Για τα βιβλία «Κατανοώντας την εξέλιξη» (εκδ. ΠΕΚ) του Κώστα Καμπουράκη, «Επιστήμη και θρησκεία» (μτφρ. Βασιλική Βακάκη, εκδ. ΠΕΚ) του Τζον Χέντλεϊ Μπρουκ [John Hedley Brooke], «Θεός εναντίον Δαρβίνου» (μτφρ. Αιμίλιος Βαλασιάδης, εκδ. Πόλις) του Ζακ Αρνού [Jacques Arnoud] και «Εξέλιξη Vs Δημιουργία» (μτφρ. Λαοκρατία Λάκκα, εκδ. Κέδρος) της Εζενί Σ. Σκοτ [Eugenie C. Scott]. Κεντρική εικόνα: © Britannica.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Πριν μερικά χρόνια, η Χριστιανή Ορθόδοξη, εξελικτική βιολόγος και ακαδημαϊκός Gayle Woloschak επισκέφθηκε νεαρούς Βαπτιστές Χριστιανούς φοιτητές κολεγίου και τους μίλησε για τη βιολογική εξέλιξη. Στο τέλος, δεν ήταν λίγοι όσοι της δήλωσαν πως ανακουφίστηκαν συνειδητοποιώντας ότι μπορούν να αποδέχονται τη χριστιανική πίστη και την εξέλιξη των ειδών συγχρόνως. Πρόσφατα, με αφορμή το βιβλίο του Νίκου Δήμου, η σχετική συζήτηση αναβίωσε, αν υποθέσουμε, βέβαια, πως είχε ποτέ κοπάσει.
Η θεωρία της εξέλιξης διατείνεται ότι η ζωή ξεκίνησε από τις απλούστερες μορφές της, εκατομμύρια χρόνια πριν, για να αναπτυχθεί στις πιο πολύπλοκες, μέσα σε μια μεγάλη ιστορική πορεία συσσώρευσης πλήθους χαρακτηριστικών, τα οποία προκύπτουν αρχικά με τυχαία «λάθη» στην αντιγραφή των γονιδίων (μεταλλάξεις), και τελικά εδραιώνονται στον βαθμό που αποτελούν ευνοϊκές ιδιότητες για την επιβίωση και τον περαιτέρω πολλαπλασιασμό των ειδών στο συγκεκριμένο οικοσύστημα που αυτά βρίσκονται.
Τι συμβαίνει, όμως, με την εν λόγω επιστημονική θεωρία και τον Χριστιανισμό; Πώς ξεκίνησε όλη η ιστορία της διαμάχης και προς τα πού αυτή οδεύει; Ίσως τα παρακάτω βιβλία να βοηθήσουν στη διαφώτιση των ερωτημάτων αυτών. Αρχικά, κεντρική σημασία για την εξέλιξη έχει η έννοια της φυσικής επιλογής. Για αυτή μιλάει ο Κώστας Καμπουράκης στο βιβλίο του Κατανοώντας την εξέλιξη.
Συγκεκριμένα, η φυσική επιλογή παραλληλίζεται από τον Καμπουράκη μ’ έναν ζαχαροπλάστη, ο οποίος αποφασίζει να παράγει μια μέρα μπισκότα βουτύρου και σοκολάτας. Οι πελάτες καταναλώνουν τα τελευταία, οπότε αρχίζει να παράγει όλο και περισσότερα από εκείνα, μέχρι που τα βουτύρου τελικά τα παράγει ελάχιστα ή και καθόλου. Κατόπιν, δοκιμάζει να φτιάξει σοκολατένια μπισκότα π.χ. με φουντούκι και χωρίς. Οι πελάτες προτιμούν τα χωρίς, οπότε συμβαίνει και πάλι η ίδια διαδικασία κ.λπ.
Η αρχική παραγωγή είναι οι τυχαίες γενετικές μεταλλάξεις, ενώ οι προτιμήσεις των πελατών είναι οι νόμοι της φυσικής επιλογής. Αυτοί είναι οι νόμοι της φυσικής επιλογής. Πώς όμως προέκυψαν αυτά τα χαρακτηριστικά εξαρχής; Ο Δαρβίνος αγνοούσε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, και οι απόπειρές του να το εξηγήσει ήταν συνήθως στηριγμένες σε απλοϊκές λαμαρκιανές υποθέσεις. Μόλις στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι επιστήμονες ήταν ακόμη προβληματισμένοι ως προς τη δαρβινική εξελικτική θεωρία (ο Huxley έχει μάλιστα χαρακτηρίσει εκείνη την περίοδο ως την «έκλειψη του δαρβινισμού»), την οποία μάλιστα φαινόταν να ανταγωνίζονται κάποιες εναλλακτικές υποθέσεις (π.χ. η εξελικτική θεωρία στην εκδοχή του Λαμάρκ).
