία, αλλά η αντίδραση ενός σώματος που χάνει σταθερά το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Και τί μας λέει ο Σιακαντάρης; Αν δεν ενισχυθούν η πολιτική παιδεία, η ισότητα, η θεσμική αξιοπιστία και η πολιτισμική ανεκτικότητα, οι δημοκρατίες μπορεί να αλωθούν εκ των έσω όπως συνέβη και στο παρελθόν.
Καταληκτικές σκέψεις
Διαβάζοντας το δοκίμιο του Σιακαντάρη οδηγούμαι σε ορισμένες καταληκτικές σκέψεις, που συνθέτουν έναν ευρύτερο στοχασμό για τη σημερινή κατάσταση και το μέλλον της δημοκρατίας:
• Η δημοκρατία δεν είναι ένα στατικό σύστημα, αλλά ένα σύνθετο και δυναμικό πλέγμα θεσμών, διαδικασιών και κοινωνικών διαμεσολαβήσεων. Η αποδυνάμωση ή και η διατάραξη ενός μεμονωμένου στοιχείου δεν οδηγεί αυτομάτως στην κατάρρευση του δημοκρατικού οικοδομήματος. Ο δεσμός ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνία εκτείνεται σε πολλαπλά επίπεδα: από το κοινοβούλιο και τη δικαιοσύνη έως τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών. Δεν επέρχεται το τέλος της δημοκρατίας με έναν νόμο ή μια μεμονωμένη απόφαση, όσο κι αν αυτό επιδιώκουν ορισμένοι. Κι εδώ εδράζεται η αισιοδοξία μου: οι δημοκρατίες, όσο εύθραυστες κι αν φαίνονται, είναι εξίσου πεισματάρικες. Επιβιώνουν και ανανεώνονται μέσω της προσαρμοστικότητάς τους, της δυνατότητας ανάκλησης αποφάσεων και της ειρηνικής εναλλαγής της εξουσίας. Η ζωτικότητά τους πηγάζει από τη σύγκρουση, τον διάλογο και τη συμμετοχή.
Ο λόγος παραμερίζεται από το συναίσθημα, η αντιπαράθεση ιδεών υποκαθίσταται από συνθήματα και η πολιτική γλώσσα χάνει τη νοηματική της πυκνότητα.
• Η δημοκρατία σήμερα απειλείται όχι μόνο από τις παραδοσιακές μορφές αυταρχισμού, αλλά και από νέες, πιο υπόγειες και πολιτισμικά διαβρωτικές τάσεις. Στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι κοινωνίες της Δύσης πέρασαν από χώρους προσδοκίας και κοινωνικής κινητικότητας σε πεδία ανασφάλειας, στασιμότητας και πολιτικής απογοήτευσης. Σε αυτό το κλίμα, αναπτύσσονται φαινόμενα όπως ο αντιδιανοουμενισμός, η απόρριψη της γνώσης, της κριτικής σκέψης και της τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας. Ο λόγος παραμερίζεται από το συναίσθημα, η αντιπαράθεση ιδεών υποκαθίσταται από συνθήματα και η πολιτική γλώσσα χάνει τη νοηματική της πυκνότητα. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος ριζοσπαστικού πλειοψηφισμού, όπου όσοι αποκλίνουν από την κυρίαρχη εικόνα του «λαού» περιθωριοποιούνται πολιτικά, ηθικά και πολιτισμικά.
Ο ακροκεντρώος λαϊκισμός, μακράν του να εμβαθύνει τη δημοκρατία, την αποστειρώνει: εγκαθιδρύει ένα πολιτικό τοπίο όπου η σύγκρουση ιδεών αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα και όχι ως προϋπόθεση της ελευθερίας.
• Και τέλος, ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δοθεί στον ακροκεντρώο λαϊκισμό, μια μορφή που συχνά διαφεύγει της δημόσιας συζήτησης επειδή δεν εντάσσεται εύκολα στα παραδοσιακά δίπολα «Δεξιά – Αριστερά». Ο Σιακαντάρης αναδεικνύει εύστοχα αυτή τη μορφή λαϊκισμού, η οποία, πίσω από το συναινετικό προσωπείο της «μετριοπάθειας», απολυτοποιεί το Κέντρο ως τη μοναδική λογική και νομιμοποιημένη στάση. Αντί για ιδεολογική τοποθέτηση ή κοινωνική αναφορά, επικαλείται την τεχνοκρατική «ουδετερότητα» και παρουσιάζει τον εαυτό του ως «σιωπηλή πλειοψηφία» ή «υγιή νου» του έθνους. Όποιος διαφωνεί στιγματίζεται ως «τοξικός» ή ανορθολογικός. Η πολιτική αντιπαράθεση υποβαθμίζεται σε ηθικολογική κριτική, η διαμαρτυρία αντιμετωπίζεται ως απειλή για τη σταθερότητα, και οι κοινωνικές ανισότητες συσκοτίζονται πίσω από ρητορικές περί «αριστείας», «νοικοκυροσύνης» και «κανονικότητας». Η στρατηγική αυτή ακυρώνει την πολιτική ως πεδίο σύγκρουσης και μετατρέπει τη δημοκρατία σε τεχνοκρατικό μηχανισμό διαχείρισης. Ο ακροκεντρώος λαϊκισμός, μακράν του να εμβαθύνει τη δημοκρατία, την αποστειρώνει: εγκαθιδρύει ένα πολιτικό τοπίο όπου η σύγκρουση ιδεών αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα και όχι ως προϋπόθεση της ελευθερίας. Πρόκειται, τελικά, για τον λαϊκισμό του «αντιλαϊκισμού»· και αν δεν τον αναγνωρίσουμε ως τέτοιο, κινδυνεύουμε να αποδεχθούμε ένα «αθώο Κέντρο» που στην πράξη λειτουργεί εξίσου αποσταθεροποιητικά με τους άκρους που ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει.
Καθώς ο Σιακαντάρης επιχειρεί να ανιχνεύσει τις σύγχρονες απειλές προς τη δημοκρατία, όχι ως απλές επαναλήψεις του παρελθόντος αλλά ως πολύπλοκες, υβριδικές εκφάνσεις αυταρχισμού και εθνικισμού, τότε ο όρος «μεταφασισμός» -όπως την αναπτύσσει ο Έντσο Τραβέρσο- συμβάλλει καίρια στην κατανόηση αυτών των φαινομένων. Εντάσσοντας αυτή την οπτική, ο στοχασμός του βιβλίου μπορεί να αποκτήσει μια επιπλέον κριτική διάσταση, θέτοντας επιτακτικά το ερώτημα όχι μόνο για το ποια δημοκρατία επιθυμούμε στο μέλλον, αλλά και για το πώς θα αναγνωρίσουμε -και θα αντιμετωπίσουμε- τις απειλές που φορούν το προσωπείο της.
*Ο ΛΑΜΠΡΟΣ Α. ΦΛΙΤΟΥΡΗΣ διδάσκει ευρωπαϊκή ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας, συγγραφέας, δοκιμιογράφος, βιβλιοκριτικός και αρθρογράφος στις εφημερίδες Το Βήμα και Τα Νέα. Είναι επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού The Books’ Journal και συνεργάτης της ηλεκτρονικής σελίδας για το βιβλίο Bookpress. Διετέλεσε επιστημονικός διευθυντής στο «ΙΣΤΑΜΕ Ανδρέας Παπανδρέου» και επιστημονικός υπεύθυνος του «Πολιτικού Εργαστηρίου για τη Σοσιαλδημοκρατία».
Είναι στέλεχος της ΜΟΔ ΑΕ (Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων). Έχει διατελέσει καθηγητής κοινωνιολογίας στο ΤΕΙ Καλαμάτας, τη Σχολή Μηχανικών Ικάρων και τη Σχολή Αστυνομίας. Έργα του είναι: Οι μεγάλες απουσίες. Η ελληνική δημοκρατία σε άμυνα (Πόλις, 2011), Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Ο φιλόσοφος της πεφωτισμένης δημοκρατίας (Πόλις, 2012) και Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία (Αλεξάνδρεια, 2019).