Για τα βιβλία «Περί έρωτος» (μτφρ. Ρεβέκκα Πεσσάχ, εκδ. Ηριδανός) και «Περιπλάνηση στη νεωτρικότητα» (μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Αλεξάνδρεια) του Γκέοργκ Ζίμελ [George Simmel] και «Γιατί το σεξ είναι διασκεδαστικό;» (μτφρ. Κλείτος Παρασκευόπουλος, εκδ. Κάτοπτρο) του Τζάρεντ Ντάιμοντ [Jared Diamond]. Κεντρική εικόνα: Τριστάνος και Ιζόλδη, πίνακας του Rogelio de Egusquiza © Wikipedia.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Σύμφωνα με μια γνωστή ρήση, αποστολή των οικονομικών ως επιστήμης είναι η ένδειξη της ανθρώπινης ελευθερίας επιλογών, ενώ αντίθετα, της κοινωνιολογίας αρμοδιότητα είναι ν’ αποκαλύπτει το πόσο στην πραγματικότητα η ελευθερία μας αυτή δεν είναι παρά μια φενάκη. Πράγματι, η πρώτη προσεγγίζει τον άνθρωπο ως ένα ορθολογικό ον που μάχεται για τ’ ατομικά του συμφέροντα, ενώ η δεύτερη τον βλέπει ως εξαρτημένο τμήμα μιας ευρύτερης ολότητας.
Ιστορικά, η κοινωνιολογία συγκροτήθηκε όταν οι άνθρωποι άρχισαν να συνειδητοποιούν τις συγκλονιστικές συνέπειες της μεταβολής από τον προνεωτερικό κόσμο της θρησκείας, των παραδόσεων και της εγγύτερα στη φύση ζωής, στη νεωτερική πραγματικότητα της επιστήμης, του καπιταλισμού, του ατομικισμού και της εκβιομηχάνισης. Στόχος της; Η κατανόηση της «προόδου» και η περιγραφή των αμφίπλευρων συνεπειών της για τη ζωή του ανθρώπου.
Μια από αυτές είναι και ο έρωτας. Στο συνοπτικό του δοκίμιο Περί έρωτος (μτφρ. Ρεβέκκα Πεσσάχ, εκδ. Ηριδανός), ο Γερμανός κοινωνιολόγος George Simmel αμφισβητεί τη σοπεναουερική θεώρηση ότι το ερωτικό φαινόμενο αποτελεί μία «παγίδα» της σεξουαλικότητας στα έμβια όντα, για τη διαιώνιση του είδους και την αναπαραγωγή της τυφλής και άλογης συμπαντικής βούλησης.
Το ερωτικό συναίσθημα, μας λέει, είναι απολύτως πρωτογενές και δεν ανάγεται σε κανένα άλλο. Μάλιστα, ο Simmel αμφιβάλλει αν το ερωτικό συναίσθημα προέρχεται από εξωτερικό αντικείμενο. Ενδεχομένως να προέρχεται από εσωτερική ανάγκη, έτσι ώστε όταν θέλουμε να ερωτευθούμε, να έχουμε ήδη αρχίσει να βρισκόμαστε στην κατάσταση του ερωτευμένου. Η ψυχή κατέχει τον έρωτα ως έσχατη πραγματικότητα και αυτό, από δυνάμει που είναι, κάποια στιγμή ενεργοποιείται. Ενδεχομένως να έρχεται η κατάσταση του έρωτα πριν καν έρθει το εξωτερικό αντικείμενο που θα λειτουργήσει αμέσως μετά σαν αφορμή της.