Όπως η επιστημονική καινοτομία του Γαλιλαίου, έτσι και η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου ήταν και παραμένει κατά κάποιον τρόπο «αντιδιαισθητική», ερχόταν δηλαδή σε σύγκρουση με τον κοινό νου.
Οι αμφιβολίες, όμως, νικήθηκαν πλήρως, μεταξύ του 1930 και 1940, όταν η ανακάλυψη των κειμένων του Gregor Mendel εξήγησε την προέλευση των ιδιοτήτων που ο Δαρβίνος προϋπέθετε, θέτοντας τις βάσεις της γενετικής και της «μοντέρνας σύνθεσης» (νεοδαρβινισμός), η οποία κυριαρχεί έως και σήμερα. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταλλάξεων δεν οδηγεί το είδος σε βελτίωση, και γι’ αυτόν το λόγο χρειάζονται εκατομμύρια ίσως χρόνια για να εμφανισθούν και να εδραιωθούν οι σημαντικές (ενν. θετικές για την επιβίωση) αλλαγές.
Όπως η επιστημονική καινοτομία του Γαλιλαίου, έτσι και η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου ήταν και παραμένει κατά κάποιον τρόπο «αντιδιαισθητική», ερχόταν δηλαδή σε σύγκρουση με τον κοινό νου. Όπως ο κοινός νους μας ωθεί να πιστέψουμε ότι η γη είναι ακίνητη (ή και επίπεδη σαν δίσκος), έτσι μας δίνει την εντύπωση ότι τα είδη είναι διακριτά και δεν μπορεί το ένα να γίνει κάτι άλλο (ειδογένεση). Υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που καταδεικνύουν ότι, όταν τα παιδιά (ασχέτως του αν προέρχονται από θρησκευόμενη οικογένεια ή όχι) έρχονται σε πρώτη επαφή με την εξέλιξη και με τον «δημιουργισμό», τείνουν να βλέπουν πιο πειστικό τον «δημιουργισμό». Ίσως, λοιπόν, να μην είναι τόσο περίεργη η αρχική εναντίωση στην εξέλιξη. Αλλά, θα δούμε στη συνέχεια, η εναντίωση αυτή δεν ήταν τέτοια που συνήθως νομίζεται.
Πιο συγκεκριμένα, μια σημαντική αλήθεια που έχει προ πολλού καταδειχθεί στην ιστορία της επιστήμης είναι η ακόλουθη: ούτε όλοι οι επιστήμονες «αγκάλιασαν» εξαρχής την εξελικτική θεωρία, ούτε όμως όλοι οι Χριστιανοί της εναντιώθηκαν. Ένας από τους λόγους που προέκυψαν αντιρρήσεις εναντίον της, μας λέει ο J. H. Brooke, σ’ ένα κεφάλαιο του κλασικού του βιβλίου, ήταν το γεγονός ότι διατυπώθηκε σε μια περίοδο όπου κυριαρχούσε η αναζωπύρωση του πολιτικού συντηρητισμού μετά την αποτυχία του Ναπολέοντος και έπειτα των πολιτικών επαναστάσεων της δεκαετίας του 1840, να διαλύσουν το status quo των μεγάλων αυτοκρατοριών στην Ευρώπη.
Θρησκευτική υστηρότητα
Αυτό το πολιτικό πλαίσιο είχε επιφέρει μιαν αυστηρότητα ως προς την αντιμετώπιση της χριστιανικής πίστης, την οποία και μεταχειριζόταν συστηματικά η πολιτική εξουσία, για τη διατήρηση της τάξης. Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου του Δαρβίνου, δηλαδή της Βικτωριανής εποχής στη Βρετανία, στάθηκε ο θρησκευτικός πουριτανισμός ο οποίος, επιχειρώντας να αποτελέσει μια πιο «ορθολογική» μορφή Χριστιανισμού, έδινε έμφαση όχι τόσο στο υπερφυσικό στοιχείο (π.χ. θαύματα, ιερά μυστήρια κ.λπ.) αλλά πρωτίστως στην ατομική ηθικότητα, που στηριζόταν στην εσωτερική πειθαρχία και την αυτοσυγκράτηση. Αυτός ο συνδυασμός ορθολογισμού και ηθικότητας έδινε στον άνθρωπο σημαντικά μεγαλύτερη αξία και εξουσία πάνω στα υπόλοιπα έμβια είδη, οπότε η ιδέα ότι ο άνθρωπος αποτελεί ένα εξελιγμένο είδος πιθήκου φάνταζε άκρως ενοχλητική. Στις ΗΠΑ, η σφοδρή εναντίωση στην εξέλιξη ξεκινά από παρόμοιες ηθικοθρησκευτικές βάσεις, οι οποίες κορυφώνονται στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη θεσμοθέτηση της ποτοαπαγόρευσης.
Πάντως, ακόμη και πριν από τη διατύπωση της εξελικτικής θεωρίας όμως, η αυστηρά κυριολεκτική/κοσμολογική ανάγνωση της βιβλικής Γένεσης είχε ήδη τρωθεί εξαιτίας των γεωλογικών ευρημάτων: ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα είχε αρχίσει να θεωρείται ανυπόστατη η άποψη πως όλα τα είδη είχαν ήδη δημιουργηθεί, και μάλιστα από την αρχή έτσι όπως ήταν.
Το τρίτο βιβλίο, αυτό του Γάλλου παλαιοντολόγου και Ρωμαιοκαθολικού Ιησουίτη, Jacques Arnould, συμπληρώνει τον Brooke, ιχνηλατώντας τις συγκρούσεις για την εξέλιξη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Στα 1969, μας λέει, μετά την υποχώρηση του απροκάλυπτα θρησκευτικού δημιουργισμού, ο Henry Morris, συγγραφέας του βιβλίου The Genesis flood, ανακοινώνει πως ο δημιουργισμός επέστρεψε, αυτή τη φορά όμως με επιστημονική και όχι θρησκευτική μορφή. Η αρχή της “creation science” είναι πια γεγονός (σελ. 74).
Δεινοί ρήτορες
Παρά τη γενική φυσικοεπιστημονική τους ένδεια, οι δημιουργιστές είναι δεινοί συζητητές και ρήτορες, αποτελώντας μία δημόσια πρόκληση για τους υπερασπιστές της μακροεξέλιξης. Εκτός αυτής, οι «επιστημονικοί» δημιουργιστές αρνούνται και τη μεγάλη ηλικία της γης, συντομεύοντας κατά πολύ τα επιστημονικά αποδεκτά χρονικά διαστήματα. Πρόκειται για σοβαρή μεταβολή, αν υπολογίσει κανείς ότι, με την ολοκλήρωση του 19ου αιώνα, πρακτικά οι μόνοι υποστηρικτές της άποψης περί νεαρής γης και της «κατακλυσμιαίας» προέλευσης των απολιθωμάτων ήταν οι Αντβεντιστές της έβδομης μέρας, μία ομάδας φονταμενταλιστών προτεσταντών με λιγότερα από εκατό χιλιάδες μέλη (σελ. 49).
Σημειώνεται εδώ πως η ανάπτυξη και επεξεργασία του επιστημονικού προτύπου γεωλογικής διαστρωμάτωσης προέκυψε στα τέλη του 18ου αιώνα, δηλαδή πριν τη διατύπωση της δαρβινικής θεωρίας (σελ. 199). Οι δημιουργιστές της νεαρής γης επιτίθενται επίσης στην ιδέα του «ομοιομορφισμού» του Lyell (δηλ. της ιδέας πως η γεωλογικές μεταβολές έχουν συντελεσθεί σε πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα και πολύ σταδιακά), αντιπροτείνοντας τον «καταστροφισμό», που υποστηρίζει πως οι γεωλογικοί σχηματισμοί έγιναν σχεδόν ακαριαία, ύστερα από απότομες επιλογές του οργισμένου Θεού (σελ. 197). Στο έργο του, ο Δαρβίνος παραδεχόταν πως αν αποδεικνυόταν η ύπαρξη ενός σύνθετου οργάνου το οποίο να μην έχει σχηματισθεί από μία σειρά πολλαπλών μικρών και σταδιακών τροποποιήσεων, τότε η θεωρία του θα καταρριπτόταν.
Σύμφωνα με τον Arnould, από τους κύριους λόγους εναντίωσης στην εξελικτική θεωρία για τους Αμερικανούς, είναι η διάχυτη αίσθηση μίας ηθικής εξαχρείωσης, για την οποία θεωρούν υπεύθυνες τις ιδέες του Δαρβίνου.
Αυτό επεδίωξε να κάνει ο Michael J. Behe, επηρεασμένος από τον Johnson, εκδίδοντας στα 1996 το βιβλίο του Darwin’s Black Box (σελ. 101). Ωστόσο, το ρεύμα του Ευφυούς Σχεδιασμού, το οποίο οι Behe και Johnson προωθούν, στερείται παντελώς ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων και ενός εναλλακτικού στην εξέλιξη επιστημονικού πλαισίου, ώστε να αναγνωρισθεί σαν εναλλακτική επιλογή (σελ. 106). Από την πλευρά της, η αμερικανική National Academy of Science ιδρύει επιτροπή αφιερωμένη τον δημιουργισμό και μερικά χρόνια αργότερα εκδίδει ένα ολιγοσέλιδο κείμενο όπου πληροφορεί για το επίπεδο επιστημονικών γνώσεων για τον έμβιο κόσμο, διαπιστώνει την ανεξαρτησία θρησκείας και επιστήμης, αλλά και εξηγεί τη φύση της επιστημονικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με τον Arnould, από τους κύριους λόγους εναντίωσης στην εξελικτική θεωρία για τους Αμερικανούς, είναι η διάχυτη αίσθηση μίας ηθικής εξαχρείωσης, για την οποία θεωρούν υπεύθυνες τις ιδέες του Δαρβίνου (σελ. 242).
Οι δημιουργιστές
Σκοπός των δημιουργιστών, δηλώνει ο Arnould, δεν είναι παρά η εγκαθίδρυση θεοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες (σελ. 240). Ένας από τους κινδύνους που επισημαίνει, είναι το περίφημο φαινόμενο του «Θεού των κενών». Πρόκειται για τη συνήθεια μερικών θρησκευόμενων να επικαλούνται θεϊκή παρέμβαση με την αιτιολόγηση της άγνοιας, εκεί από όπου απουσιάζει μία φυσική επιστημονική εξήγηση (σελ. 284). Τη δεκαετία του 1980, η αμερικανική συντηρητική Δεξιά κερδίζει σημαντικό έδαφος και βρίσκει την ευκαιρία να προωθήσει δυναμικά την αμφισβήτηση του Δαρβίνου.
Η επιστημονική κοινότητα απαντάει επίσης στους δημιουργιστές με τη δημιουργία του National Center for Science Education (NCSE), το οποίο ιδρύεται στα 1986. Η διευθύντριά του, Eugenie C. Scott, συγκεντρώνει και επεξεργάζεται όλα τα επιχειρήματα των αρνητών της εξελικτικής θεωρίας, διαμορφώνοντας ανασκευές που προορίζονται για το ευρύ κοινό (σελ. 87). Παράλληλα, προτρέπει ν’ αποφεύγονται παρόμοιες αντιπαραθέσεις σε μιαν Αμερική που παραμένει σε γενικές γραμμές βαθιά θρησκευόμενη.
Ας δούμε, τέλος, και το βιβλίο της Eugenie C. Scott. Σύμφωνα μ’ εκείνη, η επιστημονική μας γνώση χωρίζεται γενικά σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: εξωτερικά είναι το «περιθώριο», πιο μέσα είναι τα «σύνορα» και στο κέντρο της βρίσκεται ο «πυρήνας». Κάθε επιστημονική υπόθεση ξεκινά από υπόθεση και, όσο επαληθεύεται εμπειρικά, περνάει προς τον εσωτερικό κύκλο, για να καταλήξει τελικά στον πυρήνα, πράγμα το οποίο πετυχαίνει μονάχα ένα μέρος των υποθέσεων.
Όσο για το περιθώριο, εκεί βρίσκονται συνήθως απόψεις όπως η τηλεπάθεια, οι ιπτάμενοι δίσκοι κ.λπ., τις οποίες ελάχιστοι επιστήμονες ασπάζονται σήμερα, αν και μερικές φορές (εξαιρετικά σπάνια) ελάχιστες εξ αυτών καταλήγουν να εισδύουν τελικά στον πυρήνα, ύστερα από την επαρκή εμπειρική τεκμηρίωσή τους. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει και η θεωρία της εξέλιξης, αφού αυτή αποτελεί ένα από τα πλέον στέρεα τμήματα της επιστήμης.
Ποια η έννοια της «θεωρίας»
Τότε γιατί λέμε ότι είναι μια «θεωρία»; Στις φυσικές επιστήμες, ο όρος δεν έχει τη χαλαρή σημασία που του δίνουμε στην καθομιλουμένη, αλλά είναι περισσότερο σοβαρός από τον όρο «νόμος». Οι θεωρίες επεξηγούν τους νόμους που ταξινομούν, κατά κάποιον τρόπο, τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα. Πιο απλά, είναι σφάλμα να θεωρούμε την εξέλιξη ως ανεπιβεβαίωτη απλά επειδή είναι θεωρία. Ο τρόπος που συλλαμβάνει ο μέσος άνθρωπος τη λέξη «θεωρία», αντιστοιχεί περισσότερο στην υπόθεση ή τη διαίσθηση.
Αντίθετα, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών (1998) ορίζει ως θεωρία «μια πολύ καλή επεξήγηση κάποιων συνιστωσών του φυσικού κόσμου που μπορεί να ενσωματώσει δεδομένα, νόμους, εικασίες και δοκιμασμένες υποθέσεις» (“a well-substantiated explanation of some aspect of the natural world that can incorporate facts, laws, inferences, and tested hypotheses”). Οι βιολόγοι, σ’ ένα ποσοστό που προσεγγίζει περίπου το ποσοστό της απόλυτης συμφωνίας, θεωρούν πως η εξελικτική θεωρία βρίσκεται ήδη στον επιστημονικό πυρήνα, ενώ γύρω της υπάρχει πλήθος υποθέσεων ως προς τις επιμέρους διαδικασίες της: για παράδειγμα, οι μεταλλάξεις συμβαίνουν αργά και σταδιακά μέσα σε μεγάλα διαστήματα ή μήπως υπάρχουν.
Ο φιλοσοφικός νατουραλισμός προχωρεί μακρύτερα από τον μεθοδολογικό. Ο φιλοσοφικός νατουραλισμός είναι η άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι φυσικό.
Είναι αλήθεια ότι τέτοιου είδους ερωτήματα απασχολούν ακόμη τους εξελικτικούς βιολόγους, θα ήταν όμως σοβαρό σφάλμα να νομίσουμε ότι οι αμφιβολίες γύρω από αυτά συνεπάγονται και αμφιβολίες γύρω από αν η εξέλιξη (ή η μακροεξέλιξη ειδικά) έλαβε χώρα. Βέβαια, θα πει κανείς, στις επιστήμες δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι απολύτως «αποδεδειγμένο» (όπως συμβαίνει π.χ. στα μαθηματικά), ωστόσο όταν κάτι επαληθεύεται επανειλημμένα τείνουμε να το αναγνωρίζουμε ως στέρεο υπόβαθρο της επιστήμης. Αυτό συμβαίνει και με την εξέλιξη (μακροεξέλιξη και μικροεξέλιξη).
Μία ακόμη καίρια διάκριση είναι αυτή ανάμεσα σε «μεθοδολογικό νατουραλισμό» και «φιλοσοφικό νατουραλισμό». Μεθοδολογικός νατουραλισμός είναι η πρακτική των φυσικών επιστημών, οι οποίες όταν ερευνούν τον φυσικό κόσμο αναζητούν αποκλειστικά φυσικές αιτίες για τα επιμέρους φαινόμενα (αφού αυτά είναι ελέγξιμα με τις μεθόδους της), παραμερίζοντας τυχόν μεταφυσικές ιδέες. Ως προς τα υπερφυσικά/μεταφυσικά ζητήματα, η επιστήμη είναι «αγνωστικιστική», δηλαδή αρνείται να λάβει οποιαδήποτε θέση. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι πρέπει και ο κάθε επιστήμονας να είναι αγνωστικιστής. Απεναντίας, υπάρχουν όχι λίγοι μεθοδολογικοί νατουραλιστές, οι οποίοι συνάμα απορρίπτουν τον φιλοσοφικό νατουραλισμό.
Ο φιλοσοφικός νατουραλισμός, όμως, προχωρεί μακρύτερα από τον μεθοδολογικό. Ο φιλοσοφικός νατουραλισμός είναι η άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι φυσικό. Η σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς «νατουραλισμούς», είναι η σχέση δύο κύκλων που ο μικρότερος περιλαμβάνεται μέσα σε ένα πολύ μεγαλύτερο, του οποίου αποτελεί υποσύνολο. Πιο απλά, το να ταυτίζει λοιπόν κανείς αυτούς τους δύο νατουραλισμούς, θεωρώντας ότι η επιστημονική έρευνα ισοδυναμεί αναγκαστικά με αθεϊσμό, συνιστά σαφώς λογικό σφάλμα. Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει αρκετούς ακτιβιστές αθεϊστές από το να το χρησιμοποιούν περίπου σαν αδιάσειστο επιχείρημα εναντίον της ύπαρξης Θεού-δημιουργού.
Η διαφορά του μεθοδολογικού νατουραλισμού από τον φιλοσοφικό νατουραλισμό είναι η διαφορά της επιστήμης από τον «επιστημονισμό» (δηλ. την ιδεολογία πως δεν υπάρχει τίποτα πέρα και πάνω από τις φυσικές επιστήμες). Ακούγοντας για την εξέλιξη, ο μέσος άνθρωπος έχει στο μυαλό του τη βιολογική καταγωγή του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, η εξέλιξη αναφέρεται στο γενικότερο γεγονός ότι ολόκληρο το σύμπαν έχει ιστορία, με τα άστρα, τους γαλαξίες, τους πλανήτες και τους έμβιους οργανισμούς να έχουν μεταβληθεί σημαντικά με το πέρασμα του χρόνου. Μ’ αυτή την ευρεία έννοια, η εξέλιξη είναι συνυφασμένη με τις επιστήμες της αστρονομίας, της γεωλογίας και της βιολογίας, ενώ έχει και κάποιους δεσμούς με τη φυσική και τη χημεία.
Η εξέλιξη, μικροεξέλιξη και μακροεξέλιξη, είναι ένα εξαιρετικά καλά διαπιστωμένο και τεκμηριωμένο γεγονός και, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τις αρχές του 20ού, έχει γίνει πλήρως αποδεκτή στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας. Αυτό που κάποτε ήταν το πλέον ασθενές τμήμα της δαρβινικής θεωρίας, δηλαδή η αναπαραγωγή και η κληρονομικότητα, ενισχύθηκε από τις μελέτες του Mendel, από το 1900 και ύστερα, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για τη γενετική.
Η γενετική «παντρεύτηκε» με τη φυσική επιλογή, με αποτέλεσμα την περαιτέρω εκλέπτυνσή της με πολλές τροποποιήσεις και προσθήκες, σ’ όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, σε διαρκή πάντα αντιπαραβολή με απολιθώματα, γενετικές μελέτες και αρχαιολογικά ευρήματα.
Η γενετική «παντρεύτηκε» με τη φυσική επιλογή, με αποτέλεσμα την περαιτέρω εκλέπτυνσή της με πολλές τροποποιήσεις και προσθήκες, σ’ όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, σε διαρκή πάντα αντιπαραβολή με απολιθώματα, γενετικές μελέτες και αρχαιολογικά ευρήματα. Πρόκειται για το μοντέλο του «νεοδαρβινισμού», το οποίο κυριαρχεί στη βιολογία έως σήμερα.
Στα μεταφυσικά ζητήματα, η επιστήμη είναι «αγνωστικιστική», καθότι υπερβαίνουν το πεδίο έρευνάς της. Δεν παίρνει λοιπόν θέση στην περί Θεού διαμάχη. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να εξετάσει εμπειρικά-πειραματικά το θεμέλιο των δημιουργιστικών ισχυρισμών. Το μόνο που μπορεί όντως να εξετάσει, είναι οι ισχυρισμοί τους για τον φυσικό κόσμο, οι οποίοι όμως έχουν αποδειχθεί κατ’ επανάληψιν εσφαλμένοι. Η θεϊστική εξέλιξη αποδέχεται τα επιστημονικά πορίσματα της Βιολογίας, της Γεωλογίας και της Κοσμολογίας, σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου, είναι δε η κύρια θέση που διδάσκεται από την Καθολική Εκκλησία, καθώς και από τα περισσότερα προτεσταντικά σεμινάρια (seminaries).
Πρόκειται για μιαν άποψη την οποία θεωρούσε πιθανή και ο Δαρβίνος (καίτοι δεδηλωμένος αγνωστικιστής), όπως φαίνεται από την καταληκτική φράση στην Καταγωγή των ειδών. Σύμφωνα με την Αμερικανίδα βιολόγο:
«Οι μαθητές αδικούνται όταν στο όνομα της “αμεροληψίας” ή της “κριτικής σκέψης” καθοδηγούνται με λανθασμένο τρόπο στο να πιστεύουν ότι υπάρχει διαμάχη στον επιστημονικό κόσμο για το αν είναι πράγματι γεγονός η διαδικασία της εξέλιξης. Ασφαλώς δεν υπάρχει τέτοιου είδους διαμάχη […] Η επιστημονική διαμάχη αφορά της λεπτομέρειες του μηχανισμού και των προτύπων της εξέλιξη και όχι στο ερώτημα εάν το σύμπαν έχει ηλικία δισεκατομμυρίων ετών, ούτε στο ερώτημα της κοινής προέλευσης των ζώντων από έναν κοινό πρόγονο. Θα ήταν ανέντιμο και άδικο για τους μαθητές να τους οδηγήσουμε να πιστέψουν ότι η δημόσια διαμάχη σχετικά με τη διδασκαλία της εξέλιξης είναι και επιστημονική διαμάχη σχετικά με το αν πράγματι η ζωή είναι προϊόν της εξέλιξης» (σελ. 27-28).
Κατά συνέπεια, μας λέει η Scott, η πίστη στον Θεό συμβαδίζει με την επιστήμη, όπως εξάλλου και η απιστία. Ο δημιουργισμός όμως όχι, γι’ αυτό και αποτελεί ψευδοεπιστήμη, ανεξαρτήτως του τι εντύπωση καλλιεργείται στα ΜΜΕ ή στην πολιτική, ιδιαίτερα στην αμερικάνικη ήπειρο. Μήπως λοιπόν τότε κάποιος που πιστεύει σε Θεό-Δημιουργό, θα πρέπει να πάψει να πιστεύει λόγω της εξέλιξης;
Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια κοσμοθεωρία που ενστερνίζεται πλήρως τα επιστημονικά δεδομένα υπέρ της εξέλιξης, θεωρεί όμως παράλληλα πως αυτή έδρασε ως μηχανισμός του Θεού για τη δημιουργία του κόσμου. Η εξέλιξη δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αποδοχή της ύπαρξης του Θεού, αλλά ούτε και την αποκλείει.
Τέλος, σε μια ομιλία της, η Eugenie C. Scott, αναφέρθηκε στον ψυχολόγο και γνωστό ακτιβιστή του αθεϊσμού, Michael Shermer, ο οποίος έθεσε κάποτε σε μια ερευνητική δημοσκόπηση, με αντιθετικό τρόπο, το ερώτημα αν ο Θεός ή η εξέλιξη ευθύνεται για το ότι ο φυσικός κόσμος είναι όπως τον ξέρουμε. Η Scott θα απορρίψει την άποψή του, πως τάχα ο μόνος τρόπος να τεθεί το ζήτημα είναι με τη μορφή διλήμματος («Θεός ή εξέλιξη»;), λέγοντας ότι:
«Η παγιωμένη επιστημονική θεωρία λέει ότι η εξέλιξη έλαβε χώρα, ότι οι έμβιοι οργανισμοί διαθέτουν κοινό πρόγονο. Η παγιωμένη επιστημονική θεωρία ορίζει ότι οι έμβιοι οργανισμοί προέρχονται, με μεταλλάξεις, από κοινούς προγόνους. Αυτό. Αν πιστεύεις πως όλη εκείνη η διαδικασία καθοδηγήθηκε από τον Θεό, τότε κανένα πρόβλημα, διότι εκφράζεις μια θεολογική πεποίθηση. Αν πάλι πιστεύεις πως κανένας Θεός δεν έπαιξε κάποιον ρόλο σε αυτό, επίσης κανένα πρόβλημα, εκφράζεις απλώς μια φιλοσοφική άποψη. Καμία από τις δύο αυτές απόψεις, όμως, δεν είναι “επιβεβλημένη” από τα επιστημονικά δεδομένα. Ο Michael λοιπόν σφάλλει όταν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο».
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.