Για τα βιβλία του Φρανσουά Ουβέ [François Euvé] «Ο Δαρβίνος και ο χριστιανισμός » (μτφρ. Ηρώ Διακάκη, εκδ. Αρμός) και του Ζακ Μονό [Jasques Monod] «Η τύχη και η αναγκαιότητα» (μτφρ. Νίκος Παπαδόπουλος, εκδ. Κέδρος). Κεντρική εικόνα: ο Δαρβίνος σε πίνακα του John Collier © Wikipedia.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Τι συμβαίνει τελικά με τη θεωρία της εξέλιξης; Είναι όντως μέρος της επιστημονικής κοινότητας; Και βρίσκεται πραγματικά σε διαμάχη με τη χριστιανική πίστη; Τέτοια και ακόμη περισσότερα ερωτήματα έχουν προσεγγισθεί από πλήθος βιβλίων, αρκετά από τα οποία είναι μεταφρασμένα και στη γλώσσα μας.
Το κατατοπιστικό Εξέλιξη ή Δημιουργία;, της Eugenie Scott, το πιο αναλυτικό Θεός εναντίον Δαρβίνου (εκδ. Πόλις) του Jacques Arnould και το προσεγμένο Κατανοώντας την εξέλιξη (εκδ. ΠΕΚ) του Κώστα Καμπουράκη. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί το Ο Δαρβίνος και ο Χριστιανισμός (μτφρ. Ηρώ Διακάκη, εκδ. Αρμός): αληθινές και ψεύτικες μάχες, το οποίο όχι απλώς καταπιάνεται με τα πλέον «ευαίσθητα» ζητήματα της συγκεκριμένης διαμάχης, αλλά και τα συνοψίζει μέσα σε μόλις λίγες σελίδες.
Αρχικά, μας λέει, όταν ο Δαρβίνος διατύπωσε την εξελικτική θεωρία του, αυτό που ουσιαστικά έκανε ήταν να εξηγήσει αυτό που είχε πεισθεί πως είναι η μεταβλητότητα των έμβιων ειδών, με όρους της «φυσικής επιλογής». Αυτή ευνοεί «τυφλά» και μακροπρόθεσμα ορισμένα είδη σε βάρος άλλων, λόγω του ότι διαθέτουν πιο «ευνοϊκά» (ενν. για το συγκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται) χαρακτηριστικά, οπότε ζουν περισσότερο, άρα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν περισσότερους απογόνους, που και εκείνοι θα ζουν περισσότερο κ.λπ.
Οι γενετικές μεταλλάξεις είναι «τυχαίες» (δηλ. μη νομοτελειακά προκαθορισμένες). Είναι το περιβάλλον που «επιλέγει» ποιες μεταλλάξεις θα κυριαρχήσουν και ποιες όχι (νόμοι φυσικής επιλογής). Δηλαδή οι μεταλλάξεις συμβαίνουν μεν τυχαία, οι νόμοι της φυσικής επιλογής όμως ευνοούν εκείνη που, στο συγκεκριμένο περιβάλλον, ευνοεί μακροπρόθεσμα την επιβίωση του είδους (τα άτομά του ζουν περισσότερο και, συγκριτικά με άλλα, κάνουν περισσότερους απογόνους, που ζουν και εκείνοι περισσότερο κ.λπ.).
O Δαρβίνος ήταν προσεκτικός
Πάντως, ο Δαρβίνος ήταν προσεκτικός και από το πρώτο του βιβλίο άφησε σκόπιμα εκτός την εξέλιξη του ανθρώπου, ενώ το πολύκροτο έργο του γράφτηκε όταν ήταν ακόμη θεϊστής. Αργότερα έγινε αγνωστικιστής, κάτι στο οποίο συνετέλεσαν πολύ τα προσωπικά του βιώματα (θάνατος κόρης του, πατέρας-παππούς του) και η αποστροφή του για το δόγμα της κόλασης, και πολύ λιγότερο η επιστήμη του. Από την εποχή της δημοσίευσης του δαρβινικού έργου ως τις αρχές του εικοστού αιώνα, η εξελικτική θεωρία άρχισε σταδιακά να γίνεται αποδεκτή, ωστόσο υπήρχαν προβληματισμοί, αφενός λόγω της ηλικίας της γης και αφετέρου λόγω της αμφισβήτησης για το αν είναι εφικτή η κληρονομική μετάδοση των επίκτητων ιδιοτήτων.
Ως προς τη σχέση Χριστιανισμού με Δαρβίνο, ο συγγραφέας κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε «συμβατιστές» (τους θεωρούν συμβατούς) και οι αντισυμβατιστές (τους θεωρούν ασύμβατους).
Από τις αρχές του αιώνα ως τα 1930, υπήρξε μία στασιμότητα, για να γίνει αποδεκτή οριστικά όταν συνδυάστηκε με τους νόμους της γενετικής (νεοδαρβινισμός), έως τη δεκαετία του 1960. Τέλος, από τότε υπάρχουν ακόμη νέες υποθέσεις που συνοδεύουν τη θεωρία (π.χ. η υπόθεση της «διακεκομμένης ισορροπίας»), η οποία όμως έχει την καθολική αποδοχή της επιστημονικής κοινότητας.
Ως προς τη σχέση Χριστιανισμού με Δαρβίνο, ο συγγραφέας κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε «συμβατιστές» (τους θεωρούν συμβατούς) και οι αντισυμβατιστές (τους θεωρούν ασύμβατους). Οι αντισυμβατιστές μπορεί να είναι θεϊστές (π.χ. Ken Ham) ή και όχι (π.χ. Richard Dawkins), ενώ οι συμβατιστές ενδέχεται να είναι υπερασπιστές της ύπαρξης ανεξαρτησίας σε θρησκεία και επιστήμη (π.χ. Stephen Jay Gould), οπαδοί μιας σύνθεσης θρησκείας με εξελικτική βιολογία (π.χ. ο περίφημος De Chardin), και τέλος, οι θιασώτες μίας συμπόρευσης θρησκείας-βιολογίας, αλλά με αυτονομία των δύο κλάδων.
Στην τελευταία αυτή ομάδα φαίνεται πως ανήκει και ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου. Παρόλο που δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Chardin, ο ίδιος προκρίνει μία στάση που να σέβεται τα όρια και να μην «μπλέκει» τους δύο διαφορετικούς χώρους. Πάντως, οι αρνητές της εξελικτικής θεωρίας (προς παντός δε της μακροεξέλιξης) έχει επικρατήσει να ονομάζονται «δημιουργιστές» (creationsts).
Η ιστορία του δημιουργισμού έχει τρεις μεγάλες ιστορικές φάσεις. Πρώτα, υπήρξε ο παραδοσιακός φονταμενταλισμός (τέλη 19ου αιώνα και αρχές του 20ού), στις αρχές της δεκαετίας του 1960 προέκυψε ο λεγόμενος «επιστημονικός δημιουργισμός» (ο όρος δίνεται καταχρηστικά). Και τέλος, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, ο δημιουργισμός έλαβε μία πιο εκλεπτυσμένη μορφή, που είναι αυτή του Ευφυούς Σχεδιασμού.
Το κίνημα του «επιστημονικού δημιουργισμού»
Μερικά έτη μετά τη διαβόητη «Δίκη των πιθήκων», άρχισε να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τάχα ο δημιουργισμός αποτελεί όχι ένα θρησκευτικό πιστεύω, αλλά μια θεμιτή επιστημονική αντίρρηση στην εξέλιξη (γι’ αυτό και ο όρος δημιουργιστική «επιστήμη»). Οι ισχυρισμοί των οπαδών του δημιουργισμού περιλαμβάνουν συνήθως τους ισχυρισμούς ότι: α) η εξελικτική θεωρία βρίσκεται σε κρίση και απειλείται με κατάρρευση, β) η εξελικτική θεωρία είναι αντίθετη στη χριστιανική θρησκεία, γ) η εξελικτική θεωρία πρέπει να αντιπαρατεθεί δημοκρατικά με τον «επιστημονικό» σ’ αυτήν αντίλογο.
Από αυτούς τους τρεις πυλώνες αντιρρήσεων, ο δεύτερος περιλαμβάνει δύο ιστορικά διακριτά στοιχεία: αφενός την κοινή καταγωγή ανθρώπου και άλλων έμβιων όντων, και αφετέρου τους μηχανισμούς της φυσικής επιλογής που την εξηγούν. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν αρκετές εκδοχές «δημιουργισμού», που μπορούν να ταξινομηθούν αναλόγως του πόσο αυστηρά κυριολεκτική ανάγνωση της Βίβλου επιχειρούν.
Ίσως οι πλέον γνωστοί σήμερα είναι οι «δημιουργιστές της νεαρής γης» (young earth creationists), οι οποίοι αποδέχονται τον ηλιοκεντρισμό, απορρίπτουν όμως τα δεδομένα της φυσικής, αστρονομίας, χημείας και γεωλογίας που αφορούν την ηλικία της γης, την οποία οι ίδιοι τοποθετούν σε μόλις μερικές χιλιάδες έτη (από 6.000 έως 100.000, αναλόγως της ομάδας). Επίσης, δέχονται όχι μόνο την ειδική και ξεχωριστή δημιουργία των ανθρώπων από τα υπόλοιπα έμβια είδη («φιξισμός»), αλλά και την ιστορικότητα ενός παγκόσμιου κατακλυσμού σε ολόκληρη τη γη. Αυτή η κοσμοθεωρία συνδέεται κυρίως με τον Henry Morris και τους οπαδούς του.
Ο Φρανσουά Ουβέ είναι καθηγητής φυσικής, διδάκτωρ θεολογίας, κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Centre Sèvres και κάτοχος της έδρας Teilhard de Chardin. Γράφει συστηματικά στο περιοδικό Études και μεταξύ άλλων έχει εκδώσει τα Penser la création comme jeu (Éd. du Cerf, 2000) και Science, foi, sagesse (Éd. de l’Atelier, 2004). |
Ορόσημο για το εν λόγω κίνημα ήταν το βιβλίο The Genesis Flood (1961), το οποίο δημοσίευσε ο Morris με τον John C. Whitcamb. Προχωρώντας προς τις απόψεις που αποδέχονται τη μεγάλη ηλικία της γης (old earth creationism), συναντάμε τον «δημιουργισμό των κενών», ο οποίος προέκυψε κατά τον 18ο αιώνα, υποστηρίζοντας πως υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό χάσμα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κεφαλαίου της Γενέσεως όπου καταστράφηκε η γη, μετά τον Αδάμ, και έπειτα όλα δημιουργήθηκαν ξανά μέσα σε έξι μέρες (κυριολεκτικά εικοσιτετράωρα), τον «δημιουργισμό της αντιστοιχίας ημερών-περιόδων», ο οποίος πρέσβευε ότι οι ημέρες της Δημιουργίας αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα έξι μεγαλύτερα αλλά διακριτά χρονικά διαστήματα, και τέλος, την «εξελικτική δημιουργία», η οποία δέχεται μεν την εξέλιξη, αναζητά όμως υπερφυσικά «ίχνη» της άμεσης παρουσίας του Θεού σε αυτή.
Πάντως, η ιδέα ότι η γη είναι πολύ παλαιότερη από ό,τι θα επέτρεπε μια αυστηρά κυριολεκτική/κοσμολογική ερμηνεία της Βίβλου, έχει τις ρίζες της στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, οπόταν δεν είχε θεωρηθεί επαναστατική, ούτε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά ούτε και από την Αγγλικανική.
Η κοινή καταγωγή των έμβιων ειδών και η παλαιότητα του πλανήτη, ήταν ιδέες που διαδίδονταν στον επιστημονικό χώρο και προβλημάτιζαν θεολόγους, ήδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και, εκείνη την περίοδο, η δεύτερη έγινε η κυρίαρχη στον επιστημονικό χώρο.
Yπάρχουν οι «επιπεδιστές» (“flat earthers”), η πλέον ριζοσπαστική τάση, που μόλις μερικές χιλιάδες άτομα ανά τον κόσμο συμμερίζονται, και η οποία δείχνει να υιοθετεί την αυστηρά κατά γράμμα (ενν. κοσμολογική) ανάγνωση ολόκληρης της Βίβλου.
Εδώ πρέπει ν’ αναφερθεί ότι δεν λείπουν και οι πιο ακραίες τάσεις, αν και είναι πολύ σπανιότερες. Για παράδειγμα, υπάρχουν οι «επιπεδιστές» (“flat earthers”), η πλέον ριζοσπαστική τάση, που μόλις μερικές χιλιάδες άτομα ανά τον κόσμο συμμερίζονται, και η οποία δείχνει να υιοθετεί την αυστηρά κατά γράμμα (ενν. κοσμολογική) ανάγνωση ολόκληρης της Βίβλου. Αυτή η στάση αναβίωσε στον 19ο αιώνα, από τον Βρετανό Χριστιανό και σοσιαλιστή, Samuel Birley Rowbotham, ο οποίος συνέγραψε το περίφημο κείμενο Zetetic Astronomy - Earth Not a Globe! An Experimental Inquiry into the True Figure of the Earth: Proving it a Plane, Without Axial or Orbital Motion; and the Only Material World in the Universe!. (1849), ως αποτέλεσμα μιας σειράς παρατηρήσεών του έντεκα χρόνια πριν («πείραμα Bedford Level»).
Ακολουθούν οι γεωκεντριστές, οι οποίοι δέχονται μεν ότι η γη έχει σφαιρικό σχήμα, ωστόσο θεωρούν πως αυτή και όχι ο ήλιος είναι το κέντρο του σύμπαντος. Τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι απηχούν σε μεγάλο βαθμό την κοσμολογία των αρχαίων Εβραίων, που θεωρούσε ότι η γη είχε τη δομή ενός δίσκου, με μια στέρεα αψίδα που κρεμόταν πάνω από την ξηρά, να κρατάει ψηλά τον ουρανό.
Το κίνημα του «Ευφυούς Σχεδιασμού»
Μετά τη δικαστική απόφαση στη Λουιζιάνα (Edwards v. Aguillard), όπου κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αντισυνταγματικός ο νόμος που προέβλεπε να διδάσκεται στα σχολεία της πολιτείας ο δημιουργισμός, παράλληλα με την εξελικτική θεωρία, με το σκεπτικό ότι αποτελεί θρησκευτική και όχι επιστημονική διδασκαλία (εξαιτίας του διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας, κάθε απόπειρα θρησκευτικής διδασκαλίας στην εκπαίδευση απαγορεύεται ως «προσηλυτισμός»).
Μετά από αυτό το περιστατικό, οι δημιουργιστές αναδιπλώθηκαν, με αποτέλεσμα την ανάδυση ενός νέου κινήματος: τον «Ευφυή Σχεδιασμό» (ΕΣ). Αυτός εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1984, με το κείμενο τριών συγγραφέων με τίτλο “The mystery of life’s origin”, και έγινε ιδιαίτερα γνωστός το 1991, μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του καθηγητή νομικής Philip Johnson, Darwin’s on trial.
Παρότι γενικά αποδέχονται την παλαιότητα της γης και (ίσως αρκετοί από αυτούς) την κοινή καταγωγή του ανθρώπου και πιθήκων όπως ο χιμπατζής, οι υποστηρικτές του ΕΣ σε γενικές γραμμές επιχειρούν να δείξουν ότι ορισμένες διαδικασίες στον φυσικό κόσμο είναι σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό αποφεύγουν προσεκτικά σχεδόν κάθε αναφορά σε Θεό (αν και η λέξη «σχεδιασμός» αποτελεί υπαινιγμό για Σχεδιαστή), προκειμένου να μη θεωρηθούν ένοχοι προσηλυτισμού και διατείνονται ότι απλώς εκπροσωπούν μια εναλλακτική (ενν. στην εξέλιξη) «επιστημονική» άποψη, που αξίζει ίση προσοχή και το δικαίωμα διδασκαλίας στην κρατική εκπαίδευση.
Οι μομφές των επιστημόνων εναντίον του ΕΣ συνοψίζονται στη διαπίστωση ότι αυτός αποτελεί μια μορφή επίκλησης στην άγνοια (λογική πλάνη).
Τα δύο κεντρικά επιχειρήματα των οπαδών του ΕΣ είναι η «μη αναγώγιμη πολυπλοκότητα» και η «πολύπλοκη εξειδικευμένη πληροφορία». Το πρώτο, που επινόησε ο Αμερικανός βιοχημικός Michael Behe, υποστηρίζει ότι στον φυσικό κόσμο υπάρχουν τόσο πολύπλοκες δομές, που δεν μπορούν να αναχθούν σε απλούστερες, οπότε είναι αναγκαία η παρέμβαση από ένα νοήμον ον για τον σχεδιασμό τους. Το δεύτερο υποστηρίζεται κυρίως από τον Αμερικανό μαθηματικό William A. Dembski και έγκειται στην επίκληση της ακραίας μαθηματικής απιθανότητας πολλών δομών του φυσικού κόσμου: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μαστίγιο του βακτηρίου, που αποτελείται από τουλάχιστον πενήντα πρωτεΐνες και ένζυμα, η τυχαία σύνδεση των οποίων θα ήταν εξαιρετικά απίθανη, υποτίθεται, δίχως την παρέμβαση κάποιας ανώτερης νοημοσύνης.
Οι μομφές των επιστημόνων εναντίον του ΕΣ συνοψίζονται στη διαπίστωση ότι αυτός αποτελεί μια μορφή επίκλησης στην άγνοια (λογική πλάνη), καθώς κάθε φορά που αγνοούμε τη φυσική αιτία μιας φυσικής διαδικασίας, αυτός διατείνεται ότι δεν υπάρχει φυσική αιτία (π.χ. φυσική επιλογή) και ότι πρέπει να καταφύγουμε σε έναν (υπερφυσικό) νοήμονα Σχεδιαστή.
Παράλληλα, έχουν προβληθεί και θεολογικές αντιρρήσεις εναντίον του, οι οποίες κατηγορούν τον ΕΣ ότι με το να εντοπίζει τη θεία παρέμβαση μόνο σε ορισμένα σημεία της δομής του φυσικού κόσμου, μοιάζει να απαρνιέται τη θεϊκή παρουσία στους φυσικούς νόμους, υποβαθμίζονται έτσι τον ρόλο του Δημιουργού στο να «καλύπτει» τα (προσωρινά) κενά της επιστημονικής μας γνώσης («Θεός των κενών»). Με την πιθανή κάλυψη αυτών των κενών, που για τον ΕΣ είναι αδύνατη, θα απομένει διαρκώς λιγότερος χώρος για τον Θεό, ώσπου τελικά Αυτός να εξοβελιστεί εντελώς. Σε τελική ανάλυση, ο ΕΣ απλώς προωθεί μια σεχταριστική θρησκευτική άποψη σε βάρος της επιστήμης, όπως και ο δημιουργισμός, του οποίου αποτελεί συνεχιστή.
Οι αρνητές
Από τους κάθε λογής αρνητές, δεν είναι λίγοι όσοι παραθέτουν αποσπασματικές ρήσεις επιστημόνων τις οποίες συστηματικά παρερμηνεύουν, εξάγοντας το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι τάχα η μακροεξέλιξη δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμη. Η σύγχυσή τους στηρίζεται βασικά στο ότι ταυτίζουν εξαρχής την «επιβεβαίωση» με την «πειραματική επιβεβαίωση», ενώ στην πραγματικότητα η δεύτερη είναι μόνο μια μορφή της πρώτης. Στην πραγματικότητα, η επιβεβαίωση της μακροεξέλιξης έχει συμβεί προ πολλού, από το πλήθος των σχετικών απολιθωμάτων, καθώς και η γενετική, η οποία αποκαλύπτει σημαντικές ομοιότητες στο DNA των ειδών. Ωστόσο, οι προβληματισμοί στο ευρύ κοινό παραμένουν.
Ο Euve βλέπει έξι τέτοιους προβληματισμούς που δημιουργεί, έμμεσα ή άμεσα, η θεωρία της εξέλιξης για τις παραδοσιακές μονοθεϊστικές θρησκείες. Ο πρώτος προβληματισμός, ίσως ο απλούστερος όλων, είναι ότι η δαρβινική θεωρία προϋποθέτει χρονικά διαστήματα σημαντικά μεγαλύτερα απ’ ότι αφήνει να διαφανεί μία αυστηρά κυριολεκτική και κατά γράμμα προσέγγιση του βιβλικού κειμένου.
Η εξελικτική θεωρία αναδεικνύει την έλλειψη «σκοπού» στα πάντα, αφήνοντας τον άνθρωπο στο χείλος της απελπισίας.
Όταν διατυπώθηκε η εξελικτική θεωρία, επικρατούσε ακόμη η άποψη του λόρδου Kelvin, που προσδιόριζε την ηλικία της γης μόλις στα σαράντα εκατομμύρια έτη, διάστημα σημαντικά μεγαλύτερο από το «βιβλικό», ωστόσο πολύ μικρότερο από αυτό που γίνεται αποδεκτό σήμερα. Μία δεύτερη αντίρρηση είναι ότι η φυσική επιλογή απειλεί να περιστείλει τον ρόλο του Θεού στην καθοδήγηση φυσικών διαδικασιών, όπως λεγόταν κάποτε και για τη νευτώνεια φυσική, την οποία χρησιμοποιούσαν οι ντεϊστές σαν επιχείρημα υπέρ τους. Τρίτο, η επιμονή στην τυχαιότητα των αρχικών μεταλλάξεων όχι απλώς σε πολλούς εξαφανίζει εντελώς τον Θεό, αλλά και τρομάζει για την έλλειψη προόδου και νοήματος στην ιστορία του φυσικού κόσμου. Τέταρτο, αν η εξέλιξη ισχύει, λένε οι αμφισβητίες, τότε η ανθρωπότητα δεν προήλθε από ειδική θεϊκή δημιουργία αλλά προέκυψε από τις «κατώτερες» μορφές ζωής.
Πέμπτο, η ιστορία που αφήνει να εννοηθεί η εξέλιξη προσκρούει έντονα στη βιβλική άποψη της αφήγησης των Πρωτοπλάστων. Τέλος, ο έκτος προβληματισμός που προβάλλεται, είναι ότι η εξελικτική θεωρία αναδεικνύει την έλλειψη «σκοπού» στα πάντα, αφήνοντας τον άνθρωπο στο χείλος της απελπισίας. Στα παραπάνω, θα μπορούσε να προστεθεί η ιδεολογική εκμετάλλευση των πορισμάτων του Δαρβίνου, εκ μέρους διαφόρων υπερασπιστών του laisser-faire καπιταλισμού ή και του ρατσισμού.
Θα ήταν όμως άδικο και μονοδιάστατο, κρίνει ο ίδιος, να μιλάμε για τους αρνητές της επιστήμης δίχως παράλληλα να επισημάνουμε τις καταχρήσεις που αυτή υφίσταται από ορισμένους επιστήμονες, οι οποίοι επιχειρούν να συγκροτήσουν ένα αθεϊστικό φιλοσοφικό σύστημα ερειδόμενο στα επιτεύγματά της. Στο σημείο αυτό, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την περίπτωση του Γάλλου νομπελίστα βιοχημικού Jacques Monod.
Στις αρχές του 1970, ο Jacques Monod συνέγραψε και δημοσίευσε τη φιλοσοφική πραγματεία του Τύχη και Αναγκαιότητα (μτφρ. Νίκος Παπαδόπουλος, εκδ. Kέδρος), η οποία εξέφρασε το πώς συλλαμβάνει ένα σεβαστό μέρος των θετικών επιστημόνων τον κόσμο και την επιστημονική δραστηριότητα. Χωρίς ν’ αποκτήσει, βέβαια, κάποιο απόλυτο ιδεολογικό μονοπώλιο, η φιλοσοφία του Monod έγινε ένα είδος «επίσημης» φιλοσοφίας πολλών άθεων βιολόγων μέχρι σήμερα.
Ο Jacques Monod έχει επίγνωση πως όσα ισχυρίζεται αποτελούν καθαυτά όχι «επιστήμη» αλλά φιλοσοφία, μιας και έχει κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε όσα αποδεικνύει η επιστήμη (εντός του χώρου έρευνάς της) και σε όσα (φιλοσοφικά) αυτή υποδεικνύει.
Αυτό, μας λέει, είναι το βασικό αίτημα της επιστημονικής μεθόδου: η φύση είναι αντικειμενική και όχι βουλητική. Δεδομένου ότι η επιστήμη δεν κρίνει τις αξίες (αυτές δεν είναι στο πεδίο έρευνάς της και γι’ αυτό εκείνη απλώς τις αγνοεί), ωστόσο γκρεμίζει τα ερείσματα πάνω στα οποία στηρίζεται η ανιμιστική παράδοση, πιθανώς προγενέστερη και από το είδος homo sapiens.
Η πανάρχαια πλάνη
Ο ανθρώπινος πολιτισμός στο σύνολό του σχεδόν, λέει, στηρίζεται σε μια πανάρχαια πλάνη που ονομάζεται «ανθρωποκεντρισμός». Το βασικό μέσο που μεταχειρίζεται η ανθρωποκεντρική αυτή πλάνη μας, σύμφωνα πάντα με τον Monod, είναι ο ανιμισμός. Ο ανιμισμός αποτελεί την προβολή των ανθρώπινων συναισθημάτων, που ως όντα διαθέτουμε από την έντονα «τελολογική» τάση του κεντρικού νευρικού μας συστήματος, πάνω στην άψυχη φύση.
Προκειμένου να μη νιώθει ο άνθρωπος ότι τον χωρίζει από τη φύση μια απροσμέτρητη άβυσσος, έπρεπε να της αποδώσει κάποια πρόθεση σχεδιασμού. Αυτό είναι το τίμημα που η ανθρωπότητα όφειλε να πληρώσει για να επιβιώσει ως κοινωνικό ζώο και για να αποφύγει τη μετατροπή της σε ένα αυτόματο. Όλα τα ανιμιστικά συστήματα, μέχρι και σήμερα, υποτίμησαν τη βιολογική φύση του ανθρώπου, ωθώντας τον να βλέπει με τρόμο ή φρίκη τις ζωώδεις πλευρές μέσα του.
Ο Ζακ Λυσιέν Μονό ήταν Γάλλος βιοχημικός, που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1965 από κοινού με τους Φρανσουά Ζακόμπ και Αντρέ Λβοφ «για τις ανακαλύψεις τους σχετικώς με τον γενετικό έλεγχο της συνθέσεως των ενζύμων και των ιών». |
Σύμφωνα με τον Jacques Monod, η διάκριση τελονομίας και αμετατροπίας είναι η βάση κάθε ιδεολογίας. Ιστορικά, καθοριστικής σημασίας για την οικοδόμηση επιστήμης υπήρξε η (εκκλησιαστική) διάκριση ιερού και βέβηλου στη χριστιανική Δύση, καθώς αυτή αργότερα μετασχηματίστηκε σε διάκριση αξιών και γνώσης. Σύμφωνα πάλι με τον Monod, ο βαθύτερος λόγος που πολλοί ενστικτωδώς φοβούνται ή και αποστρέφονται την επιστήμη, δεν είναι αυτό που διατυπώνεται συνήθως ρητά, δηλαδή οι νέοι κίνδυνοι που αυτή έχει δημιουργήσει για τη ζωή μας (π.χ. βόμβες, περιβαλλοντική καταστροφή, ακραία αύξηση πληθυσμού), αλλά το γεγονός ότι εκείνη έμμεσα υποσκάπτει τις αξίες.
Η εποχή μας διαθέτει την εξής συγκλονιστική πρωτοτυπία: ενώ παραμένει αγκιστρωμένη, όπως και οι προηγούμενες, σε αξίες που διαμορφώνονται από την ανιμιστική προβολή, συνάμα διαθέτει μια νέα και μοναδική πηγή αλήθειας που ωθεί σε ολοκληρωτική αναθεώρηση της ηθικής. Αυτός ο σπαρακτικός διχασμός, είναι το πιο βαθύ νόημα της επιστήμης και οι περισσότεροι από εμάς δεν αντέχουν την επίγνωσή του.
Αν θέλουμε να καταστήσουμε επιστημονικά διαυγή τη σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στη βιολογία πρωτεύουσα σημασία, αντί για την περιθωριακή που της δίνουμε σήμερα.
Αν όμως θέλουμε να καταστήσουμε επιστημονικά διαυγή τη σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στη βιολογία πρωτεύουσα σημασία, αντί για την περιθωριακή που της δίνουμε σήμερα. Το αίτημα της αντικειμενικότητας, ο μεθοδολογικά ακρογωνιαίος λίθος της επιστήμης, βασίζεται στην άρνηση της αναζήτησης οποιωνδήποτε «τελικών αιτίων» (δηλ. σχεδίου/σκοπού) μέσα στον φυσικό κόσμο.
Τελικά, ο Monod αντιπροβάλλει την «ηθική της γνώσης», όπως ο ίδιος την ονομάζει: πρόκειται για μια ηθική που αναγνωρίζει τη διττή φύση του ανθρώπου, ο οποίος βασανίζεται ακριβώς από το γεγονός ότι ανήκει τόσο στη βιόσφαιρα όσο και στον χώρο των «ιδεών», παραδεχόμενη όμως συνάμα την ανάγκη οικοδόμησης «ιδεαλιστικών» αξιών, όπως αλτρουισμός, γενναιότητα, δημιουργική φιλοδοξία, και σε τελική ανάλυση, γνήσιος (χωρίς όμως μαρξιστικά στοιχεία) σοσιαλισμός:
«Η πανάρχαια επιμαχία έχει διαρραγεί. Ο άνθρωπος ξέρει επιτέλους ότι είναι μόνος μέσα στην αδιάφορη απεραντοσύνη του Σύμπαντος, απ’ όπου ξεπήδησε τυχαία. Όχι μόνο το πεπρωμένο του μα ούτε και το χρέος του είναι γραμμένο πουθενά. Σ’ αυτόν εναπόκειται να διαλέξει ανάμεσα στο Βασίλειο και στα ερέβη».
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.