
Κάποιες σκέψεις για τη σύνδεση της θρησκείας με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, με αφορμή την ανάγνωση έργων των Φρίντριχ Ντύρενματ [Friedrich Dürrenmatt], Στέφαν Τσβάιχ [Stefan Zweig], Τσβετάν Τοντόροφ [Tzvetan Todorov] και Χάνα Άρεντ [Hannah Arendt]. Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από τον πίνακα «Galileo before the Holy Office» του ζωγράφου Ζοζέφ-Νικολά Ρομπέρ-Φλερύ [Joseph-Nicolas Robert-Fleury].
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Στο διήγημα (ακριβέστερα: πολιτική αλληγορία) Η Πτώση, του Ελβετού συγγραφέα Friedrich Dürrenmatt, απεικονίζεται η εκφοβιστική φύση του ολοκληρωτισμού:
«Ο μηχανισμός μόνο φαινομενικά ήταν πολυσύνθετος, στην πραγματικότητα ήταν απλός και κατανοητός. Την απολυταρχία του ο Α μπορούσε να τη διασφαλίζει μόνο εάν τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας αλληλοσπαράζονταν. Αυτή η πάλη ήταν η προϋπόθεση της εξουσίας του. Ο φόβος και μόνο οδηγούσε κάποιους στο να επιζητούν την εύνοια του Α καταδίδοντας κάποιους άλλους. Έτσι, υπήρχαν ομάδες που επιθυμούσαν να παραμείνουν στην εξουσία- όπως αυτή γύρω απ’ τον Δ- απέναντι σε σχηματισμούς οι οποίοι επεδίωκαν να συνεχίσουν την Επανάσταση- όπως αυτός γύρω απ’ τον Η-, αν και οι ιδεολογικές θέσεις του Α ήταν τόσο αδιαφανείς, που και οι δύο παρατάξεις πίστευαν ότι ενεργούν στο όνομά του. Η τακτική του Α ήταν βάναυση, όμως ακριβώς γι’ αυτό είχε γίνει με τον καιρό αδιάφορη. Απλώς παρίστανε τον επαναστάτη όταν έκρινε ότι αυτό τον εξυπηρετεί, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η εξουσία του, κυβερνούσε χρησιμοποιώντας τον έναν εναντίον του άλλου, όμως θεωρούσε τον εαυτό του ασφαλή».
Το κλίμα είναι άκρως εκφοβιστικό και ο μεγαλύτερος φόβος είναι το να πέσεις σε δυσμένεια. Ο δικτάτορας θα διατάξει τον εγκλεισμό σου σε ψυχιατρείο, από όπου δεν θα εξέλθεις ποτέ. Οι ήρωες του διηγήματος έχουν όχι ονόματα αλλά γράμματα της αλφαβήτου, επικρατεί μυστικοπάθεια και καχυποψία και κανένας δεν είναι απολύτως ασφαλής. Το κατασκοπικό κλίμα εναλλάσσεται με τη φαρσοκωμωδία και ακολουθεί το απρόσμενο φινάλε, που διαλύει τα πάντα στο τέλος.
Κατά τον εικοστό αιώνα, οι λογοτεχνικές δυστοπίες, οι σκοτεινές αυτές παρωδίες των πολιτικών ουτοπιών, κέρδισαν εύλογα μεγάλη προσοχή. Στο μυθιστόρημα Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, που έγινε πολύ δημοφιλές και θεωρήθηκε απ’ τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα, σκιαγραφεί ένα φανταστικό κράτος με κύριο σύνθημά του το «κοινότης-ταυτότης-σταθερότης», όπου οι πολίτες ζουν μια ζωή πλήρως ελεγχόμενη με τη λογοκρισία, την υπνοπαιδεία και την αποχαύνωση απ’ το πολύ σεξ και τα ναρκωτικά.
Εμφανίζεται μια κοινωνία που ικανοποιεί άμεσα τις ανθρώπινες ανάγκες, συγχρόνως όμως στερεί από τους ανθρώπους την ελευθερία, δηλαδή, τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τη ζωή τους. Το υπόρρητο δίλημμα είναι αν είναι προτιμητέος ένας ατελής και ελεύθερος κόσμος ή ένας τέλειος και ουτοπικός κόσμος χωρίς ελευθερία. Όσο για την (επίσης δημοφιλή) οργουελιανή δυστοπία, αυτή αποτελεί απ’ τις πιο χαρακτηριστικές λογοτεχνικές αποτυπώσεις της καταδίκης του σταλινισμού: η επανάσταση ξεκινάει με τις καλύτερες προοπτικές και καταλήγει να προδίδεται από την ελίτ που ανεβαίνει στην εξουσία.
Η προσέγγιση του Στέφαν Τσβάιχ
Στο παρελθόν, οι παραδοσιακές θρησκείες, μεταξύ αυτών και οι χριστιανικές εκκλησίες, έπαιξαν μερικές φορές τον ρόλο του καταπιεστή, μιας εξουσίας που προσφέρει ασφάλεια, στερώντας το «επώδυνο φορτίο» της ελευθερίας.
Άραγε ο προτεσταντισμός αποτελεί εξαίρεση; Όχι, είναι η απάντηση που δίνει το βιβλίο του Stephan Zweig Μια συνείδηση ενάντια στη βία. Μπορεί οι προτεσταντικές χώρες να μην είχαν Ιερά εξέταση ή Σταυροφορίες, μας δείχνει ο Zweig, αλλά στην πράξη μιμήθηκαν τις μεθόδους των ιεροεξεταστών. Συγκεκριμένα, ήδη τον 16ο αιώνα, όταν ο Καλβίνος ανέλαβε εξουσία στην πόλη της Γενεύης, κατόπιν θερμών παρακλήσεων από τις αρχές της, δεν δίστασε να τη μετατρέψει σε μια θεοκρατία πιο αυστηρή από του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Στην αρχή, βέβαια, ο Καλβίνος θα εκδιωχθεί απ’ την πόλη εξαιτίας της ηθικής αυστηρότητάς του, για ν’ αποσυρθεί για κάποιο διάστημα, αργότερα όμως θα τον καλέσουν πίσω και τότε είναι που θα βρει την ευκαιρία να επιβάλλει τη θεοκρατική του δυστοπία. Οι πνευματικές της συνέπειες θα είναι βαθιές και θα χρειαστεί να περάσουν δύο αιώνες και να εμφανισθεί ο Rousseau, για να δούμε την οριστική πνευματική απελευθέρωση από τα δεσμά του Καλβίνου και των διαδόχων του.
Ο καλβινισμός, κατά Zweig, δημιούργησε εκείνον τον ιδιαίτερο τύπο πειθαρχημένου, αυστηρά ασκητικού και ηθικά αψεγάδιαστου ανθρώπου, που αργότερα θα περιγράψει με το έργο του ο Max Weber. Η Μεταρρύθμιση δεν είχε ξεκινήσει όμως έτσι. Στην αρχή ήταν ένα φιλελεύθερο κίνημα. Σύμφωνα με τον Zweig:
«Με την θέση του λόγου της Γραφής ως υπέρτατης βαθμίδας αξιολόγησης κάθε επίγειας συμπεριφοράς, ο Καλβίνος μοιάζει απλώς να επαναλαμβάνει στην ουσία το γνωστό πρωταρχικό αίτημα της Μεταρρύθμισης. Στην πραγματικότητα, όμως, κάνει ένα τεράστιο βήμα πάνω και πέρα από τη Μεταρρύθμιση, απομακρυνόμενος μάλιστα ολοκληρωτικά από τις αρχές της. Γιατί η Μεταρρύθμιση είχε ξεκινήσει ως ένα ψυχο-θρησκευτικό κίνημα ελευθερίας. Στόχος της ήταν να βάλει ελεύθερα το Ευαγγέλιο στα χέρια κάθε ανθρώπου».
Ο Καλβίνος έκανε το εντελώς το αντίθετο. Ποτέ άλλοτε, μας λέει ο Zweig, δεν έριξε ένας θρησκευτικός ηγέτης την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε τόσο χαμηλά επίπεδα.
Ο Καλβίνος έκανε το εντελώς αντίθετο. Ποτέ άλλοτε, μας λέει ο Zweig, δεν έριξε ένας θρησκευτικός ηγέτης την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, ο Καλβίνος θα στηρίξει με κάθε τρόπο την αστυνόμευση της πόλης ενάντια σε οποιαδήποτε απείθεια: πίτες, κρέας κυνηγιού, καπελάκια, γάντια, γιακάδες, εκτυπώσεις βιβλίων δίχως άδεια, μουσική, ιερά γλυπτά, αλληλογραφία με το εξωτερικό, εικονίσματα, μουσική, όλα αυτά και πολλά άλλα θα απαγορευθούν δια νόμου.
Μέχρι και οι ενδυμασίες θα ελέγχονται και στο εξής οι ράφτες της πόλης θα πρέπει να ζητούν την έγκριση του Συμβουλίου της πόλης προτού λανσάρουν μια καινούργια ενδυματολογική μόδα. Ο Καλβίνος δεν θα διστάσει, τέλος, ν' απαγορεύσει μέχρι και τον εορτασμό του Πάσχα και των Χριστουγέννων, που θεωρούσε ειδωλολατρική συνήθεια: ο καλβινικός θεός δεν θέλει να τον γιορτάζουν ή να τον αγαπούν, παρά μονάχα να τον φοβούνται. Στο εξής, θα καθιερωθεί μια άτεγκτη «βιβλιοκρατία», με τη διοικητική και τη δικαστική εξουσία να καθορίζονται από ένα μόνο βιβλίο και τη θεολογική ερμηνεία του από το Consistorium, το οποίο θα κατασκευάσει ο Καλβίνος στη θέση του παλαιού ρωμαιοκαθολικού Consistorium. Η Γενεύη θα γίνει κάτι σαν «Ρώμη» του Προτεσταντισμού και πλήθη θα συρρέουν από πολλές περιοχές του κόσμου για να τη δουν.
Αν κάθε δικτατορία έχει ως πνευματικό της θεμέλιο μια ιδέα, η οποία αποκτά μορφή από τον άνθρωπο που την εφαρμόζει στην πράξη, εν προκειμένω ήταν ο Καλβίνος και η βιβλιοκρατία του. Για να εμποτιστεί η κοινωνία με την ιδεολογία, μια γενιά είναι αρκετή. Δεν δύναται, όμως, να υπάρξει δικτατορία χωρίς τη χρήση βίας. Για να διατηρηθεί η εξουσία του δικτάτορα είναι αναγκαία η ύπαρξη ποινών για όσους τυχόν δεν συμμορφώνονται. Αυτός ήταν ο κρατικός ελεγκτικός μηχανισμός του.
Γενικά, ο Καλβίνος ήταν ακάματος συγγραφέας, νευρώδης και εξαιρετικά φιλάσθενος, με αποτροπιασμό μπρος στη θέα του αίματος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να διατάξει την εκτέλεση ανθρώπων που παραβίαζαν τις εντολές του.
Γενικά, ο Καλβίνος ήταν ακάματος συγγραφέας, νευρώδης και εξαιρετικά φιλάσθενος, με αποτροπιασμό μπρος στη θέα του αίματος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να διατάξει την εκτέλεση ανθρώπων που παραβίαζαν τις εντολές του. Ένα τέτοιο θύμα ήταν ο «αιρετικός» (αντι-τριαδολογικός) προτεστάντης θεολόγος Servetus. Ο Servetus θα πληρώσει την αντιζηλία του με τον Γάλλο μεταρρυθμιστή με φυλάκιση, πείνα και τελικά δημόσια εκτέλεση στην πυρά. Πριν εκτελεσθεί, θα ζητήσει τη «φιλάνθρωπη» παραχώρηση να εκτελεσθεί έστω με σπαθί. Μάταια. Αφού δεν έχει υπογράψει τη δήλωση μετανοίας, δεν θα έχει το δικαίωμα σπλαχνικής μεταχείρισης.
Το περιστατικό θα πληροφορηθεί αμέσως ο Προτεστάντης θεολόγος Σεβαστιανός Καστελιόν, και θα εξεγερθεί ενάντια στον Καλβίνο, γράφοντας ένα αθάνατο μανιφέστο ενάντια στη λογοκρισία του και ενάντια σε κάθε λογοκρισία. Σε ολοκληρωτικές κοινωνίες όπως η Γενεύη της εποχής, η ζωή έμοιαζε να καταντά στατική και άκαμπτη. Εδώ είναι που εμφανίζεται η αμφισβήτηση του Καστελιόν. Η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου ανθρώπου, ενός ανθρώπου που τολμάει να σκέφτεται ελεύθερα στον χώρο της επικράτειας του δικτάτορα, κάνει τον δικτάτορα να φοβάται για την εξουσία του.
Στην πραγματικότητα, ο Καστελιόν δεν έκανε τίποτα διαφορετικό απ’ το να διαμαρτύρεται με λόγια και με πράξεις απέναντι στον θρησκευτικό φανατισμό.
Ήταν ο Καστελιόν άθεος; Κάθε άλλο. Υπήρξε Προτεστάντης και κάποτε ήταν στο περιβάλλον του Καλβίνου. Στην πραγματικότητα, ο Καστελιόν δεν έκανε τίποτα διαφορετικό απ’ το να διαμαρτύρεται με λόγια και με πράξεις απέναντι στον θρησκευτικό φανατισμό. Οι άνθρωποι της Εκκλησίας, θα δείξει ο Καστελιόν, δεν πρέπει να είναι μικρόψυχοι και δειλοί. Πρέπει να ενθαρρύνονται να εκτίθενται σε διαφορετικές πηγές, αντί να περιορίζονται δια νόμου σε συγκεκριμένες ιδέες με απατηλό αίσθημα αυτάρκειας και παντογνωσίας. Ειρωνικά, όταν ο Καλβίνος κατηγόρησε (ψευδώς) τον Καστελιόν για κλοπή ξυλείας, ο Καστελιόν αποκρίθηκε ότι, βάσει της καλβινικής θεολογίας, ήταν «προκαθορισμένος» να το πράξει, άρα δεν πρέπει να τον κατηγορήσει κανείς.
Ο Zweig παρομοιάζει τον ελεγκτικό μηχανισμό του Καλβίνου με τη σοβιετική μυστική αστυνομία. Όταν μεταφράστηκε πρώτη φορά στα ελληνικά, γύρω στα 1950, η μετάφραση της σοβιετικής λέξης (ενν. του Zweig) Cheka έδωσε τη θέση της στη ναζιστική λέξη Gestapo. Μεταφραστικό «Κατύν» το χαρακτηρίζει σωστά ο επιμελητής. Να σημειωθεί ότι ο Zweig κλίνει προς έναν φιλελεύθερο ιστορικισμό. Οι ολοκληρωτισμοί των ημερών μας θα κάνουν τον κύκλο τους και θα βγάλουν μια φιλελεύθερη δημοκρατία καλύτερη και πιο ενδυναμωμένη, λέει με το βιβλίο του στα 1936, όταν μεσουρανούσαν ακόμη οι Hitler, Mussolini και Stalin. Και μας λέει κάτι ακόμη πιο προκλητικό: όχι μόνο οι ολοκληρωτισμοί είναι παροδικές φάσεις στην πορεία της προόδου, αλλά είναι και αναγκαίες γιατί, ανεπίγνωστα, ίσως και ακούσια, υπηρετούν τη συνέχισή της. Ενδεικτικά, μέσα απ’ τον καλβινισμό προέκυψε η νεωτερική ιδέα της ελευθερίας της συνείδησης και των ατομικών δικαιωμάτων.
Ο Zweig είναι βέβαιος πως η ατομική ελευθερία θα θριαμβεύσει και όσα φαινόμενα αυταρχισμού τής κλείνουν τον δρόμο, στο τέλος θα εκλείψουν
Ο Zweig είναι βέβαιος πως η ατομική ελευθερία θα θριαμβεύσει και όσα φαινόμενα αυταρχισμού τής κλείνουν τον δρόμο, στο τέλος θα εκλείψουν, επειδή η πορεία του ανθρώπου προς την πρόοδο δεν μπορεί ν’ ανακοπεί ποτέ. Πρόκειται για κοινό τόπο του κλασικού φιλελευθερισμού στην αντίληψη του χρόνου, που αποτελεί τρόπον τινά εκκοσμικευμένη συνέχεια της μονοθεϊστικής εσχατολογίας (η κοσμική πρόοδος αντί για τη θεϊκή Πρόνοια).
Ωστόσο, η πίστη στην αναπόδραστη κοινωνική πρόοδο έχει επίσης συνδεθεί ιστορικά με την Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου, όπως και με τα εγκλήματα των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Έλληνας εκδότης λέει πως είναι άστοχη η συσχέτιση του Διαφωτισμού με τον ολοκληρωτισμό, τον οποίο οφείλουμε ν’ αναζητήσουμε «εκεί όπου ήταν πάντοτε». Πολλά τα ερωτήματα. Είναι όντως ο Καλβίνος περίπτωση ενός προνεωτερικού ολοκληρωτισμού ή ο Zweig τον σκιαγραφεί κατ` εικόνα και ομοίωση των πολιτικών συνθηκών του Μεσοπολέμου;
Ο σύγχρονος κόσμος αναδύθηκε απ’ τον βαθμιαίο περιορισμό των κοινωνικών σχέσεων σε δύο κύριους πόλους: το κράτος και το άτομο. Επειδή ο κίνδυνος του κρατικού αυταρχισμού είναι πάντα υπαρκτός, τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κράτη διέπονται από θεσμούς που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, και διαθέτουν σύνταγμα που ορίζει το τι επιτρέπεται να πράξει η κυβέρνηση και τι όχι. Υπάρχουν διαφορετικά κόμματα και ιδεολογίες, και εναλλάσσονται στην εξουσία οι κυβερνήσεις, ώστε να μην υπάρξει η ευκαιρία για την επιβολή αυταρχισμού. Οι υπόλοιπες κρατικές οντότητες είναι είτε «υβριδικές», είτε καθαρά αυταρχικές/απολυταρχικές.
Αν το αντίθετο της φιλελεύθερης πολυαρχίας είναι ο αυταρχισμός, δηλαδή η συγκέντρωση όλων των κρατικών εξουσιών σε μία κεντρική πηγή (π.χ. εκτελεστική εξουσία), τότε ο ολοκληρωτισμός είναι η πιο ριζική μορφή αυταρχισμού. Ολοκληρωτισμός εμφανίζεται όταν ο κρατικός μηχανισμός επιχειρεί συστηματικά να εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ζωής του ανθρώπου, για να τη διαμορφώσει με βάση κάποιο πρότυπο.
Το βιβλίο του Τοντόροφ
Χρήσιμο είναι να δούμε και το βιβλίο του Tzvetan Todorov, Προς υπεράσπιση του Διαφωτισμού. Όπως διατείνεται ο Todorov, στα χριστιανικά συμφραζόμενα των προνεωτερικών χρόνων, η έννοια «άτομο» σήμαινε αρχικά το τμήμα της ανθρώπινης ψυχής που έπρεπε να προστατευθεί από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας. Η ζωή του ανθρώπου έπρεπε να μοιράζεται ανάμεσα στην κοσμική και την πνευματική ζωή.
Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός έλεγε «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ». Αργότερα, η λέξη «άτομο» πήρε τη σημασία της διάκρισης ανάμεσα σε ιδιωτική και έννομη σφαίρα. Η πρώτη είναι ο χώρος της ατομικής ελευθερίας, η δεύτερη χαρακτηρίζεται από νόμους που ορίζουν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Ο Todorov προσθέτει την ύπαρξη και μιας τρίτης, ενδιάμεσης ζώνης, της κοινωνικής ζωής και των άγραφων νόμων της. Άρα η νεωτερική διάκριση αστού και πολίτη είναι εκκοσμικευμένη συνέχεια της προνεωτερικής και χριστιανικής διάκρισης πιστού και υπηκόου.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα παραβιάζουν την εν λόγω διάκριση, επιχειρώντας την απόλυτη διείσδυση του κράτους στην ιδιωτική ζωή. Δεν δίνεται ξεχωριστός χώρος ούτε στη θρησκευτικότητα. Ας θυμηθούμε εδώ τη ρήση του Παναγιώτη Κονδύλη, ότι το ολοκληρωτικό κράτος είναι αναγκαστικά και αθεϊστικό. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως θα μας έλεγε και ο Karl Löwith, επιχείρησαν να λύσουν το πρόβλημα της διαφοροποίησης του αστού (κοινωνία, ιδιωτική ζωή) με τον πολίτη (κράτος, δημόσια ζωή).
Είναι ενδιαφέρον ότι το βιβλίο του Todorov συνδέει τους ολοκληρωτισμός του περασμένου αιώνα με τον επιστημονισμό, για τον οποίο λέει μάλιστα ότι δεν εκφράζει το πνεύμα του Διαφωτισμού και είναι στον αντίποδά του (σελ. 90). Ταυτόχρονα, κατηγορεί τους ολοκληρωτισμούς, αρχής γενομένης με την Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου, ότι παραβίασαν την αρχή της εκκοσμίκευσης επειδή λειτούργησαν ως «πολιτικές θρησκείες». Το γεγονός ότι, στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, η κοινωνία υποτάσσεται εξ ολοκλήρου στο κράτος, συνεπάγεται για τον Todorov απόρριψη της αρχής της εκκοσμίκευσης.
Η θέση αυτή επιδέχεται κριτική, προ παντός επειδή χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της σημασία (όχι όπως την εννοεί, για παράδειγμα, ο ιστορικός Emilio Gentile). Το να χαρακτηριστεί «πολιτική θρησκεία» ένα καθεστώς επειδή ήταν ολοκληρωτικό, φαντάζει απόπειρα να ενοχοποιηθεί και πάλι η θρησκεία για εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε εκκοσμικευμένο κοινωνικό πλαίσιο. Αυτή είναι μια αντίρρηση. Όσο για τη σχέση του ολοκληρωτισμού με τον επιστημονισμό, την έχει αμφισβητήσει η Hannah Arendt, στον τρίτο τόμο του γνωστού της συγγράμματος, τονίζοντας πως οι ολοκληρωτισμοί του εικοστού αιώνα, δηλαδή του Stalin και του Hitler, διαφοροποιούνταν από οποιαδήποτε έννοια ωφελιμισμού και μέριμνας για την αύξηση της ανθρώπινης ευδαιμονίας.
Ίδιον του ολοκληρωτισμού, μας έμαθε η Arendt, είναι ότι φιλοδόξησε να μεταβάλει την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Ο επιστημονισμός, αρχής γενομένης με τον Comte, είναι συνυφασμένος με την καλοπέραση, η καλοπέραση, όμως, τοποθετείται κυριολεκτικά στον αντίποδα των ολοκληρωτισμών, που παρέσυραν τους ανθρώπους σε μια ξέφρενη μέθη βίας. Όταν εδραιωθεί ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, η έμφαση στην επιστήμη φθίνει, πιστεύει η Arendt. Η ιδεοληψία με τις επιστημονικές ενδείξεις σταματούν, όταν αυτά καταλάβουν την εξουσία:
«Αφού δυνητικά όλη η ευρωπαϊκή ιστορία επί πολλούς αιώνες είχε διδάξει στους ανθρώπους να κρίνουν κάθε πολιτική ενέργεια με το cui bono [ποιον ωφελεί] και όλα τα πολιτικά συμβάντα με τα επιμέρους υποβαστάζοντα συμφέροντα, βρέθηκαν αίφνης αντιμέτωποι μ’ ένα στοιχείο πρωτοφανούς απροβλεπτότητας».
Άρα ο επιστημονισμός δεν θα μπορούσε να ενέχεται άμεσα για τον ολοκληρωτισμό, ιδίως αν συνυπολογίσουμε την απουσία της ανεπτυγμένης επιστήμης στο καθεστώς του Καλβίνου. Από τη μια πλευρά έχουμε τον Καλβίνο, την παπική Ιερά Εξέταση και Χιλιαστές σαν τον Jan van Leyden, από την άλλη είναι οι Servetus και Καστελιόν. Το ερώτημα είναι το εξής: αν αληθεύει πως ο μονοθεϊσμός έχει μια κλίση προς την ομοιομορφία, πρεσβεύοντας ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε ίση αξία και τον ίδιο προορισμό, συνάμα όμως περιορίζει τον πλουραλισμό και ρέπει σε ενιαία ευθυγράμμιση όλων, υπό ποιες ιστορικές και διανοητικές προϋποθέσεις αυταρχικοποιούνταν ή φιλελευθεροποιούνταν; Αν τόσο ο πολιτικός φιλελευθερισμός όσο και ο ολοκληρωτισμός έχουν μονοθεϊστικές ρίζες, ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά των αυταρχικών από τους φιλελεύθερους «μονοθεϊστές»; Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο: ο ντετερμινισμός, η άρνηση της ελευθερίας.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.