
Για το βιβλίο «Συγκριτική θρησκειολογία» του Έρικ Τζ. Σαρπ (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Άρτος Ζωής). Κεντρική εικόνα: Οι «Τέσσερις Ευαγγελιστές», πίνακας του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Αν αναλογισθεί κανείς πόσο μεγάλη ιστορία και παρελθόν έχουν οι θρησκείες, ίσως εκπλαγεί μόλις ανακαλύψει πόσο πρόσφατα άρχισαν να μελετώνται επιστημονικά. Αυτό το ογκώδες και περιεκτικό εγχειρίδιο των πεντακοσίων σελίδων και των δεκατριών κεφαλαίων, όπως το φανερώνει και ο υπότιτλός του, παρουσιάζει την ιστορία της συγκριτικής θρησκειολογίας, από τα πρόσφατα βήματά της έως το 1986 - έτος συγγραφής του βιβλίου Συγκριτική θρησκειολογία (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Άρτος Ζωής)
Κάτι που ίσως ξαφνιάσει περισσότερο τον αναγνώστη, καθώς θα το διαβάζει, είναι το πόσο διαφορετικοί ήταν οι στόχοι και η μεθοδολογία των πρωτοπόρων της συγκριτικής θρησκειολογίας, σε σχέση με τους σημερινούς εκπροσώπους της. Για να υπάρξει η συγκριτική θρησκειολογία, σημειώνει ο Σαρπ, πρέπει να εκδηλώνει κανείς ενδιαφέρον για θρησκευτικές πρακτικές εκτός της παράδοσης που εντάσσεται ο ίδιος. Με την ευρύτερη έννοια, ο πρώτος «θρησκειολόγος» ήταν ο άνθρωπος που αναρωτήθηκε γιατί ο γείτονάς του λατρεύει διαφορετικές θεότητες από εκείνον.
Τρεις στοιχειώδεις συνθήκες
Πιο συγκεκριμένα, για τη η συγκριτική θρησκειολογία απαιτείται να συντρέξουν τρεις στοιχειώδεις συνθήκες: κίνητρο για συγκριτική μελέτη (μπορεί π.χ. να είναι η απλή περιέργεια), συλλογή υλικού από ξένη θρησκευτική παράδοση (από πρώτο ή και από δεύτερο χέρι), καθώς και μια κοινώς αποδεκτή μέθοδος που να οργανώνει το συλλεγμένο υλικό σ’ ένα συνεκτικό σχήμα. Στον σύγχρονο κόσμο, η θρησκευτική ποικιλία προσεγγιζόταν με βάση τη θεολογική θεώρηση του Χριστιανισμού, τη φιλοσοφική στάση, ή και την επιστημονική, κυρίως των φιλολόγων, ιστορικών και αρχαιολόγων.
Σύμφωνα με τον Έρικ Σαρπ, για αιώνες ολόκληρους, η στάση στον χριστιανικό χώρο απέδιδε τις άλλες θρησκείες σε έργο των πεπτωκότων αγγελικών πνευμάτων (δαίμονες), στηριγμένη άμεσα στη Βίβλο, η οποία, δίχως να αρνείται την ύπαρξη άλλων θεοτήτων, προβαίνει σε αυστηρή απαγόρευση σύναψης δεσμού του ανθρώπου μαζί τους.
Αυτή η απαγόρευση συμπληρώθηκε αργότερα από την ιδέα του Αγίου Ιουστίνου του Μάρτυρος, περί των «σπερματικών λόγων», μια ιδέα που ευνόησε τη μελέτη των κειμένων μη Χριστιανών συγγραφέων που λογίζονταν ηθικά αξιοσέβαστοι. Αν λοιπόν ο Χριστιανισμός αποτελεί μια σύνθεση εβραϊκού και ελληνικού πνεύματος, μέσα στην ιστορία του επικρατούσε για αιώνες η αυστηρή και ανυποχώρητη στάση του πρώτου απέναντι στις άλλες θρησκείες, σε αντίθεση με το φιλοπερίεργο και συγκρητιστικό πνεύμα του δεύτερου.
Βέβαια, δεν έλειψαν και οι ελληνικές επιδράσεις: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο αρχαίος ηδονιστής φιλόσοφος Ευήμερος, που στο μυθιστόρημά του Ιερά αναγραφή, παρουσίαζε μια επιγραφή σ’ έναν στύλο ναού στον Δία, στο φανταστικό νησί Παγχαία, αναγραφότα ότι οι θεοί δεν ήταν παρά σπουδαίοι άνδρες και γυναίκες του παρελθόντος, οι οποίοι, εξαιτίας των επιτευγμάτων τους, όσο ζούσαν λατρεύονται σαν θεοί, κάτι που συνεχίστηκε περισσότερο αφού πέθαναν.
Οι Χριστιανοί διανοητές δεν ενδιαφέρονταν πολύ να μελετήσουν θεωρητικά και ακαδημαϊκά το περιεχόμενο των άλλων θρησκειών, καθώς τις θεωρούσαν απλώς κινδύνους που έπρεπε να παραμερισθούν για την επίτευξη της ψυχικής σωτηρίας.
Αυτή η ερμηνεία περί της εμφάνισης του παγανισμού είχε μεγάλη απήχηση στους εκκλησιαστικούς πατέρες. Διότι οι Χριστιανοί διανοητές δεν ενδιαφέρονταν πολύ να μελετήσουν θεωρητικά και ακαδημαϊκά το περιεχόμενο των άλλων θρησκειών, καθώς τις θεωρούσαν απλώς κινδύνους που έπρεπε να παραμερισθούν για την επίτευξη της ψυχικής σωτηρίας.
Η γέννηση της επιστημονικής θρησκεολογίας
Ιστορικά, η επιστημονική θρησκειολογία γεννιέται γύρω στα 1860: περίπου εκείνη την εποχή, αρχίζουν να ιδρύονται αρκετές πανεπιστημιακές έδρες του κλάδου, αν και πολλές φορές αυτές αντιμετωπίζονται εχθρικά, είτε σαν απόπειρες μιας διαφθείρουσας σχετικοποίησης των παραδοσιακών θεολογικών/εκκλησιαστικών σπουδών (Ευρώπη), είτε σαν ένα ρίσκο που τα «κοσμικά» (δηλ. μη θρησκευτικά) πανεπιστήμια δύσκολα τολμούσαν ν’ αναλάβουν. Όπως η εθνολογία και η λαογραφία, η θρησκειολογία εμφανίσθηκε κυρίως στην Ευρώπη και έπειτα στις ΗΠΑ, σε μια ιστορική περίοδο όπου ήταν δημοφιλής η πίστη στην ευθύγραμμη κοινωνική πρόοδο.
Αυτή η ιδεολογία, που χάριν συντομίας ονομάζεται «εξελικτισμός» και εκφράσθηκε από φιλοσόφους όπως ο Χέγκελ και o Κοντ, αλλά αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο αφού έγινε ευρύτερα γνωστή η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, θεωρούσε πως οι σύγχρονες κοινωνίες μας τελούν υπό γραμμική κοινωνική πρόοδο, εξασφαλίζοντας δυνατότητες αδιάκοπης βελτίωσης και ευδαιμονίας για τα μέλη τους.Επιστήμες όπως η εθνολογία και η λαογραφία, από τις οποίες αναδύθηκε κατόπιν και η θρησκειολογία, έκαναν ήδη τ τα πρώτα τους βήματα, στο πλαίσιο μιας ρομαντικής διάθεσης νοσταλγίας για έναν κόσμο που, όπως πιστευόταν τότε, επρόκειτο να χαθεί αμετάκλητα.
Η θρησκειολογική έρευνα, κατά τα πρώτα της βήματα, προωθήθηκε σαν έρευνα απαρχαιωμένων πολιτισμικών στοιχείων (θρησκείες) και αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης της προόδου του μοντέρνου κόσμου. Η θετικιστική εκδοχή αυτού του κοινωνικού «εξελικτισμού» θεωρούσε τις θρησκείες θεωρήθηκαν παρωχημένα κατάλοιπα από τη νηπιακή ηλικία του ανθρώπινου γένους.
Μια παραλλαγή αυτής της άποψης, ήταν η θεωρία της «προοδευτικής αποκάλυψης», η οποία πρέσβευε πως οι θρησκείες ήταν πρώιμες και ατελείς απόπειρες προσέγγισης του θείου, που δεν εκπληρώθηκαν πλήρως παρά με την έλευση μιας νέας θρησκείας: για τους Χριστιανούς, αυτή η ανώτερη και πιο ολοκληρωμένη μορφή θρησκευτικότητας ήταν ο Χριστιανισμός (στη φιλελεύθερη-προτεσταντική εκδοχή του), ενώ για άλλους επρόκειτο να είναι μια μελλοντική θρησκεία. Ας δούμε και τις τρεις αυτές εκδοχές.
Αρχικά, ως ιδρυτής της θρησκειολογίας θεωρείται από τον συγγραφέα ο κλασικιστής φιλόλογος και ινδολόγος, Μαξ Μίλερ. Ο Μίλερ μας λέει ο Σαρπ, ήταν πεπεισμένος πως η νεογέννητη επιστήμη της θρησκειολογίας θα μπορούσε να συμβάλλει να αντληθούν στοιχεία από τις παραδόσεις των επιμέρους θρησκειών, για τη μελλοντική συγκρότηση μιας ενιαίας θρησκείας ή «πνευματικότητας», με οικουμενική και πανανθρώπινη αξία, καθώς θα υπερβαίνει τις ατέλειες των ιστορικών θρησκειών έως σήμερα, καλύπτοντας πλήρως τις ανθρώπινες πνευματικές κλίσεις.
Ο σημαντικός θεολόγος Ρούντοφλ Ότο υποστήριξε ότι κάθε θρησκεία διέπεται από ένα θεμελιώδες βίωμα, που δεν ανάγεται σε ψυχολογικές κατηγορίες, και ιεράρχησε κατόπιν όλες τις θρησκείες σε «ανώτερες» και «κατώτερες»,
Επιχειρώντας, τον συγκερασμό θρησκείας με ορθολογική έρευνα, ο σημαντικός θεολόγος Ρούντολφ Ότο υποστήριξε ότι κάθε θρησκεία διέπεται από ένα θεμελιώδες βίωμα, που δεν ανάγεται σε ψυχολογικές κατηγορίες, και ιεράρχησε κατόπιν όλες τις θρησκείες σε «ανώτερες» και «κατώτερες», αναλόγως του πόσο πληρέστερα έχουν κατορθώσει να εκφράσουν αυτό το πρωτογενές βίωμα. Στην κορυφή της πυραμίδας, τοποθέτησε περήφανα τη χριστιανική θρησκεία. Το θείο βλεπόταν όχι πια ως «εξωτερικό» για την ιστορική εξέλιξη, αλλά ως δύναμη που δρα και αποκαλύπτει σιγά σιγά τον εαυτό του εντός της.
Σε μεγάλο βαθμό, οι απόψεις αυτές διαμορφώθηκαν για να προστατεύσουν τη χριστιανική θρησκεία από κριτικές σαν του Τζέιμς Φρέιζερ. Ο εν λόγω πρωτοπόρος Βρετανός εθνολόγος και θρησκειολόγος θεωρούσε τις μαγικές τελετουργίες σαν πρώιμες, ατελείς και εσφαλμένες απόπειρες για επιστημονική γνώση και έλεγχο του κόσμου μας.
Καθώς λοιπόν οι άνθρωποι μεταχειρίζονταν την εν λόγω «τέχνη» και έβλεπαν ότι πολλές δεν απέδιδε όπως θα ήθελαν, διευκρίνιζε ο ίδιος, κατέληγαν να παραιτούνται από αυτή, διαμορφώνοντας πίστη σε κάποιο υπερφυσικό ον, το οποίο ικέτευαν να κάνει ό,τι ήθελαν. Περάσαμε προοδευτικά, έτσι, από τη μαγεία στη θρησκεία ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από τις απόπειρες εξαναγκασμού και ελέγχου στην υποταγή. Δεν πρέπει να παραξενευόμαστε που ο Frazer ήταν εθνολόγος (αντί για θρησκειολόγος), καθώς τότε κυριαρχούσαν οι εθνολόγοι με τις θεωρίες τους, τις οποίες κατά κανόνα ακολουθούσε ο εκάστοτε επίδοξος θρησκειολόγος.
![]() |
Ο Έρικ Τζ Σαρπ (1933-2000) γεννήθηκε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Απόφοιτος του τμήματος θρησκευτικών σπουδών του Πανεπιστημίου της γενέτειράς του, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας, όπου και έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο στη θεολογία και στη θρησκειολογία. Μαζί με τον Νinian Smart, υπήρξε ο πρωταγωνιστής της καθιέρωσης της Θρησκειολογίας σε διάφορα πανεπιστήμια της Αγγλίας. Επιτόπια έρευνα έκανε στην Ινδία, σχετικά με τις χριστιανικές ιεραποστολές σε αυτή τη χώρα και τη συνάντηση, από τον 19ο αιώνα και εξής, ινδουισμού και χριστιανισμού. Υπήρξε επίσης ένας από τους πρώτους και επιφανέστερους ειδικούς στα Νέα Θρησκευτικά Κινήματα. Δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια της Αγγλίας, της Αμερικής και της Αυστραλίας. Το 1977 έγινε ο πρώτος καθηγητής του τμήματος θρησκευτικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Σίντνεϋ. Διετέλεσε επί σειρά ετών γενικός γραμματέας της Διεθνούς Εταιρείας για την Ιστορία των θρησκειών και συνέβαλε ουσιαστικά στις συζητήσεις σχετικά με τα θέματα της μεθοδολογίας και της επιστημονικής θεωρίας στη θρησκειολογία. |
Αν, πάντως, ο Φρέιζερ στάθηκε ο επιφανέστερος εκφραστής του εξελικτισμού στην αθεϊστική του μορφή και έτσι επηρέασε καθοριστικά τους θρησκειολόγους, ο Rudolf Otto (όμοια με τον Σουηδό αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας και νομπελίστα, Nάταν Σέντερμπλουμ) υποστήριζε μια χριστιανική «αντίδραση» εναντίον αυτού του εξελικτισμού, ενώ ο Μαξ Μίλερ διαμόρφωσε μια μάλλον συγκρητιστική εκδοχή του. Τα παραδείγματα είναι, φυσικά, ενδεικτικά.
Το δίχως άλλο, αυτές οι τρεις αντιπροσωπευτικές προσεγγίσεις στην πρώιμη θρησκειολογία προϋπέθεταν την πίστη στη γραμμική πρόοδο, στηρίζονταν σε γενετικές θεωρίες (δηλ. θεωρίες για πώς γεννήθηκε η θρησκεία) και είχαν και πρακτικούς-εξωεπιστημονικούς στόχους. Αυτές οι τάσεις επρόκειτο, στη συνέχεια, να μεταβληθούν σημαντικά, με την περαιτέρω ανάπτυξη της εν λόγω επιστήμης.
Η προέλευση της θρησκείας
Αρχικά, η θεωρία για την υποτιθέμενη προέλευση της θρησκείας από τη μαγεία, αναιρέθηκε, κλονίζοντας κάποιες βασικές θέσεις που έως τότε εθεωρούντο δεδομένες. Επιπλέον, αντίθετα με τους πρώτους θρησκειολόγους που συνδύαζαν την ιστορία με πρακτικές επιδιώξεις, σταδιακά οι «ιστορικοί», που περιορίζονταν σε ψυχρή και αδέσμευτη επιστημονική γνώση, διαχωρίζονταν όλο και πιο πολύ από τους «πρακτικούς», με τους δεύτερους να τελούν υπό διαρκή συρρίκνωση ύστερα από τα μεγάλα παγκόσμια συνέδρια του εικοστού αιώνα.
Ως το 1920, το χάσμα ανάμεσα στους δύο είχε καταντήσει ουσιαστικά αγεφύρωτο. Από το 1950 και μετά, οι γενετικές προσεγγίσεις, για τη θρησκεία, πρακτικά εξέλιπαν. Ο ίδιος ο εξελικτισμός, που ήταν μια στάση ευρωκεντρική και ίσως κάπως αλαζονική, βαθμιαία (όχι αμέσως) εξασθένισε. Οι επιστημονικές συνεισφορές του στρουκτουραλισμού, και προ παντός του ψυχολόγου Καρλ Γιουνγκ, του Τζόζεφ Κάμπελ και του Mίρτσεα Ελιάντε, είχαν την υποκείμενη πρόθεση κριτικής του Δυτικού πολιτισμού, μπροστά στον οποίο αντιπαρέθεταν, με εμφατικό τρόπο, κοινωνίες διαφορετικές και λιγότερο «φθαρμένες» από τις δικές του. Ακόμη και οι μεθοδολογικές αρχές της ψυχρής αποστασιοποίησης και της απρόσωπης αντικειμενικότητας, που κυριαρχούσαν στην αρχή, περιορίστηκαν όταν, με την είσοδο της φαινομενολογικής παρατήρησης, εισήλθε ένα στοιχείο υποκειμενισμού στη συγκεκριμένη επιστήμη.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται κριτικά και οι κλασικές θεωρίες περί τοτεμισμού, ανιμισμού και mana, οι οποίες έχουν προ πολλού αμφβισβητηθεί.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται κριτικά και οι κλασικές θεωρίες περί τοτεμισμού, ανιμισμού και mana, οι οποίες έχουν προ πολλού αμφβισβητηθεί, λέει ο Σαρπ, αλλά οι κοινωνιολόγοι το αγνοούν και συχνά γράφουν σαν αυτές να παραμένουν επιστημονικά απρόσβλητες. Αναφέρονται επίσης οι ψυχολογικές θεωρήσεις της θρησκείας, από διανοητές σαν τον και Λόιμπα τον Γουίλιαμ Τζέιμς.
Σε αντίθεση με την παλιά ψυχολογία ήταν βασικά «ιατρική», ατομική και εστιαζόταν στο συνειδητό, η έλευση της «ψυχολογίας του βάθους» άνοιξε νέους ορίζοντες για τη θρησκευτική μελέτη. Αν και αρχικά η φροϋδική ψυχανάλυση, με τον μονόπλευρο υλιστικό αθεϊσμό της (θρησκεία: αυταπάτη με ιστορικές αφορμές), καθιστούσε αδύνατη την καλοπροαίρετη έρευνα της θρησκείας, στη συνέχεια ο Jung ευνόησε τη σχετική αναζήτηση.
Η παραδοσιακή θεωρία της εκκοσμίκευσης
Γύρω στη δεκαετία του 1960, όταν ακόμη κυριαρχούσε η παραδοσιακή θεωρία της εκκοσμίκευσης, σύμφωνα με την οποία οι θρησκείες πρόκειται γοργά να εξαφανισθούν, η θρησκειολογία έμοιαζε επιστήμη με αβέβαιο και επισφαλές μέλλον, μας λέει και πάλι ο Έρικ Σαρπ, αλλά λίγες δεκαετίες αργότερα τέτοιες εξαγγελίες φαντάζουν μάλλον βιαστικά διατυπωμένες και ανακριβείς.
Μία από τις αιτίες αυτής της μεταβολής, ήταν ο «κατακλυσμός» της Δύσης από μια σειρά ρευμάτων που ονομάστηκαν Νέα Θρησκευτικά Κινήματα (ο συγγραφέας υπήρξε από τους πρώτους ειδικούς ερευνητές τους), τα οποία ήταν μάλλον φαινόμενα μόδας, διότι υποχώρησαν μετά από λίγα χρόνια. Σήμερα, μπροστά στο τεράστιο ερευνητικό υλικό, οι διάφοροι πρακτικοί στόχοι τείνουν ν’ αποθαρρύνονται ως αντεπιστημονικοί, με τον σύγχρονο θρησκειολόγο να είναι κατά κανόνα εξειδικευμένος σε μια μικρή επιστημονική περιοχή και ν’ αποφεύγει να εκφέρει κρίσεις περί των θρησκειών γενικευτικά.
Όπως μας λέει ο Σαρπ: «Έτσι ο συγκριτικός θρησκειολόγος (ή Religionswissenschaftler ή ιστορικός των θρησκειών) σήμερα σπάνια είναι μια εγκυκλοπαιδική προσωπικότητα. Είναι κατά κανόνα ένας ιστορικός, που καλλιεργεί φιλολογικές και αρχαιολογικές τεχνικές· μπορεί επίσης να έχει κάποια, περισσότερη ή λιγότερη, οικειότητα με την ψυχολογία, τη φιλοσοφία ή τη φαινομενολογία.
Πιθανόν συνδυάζει χαρακτηριστικά αρκετών από αυτά τα επιστημονικά αντικείμενα. Και είναι ακόμη περισσότερο πιθανόν ότι θα έχει πολύ λίγα ή και τίποτε κοινό, εκτός από ένα όνομα, με τους πρωτοπόρους που άρχισαν να μιλούν για “συγκριτική θρησκειολογία” εδώ κι έναν αιώνα» (σελ. 466).
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως η επιστήμη της θρησκειολογίας διεξάγεται αποκλειστικά για την καθαρή γνώση. Απεναντίας, τα ισχυρότερο ίσως (ενν. εξωεπιστημονικό) κίνητρο των «υπηρετών» της, είναι να ενισχύσουν την αλληλοκατανόηση μεταξύ των πιστών των διαφορετικών θρησκειών, μέσα στον πολύπλοκο και πλουραλιστικό κόσμο μας.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας