Για το βιβλίο του Άλμπερτ Γουίλ [Albert Weale] «Η βούληση του λαού: Ένας σύγχρονος μύθος» (μτφρ. Δημοσθένης Κούλουθρος, εκδ. Επίκεντρο). Κεντρική εικόνα: © Vlad Tchompalov (Unsplash).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Δεν είναι μυστικό ότι ο λαϊκισμός παραμένει μια ισχυρή πολιτική δύναμη σήμερα. Συχνά βλέπουμε δημαγωγούς της Άκρας Δεξιάς να καταγγέλλουν την υποτιθέμενη απαξίωση του απλού πολίτη από τις πολιτικές ελίτ των υπερεθνικών θεσμών (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση), αλλά και από πλευρές της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, υποστηρίζεται ο λαϊκισμός (όχι όμως με εθνικό αλλά με ταξικό πρόσημο), σαν το τελευταίο οχυρό των λαϊκών μαζών απέναντι στην αλόγιστη εξάπλωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Όλες αυτές οι κριτικές, παρά τις διαφορές τους, εδράζονται σε μια ιδέα που είναι κεντρική για την ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος: πρόκειται για τη λαϊκή βούληση.
Για τον Άλμπερτ Γουίλ, «βούληση του λαού» στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, όπως δεν υφίστανται μονόκεροι, πήγασοι ή χαμένες ήπειροι όπως η Ατλαντίδα.
Η λαϊκή βούληση θεωρείται γενικά το πρώτο κινούν των φιλελεύθερων δημοκρατιών μας. Ύστερα από μια σειρά ιστορικών γεγονότων, η βούληση των μοναρχών της Ευρώπης «μεταβιβάστηκε» τελικά στους ίδιους τους λαούς, οι οποίοι καλούνται στο εξής να παίρνουν τις αποφάσεις όπως άλλοτε το έπραττε ο εκάστοτε μονάρχης. Όλες οι εξουσίες ξεκινούν από τον λαό και ασκούνται από τον ίδιο και προς όφελός του. Αυτό το πολιτικό «αφήγημα» θα αντιπαλέψει συστηματικά το βιβλίο Η βούληση του λαού: Ένας σύγχρονος μύθος (μτφρ. Δημοσθένης Κούλουθρος, εκδ. Επίκεντρο), του Βρετανού πολιτικού επιστήμονα και ακαδημαϊκού Άλμπερτ Γουίλ.
Για τον Άλμπερτ Γουίλ, «βούληση του λαού» στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, όπως δεν υφίστανται μονόκεροι, πήγασοι ή χαμένες ήπειροι όπως η Ατλαντίδα (σελ. 23). Αυτή είναι απλώς ένας πολιτικός μύθος και όσοι τον πιστεύουν προσυπογράφουν μια πολιτική άποψη που είναι και επικίνδυνη εκτός από καταφανώς εσφαλμένη. Ο αντίπαλος τον οποίο πολεμάει το παρόν δοκίμιο, είναι ο λαϊκισμός, είτε Δεξιός είτε Αριστερός. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι.
Βασική θέση του λαϊκισμού είναι ότι μια δημοκρατία θεμελιώνεται στην ομόθυμη και λίγο-πολύ ενιαία θέληση του λαού, την οποία διάφορες ολιγαρχίες αντιστρατεύονται, οπότε χρέος μας είναι να τη δώσουμε ξανά πίσω στον λαό. Γιατί όμως; Αρχικά, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις, ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι ελιτιστής, δεν επιδιώκει δηλαδή να αμφισβητήσει το μορφωτικό ή διανοητικό επίπεδο του λαού, όπως ο Τζέισον Μπρέναν (Jason Brennan), αλλά στόχος του είναι να αναιρέσει το μονοσήμαντο της έννοιας «λαός». Η κοινή γνώμη, εξηγεί, τείνει γενικά να είναι γενικά κατακερματισμένη:
«Η βούληση του λαού είναι ένας μύθος όχι γιατί οι άνθρωποι είναι βλάκες, μύωπες ή άφρονες. Είναι μύθος για τον λόγο ότι δεν μπορεί να αποσπάσεις μια μόνο βούληση από μια πολύμορφη ομάδα ανθρώπων, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ απλών καταστάσεων. Το να θεωρείς ότι μπορείς είναι σαν να θέλεις να τετραγωνίσεις τον κύκλο» (σελ. 82).
Η ιδεολογία του λαϊκισμού
Συμπληρωματικά, μπορεί κανείς να θυμίσει εδώ το βιβλίο Λαϊκισμός: Μια συνοπτική εισαγωγή (μτφρ. Ελένη Κοτσυφού, εκδ. Επίκεντρο), όπου οι Cas Mudde και Cristóbal Rovira Kaltwasser εξηγούν ότι στην ιδεολογία του λαϊκισμού μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει τόσο τον ελιτισμό, ο οποίος τείνει να υποτιμά τον λαό έναντι των ελίτ, αλλά και τον πλουραλισμό, ο οποίος απορρίπτει ως ψευδές το αντιθετικό δίπολο λαός-ελίτ, πρεσβεύοντας πως κάθε κοινωνία χαρακτηρίζεται από ποικιλία διαφορετικών ομάδων και συμφερόντων.
Σε αυτή την τρίτη ομάδα φαίνεται να ανήκει και ο Γουίλ, σύμφωνα με τον οποίο, οι αποφάσεις των πολιτών μιας σύγχρονης δημοκρατίας λαμβάνονται όχι απευθείας, με τον τρόπο που αποφάσιζε ένας Ευρωπαίος μονάρχης, αλλά μονάχα μέσα σε προϋπάρχοντα και συνταγματικά ορισμένα πλαίσια κανόνων που ορίζουν το τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να γίνει.
Ο Άλμπερτ Γουίλ είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας και Δημόσιας Πολιτικής στο University College London και εταίρος της Βρετανικής Ακαδημίας. |
Οι συνταγματικοί κανόνες είναι που προσδιορίζουν τις εξουσίες των ποικίλων δρώντων μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα. Κυριολεκτικά μιλώντας, κανένας λαός δεν γράφει άμεσα το δικό του σύνταγμα, και αυτό ισχύει και για την πρώτη αβασίλευτη δημοκρατία του σύγχρονου κόσμου, αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Πράγματι, μας λέει ο Γουίλ, αν το αμερικανικό σύνταγμα ξεκινάει με το «We the People», αυτό οι διαμορφωτές του το έκαναν κυρίως για να αποκόψουν τη διαδικασία της συνταγματικής κύρωσης από τους υφιστάμενους πολιτικούς θεσμούς των δεκατριών αρχικών πολιτειών, αναμένοντας επαρκή πολιτική στήριξη από τις εκλεγμένες πολιτειακές συνελεύσεις. Δεν είναι ότι απλώς εξέφρασαν δηλαδή μια προϋπάρχουσα και διακηρυγμένη «λαϊκή βούληση».
Άλλο ένα τυπικό παράδειγμα το οποίο προβάλλεται σαν αμεσοδημοκρατικό, είναι η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία. Ωστόσο, αυτό που λησμονούμε είναι ότι σε γενικές γραμμές, μονάχα ένας στους πέντε κατοίκους της αρχαίας Αθήνας (όχι μέτοικοι, δούλοι και γυναίκες) κατείχε πολιτικά δικαιώματα, αλλά ακόμη και έτσι, η Πνύκα διέθετε χώρο για 6.000 άτομα το πολύ, όταν ο αριθμός των πολιτών οπωσδήποτε υπερέβαινε τους 30.000.
Ακόμη και η ρουσωική volonté générale, που επίσης επικαλούνται πολλοί, στηρίχθηκε βασικά στην εξιδανίκευση των μικρών ελβετικών κοινωνιών για τις οποίες όμως μαθαίνουμε τώρα πως η συναίνεση επιτυγχανόταν με αρκετή δυσκολία και όχι δίχως κάποιο τίμημα.
Το ερώτημα είναι ποιος καθορίζει την agenda των ερωτημάτων, αλλά και το πώς θα επιλέξει να υλοποιήσει την απόφαση που θα ληφθεί.
Αλλά αν δεν υπάρχει χώρος για την αδιαμεσολάβητη έκφραση της βούλησης των πολιτών, τότε γιατί υπάρχουν θεσμοί σαν τα δημοψηφίσματα (προσωπικά ή συνταγματικά) και τις λαϊκές πρωτοβουλίες; Για τα μεν πρώτα, απαντά ο συγγραφέας, καθοριστική σημασία έχει ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα: πρέπει κανείς να το παρουσιάσει με τη μορφή του «είτε/είτε», αλλά ο ίδιος ο τρόπος που θα παρουσιασθεί μπορεί κάλλιστα να είναι τέτοιος ώστε να χειραγωγούνται οι ψηφοφόροι (αυτό έχουν ισχυρισθεί, παρεμπιπτόντως, πολιτικοί όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ότι συνέβη στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του Αλέξη Τσίπρα, το 2015).
Το ερώτημα είναι ποιος καθορίζει την agenda των ερωτημάτων, αλλά και το πώς θα επιλέξει να υλοποιήσει την απόφαση που θα ληφθεί. Εν ολίγοις, ένα δημοψήφισμα προϋποθέτει ένα προδιαμορφωμένο ερώτημα, με δύο εναλλακτικές, όροι που δεν ορίζονται απευθείας από τους πολίτες αλλά από την εκτελεστική εξουσία.
Η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή το κυβερνών κόμμα, υποκαθιστά τον λαό και διατείνεται ότι ομιλεί εξ ονόματός του. Θα μπορούσε να πει κανείς εδώ ότι η χρήση δημοψηφισμάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την ενίσχυση του ρόλου της εκτελεστικής εξουσίας, με το προκάλυμμα της ισχυρής «λαϊκής εντολής». Αντίστοιχη χειραγώγηση υφίστανται και οι λαϊκές πρωτοβουλίες, όπου αυτές υπάρχουν, από τη στιγμή που στο εκλογικό κοινό υποβάλλονται συγκεκριμένες προτάσεις με συγκεκριμένο τρόπο.
Βασικό χαρακτηριστικό των δημοκρατιών μας είναι ο πλουραλισμός.
Δεν υπάρχει ένας ενιαίος «λαός» με μια άποψη για κάθε ζήτημα. Το σύνολο των πολιτών περιλαμβάνει διαφορετικά τμήματα ανθρώπων, με διαφορετικές γνώμες, που συχνά εκπηγάζουν από τη διαφορετική ιστορική εμπειρία ενσωμάτωσης των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων μέσα στα σύγχρονα κράτη. Βασικό χαρακτηριστικό των δημοκρατιών μας είναι ο πλουραλισμός.
Τα πράγματα είναι κατά κανόνα πολύπλοκα και γι’ αυτό καίριο ρόλο έχουν εδώ η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός. Επίσης, η απόφαση της πλειοψηφίας δεν είναι σε καμία περίπτωση «ιερή». Αντίθετα, αν πιστεύει κανείς ότι μια απόφαση που ελήφθη πλειοψηφικά είναι εσφαλμένη, έχει καθήκον, ως πολίτης, να συνεχίσει να της αντιτίθεται με όποια δημοκρατικά μέσα διαθέτει (σελ. 106).
Σε τελική ανάλυση, ακόμη και η ίδια η έννοια της πλειοψηφίας είναι ουσιαστικά προϊόν σύμβασης. Στην πραγματικότητα, αυτή μπορεί να ορισθεί με τουλάχιστον τρεις τρόπους: σχετικά πλειοψηφούσα ομάδα, συνασπισμός ομάδων που σχηματίζουν απόλυτη πλειοψηφία, περιστασιακές πλειοψηφίες που προκύπτουν ανάλογα με το υπό ψήφιση ζήτημα.
Οι λόγοι των λαϊκιστών περί άμεσης και ανόθευτης βούλησης του λαού, τελικά μπορούν να απλοποιήσουν ριζικά τις περίπλοκες καταστάσεις, δίνοντας σε μια κυβέρνηση την ευκαιρία να δρα ανεξέλεγκτα από τους άλλους θεσμούς, χειραγωγώντας τους πολίτες και προωθώντας αυθαίρετες επιλογές και αυταρχικές λύσεις.
Αν κινδυνεύει σήμερα η δημοκρατία, λέει ο Γουίλ, οι κίνδυνοι προέρχονται από πολιτικές στο όνομα της δημοκρατίας (αυτό λέει και το ανησυχητικά προειδοποιητικό βιβλίο Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, στο οποίο και κάποτε παραπέμπει). Το συμπέρασμά του είναι ότι:
«Η βούληση του λαού είναι μια αντίληψη αντλούμενη από την πολιτική φιλοσοφία, η οποία έχει αναχθεί σε σύγχρονο μύθο. Διαιωνίζει τον λαϊκιστικό μύθο ότι δημοκρατία σημαίνει άμεσο καθορισμό της κυβερνητικής πολιτικής από τον λαό. Όσο και να φαίνεται παράδοξο, η άποψη αυτή έχει επιφέρει ως αποτέλεσμα συχνά να μετατοπίζεται περισσότερη εξουσία προς τον εκτελεστικό κλάδο του καθεστώτος. Όταν ισχυρίζονται ότι εκφράζουν τη βούληση του λαού, τα κυβερνητικά κόμματα έχουν τη δυνατότητα να χειραγωγήσουν την πολιτική για τις δικές τους σκοπιμότητες […] Κάθε γενικευμένος μύθος είναι κίνδυνος για τη δημοκρατία και ο μύθος της βούλησης του λαού είναι ένας τέτοιος ιδιαίτερα επικίνδυνος μύθος» (σελ. 18).
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.