
Για το δοκίμιο θεολογίας του Μαρκ Βέρνον [Mark Vernon] «Θεός», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή. Στην κεντρική εικόνα, μέρος του πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου «The Creation of the Sun, Moon, and Plants».
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Σύμφωνα με τον ειδικό θρησκειολόγο Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλο, θρησκεία είναι η σχέση μεταξύ δύο επιπέδων ύπαρξης, εν των οποίων το ένα θεωρείται ως απόλυτο και το άλλο ως σχετικό, με σκοπό την τελική τους ένωση. Το ένα επίπεδο ύπαρξης, το ενθάδε (σχετικό) το ονομάζουμε «κοσμικό», ενώ το άλλο, το επέκεινα (απόλυτο), το αποκαλούμε «ιερό». Η εκκοσμίκευση παραπέμπει στην υποχώρηση της σημαντικότητας του ιερού και την εξώθηση αυτού στο περιθώριο της κοινωνίας ή ακόμη και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου.
Η εκκοσμίκευση και η συνακόλουθη υποχώρηση του ρόλου των παραδοσιακών θρησκειών, διαπιστώνει ο Mark Vernon στο βιβλίο του Θεός (εκδ. Μίνωας), έχει κάνει ανθρώπους να αμφιταλαντεύονται ως προς το τι είναι ηθικό και τι όχι. Επιθυμούν μεν την εδραίωση του καλού σε μια στέρεα βάση, αλλά επειδή δεν μπορούν να πιστέψουν στα παραδοσιακά θρησκεύματα, επιχειρούν ν’ αντλήσουν στοιχεία απ’ αυτά μ’ επιλεκτικό τρόπο. Στη φύση βρίσκει κυριολεκτικά τα πάντα: από τη γνησιότερη αυτοθυσία ως τη μεγαλύτερη σκληρότητα. Αν ισχύει αυτό, τότε χρειαζόμαστε ένα εξω-φυσικό κριτήριο για να θεμελιώσουμε ηθική (όρος που, για να λέμε την αλήθεια, φαντάζει κάπως απόλυτος και παρωχημένος, με αποτέλεσμα να επιχειρούν μερικοί την αντικατάστασή του με έννοιες της ψυχολογίας).
Νομιμοποιούμαστε ν’ αντλήσουμε παραδοσιακά θρησκευτικά στοιχεία ακόμη και δίχως να ομολογούμε καμία πίστη στο υπερφυσικό; Ο συγγραφέας Don Cupitt απάντησε καταφατικά, με τα βιβλία του, τη δημοφιλή του εκπομπή και με τον οργανισμό Sea of Faith, τον οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος. Ο Cupitt ήταν ακαδημαϊκός, Αγγλικανός Χριστιανός και ιερέας, παραδεχόταν όμως πως αντλούσε την ηθική και τελετουργική παράδοση από μια θρησκεία στης οποίας το μεταφυσικό περιεχόμενο δεν ήταν πιστός. Ο «θεός» του αντιπροσώπευε ένα σύνολο ιδανικών ηθικής τελειοποίησης και όχι ένα πραγματικά υπαρκτό ον που υπάρχει κάπου εκτός του μυαλού μας.
Η ιδέα ότι η θρησκευτικότητα αξίζει προ παντός διότι μας παρέχει ηθικό στήριγμα, λέει ο Vernon, πάει τουλάχιστον ως τους αρχαίους Στωικούς φιλοσόφους.
Εδώ η ηθική «υποβαστάζει» τη θεολογία, αν κιόλας δεν την υποκαθιστά εντελώς. Η ιδέα ότι η θρησκευτικότητα αξίζει προ παντός διότι μας παρέχει ηθικό στήριγμα, λέει ο Vernon, πάει τουλάχιστον ως τους αρχαίους Στωικούς φιλοσόφους. Για την αρχαία στωική σκέψη, η ηθική είναι τμήμα της θεολογίας και η κατανόηση του φυσικού κόσμου μας αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη λογικότητα που τον διέπει, ωθώντας σ’ έναν ηθικό τρόπο ζωής. Αν θέλει ο άνθρωπος να κατακτήσει την ευτυχία, έλεγαν οι Στωικοί, οφείλει να ζει τη ζωή του σύμφωνα με τη φύση, αφού καθετί που συμβαίνει σύμφωνα με τη φύση είναι σωστό. Κάτι που αν το δούμε μεμονωμένα μπορεί να μας φανεί σαν κακό, υπηρετεί βαθιά το καλό υπό την προοπτική του συνόλου». Το σύμπαν είναι ένας ζωντανός οργανισμός και χαρακτηρίζεται από λογική, σοφία και αρμονία, ενώ ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα τμήμα του συνόλου αυτού. Για τον Στωικισμό, η θρησκεία είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να διατηρεί την ηθική ενότητα, αν και αυτό δεν σημαίνει πως είναι ολότελα ψευδές (οι Στωικοί δεν ήταν άθεοι), αλλά απλώς εξηγεί στις μάζες τις αφηρημένες πραγματικότητες με προσωποποιήσεις και μύθους, που δεν είναι παρά επιμέρους αντανακλάσεις του θεϊκού Λόγου.
Πώς συμβιβάζεται όλο το κακό που υπάρχει γύρω μας με τον Θεό που μας αγαπάει απεριόριστα;
Όπως θα περίμενε κανείς, το βιβλίο πραγματεύεται και το περίφημο ζήτημα της θεοδικίας. Πώς συμβιβάζεται όλο το κακό που υπάρχει γύρω μας με τον Θεό που μας αγαπάει απεριόριστα; Οι Γνωστικοί Χριστιανοί είχαν μια κλασική απάντηση: τον κόσμο μας δεν το έφτιαξε ο Θεός ex nihilo (εκ του μηδενός), αλλά δημιουργήθηκε με τη βοήθεια προϋπάρχοντος υλικού, με όλες τις ατέλειες του κόσμου να οφείλονται στο υλικό αυτό. Ο Θεός των Γνωστικών δεν είναι παντοδύναμος και, αφού ο Ωριγένης διατύπωσε απόψεις σαν την παραπάνω, μια πλειάδα εκκλησιαστικών συγγραφέων επιτέθηκε στη διδασκαλία του. Η απαξίωση της σωματικότητας έχει μεγάλη ιστορία. Έντονη απέχθεια προς την ύλη, τα αισθητά και το ανθρώπινο σώμα, χαρακτήριζε επίσης την πλατωνική και τη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Ήδη ο Πλάτων υποτιμούσε τα αισθητά, τα παρομοιάζοντάς τα με σκιές και θεωρώντας τα ως το κατώτατο επίπεδο πραγματικότητας, με την όποια γνώση στηρίζεται σ’ αυτά να είναι η πιο χαμηλής αξίας γνώση. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η «σωματοποίηση» της ψυχής την έκανε να ξεχνά τις ιδέες, δηλαδή τα νοητά που είχε ατενίσει προτού σαρκωθεί και «μολυνθεί» με σωματικές επιθυμίες.
Η προέλευση του κακού σύμφωνα με τον Χριστιανισμό
Η φυγή από το σώμα θα την επαναφέρει ξανά στον αληθινό κόσμο, τον κόσμο των νοητών. Με τη σειρά του, ο Πλωτίνος πέθανε ανυπομονώντας την απομάκρυνσή του από την υλική υπόσταση και τη «συγχώνευσή» του με τον ενυπάρχον στα πάντα θείο. Ενώ λοιπόν στους Πλωτίνο και Πλάτωνα το σώμα εθεωρείτο «φυλακή» της ψυχής και σκοπός του ανθρώπου είναι να δει το Αγαθό, στον Χριστιανισμό το υπέρτατο Αγαθό αποκαλύπτεται στον άνθρωπο ως ύλη και πνεύμα, ως άνθρωπος και Θεός. Η παντοδυναμία του Θεού συμπορεύεται, έτσι, με την αγαθότητά του. Αυτό, όμως, δημιουργούσε στους Χριστιανούς το πρόβλημα του από πού εκπηγάζει το κακό. Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί, λέει ο Vernon, είναι κυρίως δύο. Πρώτη είναι η ελευθερία της βούλησης, συγκροτημένη από τον Άγιο Αυγουστίνο, κατά τον οποίον το κακό στηρίζεται στο ότι ο Θεός έχει αφήσει τον άνθρωπο ελεύθερο και ο άνθρωπος προκαλεί τα βάσανά του με την πτώση του στην αμαρτία. Η άλλη γνωστή απάντηση («εργαλειακή θεώρηση») ορίζει πως το κακό και οι ατέλειες είναι αναγκαία στοιχεία για την πνευματική ωρίμανση του ανθρώπου. Μέσα από δοκιμές και σφάλματα, μαθαίνει κανείς τι είναι σωστό και τι όχι.
Σύμφωνα με τον Vernon, η παλιά γνωστική και νεοπλατωνική ιδέα ότι στη δημιουργία του Θεού υπάρχει αναγκαστική ατέλεια λόγω της υλικής της φύσης, ονομάζεται θεωρία του μεταφυσικού κακού. Η θεωρία αυτή έχει αναβιώσει από μερικούς σύγχρονους Χριστιανούς φιλοσόφους, όπως ο Βρετανός John Cottingham. Στα ελληνικά δεδομένα, μπορούμε να θυμηθούμε τις διατυπώσεις περί «κτιστού», μεταξύ άλλων, του θεολόγου Χρήστου Γιανναρά, ο οποίος παρεμπιπτόντως αναφέρεται στις τελευταίες σελίδες του έργου. Η δαρβινική εξέλιξη των ειδών, διαβάζουμε ακόμη στις σελίδες του βιβλίου, εκτός του ότι απείλησε τα κλασικά επιχειρήματα της φυσικής θεολογίας, ώθησε τη χριστιανική θεολογία σε νέες καινοτομίες. Μία απ’ αυτές είναι η «θεολογία της διαδικασίας». Η εξέλιξη δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια και την ηθική, αλλά για την προσαρμογή στο προϋπάρχον περιβάλλον, με στόχο την επιβίωση και την παραγωγή όσο το δυνατόν περισσότερων υγιών και γόνιμων απογόνων. Τι αποκλείει, όμως, ο Θεός να τη μεταχειρίστηκε για να οδηγήσει σταδιακά το ανθρώπινο γένος σε πνευματική αυτοβελτίωση;
Δικαιώνει το κλισέ ότι ο μαρξισμός είναι ένας εκκοσμικευμένος συνεχιστής των μονοθεϊστικών πίστεων, συμπληρώνει όμως πως αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι
Ο Vernon προβαίνει σε μια σύντομη σύγκριση των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών με τη μαρξιστική ιδεολογία. Δικαιώνει το κλισέ ότι ο μαρξισμός είναι ένας εκκοσμικευμένος συνεχιστής των μονοθεϊστικών πίστεων, συμπληρώνει όμως πως αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι: κάθε μονοθεϊσμός διέπεται από μονολιθικότητα, γεγονός που εξασφαλίζει πλεονεκτήματα και, παράλληλα, εγκυμονεί κινδύνους. Ένα τέτοιο ηθικό πλεονέκτημα είναι η οικουμενικότητά του, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι έχουμε από κοινού αξία, ως παιδιά του ίδιου Θεού. Ο κίνδυνος είναι αυτή η θεώρηση να οδηγήσει σε αυταρχισμό, αρνούμενη κάθε πλουραλισμό και επιβάλλοντας τον ίδιο θεμελιώδη δρόμο ζωής σε όλους. Αρνητική είναι η στάση του Vernon και στις «επιστημονικά» τροφοδοτούμενες ελπίδες επίτευξης αθανασίας από τη λεγόμενη Μοναδικότητα (Singularity). Σύμφωνα με αυτόν, τέτοιες ιδέες δεν αντέχουν σε σοβαρή επιστημονική εξέταση και, εκτός αυτού, λησμονούν μια μεγάλη αλήθεια που οι παραδοσιακές θρησκείες γνώριζαν: αν υπάρχει αθανασία, αυτή πρέπει να βρίσκεται έξω απ’ τη διάσταση του χρόνου, τοποθετούμενη στην αιωνιότητα. Η Μοναδικότητα μοιάζει να συμπλέκει παραδοσιακές θρησκευτικές ιδέες με μοντέρνους επιστημονικούς ευσεβείς πόθους, είναι όμως τρωτή σε αντιρρήσεις και απ’ τις δύο πλευρές. Επίσης τρωτός μοιάζει στον συγγραφέα και ο υποκειμενισμός (θρησκευτικός αντι-ρεαλισμός):
«Για να το πούμε πιο απλά, εκείνοι που δημιουργούν τη δική τους προσωπική θεότητα είναι πιο πιθανό να πέσουν σε αυταπάτη απ’ ό,τι εκείνοι που αναζητούν τον αληθινό Θεό, καθώς οι πρώτοι δεν δέχονται τίποτε έξω από τον εαυτό τους σύμφωνα με το οποίο θα κρίνουν τον εαυτό τους».
Τι είναι ο πανθεϊσμός; Έχουν άραγε δίκιο όσοι τον εξομοιώνουν με υπόρρητο αθεϊσμό; Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται μια διάκριση:
«Είναι σημαντικό να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ πανθεϊσμού και ανιμισμού. Αν ο πανθεϊσμός συνδέεται στενά με τον μονοθεϊσμό, βάσει της ιδέας ότι ο ένας και μοναδικός Θεός είναι το σύνολο της φύσης, ο ανιμισμός είναι η πεποίθηση ότι τα ζώα, τα φυτά, τα βουνά και τα ρυάκια ενοικούνται από πολλά πνεύματα ή ψυχές. Ακόμα και οι νεκροί πρόγονοι κάποιου μπορεί να περιπλανιούνται εκεί κοντά και ίσως να προκαλούν προβλήματα στους ζωντανούς».
Ο Σπινόζα, ο Αϊνστάιν και ο Πασκάλ
Η γνωστότερη περίπτωση πανθεϊσμού στη φιλοσοφία είναι ο Spinoza. Ο Spinoza μας έλεγε πως υπάρχουν άπειρες ιδιότητες του Θεού, άρα και άπειροι δυνητικά τρόποι περιγραφής του, με τον επιστημονικό να είναι μόνο ένας εξ αυτών. Τα πάντα υπάρχουν εξαιτίας της αναγκαιότητας της θείας φύσης και είναι σφόδρα αντίθετος με τον μονοθεϊσμό, επειδή τον θεωρεί ανθρωπομορφική διαστρέβλωση του απρόσωπου θείου. Για τον Spinoza, ο «θεός» δεν ανάγεται στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών, κάτι που πιθανώς κατανοούσε και ο Einstein, όταν τον επικαλούνταν. Όλα είναι προκαθορισμένα, πίστευαν αμφότεροι, και τα πάντα είναι ένα (μονισμός της ουσίας). Η διαφορά τους ήταν ότι, σε αντίθεση με τον Einstein, ο Spinoza ενστερνιζόταν μια μορφή μεταθανάτιας αθανασίας, στην οποία ο νους επιβιώνει και μεταβαίνει κάπου όπου δεν υπάρχει χρόνος.
Εκτός τούτων, το «στοίχημα» του Pascal είναι ακόμη ένα ζήτημα που συζητάει το βιβλίο.
Εκτός τούτων, το «στοίχημα» του Pascal είναι ακόμη ένα ζήτημα που συζητάει το βιβλίο. Στον Pascal υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του Θεού και υπέρ της αυθεντίας της Βίβλου. Δεν ισχύει ότι ο Pascal εισάγει ένα στοίχημα, δικαιολογώντας την τυφλή συναισθηματική πίστη. Ασφαλώς, λέει ο Vernon, το στοίχημα του Pascal, που ανέσυρε εκ νέου ο William James, δεν θα λειτουργούσε αποτελεσματικά για να πειστεί ο καθένας. Απευθύνεται μάλλον σ’ εκείνους που είναι στο μεταίχμιο δυσπιστίας και πίστης. Με το περίφημο «στοίχημά» του, ο Pascal δεν επιχείρησε να «αποδείξει» την ύπαρξη Θεού, αλλά να δείξει ότι το ζήτημα δεν επιδέχεται οριστικές λογικές αποδείξεις. Αν θέλει κανείς να πιστέψει, πρέπει να ζει με τέτοιον τρόπο ώστε να του είναι επιθυμητός ο Θεός, δηλαδή να ξεκινήσει να ζει σαν να πιστεύει ήδη και τότε θα έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει, τελικά, την αλήθεια. Για τον Pascal είχε θετικά αποτελέσματα, όχι όμως αναγκαστικά και για τον James.
Τέλος, ενδιαφέροντα είναι όσα λέει το βιβλίο για τον αποφατικό μυστικισμό και την ταύτιση του Θεού με την αγάπη. Για μυστικιστές όπως οι Ορθόδοξοι υπερασπιστές του Ησυχασμού, το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού δεν μπορεί να διευθετηθεί από μίαν «αμερόληπτη» και «αντικειμενική» σκοπιά, διότι ο καθένας μας, κατά βάθος, διαμορφώνει τη στάση του απέναντί της με βάση το σε ποιον βαθμό έχει προετοιμασθεί πνευματικά, ώστε να την επιθυμεί πραγματικά:
«Η Ανατολική Ορθοδοξία βρίσκεται σε άμεση συνέχεια με αυτή την παράδοση. Αντιλαμβάνεται κι αυτή τη γνώση του θείου ως μια ερωτική σχέση, ως “κατόρθωμα και χάρισμα ερωτικής σχέσης”, όπως περιγράφει ο θεολόγος Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης, ή Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού. Ο Γιανναράς τονίζει ότι η γνώση του Θεού δεν είναι πρωτίστως ζήτημα γνώσης, αλλά πάθους, με την έννοια αυτού που παθαίνουμε».
Για τον Vernon, η συντριπτική αποτυχία των παραδοσιακών «αποδείξεων» της θεϊκής ύπαρξης έχει λυτρωτικές συνέπειες για τον άνθρωπο, διότι αν υπήρχε ο Θεός που αποδεικνύεται, θα ήταν ένας τρομακτικός τύραννος και η πνευματική αναζήτησή μας θα κατέληγε αξιοθρήνητη και αποκαρδιωτική εμπειρία.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
O Μαρκ Βέρνον είναι δημοσιογράφος, δάσκαλος και συγγραφέας και έχει εργαστεί στο ραδιόφωνο του BBC ως παραγωγός. Είναι επίτιμος ερευνητής του Ιδρύματος Μπίρμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Έχει σπουδάσει Φυσική και Θεολογία, ενώ κατέχει διδακτορικό τίτλο στη Φιλοσοφία.
Υπήρξε κληρικός της αγγλικανικής Εκκλησίας, αλλά αποχώρησε πεπεισμένος πλέον ότι δεν υπάρχει Θεός. Σήμερα, όμως, παίρνει πολύ σοβαρά τις θρησκευτικές παραδόσεις και πρακτικές λόγω του ανήσυχου πνεύματός του – ένα ταξίδι που περιγράφει στο βιβλίο του How to be an Agnostic.