Το αντικείμενο του έρωτα
Για τον Simmel, ο έρωτας «δημιουργεί» τρόπον τινά το αντικείμενό του. Δεν είναι, όμως, ο έρωτας το συναίσθημα που, περισσότερο από κάθε άλλο (ο Simmel εξαιρεί εδώ μονάχα τα θρησκευτικά συναισθήματα), φαντάζει αδιαχώριστα συνδεδεμένο από το αντικείμενο προς το οποίο με οξύτητα στρέφεται; O Simmel παρατηρεί εδώ ότι ο έρωτας διαθέτει αυτή τη μοναδική ιδιαιτερότητα να είναι εξατομικευμένος σε σημείο να χάνεται η διαμεσολαβητική ιδιότητα που συνδέει το υποκείμενο με το αντικείμενο. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Όταν νιώθω για ένα πρόσωπο σεβασμό, αυτό συμβαίνει λόγω μιας γενικής ιδιότητάς του, που τον καθιστά στα μάτια μου αξιοσέβαστο. Υπάρχει δηλαδή μια ιδιότητα που λειτουργεί ως αίτιο του σεβασμού μου και που με συνδέει μαζί του.
Το χαρακτηριστικό του έρωτα
Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα συναισθήματα, μηδέ εξαιρουμένου και του μίσους. Ωστόσο, όταν ερωτεύομαι κάποιον, η ιδιότητα που τον καθιστά ερωτεύσιμο για εμένα μοιάζει να έχει χαθεί και αδυνατώ να την εντοπίσω. Αυτό είναι μοναδικό χαρακτηριστικό του έρωτα (και του απόλυτα αγνού θρησκευτικού συναισθήματος της αγάπης στον Θεό, συμπληρώνει και πάλι ο Simmel. Ο έρωτας δεν ταυτίζεται με τη σεξουαλική έλξη, αν και κατά κανόνα συνδέεται μαζί της, και ο Simmel παραδέχεται ότι δεν είναι διόλου απίθανο η εξατομίκευση του ερωτικού φαινομένου να εξηγείται από το κίνητρο της διαιώνισης του είδους.
Πάντως, παραμένει γεγονός πως ο έρωτας και η σεξουαλικότητα δεν ταυτίζονται. Τη στιγμή που ο βιολογικός σκοπός επιτυγχάνεται, το ερωτικό συναίσθημα τρόπον τινά αυτονομείται, για να πάρει τον δικό του δρόμο από εκεί και πέρα. Πλέον δεν είναι ο έρωτας στην υπηρεσία της ζωής, αλλά η ζωή μπαίνει στην υπηρεσία του έρωτα. Είναι σαν η ζωή, με τη βιολογική έννοια, να είναι ικανή να παράγει ροπές που, καθώς αναπτύσσονται, γίνονται κάτι παραπάνω από απλώς «ζωώδεις»:
«Η ουσία της ζωής, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γεννά συνεχώς, είναι να δημιουργεί περισσότερη ζωή, να είναι ένα κάτι περισσότερο-από-τη-ζωή. Έτσι γεννά προϊόντα, τεχνικά ή κανονιστικά τα οποία αντιπροσωπεύουν ένα πλεόνασμα πέρα από την απλή διαδικασία της ζωής και αυτού που υπηρετεί. Και ενώ αυτά τα προϊόντα είναι πλασμένα το καθένα με μία λογική και ένα αξιολογικό σύστημα που ανταποκρίνεται στο γεγονικό τους περιεχόμενο, και καταλήγουν σε χώρους αυτόνομους στο εσωτερικό των δικών τους ορίων, προσφέρονται ξανά στη ζωή με τη μορφή των περιεχομένων, τα οποία εμπλουτίζουν και εντατικοποιούν» (σελ. 33).
Ο έρωτας μοιάζει ν’ αρνείται ολοκληρωτικά το ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή του είδους. Από εκεί πηγάζει και η τραγικότητα του αυθεντικού έρωτα, όπως απεικονίζεται στο σαιξπηρικό έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα:
Έτσι, και ο έρωτας καταλήγει να είναι αυτοσκοπός και να μην υπηρετεί τίποτα άλλο εκτός του εαυτού του. Ο έρωτας μοιάζει ν’ αρνείται ολοκληρωτικά το ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή του είδους (σελ. 37). Από εκεί πηγάζει και η τραγικότητα του αυθεντικού έρωτα, όπως απεικονίζεται στο σαιξπηρικό έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα: οι δύο ερωτευμένοι νέοι βρίσκονται, κατά κάποιον τρόπο, πέραν του εμπειρικού κόσμου, πέραν της ζωής και των σκοπιμοτήτων της, ωστόσο παραμένουν μέσα σε αυτή, οπότε και η σύγκρουση καθίσταται αναπόφευκτη.
Ο έρωτας μοιάζει να έχει γεννηθεί και αναπτυχθεί μέσα σε έναν κόσμο στον οποίον δεν βρίσκει καμία θέση. Η ερμηνεία τούτη δείχνει να προσαρτά το ερωτικό σε μία απαισιόδοξη βιταλιστική θεώρηση που θυμίζει τον Nietzsche. Στο δοκίμιο για την ερωτοτροπία (φλερτ), μας αναφέρει ότι αυτή εκφράζει την αλληλοσυμπλήρωση των δύο φύλων και τον δυϊσμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο «Για μια θεωρία του πεσσιμισμού», ο Simmel πραγματεύεται και την καταστροφική επιθυμία του σαδισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο σαδισμός προέρχεται από το γκρέμισμα της αισιοδοξίας μας για τον κόσμο που, μετά τις ανακαλύψεις του Κοπέρνικου και του Δαρβίνου, αποκαλύφθηκε ότι αδιαφορεί για την ανθρωπότητα. Η αισιοδοξία είναι μια φυσική αναγκαιότητα, διότι ωθεί σε δράση και οπουδήποτε απουσιάζει (όπως λόγου χάρη στην Ινδία, μας λέει), η κοινωνία βυθίζεται σε τέλμα στασιμότητας.
Σήμερα, ζούμε σε μια μεταιχμιακή περίοδο, όπου η αισιοδοξία μας έχει γκρεμιστεί και οι άνθρωποι (για την ακρίβεια, όσοι τυχόν έχουμε συλλάβει τις πρακτικές συνέπειες των επιστημονικών επιτευγμάτων) αισθανόμαστε σαν έκπτωτοι βασιλιάδες της φύσης. Το εγώ μας, όμως, επιθυμεί να επεκταθεί και να δράσει. Έτσι, αντί να επιχειρήσει τη δημιουργία, στρέφεται με πάθος στην καταστροφή, όπως ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ. Αν η φύση αποδεικνύεται εντελώς αδιάφορη για εμάς, εμείς έχουμε ανάγκη ένα κίνητρο δράσης, και έτσι παρασυρόμαστε στην απαισιοδοξία, που είναι ένας σύντομος δρόμος έκφρασης των εγωιστικών μας φιλοδοξιών. Όπως έδειξε και ο Sade, ο σαδισμός αποκρυσταλλώνεται σε σεξουαλικές συμπεριφορές με άκρως βίαια αποτελέσματα.
Ο Simmel ασχολήθηκε και με άλλες πλευρές του ερωτικού φαινομένου και της σεξουαλικότητας. Μία από αυτές ήταν και η πορνεία. Στο δοκίμιό του «Μερικά σχόλια για την πορνεία στο παρόν και στο μέλλον», περιγράφει την πορνεία ένα «αναγκαίο κακό» διότι, κατά τη γνώμη του, οι άνδρες ωριμάζουν πρώτα σεξουαλικά και, πολύ αργότερα, συναισθηματικά για τον γάμο, σε αντίθεση με τις γυναίκες, στις οποίες οι δύο πλευρές της ωρίμανσης (σεξουαλική, συναισθηματική) λίγο-πολύ συμπορεύονται χρονικά.
Επομένως, δύο τρόποι υπάρχουν να επιλυθεί το παρόν πρόβλημα: είτε η κοινωνία θα πρέπει να εξαναγκάσει τμήματα του γυναικείου πληθυσμού σε υποχρεωτική παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών, είτε θα πρέπει ν’ ανατιμηθεί κοινωνικά η πορνεία, ως επάγγελμα, έτσι ώστε να μην αποδοκιμάζονται ηθικά όσες γυναίκες καταφεύγουν στην άσκησή του.
Από πού προέρχεται, όμως, η ηθική καταδίκη της πορνείας; Ο Simmel είναι πεπεισμένος πως η ηθική απαξίωση της πορνείας είναι κάτι που έλαβε χώρα σε μεγάλο βαθμό κατά τους Νεώτερους Χρόνους, σε φανερή αντίθεση με τη γενική απενοχοποίησή της στην Αρχαιότητα και σε πολλές «πρωτόγονες» κοινότητες, όπου πολλές φορές η θρησκευτική λατρεία συνδυαζόταν ή και εκφραζόταν ευθέως με πορνικές δραστηριότητες. Η αιτία της ηθικής καταδίκης της πορνείας στη Νεωτερικότητα, θα πει ο Simmel, είναι η αύξηση του ατομικισμού, που αναγνωρίζει στο κάθε άτομο μιαν ιδιαίτερη και απαραβίαστη αξιοπρέπεια. Εξαιτίας του ατομικισμού, ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως προσωπική ύπαρξη που δεν πρέπει να παραβιάζεται με κανένα τρόπο.
Το αναγκαίο επάγγελμα
Ο Simmel υπερασπίζεται τις εκδιδόμενες γυναίκες και καλεί σε ηθική ανατίμηση του επαγγέλματός τους, την ύπαρξη του οποίου κρίνει αναγκαία για τις σύγχρονες κοινωνίες. Σε μια εποχή που γίνεται λόγος για «σεξεργάτριες» (sex workers), η πρόταση του Simmel έχει, καθώς φαίνεται, εισακουσθεί, με ό,τι καλό ή κακό αυτό συνεπάγεται.
Αν όμως η κοινωνιολογία του έρωτα έχει αποφέρει έως τώρα ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, η βιολογική επιστήμη, αρχής γενομένης μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, με την έλευση του νέου φιλόδοξου ερευνητικού τομέα που είναι γνωστός ως «κοινωνιοβιολογία», θα επιχειρήσει να ερμηνεύσει το ερωτικό φαινόμενο με τις αρχές της εξελικτικής θεωρίας.
Καρπός αυτού αποτελεί και το πνευματώδες εκλαϊκευμένο βιβλίο Γιατί το σεξ είναι διασκεδαστικό, του Jared Diamond. Το βιβλίο ασχολείται με πλήθος υποθέσεων και θεωριών, για να μας δείξει το πώς εξηγούνται εξελικτικά εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, που την καθιστούν μοναδική στο ζωικό βασίλειο: η συγκαλυμμένη ωορρηξία, η αναπαραγωγή ανεξαρτήτως ωορρηξίας, και η ανατροφή παιδιών από τους δύο γονείς μαζί. Αρχικά, ανάμεσα στα έμβια είδη διακρίνουμε και διαφορετικές αναπαραγωγικές συμπεριφορές, πράγμα εύλογο, αφού οι τελευταίες βρίσκονται πάντοτε άμεση συνάρτηση των ανατομικών ιδιοτήτων του εκάστοτε είδους.
Η σεξουαλική «στρατηγική» λειτουργεί βασικά σ’ επίπεδο ατόμου, δηλαδή κριτήριο για την αποδοτικότητά της είναι το πόσο συντηρεί τα γονίδιά του.
Η σεξουαλική, όμως, «στρατηγική» λειτουργεί βασικά σ’ επίπεδο ατόμου, δηλαδή κριτήριο για την αποδοτικότητά της είναι το πόσο συντηρεί τα γονίδιά του. Ευνοημένες καθίστανται όσες στρατηγικές, σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον, ευνοούν τη γέννηση και την ανάπτυξη όσο το δυνατόν πιο πολλών υγιών και γόνιμων απογόνων, που θα κάνουν και αυτοί με τη σειρά τους ανάπτυξη όσο το δυνατόν πιο πολλούς και γόνιμους απογόνους, και πάει λέγοντας. Από τις πιο ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις στο βιβλίο, είναι ότι σχεδόν στο 90% θηλαστικών, η μάνα αναθρέφει αποκλειστικά τα τέκνα. Στο 10% είναι που απαιτείται και η αρσενική γονική φροντίδα: τέτοια παραδείγματα είναι οι γίββωνες, οι σκιουροπίθηκοι, οι λύκοι, τα λιοντάρια και, φυσικά, οι άνθρωποι (σελ. 83).
Τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει συνειδητά. Αντίθετα, οι οργανισμοί λειτουργούν ασύνειδα και οι αρχές της φυσικής επιλογής μακροπρόθεσμα ευνοούν ή αποθαρρύνουν τις ενέργειές τους. Σεξουαλικά, παρατηρεί ο άνθρωπος μοιάζει περισσότερο με τα πουλιά. Ο Diamond υποστηρίζει ότι, από εξελικτική σκοπιά, το ανδρικό φύλο κλίνει προς την «πολυγαμία», ενώ το γυναικείο διακρίνεται από μονογαμικές τάσεις. Αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή διαφορετικές σεξουαλικές συμπεριφορές ωφελούν εξελικτικά το κάθε φύλο, ο Jared Diamond αναφέρεται σ’ αυτό ως τη «μάχη των φύλων», θεωρώντας τη σημαντικό αίτιο της δυστυχίας πολλών ανθρώπινων σχέσεων:
«Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι εξελικτικοί βιολόγοι θεωρούσαν ότι η φυσική επιλογή προωθούσε, κατά κάποιον τρόπο, “το καλό του είδους”. Στην πραγματικότητα., η φυσική επιλογή λειτουργεί αρχικά πάνω σε μεμονωμένα ζώα και φυτά- δεν είναι απλώς ένας αγώνας μεταξύ ειδών (ολόκληρων πληθυσμών) ούτε, τέλος, απλώς μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους με κοινή ηλικία και κοινό φύλο […] Πιο συγκεκριμένα, ενώ η φυσική επιλογή ευνοεί τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά που παράγουν πολλούς απογόνους, η βέλτιστη στρατηγική προς επίτευξη αυτού του σκοπού μπορεί να διαφέρει για τους πατέρες απ’ ό,τι για τις μητέρες» (σελ. 37).
Η πολυγαμία των ανδρών
Ποια είναι η εξήγηση; Η ανδρική βιολογική ροπή στην πολυγαμία, μας λέει, εξηγείται με τον ίδιο τρόπο που εξηγείται η μονογαμική τάση των γυναικών. Οι τρεις κύριοι παράγοντες που την ερμηνεύουν είναι: ο κόπος δημιουργίας, οι εναλλακτικές επιλογές, και τέλος, η πίστη ότι το παιδί είναι βιολογικά δικό μας. Τα αρσενικά είδη καταβάλλουν γενικά μικρότερο κόπο (γονιμοποιούν ένα ωάριο και μετά δεν είναι απαραίτητο να κάνουν πολλά), μπορούν να γονιμοποιήσουν έναν μεγάλο αριθμό γυναικών παράλληλα, και δεν είναι βέβαιοι ότι ο απόγονος είναι βιολογικά δικό τους (δηλ. ότι φέρει τα δικά τους γονίδια):
«Η ύπαρξη πολλών ερωτικών συντρόφων δεν έχει καμία άμεση συνεισφορά στο αναπαραγωγικό δυναμικό της γυναίκας. Από τη στιγμή που μια γυναίκα έχει γονιμοποιηθεί από έναν άνδρα, το να κάνει σεξ με κάποιον άλλον δεν έχει ως αποτέλεσμα ένα άλλο μωρό, τουλάχιστον επί εννιά μήνες- και πιθανότατα για πολλά ακόμη χρόνια, λόγω των συνθηκών ζωής των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών οι οποίες προκαλούν παρατεταμένη γαλουχική αμηνόρροια. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά μοιχείας, ωστόσο, ένας κατά τα άλλα πιστός άνδρας μπορεί να διπλασιάσει τον αριθμό των δικών του απογόνων» σελ. 144).
Θα ήταν βεβιασμένο να θεωρήσει κανείς ότι οι «ρόλοι» των δύο φύλων παραμένουν άκαμπτοι και ότι είναι αδύνατο να μεταβληθούν. Ασφαλώς και είναι δυνατές κάποιες μεταβολές, μία από τις οποίες θα ήταν ν’ ανατίθεται η γαλουχία των παιδιών στον άνδρα.
Βέβαια, θα ήταν βεβιασμένο να θεωρήσει κανείς ότι οι «ρόλοι» των δύο φύλων παραμένουν άκαμπτοι και ότι είναι αδύνατο να μεταβληθούν. Ασφαλώς και είναι δυνατές κάποιες μεταβολές, μία από τις οποίες θα ήταν ν’ ανατίθεται η γαλουχία των παιδιών στον άνδρα.
Το ανθρώπινο είδος, πιστεύει ο Diamond, είναι ο ιδανικός υποψήφιος για μια μελλοντική δοκιμαστική πραγματοποίηση της ανδρικής γαλουχίας. Και αν το διάστημα τέτοιων εξελικτικών μεταβολών είναι ίσως εκατομμύρια έτη μακρύ, θεωρητικά θα μπορούσε να συντομευτεί μέσω της βιοτεχνολογίας (σελ. 94-95). Αν η εξέλιξη μας «καθορίζει», η επιστημονική μας επινοητικότητα μπορεί κάλλιστα να την «παρασύρει» σε νέες και απρόβλεπτες κατευθύνσεις στο μέλλον:
«Το σημαντικότερο γνώρισμα που μας διακρίνει ως είδος είναι, ίσως, η δυνατότητα- μοναδική μεταξύ όλων των ζώων- να πραγματοποιούμε επιλογές οι οποίες αντιστρατεύονται την πορεία της εξέλιξης. Οι περισσότεροι από εμάς επιλέγουμε να αποκηρύξουμε το φόνο, το βιασμό και τη γενοκτονία, παρά τα πλεονεκτήματά τους για τη μεταβίβαση των γονιδίων μας κι παρά την ευρύτατη διάδοσή τους σε άλλα ζωικά είδη και σε προηγούμενες ανθρώπινες κοινωνίες. Μπορεί άραγε η αρσενική γαλουχία να εξελιχθεί σε ένα ακόμη είδος επιλογής που θα αντιστρατεύεται την πορεία της εξέλιξης» (σελ.96).
Αν η ερμηνεία που δίνει ο Simmel προσυπογράφει την αυτονόμηση του έρωτα απ’ τις βιολογικές του βάσεις, η έρευνα που παραθέτει και συμπυκνώνει ο Diamond ξεκινάει από την αναγωγή σ’ αυτές, για ν’ αφήσει στη συνέχεια ανοικτή την αυτονόμηση χάρη στην επιστημονική πρόοδο. Αμφότερες, όμως, οι προσεγγίσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάπως ελλιπείς, διότι δεν εξηγούν το πώς καθίσταται εφικτή η (εξελικτικά «παράλογη») αυτονόμηση του έρωτα, με το δεδομένο ότι το ευρύτερο ερμηνευτικό τους πλαίσιο δεν διαφεύγει εντελώς από τον νατουραλισμό.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας.