Για τα βιβλία των Ρόναλντ Νάμπερς [Ronald Numbers] «Ο Γαλιλαίος στη φυλακή» (εκδ. Λογείον) και Πίτερ Χάρισον [Peter Harrison] «Η πτώση και η ανάδυση της επιστήμης» (εκδ. Ροπή). Κεντρική εικόνα: ο πίνακας του Joseph Nicolas Robert Fleury «Ο Γαλιλαίος μπρος στα μέλη της Ιεράς Εξέτασης».
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Τον Ιούλιο του 2023 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 81 ετών, ο σημαντικός Αμερικανός ακαδημαϊκός Ronald Numbers, ο οποίος υπήρξε ιστορικός των επιστημών, ειδικός στον «δημιουργισμό» (creationism), όπως επίσης συγγραφέας και επιμελητής αρκετών έργων με θέμα τη σχέση των επιστημών με τις θρησκείες.
Το έργο του για το οποίο είναι κυρίως γνωστός στα καθ’ ημάς, είναι η επιμέλεια του συλλογικού τόμου Ο Γαλιλαίος στη φυλακή: μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία (εκδ. Λογείον), όπου αφιερώνονται ισάριθμα κεφάλαια, γραμμένα από διάφορους έγκριτους ιστορικούς, σε είκοσι πέντε γνωστές, διαδεδομένες, μα και εσφαλμένες ιδέες για τη σχέση επιστήμης και θρησκείας
Για παράδειγμα, είναι ευρέως γνωστή η άποψη που θέλει την άνοδο του Χριστιανισμού να ευθύνεται για την παρακμή της αρχαίας φιλοσοφίας και γνώσης. Αν διαβάσει όμως κανείς το άρθρο που υπογράφει ο γνωστός ιστορικός των επιστημών, David C. Lindberg, αποκομίζει μια μάλλον διαφορετική εντύπωση.
Ενθάρρυνση
Σύμφωνα με τον Lindberg, κανένας θεσμός και καμία πολιτισμική δύναμη, στην περίοδο των εκκλησιαστικών πατέρων, δεν πρόσφερε περισσότερη ενθάρρυνση για την έρευνα της φύσης από ό,τι η χριστιανική εκκλησία, η παρουσία της οποίας μάλλον ενίσχυσε παρά εξασθένισε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, είναι παρανόηση ότι η άνοδος του Χριστιανισμού ήταν τάχα υπεύθυνη για τον «θάνατο» της αρχαίας επιστήμης. Βέβαια, οι Χριστιανοί φιλόσοφοι της περιόδου των Πατέρων μπορεί να μην εκτιμούσαν τη φιλοσοφία ή τις επιστήμες για την εσωτερική τους αξία, αλλά δεν μπορούμε από αυτό να συμπεράνουμε ότι αρνούνταν στις επιστήμες κάθε εξωτερική αξία. Παρά τη χλεύη τους ενάντια στις κλασικές «επιστήμες», ο Τερτυλλιανός, ο Μέγας Βασίλειος και άλλοι σαν αυτούς, καταπιάνονταν συνεχώς με σοβαρή φιλοσοφική επιχειρηματολογία, αντλώντας «δάνεια» από την ίδια την παράδοση που διατείνονταν ότι περιφρονούν. Σύμφωνα με τον Lindberg:
«Ο Τερτυλλιανός, ο Τατιανός, και ο Βασίλειος έχουν έως τώρα παρουσιαστεί ως ξένοι προς την κλασική παράδοση, καθώς επιχειρούν να δυσφημίσουν και να καταστρέψουν ό,τι θεωρούσαν απειλή για τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Βεβαίως κάποια στοιχεία της ρητορικής τους στηρίζουν μια τέτοια ερμηνεία, όπως όταν προσφεύγουν στην απλή πίστη ως εναλλακτική απέναντι στη φιλοσοφική λογική. Αλλά είναι ανάγκη να δούμε πέρα από τη ρητορική προς την όντως πρακτική· άλλο είναι να περιγελάς τις κλασικές επιστήμες και τα φιλοσοφικό συστήματα που ήσαν τα υποστυλώματά τους, και να διακηρύσσεις ότι είναι άχρηστες, και άλλο είναι να τις εγκαταλείπεις. Παρά τη χλεύη τους, ο Τερτυλλιανός, ο Βασίλειος, και άλλοι σαν αυτούς, καταπιάνονταν συνεχώς με σοβαρότατη φιλοσοφική επιχειρηματολογία, αντλώντας δάνεια από την ίδια την παράδοση που περιφρονούσαν. Δεν αποτελεί διαστρέβλωση των μαρτυριών το να τους δούμε ως μέλη αυτός της παράδοσης, καθώς προσπαθούν να διαμορφώσουν μια εναλλακτική φιλοσοφία θεμελιωμένη σε χριστιανικές αρχές - δίχως να αντιτίθενται στο εγχείρημα της φιλοσοφίας εν γένει αλλά σε συγκεκριμένες φιλοσοφικές αρχές που τις θεωρούσαν εσφαλμένες και επικίνδυνες». (σελ. 26).
Ο ίδιος προσθέτει επίσης ότι δεν αποτελεί διαστρέβλωση αν τους δούμε ως μέλη αυτής της παράδοσης, καθώς προσπαθούν να διαμορφώσουν μια εναλλακτική φιλοσοφία θεμελιωμένη σε χριστιανικές αρχές – δεν απορρίπτουν δηλαδή το εγχείρημα της φιλοσοφίας εν γένει αλλά μονάχα τις συγκεκριμένες φιλοσοφικές αρχές που έδειχναν να αντιμάχονται τη χριστιανική πίστη.
Ο Ronald Leslie Numbers ήταν Αμερικανός ιστορικός της επιστήμης. Του απονεμήθηκε το 2008 το μετάλλιο George Sarton από την History of Science Society για «μια ζωή εξαιρετικών επιστημονικών επιτευγμάτων από έναν διακεκριμένο μελετητή». |
Εξάλλου, κανένας θεσμός και καμία πολιτισμική δύναμη στην περίοδο των Πατέρων δεν πρόσφερε περισσότερη ενθάρρυνση για την έρευνα της φύσης από ό,τι η χριστιανική εκκλησία, η παρουσία της οποίας μάλλον ενίσχυσε παρά εξασθένισε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.
Τα μεσαιωνικά παενεπιστήμια
Μάλιστα, ο Michael H. Shank παρατηρεί ότι στα 1500, περίπου εξήντα πανεπιστήμια ήταν διάσπαρτα σε όλη την Ευρώπη, ενώ περίπου το 30% της διδακτέας ύλης τους είχε να κάνει με τον φυσικό κόσμο. Ας μην ξεχνάμε ότι το πανεπιστήμιο, στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ήταν δημιούργημα της τότε εκκλησίας. Χάρη στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστές ενημερώνονταν για την, τότε ακμάζουσα, αραβοαριστοτελική επιστήμη.
Σε ποια προσωπικότητα όμως οφείλει τη γέννησή της η νεωτερική επιστήμη;
Ο τελευταίος ίσως άνθρωπος που θα μας ερχόταν στο μυαλό, θα ήταν ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας του 4ου μ.Χ. αιώνα. Κι όμως, ο Άγιος Αυγουστίνος έχει επισημανθεί ότι υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη επίδραση για τους επιστήμονες, κατά τον 17ο αιώνα, στην Αγγλία. Η αυγουστίνεια θεολογία του προπατορικού αμαρτήματος στάθηκε έμμεσα η κινητήριος δύναμη (ακριβέστερα: μία από τις κινητήριες δυνάμεις) για την ανάπτυξη της νεωτερικής επιστήμης, στα πρώτα της βήματα.
Επίκεντρο του παρόντος βιβλίου είναι η Αγγλία του 17ου αιώνα. Η γέννηση της νεωτερικής πειραματικής επιστήμης, μας λέει προκλητικά ο Harrison, όχι μόνο δεν έγινε εξαιτίας μιας υποτιθέμενης νεοεμφανιζόμενης πίστης στις ανθρώπινες γνωστικές δυνάμεις, αλλά ισχύει εντελώς το αντίθετο.
«Πιο γενικά, η θέση η οποία προτείνεται σ’ αυτό το βιβλίο αναγνωρίζει τη σημασία των συζητήσεων περί γνώσης και των θεμελίων της, αλλά τις θεωρεί ουσιαστικά δευτερεύουσες σε σχέση με τις ερωτήσεις ανθρωπολογίας. Οι απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση θα τροφοδοτούσαν θέματα όχι μόνο γνωσιολογικά, αλλά και θρησκευτικής, ηθικής και πολιτικής υφής» (σελ. 125)
Όταν έλαβε χώρα η εκ νέου «ανακάλυψη» των αριστοτελικών συγγραμμάτων και ιδεών, συνετέλεσε καίρια στις προσπάθειας μεθερμηνείας της σκέψης του Αυγουστίνου. Ο μεγαλύτερος αριστοτελικός του Μεσαίωνα ήταν, ασφαλώς, ο Θωμάς Ακινάτης. Παρότι τον αναγνώριζε ρητά και ουδέποτε διανοήθηκε να τον «ακυρώσει» ευθέως, ο Θωμάς Ακινάτης προέβαινε σε μια έμμεση πολεμική κατά βασικών ιδεών του Αυγουστίνου.
Οι προτεστάντες καλούσαν σ’ επιστροφή στην πεσιμιστική στάση του Αυγουστίνου, εναντίον της δυνατότητας για έγκυρη γνώση.
Η «παρέκκλιση» αυτή του Ακινάτη δεν ήταν, στην πραγματικότητα, άλλη από την θετική ανατίμηση των αισθήσεων και της γνώσης που μπορεί να προκύψει από αυτές. Με τη σειρά του, ο Grosseteste παρατηρούσε ότι οι αισθήσεις είναι μεν αναγκαία αλλά όχι και επαρκής συνθήκη για την απόκτηση γνώσης.
Ο Λούθηρος κατά Αριστοτέλη
Οι προτεστάντες, αντίθετα, καλούσαν σ’ επιστροφή στην πεσιμιστική στάση του Αυγουστίνου, εναντίον της δυνατότητας για έγκυρη γνώση. Σε προσωπική επιστολή του, λίγους μήνες προτού προβεί στη δημόσια πράξη της θυροκόλλησης για την οποία έγινε ευρύτερα γνωστός, ο Λούθηρος κατηγορούσε τον Αριστοτέλη ότι προήγε την ηθική αυτοδικαίωση και ότι, κατά συνέπεια, συνέβαλε στην ηθική παρακμή της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Αντίστοιχα, ο Καλβίνος διαπίστωνε ότι, μετά την Πτώση, η ανθρώπινη φύση έχει εξαχρειωθεί ολοκληρωτικά.
«[…] η βασική συμβολή της σκέψης της Μεταρρύθμισης είναι ότι επικέντρωσε την προσοχή της στο ανθρώπινο μυαλό και τους περιορισμούς του. Για την ακρίβεια, εν μέρει λόγω αυτής της έμφασης, ο δέκατος έκτος αιώνας υπήρξε μάρτυρας της ανάδυσης της μελέτης της ανθρώπινης φύσης ως ξεχωριστού τομέα» (σελ. 96).
Η κύρια διαφορά ανάμεσα στους Προτεστάντες και στους Σχολαστικούς-Ρωμαιοκαθολικούς, είναι ότι εκεί που οι πρώτοι θεωρούσαν πως με την Πτώση χάθηκαν τα υπερφυσικά χαρίσματα που είχε ο Αδάμ και η Εύα, οι πρώτοι πρέσβευαν πως η αμαρτία αυτή είχε ως συνέπεια και την απώλεια των φυσικών τους χαρισμάτων και ικανοτήτων.
«Εν μέσω όλων αυτών, η φυσιογνωμία του Αδάμ έφτασε να συμβολίζει όχι μόνο τις δυνατότητες που είχαν χαθεί για τον άνθρωπο με την πτώση, αλλά και την υπεροχή επί της φύσεως που θα μπορούσε να αποκατασταθεί μόνο αν οι συγκεκριμένες αιτίες των γνωστικών λεηλασιών αναγνωρίζονταν και εξουδετερώνονταν» (σελ. 127).
Δεν έλειψαν, όμως, και οι πνευματικές ωσμώσεις του ρωμαιοκαθολικού σχολαστικισμού με τον προτεσταντισμό: ο Φίλιππος Μελάχθων υπήρξε μια τέτοια, χαρακτηριστική περίπτωση της τάσης αυτής. Έτσι, έχουμε δύο επιμέρους «ανθρωπολογίες»: η πρώτη ανθρωπολογία ήταν ο απαισιόδοξος (ενν. για τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου) «καλβινισμός», σαν και αυτός που αποκρυσταλλώθηκε σε διανοητές όπως ο Francis Bacon, και ο αισιόδοξος «θωμισμός» καρτεσιανού τύπου.
Η πρώτη ανθρωπολογία
Παράλληλα, η πρώτη ανθρωπολογία, δηλαδή, η αναβίωση του ισχυρού πεσιμισμού του Αυγουστίνου, θα μπορούσε να διακριθεί σε δύο υποκατηγορίες: τον γνήσιο καλβινισμό, από τη μια πλευρά, και από την άλλη τον γιανσενισμό. Για τον Harrison, αν και εξέφραζαν αμφότεροι την αυγουστίνειο γνωσιολογικό πεσιμισμό, θα ήταν άστοχο να ταυτίζονται (όπως το ήθελαν οι ιησουίτες της εποχής, οι οποίοι προσπαθούσαν έτσι ν’ απονομιμοποιήσουν τους γιανσενιστές), καθώς διέφεραν από άλλες απόψεις: αντίθετα με τους γιανσενιστές, οι καλβινιστές απέρριπταν τα ιερά (ενν. εκκλησιαστικά) μυστήρια και τόνιζαν την αξία της κοινωνικής ωφελιμότητας των καθηκόντων του ανθρώπου.
Στον 16ο αιώνα, κεντρική ήταν η διαμάχη για το ποια είναι η καταλληλότερη πηγή για ν’ αντικαταστήσει την, έως πρότινος κυρίαρχη, αριστοτελική αυθεντία. Οι «υποψήφιοι» ήταν τρεις: οι Ιερές Γραφές, ο νους, και οι αισθήσεις. Προτεστάντες και γιανσενιστές αναβίωσαν τις ιδέες των αρχαίων Σκεπτικών φιλοσόφων, αλλά και αποπειράθηκαν να τους «διορθώσουν», λέγοντας ότι η αδυναμία εύρεσης βέβαιης γνώσης δεν είναι κάποια διαχρονική πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, αλλά προέκυψε μόλις μετά την αδαμική πτώση στην αμαρτία.
Αφού είχαν διαφορετική εξήγηση, εύλογα υπήρξαν διαφορετικές και οι προτάσεις τους: όπου οι αρχαίοι Σκεπτικοί πρότειναν την αναβολή οριστικής απόφανσης («εποχή»), οι Χριστιανοί τόνιζαν την ανάγκη για θεϊκή χάρη. Στο ζήτημα αυτό της γνώσης, η στάση των Χριστιανών ήταν διαμεσολαβητική μεταξύ της αριστοτελικής «έπαρσης» (μπορούμε να γνωρίσουμε τα πάντα) και της σκεπτικιστικής άγνοιας (δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτα).
Ο Harrison αποδέχεται τον όρο «εκχριστιανισμένος πυρρωνισμός», του ερευνητή José R. Maia Neto, αλλ’ αντίθετα μ’ εκείνον, που τον θεωρεί απάντηση σε μια μορφή σκεπτικισμού την οποία είχε διαδώσει ο Montaigne, ο Harrison τον χαρακτηρίζει απάντηση σε προβλήματα που και ο ίδιος ο Montaigne αντιμετώπισε, και που δεν είχαν προκληθεί από εκείνον, αλλ’ από την αυγουστίνεια ανθρωπολογία, καθώς και από τη σκέψη της Μεταρρύθμισης (που αναβίωσε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία). Ωστόσο, παρά την εναντίωση στον αριστοτελισμό, οι προτεστάντες ενστερνίστηκαν και ορισμένες ιδέες του, όπως για παράδειγμα τη διάκριση του φυσικού κόσμου σε (ατελή υποσελήνιο και (τέλειο) ουράνιο.
Ο Peter D. Harrison είναι Αυστραλός βραβευμένος συνεργάτης και διευθυντής του Ινστιτούτου Προηγμένων Σπουδών στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ. |
Ενδεικτικά, ο Λούθηρος και ο Φίλιππος Μελάχθων, ακολουθώντας και εδώ τον Αυγουστίνο, εγκωμίαζαν τη μαθηματική αστρονομία, παρομοιάζοντας τον ουρανό μ’ έναν πάπυρο, ο οποίος φανερώνει τα σημάδια του θεϊκού μεγαλείου σε όλους όσοι είναι διατεθειμένοι να τα δουν. Αντίθετα, επομένως, με τον υποσελήνιο χώρο, που θεωρήθηκε ατελής, φθαρμένος και δυσνόητος, πάντα εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, οι ουρανοί θαυμάστηκαν σαν τέλειοι και αμετάβλητοι, άρα και ικανοί να θεμελιώσουν μια γνωστικά έγκυρη αστρονομία, η οποία ν’ αποτελέσει βάση και για την κατάκτηση άλλων γνωστικών περιοχών (π.χ. ηθική τάξη).
Τα μαθηματικά έφτασαν να προβάλλονται ως έγκυρο γνωστικό μέσο, κατάλοιπο των τελειοτήτων του προπτωτικού παρελθόντος του ανθρώπου.
Κατά μίαν έννοια, λέει ο Harrison, απομεινάρια αυτής της πίστης μπορούν να βρεθούν και στο περίφημο καντιανό απόφθεγμα («Δύο πράγματα γεμίζουν την ψυχή με πάντοτε καινούριο και αυξανόμενο θαυμασμό και σεβασμό, όσο συχνότερα και σταθερότερα ασχολείται μαζί τους ο στοχασμός: ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου»), όπως επίσης και στις επιστημονικές αναζητήσεις του Kepler. Πρόκειται για σημαντική μετατόπιση στην ιστορία των ιδεών, αφού μέχρι τότε κυρίαρχη ήταν γενικά η παραδοσιακή άποψη που ήθελε τη μαθηματική αστρονομία να διαθέτει βασικά εργαλειακό χαρακτήρα, σε αντιδιαστολή με τη «φυσική φιλοσοφία», που υποτίθεται ότι απεικονίζει την πραγματικότητα όπως είναι. Εκτός της Μεταρρύθμισης, στην ανατροπή αυτή συνέβαλε η πλατωνίζουσα αναγεννησιακή σκέψη (π.χ. του Ficino).
Οι επιδράσεις
Τέτοιες επιδράσεις καθιέρωσαν την πίστη στην αντικειμενικότητα της μαθηματικής αστρονομίας, ανοίγοντας τον δρόμο στους Γαλιλαίο και Kepler. Έτσι, τα μαθηματικά έφτασαν να προβάλλονται ως έγκυρο γνωστικό μέσο, κατάλοιπο των τελειοτήτων του προπτωτικού παρελθόντος του ανθρώπου. Εκτός αυτών, όμως, υπολείμματα της ολοκληρωμένης εγκυκλοπαιδικής γνώσης που υποτίθεται πως διέθετε κάποτε ο Αδάμ αναζητήθηκαν και σε αρχαίες παραδόσεις: η Βίβλος θεωρήθηκε πηγή κρυμμένων επιστημονικών αληθειών και συνάμα πηγή νομιμοποίησης της «φυσικής φιλοσοφίας».
Η φυσική αυτή φιλοσοφία ήταν «μωσαϊκή», αφού στόχευσε στην αποκατάσταση της πανάρχαιας ανθρώπινης σοφίας. Νεωτερικοί στοχαστές έβλεπαν εαυτούς όχι ως πρωτοπόρους, αλλά μάλλον ως τολμηρούς μεταρρυθμιστές των αρχαίων σοφών, μεταρρυθμιστές που θα επανέφεραν τη «μυστική» σοφία των Αδάμ, Μωυσή και Σολομώντα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Bacon, αυτός ο ένθερμος θιασώτης της επιστήμης προς κοινή ωφέλεια, επέλεξε να ονομάσει το κατά τον ίδιο ιδεατό επιστημονικό ίδρυμα «Οίκος Σολομώντος».
Σύμφωνα πάντα με τον Harrison, ο Descartes ήταν ο νεωτερικός κληρονόμος της σοφίας των αρχαίων, μια θέση που θα καταλάβει μετά απ’ αυτόν ο Νεύτωνας.
Για τον ίδιον λόγο, ο Bacon και άλλοι στάθηκαν επικριτικοί απέναντι στον Τρισμέγιστο Ερμή: τους φαινόταν υπερβολικά «ελιτιστής», μιας και εκείνοι ποθούσαν γνώση όχι για λίγους και εκλεκτούς, παρά για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι νεωτερικές ανακαλύψεις έδρασαν ως διορθωτικές παρεμβάσεις σε παλιότερες παραδόσεις σοφίας.
«Βλέπουμε εδώ το καθιερωμένο μοντέλο για τα πρώιμα μοντέλα επιστημολογικά εγχειρήματα: αυτοεξέταση, εκτίμηση της έκτασης της πληγής που προκάλεσε η αμαρτία, εντοπισμός των ιχνών της θείας εικόνας. Τα συμπεράσματα αυτής της εξέτασης- που σίγουρα διαφέρουν μεταξύ των πρώιμων σύγχρονων στοχαστών- θέτουν τις βάσεις για οποιοδήποτε διανοητικό εγχείρημα» (σελ. 141).
Σύμφωνα πάντα με τον Harrison, ο Descartes ήταν ο νεωτερικός κληρονόμος της σοφίας των αρχαίων, μια θέση που θα καταλάβει μετά απ’ αυτόν ο Νεύτωνας, όταν η καρτεσιανή κοσμολογία θ’ αντικατασταθεί από τη νευτώνεια φυσική. Ήδη στην εποχή του, ο Νεύτων περιγράφηκε ως «ο Μεγάλος Αποκαταστάτης της Αληθινής Φιλοσοφίας», και η περιγραφή αυτή δεν απέχει ιδιαίτερα από την αυτοκατανόησή του.
Αν λοιπόν στον 17ο αιώνα, στον αγγλικό χώρο, οι δύο κυρίαρχες παραδόσεις ήταν η νοησιαρχική-μαθηματική (θεολογικά αισιόδοξη, μιας που αναγνώριζε, ως ένα σημείο, τις δυνατότητες του ανθρώπινου νου να σχηματίσει αξιόπιστη γνώση) και η πειραματική-εμπειρική (θεολογικά απαισιόδοξη, αφού πίστευε πως το προπατορικό αμάρτημα πρακτικά κατέστρεψε τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπινου νου, γι’ αυτό και προέτασσαν τον πειραματισμό), με τους Descartes, Spinoza και Leibniz να ηγούνται της πρώτης, και τους Hume, Boyle και Bacon να δεσπόζουν στη δεύτερη, πού εντασσόταν ο Νεύτων;
Ο Νεύτων και το προπατορικό αμάρτημα
Σύμφωνα με τον Harrison, ο Νεύτων είχε αιρετικές για την εποχή ιδέες, αφού απέρριπτε απόλυτα την πίστη στο προπατορικό αμάρτημα, οπότε η σκέψη του δεν αναζήτησε την προπτωτική γνώση και, κατά συνέπεια, ο ίδιος δεν εντάχθηκε σε κανένα εκ των δύο προαναφερθέντων «στρατοπέδων». Αυτή η ουδετερότητά του ήταν που του επέτρεψε να συλλάβει και να υλοποιήσει έναν νέο, ελεύθερο και ιδιοφυή συγκερασμό της μαθηματικής με την πειραματική μεθοδολογία, πραγματοποιώντας έτσι το κορυφαίο επιστημονικό επίτευγμα της εποχής: την κλασική φυσική.
Ωστόσο, σπεύδει να συμπληρώσει ο Harrison, το γεγονός ότι δεν δεσμευόταν από μια θεολογική διδασκαλία περί Πτώσης δεν σημαίνει ότι δεν είχε εξίσου ισχυρούς θεολογικούς προβληματισμούς στο επιστημονικό του έργο. Στην πραγματικότητα, ο Νεύτων δεν «ακύρωσε» τη θεολογία αλλά ουσιαστικά τη μετατόπισε, οδηγώντας τη από τη θεολογική ανθρωπολογία σε φυσική θεολογία. Έκτοτε, στο επίκεντρο των επιστημόνων δεν θα είναι τόσο οι αναζητήσεις της προπτωτικής ανθρώπινης φύσης, όσο ο προσπορισμός ενδείξεων για τον δημιουργικό ρόλο του Θεού-Σχεδιαστή στο φυσικό σύμπαν.
Στα τέλη του 17ου αιώνα πραγματοποιήθηκε η εξάλειψη των ρητών αναφορών στη θεολογία. Στο εξής, ο πειραματισμός αυτονομείται. Σταδιακά θα εξαφανισθούν και οι ιδέες περί γνωστικών περιορισμών του ανθρώπινου πνεύματος, οδηγώντας τελικά στη σύγχρονη «ιστορική αμνησία» ως προς τον καίριο ρόλο της χριστιανικής θεολογίας για τη συγκρότηση της νεωτερικής επιστήμης.
Παρ’ όλα αυτά, η θεολογία του προπατορικού αμαρτήματος δεν θα χαθεί ολότελα, διότι βασικές ιδέες της θα εισαχθούν, μ’ εκκοσμικευμένη μορφή, στη νοοτροπία της σύγχρονης επιστήμης και φιλοσοφίας. Μέσω της περίφημης εξελικτικής θεωρίας, επιστήμονες σαν τον Konrad Lorenz και τον Desmond Morris θα τονίσουν την πρωταρχικά επιθετική (διάβαζε: κακή) φύση του ανθρώπου, ενώ φιλόσοφοι όπως ο Mandeville, ο Hobbes και ο Adam Smith, οι πρώτοι θεωρητικοί του καπιταλισμού και του κοινωνικού συμβολαίου, θ’ αναδείξουν τα ανθρώπινα πάθη ως αποτελεσματικά μέσα μιας έλλογης συμφεροντολογίας, καταλληλότερης για την κοινωνική ευδαιμονία απ’ οποιαδήποτε προσήλωση στην αρετή της ατομικής αυτοσυγκράτησης.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.